Νίκος Γκάλης, ο Θεός που καλείται στην απελπισία
- 14 ΙΟΥΝ 2017
Στο πλαίσιο του Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, το 1995, οι διεθνείς της εθνικής μπάσκετ του 1987 μαζεύτηκαν για ένα ωραίο θέμα για την ομοσπονδία. Αυτό επαναλήφθηκε το 1997, όταν, μάλιστα, είχε φτιαχτεί ένα βίντεο αρκετής διάρκειας με στιγμιότυπα από το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας, 10 χρόνια νωρίτερα. Και στις δύο εκδηλώσεις, ο Νίκος Γκάλης έλειπε. Το τέλος του από το μπάσκετ, το φθινόπωρο του 1994, στους Αμπελόκηπους, τον πίκρανε εξαιρετικά. Το 1995 και το 1997 ο Κώστας Πολίτης ήταν εκεί. Ο Νίκος Γκάλης δεν εμφανίστηκε. Σαν ασκητής, επέλεξε μία μοναχική ζωή, κατά την οποία το μπάσκετ έπαιζε ρόλο πυροσβεστήρα με το καμπ στην Χαλκιδική.
Από τον Σεπτέμβρη του 1994, ο Νίκος Γκάλης εμφανίστηκε ξανά στο προσκήνιο δέκα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 2004, όταν ήταν ο πρώτος λαμπαδηδρόμος στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Τον Σεπτέμβριο του 2007, μετά τη νίκη επί της Κροατίας με το τρίποντο του Βασίλη Σπανούλη, εμφανίστηκε φάντης μπαστούνης μπροστά στον Παναγιώτη Γιαννάκη, για μία θαυμάσια τηλεοπτική συνένωση, με βλέμματα που αν κάνει απόπειρα κάποιος που είδε τη σκηνή να τα θυμηθεί, ανάβλυζαν αγάπη.
Για το Ευρωμπάσκετ του 1987, τη λαμπρότερη μεταπολιτευτική στιγμή του ελληνικού κράτους και του ελληνικού έθνους, πολλά έχουν γραφτεί. Ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από λίγο καιρό από τη ‘Physical Goods’ της 24Media σε συνεργασία με τα Public, το ’87- Τίποτα δεν μας σταμάτησε’ του Γιάννη Φιλέρη, ενέχει την οσμή της αυθεντίας από έναν άνθρωπο που, νεανίας όντας, όπως πολλοί που αργότερα θα γυρνούσαν με τα μαγνητοφωνάκια τους και τα κομπιούτερ κάθε πιθανό και απίθανο γήπεδο μπάσκετ, κάλυψε τη διοργάνωση από μέσα.
Σε ό,τι αφορά τη δική του θητεία στην αθλητική δημοσιογραφία και το δύσκολο έργο που έχει επωμιστεί, να καλύψει το κενό του περίφημου ‘παππού’ του ελληνικού αθλητικού Τύπου, του σπουδαίου Θεόδωρου Νικολαΐδη, πράγματι μοιάζει τίποτα να μην τον σταμάτησε. Ωστόσο, η σύνδεση του Ευρωμπάσκετ του 1987 με το μπάσκετ είναι ανολοκλήρωτη. Το Ευρωμπάσκετ του 1987 και ο Νίκος Γκάλης ‘γέννησαν’ τον ελληνικό αθλητισμό. Παιδιά που ξεκίνησαν το μπάσκετ και τα γόνατά τους δεν τους επέτρεψαν να συνεχίσουν, μεταπήδησαν στο πόλο (η ιστορία του Γιώργου Αφρουδάκη και του Θοδωρή Χατζηθεοδώρου). Γονείς που κατάλαβαν ότι ο πρωταθλητισμός γίνεται να εξαργυρωθεί- διότι ο φόβος για την ανατροφή ενός παιδιού είναι τέτοιος που οι ευαισθησίες και ο ρομαντισμός μπορεί να σε σκοτώσουν- έστειλαν τα παιδιά τους σε κάθε σπορ.
Η Ελλάδα ξαφνικά έγινε μάνα, ή έστω μητριά, των σπορ. Ασφαλώς, στην παραγωγική διαδικασία πρωτεύον είναι να ισχύσει η λέξη διαδικασία. Αλλά αυτή είναι μία ιστορία με λυπημένο τέλος- ου μην και αρχή και μέση.
