“Μπιγκ Χιτ”: Ένα κλασικό νουάρ σε remix
- 24 ΝΟΕ 2012
Τον πρωτογνωρίσαμε πριν 4 χρόνια με το καλτ φιλμ “Ο Γιος του Τσάρλι” που είχε προβληθεί τόσο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δημιουργώντας το σχετικό σούσουρο, όσο και αργότερα στο Φεστιβάλ Καλτ Ταινιών στο Gagarin. Ο Κάρολος Ζωναράς όμως με το “Μπιγκ Χιτ” πηγαίνει φέτος ένα βήμα παραπέρα, ολοκληρώνοντας ένα απίστευτο φιλμικό εγχείρημα.
Κρατά ως σημείο έναρξης ένα κλασικό νουάρ αριστούργημα, το “Big Heat” του Φριτζ Λανγκ από το 1953. Εκεί, ένας έντιμος ντετέκτιβ στρέφεται εναντίον όλου του συστήματος όταν υποψιάζεται (με αφομή μια ύποπτη ‘αυτοκτονία’ ενός αστυνομικού) πως ένας ντόπιος γκάνγκστερ ελέγχει την αστυνομία. Μια βόμβα που βρίσκει λάθος άνθρωπο, θα κάνει την υπόθεση ακόμα πιο προσωπική γι’αυτόν, μετατρέποντάς τον σε έναν οργισμένο άντρα που ζητά εκδίκηση.
Ο Ζωναράς παίρνει την ταινία του Λανγκ σαν πατρόν και ζωγραφίζει ξανά μες στα προκαθορισμένα αυτά πλαίσια πλοκής, τοποθετώντας την ταινία στην Ελλάδα πλέον, και κάνοντας παράλληλα κάτι απίστευτα πρωτότυπο δημιουργώντας την: Ηχογράφησε πρώτα όλους τους όλους από κάποιους συγκεκριμένους ηθοποιούς, κι έπειτα έβαλε άλλους ηθοποιούς να παίξουν, πατώντας πάνω στις προηχογραφημένες ερμηνείες.
(Που θα πει ναι, κάθε χαρακτήρας του “Μπιγκ Χιτ” παίζεται ουσιαστικά από δύο διαφορετικούς ηθοποιούς. Έναν που κάνει τη φωνή κι έναν που ερμηνεύει στην οθόνη.)
Το αποτέλεσμα είναι ένα μοναδικό σινεφίλ διαμάντι που και πάλι δημιούργησε μεγάλο word of mouth στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετά την πρώτη προβολή συναντούσαμε διαρκώς ανθρώπους που μας προέτρεπαν να μη το χάσουμε στην επαναληπτική με τίποτα. Το βάλαμε στο πρόγραμμά μας και δε χάσαμε: Το “Μπιγκ Χιτ” δε μοιάζει με τίποτα άλλο που είδαμε φέτος στο Φεστιβάλ, μια ταινία που σίγουρα δε θα ξεχάσουμε σύντομα.
Είχαμε απορίες. Γιατί το “Big Heat”; Γιατί το ντουμπλάζ; Και πώς αντιμετωπίζει την ιδέα του ‘καλτ’; Θέσαμε τις ερωτήσεις στον σκηνοθέτη της ταινίας, Κάρολο Ζωναρά.
Γιατί επιλέξατε το Big Heat;
Γιατί είναι μια υπέροχη ταινία. Γιατί είδα σε αυτήν τη δυνατότητα διασκευής και προσαρμογής στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αλλά πάνω απ’ όλα για να πραγματοποιήσω μια παλιά μου ιδέα: να γυρίσω μια ταινία έχοντας φτιάξει πρώτα το soundtrack. Να ηχογραφήσω δηλαδή προκαταβολικά όλους τους διαλόγους, ετοιμάζοντας κάτι σαν ραδιοφωνικό δράμα, που στη συνέχεια οι ηθοποιοί που επρόκειτο να υποδυθούν τους ρόλους να παίξουν τα λόγια σε playback.
Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα με το ντουμπλάζ;
Με αυτή τη μέθοδο (πέρα από το αισθητικό αποτέλεσμα, που υπογραμμίζει θέλω να πιστεύω ότι εδώ πρόκειται για σινεμά…) μου δόθηκε η δυνατότητα να συμπεριλάβω στο καστ και ερασιτέχνες ηθοποιούς, μεταξύ αυτών και εμού του ιδίου, σε ρόλο (ποιος θα το πίστευε!) καθολικού παπά. Είναι μεγάλη ευκολία κάποιος άλλος να τα έχει πει για σένα. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να ακούσεις τις ατάκες πολλές φορές, χιλιάδες φορές, ώστε μετά, μπροστά στην κάμερα, να τις ερμηνεύσεις, προσπαθώντας να πεις τα λόγια στον ίδιο χρόνο. Ακούγεται σύνθετο, αλλά δεν είναι. Πάντως η μέθοδος αυτή βοήθησε πολύ ώστε να μειωθεί ο χρόνος των γυρισμάτων. Δεν ξεπεράσαμε τις 20 μέρες.
Υπήρχε κάτι που βγήκε διαφορετικά από τον τρόπο που το σκεφτόσασταν αρχικά;
Η δημιουργία μιας ταινίας, όπως και κάθε καλλιτεχνικού δημιουργήματος, είναι μια συνεχής διαδικασία. Δεν είναι αυτό που ευρέως πιστεύεται, ότι είναι η πραγματοποίηση μιας καλλιτεχνικής ιδέας. Ναι, ξεκινάς πάντα από μια ιδέα, αλλά στην πορεία συμβαίνουν χιλιάδες πράγματα, ειδικά στο σινεμά, τελείως απρόβλεπτα, όπου αυτή η ιδέα μετουσιώνεται πάντα σε κάτι άλλο. Συνεχώς γίνονται αλλαγές, άλλοτε μεγάλες, άλλοτε μικρές, τίποτα δεν είναι σταθερό και δεδομένο, μέχρι και την τελευταία στιγμή, μέχρι να μπουν και οι τίτλοι τέλους. Ακόμη κι εκεί μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα. Παράδειγμα, το χαρμόσυνο τραγουδάκι «Happiness» που μου πρότειναν οι Αλέξανδρος Χρηστάρας και Μιχάλης Νιβολιανίτης, που κάνανε την μουσική στην ταινία, και το οποίο αν δεν υπήρχε, (όπως λανθασμένα εγώ πίστευα ότι θα ήταν καλύτερα), η όλη ταινία θα είχε σίγουρα ένα διαφορετικό impact στο θεατή λίγο πριν ανάψουν τα φώτα και βγει από την αίθουσα.
Ποια ήταν η πιο απαιτητική σκηνή να γυρίσετε;
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες σκηνές, όλες πάνω κάτω είχαν τις ίδιες απαιτήσεις. Σίγουρα πιο εύκολα γυρίστηκαν οι σκηνές στις οποίες έπαιζαν οι επαγγελματίες ηθοποιοί, ο Μελέτης Γεωργιάδης, η Katia O’Wallis, ή η Ευγενία Αποστόλου. Εκεί τα πράγματα πήγαιναν ρολόι. Η μεγαλύτερη δυσκολία που θα μπορούσα να αναφέρω ήταν να φτιαχτεί η όλη γεωγραφία αναφορικά με το αρχοντικό του μεγαλοεφοπλιστή Βαρδακαστάνη. Τα εσωτερικά γυρίστηκαν στη Λέσχη Αξιωματικών στη πλατεία Ρηγίλλης, ενώ τα εξωτερικά είναι ένας συνδυασμός από Κεφαλάρι Κηφισιάς και λεωφόρο Συγγρού, όπου υπάρχει ένα τριώροφο νεοκλασσικό κτίριο που στεγάζει την Παιδόπολη «Αγία Βαρβάρα».
Και ποια η πιο διασκεδαστική;
Οι πιο διασκεδαστικές σκηνές υπήρξαν αναμφισβήτητα αυτές με τον Βαρδακαστάνη, που τον υποδύεται ο Άλεξ Σπυρόπουλος, θείος μου, ο οποίος παρεμπιπτόντως για πρώτη φορά στη ζωή του εμφανίζεται στο πανί…
Θεωρείτε την ταινία cult movie; Πώς θα την περιγράφατε;
Ομολογώ δεν ξέρω τι είναι το καλτ. Έχω μπερδευτεί, έχω μια πολύ ασαφή ιδέα του τι εστί ο όρος αυτός. Στην αρχή πίστευα πως έχει να κάνει με ένα είδος δημιουργίας που απευθύνεται σε μυημένους, που αναγνωρίζουν κάποιους μυστικούς κώδικες και επικοινωνούν με το έργο με ένα ιδιαίτερο τρόπο. Όμως, όταν πριν από 3 χρόνια συμμετείχα με την προηγούμενη ταινία μου «ο Γιος του Τσάρλυ» στο καλτ φιλμ φεστιβάλ στο Γκαγκάριν, άλλαξα ιδέα. Κατάλαβα ότι καλτ είναι κάτι που σε κάνει μάλλον να γελάς, χωρίς όμως αυτό να είναι αναγκαστικά στις προθέσεις του δημιουργού. Ότι είναι κάτι το φαιδρό. Και πάντως ότι πρόκειται σίγουρα για κάτι το κακόγουστο, που όμως για κάποιο μυστήριο λόγο έχει και καλλιτεχνικές αποχρώσεις; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν είναι καλτ οι ταινίες που κάνω. Και εν πάση περιπτώσει, αν είναι, να το θεωρήσω ως κάτι καλό; Γιατί λίγο πολύ μου την έχουν κολλήσει αυτή τη «ρετσινιά».
Πώς σας φάνηκε η πολύ θετική αντίδραση του κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης;
Τι να πω, στεναχωρέθηκα; Τέλεια!
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στο να γυρίσει κάποιος μια ταινία “αναφορών”;
Θα το θέσω λίγο διαφορετικά. Η μεγαλύτερη πρόκληση σε όλο αυτό το εγχείρημα του remix (θεωρώ πιο σωστό αυτό τον όρο απ’ ότι remake) της Μεγάλης Κάψας του Φριτς Λανγκ υπήρξε το αναπόφευκτο της σύγκρισης. Δηλαδή, να ακούσω να λένε: τι πάτε να κάνετε ρε παιδιά; Κοτζάμ Φριτς Λανγκ εδώ! Αυτό. Όμως δεν είχα την αυθάδεια να τοποθετηθώ σε αυτή τη βάση. Μια ταινία αφιέρωμα στο μεγάλο δημιουργό αποτόλμησα να κάνω, και να παίξω βεβαίως λιγάκι με την προσαρμογή της στα καθ᾽ημάς. Πάντως για τον Μελέτη Γεωργιάδη, τον πρωταγωνιστή, μπορώ περήφανα να πω: τον προτιμώ χίλιες φορές από τον Glenn Ford!
*Το “Μπιγκ Χιτ” του Κάρολου Ζωναρά έκανε πρεμιέρα στο 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα βγει στις αίθουσες την ερχόμενη σεζόν.
(Κεντρική φωτογραφία: Αρης Ράμμος)