Τριάντα χρόνια μετά, ένα συμπέρασμα: Είδαμε τον Θεό. Όχι τον ‘θεό’, εκ του ‘τι την έκανε την μπάλα ο θεός’, που σε ένα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ φώναξαν οι οπαδοί του Άρη. Τον Θεό. Αυτόν που άνοιξε την Ερυθρά Θάλασσα για να περάσει ο Μωυσής. Αυτόν που έσωσε την Κιβωτό. Τον Θεό. Το πιο αντικειμενικά άψογο πρόσωπο σε δεξιότητες και συμπαρομαρτούντα με αυτό που ασχολήθηκε από οποιονδήποτε άλλο. Το είδαμε όταν η Ελλάδα διεκδικούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 και, κατά τη συνήθη γραφικότητά της, στρεφόταν κόντρα στο κατεστημένο, δηλαδή την Coca Cola. Είδαμε, ρε παιδί μου, το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Παρατηρήσαμε τη χάρη και την εκγύμναση, τις ανεπανάληπτες ικανότητες, που ήταν σαν ένα δελτίο καιρού που έλεγε “αύριο θα βρέξει” και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να το αποφύγεις.
Ο Νίκος Γκάλης έστελνε αντιπάλους στο καναβάτσο, έβγαζε τον κόσμο από τα σπίτια. Ο Νίκος Γκάλης δεν ήταν μυθικός, θρυλικός, επικός, λυρικός, εμβληματικός, γαργαντουικός, δεν ήταν σπάνιος, ακριβός, πολύτιμος, υπέροχος, θεσπέσιος, μοναδικός, ανεπανάληπτος: Ήταν ο Θεός.
Αποδεικνύεται, κιόλας και μάλιστα με θρησκευτικό υπόβαθρο.
Το 1995 και το 1997 και όλα τα χρόνια που κύλησαν μέχρι, ουσιαστικά, τον Μάιο του 2013, δεν αποτελούσε ολέθριο σφάλμα ότι ο Νίκος Γκάλης δεν ήταν στην επικαιρότητα. Η Ελλάδα, όλο αυτόν τον καιρό, δεν χρειαζόταν τον Θεό. Μπορεί να είμαστε μία χώρα με έντονο το θρησκευτικό αίσθημα, αλλά, εδώ που τα λέμε, δύσκολα χαιρετίζουμε οποιονδήποτε αν νιώθουμε ισχυροί. Αλλά ασφαλώς αυτή η εποχή αποτέλεσε μία φούσκα, ένα τερτίπι το οποίο διαλύθηκε και απομείναμε μόνοι, γυμνοί και υποδουλωμένοι, να τα βάζουμε με όποιον προέκυπτε να τα βάλουμε: τις κυβερνήσεις μας, τους ξένους, το σύστημα, τους Γερμανούς, τους αριστερούς, τους ‘αριστερούς’, τους δεξιούς, τους ‘δεξιούς’, τους ακροδεξιούς, τους φασίστες, γενικότερα την κενωνία όλη που χάλασε τη ζαχαρένια μας. Υπάρχει ένα ωραίο τσιτάτο του Βρετανού συγγραφέα Σόμερσετ Μομ που ενδεχομένως να ταιριάζει στην περίπτωση: “Όταν είσαι νέος, θεωρείς την ευγένεια που σου δείχνουν οι άλλοι σαν αναφαίρετο δικαίωμά σου”.
Και όταν σκούρυναν πολύ τα πράγματα, όταν καταλάβαμε ότι τα ΔΝΤ και τα Καστελόριζα και οι Στρος-Καν, Σόιμπλε, Μέρκελ, Μοσκοβισί, Λαγκάρντ δεν είναι αστεία, όταν ο νόμος για την είσοδο σε σχολές μέσω αθλητικών επιτυχιών καταργήθηκε και ενεργοποιήθηκε για να καταργηθεί ξανά, όταν οι τράπεζες έκλεισαν και οι πολιτικοί υπέγραφαν μνημόνια τον Αύγουστο και οι αριστεροί επικαλούνταν το ηθικό πλεονέκτημα, όταν η Χρυσή Αυγή άρχισε να κερδίζει έδαφος και η διαφθορά έγινε η τρίτη Ελληνίδα που έφτασε στην κορυφή του Έβερεστ, όταν, τέλος πάντων, ως έθνος και κράτος άρχισε να μας κατακλύζει η απελπισία, θυμηθήκαμε τον Θεό. Και στραφήκαμε σε αυτόν, ελπίζοντας για σωτηρία. Ή, έστω, στραφήκαμε σε αυτόν για να απαλύνει λίγο τους πόνους μας.
Στις 7 Μαΐου του 2013 βιώσαμε την οιστρηλασία στο Αλεξάνδρειο και στους νεότερους ‘έσκασαν’ αστραπιαία στιγμές από τα παιδικά χρόνια μας, που ήταν συνυφασμένα με τον Άρη στην Ευρώπη. Ήταν το παιχνίδι προς τιμή του Νίκου Γκάλη στο Αλεξάνδρειο, ένα ματς που έπρεπε να έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια: δεν είχε γίνει γιατί τότε δεν είχαμε ανάγκη τον Θεό. Και ποιος δεν είχε πάει σε εκείνο το ματς… Όλη η Ευρώπη των τελών του 1980 και των αρχών του 1990 παρέλασε από το θρυλικό γήπεδο της Θεσσαλονίκης, που από τις σχισμές ακούγονται οι χριστοπαναγίες του Ιωαννίδη και ο Φιλίπ Νουαρέ, από το δωμάτιό του στο σινεμά ‘Παράδεισος’ παίζει τα μπουκέτα του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς, το τρίποντο του Γιαννάκη και εκείνο του Μπάνε από τη σέντρα, τις υποκλίσεις των Μπαρτσελόνα, Γιουγκοπλάστικα, Σκαβολίνι, Μακάμπι Τελ Αβίβ, Τρέισερ Μιλάνο, μεταξύ άλλων.
‘Nick Galis Hall’ ονομάστηκε, εκείνη τη νύχτα της απίθανης οιστρηλασίας, η σάλα του Αλεξανδρείου. Τρία χρόνια μετά, το κλειστό γυμναστήριο του ΟΑΚΑ ονομάστηκε ‘Νίκος Γκάλης’. Θα μπορούσε να έχει γίνει δεκαετίες πριν, αλλά τότε δεν είχαμε ανάγκη τον Θεό. Φέτος, ο Νίκος Γκάλης μπήκε στο Hall of Fame. Τον αποθεώσαμε ξανά. Συν τη διαδικτυακή διάδραση με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, τον οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της κλαίουσας χώρας τιμά με τον προσήκοντα σεβασμό.
Σε όλη την ιστορία της ανεξάρτητης Ελλάδας, άνθρωπος με τη (θετική) επιρροή του Γκάλη δεν υπήρξε. Γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ, όπως ο απόλυτος επαγγελματίας ερασιτέχνης Σπύρος Γιαννιώτης γεννήθηκε στο Λίβερπουλ, όπως ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, αν και γεννήθηκε στην Ελλάδα, έχει δύο Νιγηριανούς γονείς, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο μόνος μη λαϊκιστής πολιτικός στην ιστορία, είχε σκούφια από το Κάπο ντ’ Ιστόρι της Δαλματίας. Τέσσερις μεγάλοι Έλληνες είχαν σαφείς επιρροές από το εξωτερικό και, θαυμαστά, είχαν και έχουν όλα τα καλά της ελληνικότητας και μηδεμία παιδική ασθένειά της.
Ο Νίκος Γκάλης είναι ένας Έλλην από εκείνους που ονειρεύεσαι να είσαι ή, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν φτάνει καν η φαντασία σου. Είναι ο Θεός, μόνο που, ατυχώς, είναι άνθρωπος. Στραφήκαμε σε αυτόν, όχι επειδή ολιγωρήσαμε στην τιμή του, αλλά επειδή ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας, το ένδοξο, εξωπραγματικό, άρτιο παρελθόν μας. Και ο ίδιος πήρε τη δικαίωση που σίγουρα επεδίωκε.
Τριάντα χρόνια μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987, με τους καταπληκτικούς αθλητές εκείνης της ομάδας (να φτύνουμε τον κόρφο μας που είναι) άπαντες παρόντες, μπορεί κάποιος να πει ότι, εν μέσω αλληλουχίας συναπτών παραδοξοτήτων, η ισορροπία επέστρεψε.