Ο Αλέξης Κωστάλας έσπασε τον πάγο μια για πάντα
Ο άνθρωπος που μας έμαθε ότι τα μπαλέτα λέγονται 'Μπαλσόι' και που ερμηνεύει ποιήματα σε ζωντανές μεταδόσεις θα συνεχίσει να δουλεύει όσο τον θέλουν.
- 3 ΑΠΡ 2018
“Γεια σου, Αλέξη”. “Η ωραιότερη φωνή του κόσμου”. “Σας αγαπάμε πολύ, εγώ τουλάχιστον”. Ο Αλέξης Κωστάλας δεν αναγνωρίζεται μόνο από τη φωνή του. Στο κέντρο της Αθήνας, στον πεζόδρομο της Αγίας Ειρήνης, η ευγενική φιγούρα τραβάει τα βλέμματα. Στα 77 του, είναι βέρος Αθηναίος, αν και έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Βρέθηκε στα μέρη που σημειώθηκαν οι κορυφαίες στιγμές του καλλιτεχνικού πατινάζ παγκοσμίως. Με μία έρευνα στο Youtube έπεσα πάνω στην περιγραφή του στο πρόγραμμα του Γεβγκένι Πλούσενκα στο γκαλά των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τορίνου, την τελευταία φορά που τραγούδησε ο Λουτσιάνο Παβαρότι. Και παρότι παραμένει το μόνο βίντεο περιγραφής που βρέθηκε, είναι εξαιρετικό.
Μόλις τελειώνει το πρώτο πρόγραμμά του, ο Κωστάλας μνημονεύει ένα ποίημα της Γερτρούδης Στάιν. Και αφού το λέει, το προσαρμόζει στον Πλούσενκα. Αληθινή ποιοτική ψυχαγωγία, που απευθύνεται σε όλους.
Η φιλοδοξία ήταν ουτοπική: να απομονωθεί η οντότητα, να διαλέξει έναν αθλητή, ένα ποίημα, μία στιγμή. Σε όλες τις απόπειρες που έχουν γίνει ως τώρα, τουλάχιστον σε αυτές που αναγνώστηκαν, σπανίως λέει ένα όνομα για κάτι. Αθλητές του καλλιτεχνικού πατινάζ, ποιητές, λογοτέχνες εν γένει, μουσικοί, έχουν κερδίσει μία θέση στην καρδιά του. Αλλά, ως δημόσιο πρόσωπο και σχολιαστής, ο 77χρονος πλέον Κωστάλας, γεννημένος λίγες μέρες αφού άρχισε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, έχει καθήκον να μην καθορίσει οτιδήποτε ως δημόσιο πρόσωπο. Ασφαλώς έχει κάνει τις δικές του επιλογές και μέσω των αισθητηρίων του έχει απομονώσει περισσότερο αυτό που του ταιριάζει. Αλλά, “δεν μπορώ στην περιγραφή να εκδηλώσω μία προτίμηση. Νομίζω πως όταν σχολιάζεις δεν πρέπει να επιβάλλεις τη γνώμη σου στον τηλεθεατή. Προτείνεις. Στόχος του σχολιαστή, νομίζω, είναι να βοηθήσει το κοινό να γνωρίσει το καλλιτεχνικό αυτό άθλημα τόσο καλά ώστε να μην τον χρειάζεται. Κι ο τηλεθεατής να έχει τη δική του άποψη και τη δική του γνώμη. Θέλω στον κόσμο που παρακολουθεί να ανοίγεται μία πόρτα, να μπορεί ο ίδιος να επιλέγει”. Ναι, μα και στις συνεντεύξεις; “Και στις συνεντεύξεις ομιλώ δημοσίως. Αν μιλούσα μόνο για εκείνον που μου άρεσε, θα ήταν σαν να επιβάλλω μία γνώμη”.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Σπανίως ο Αλέξης Κωστάλας, ο οποίος είναι με τη σειρά του αρθρογράφος, με θητεία στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, την Καθημερινή, τα Επίκαιρα, στα οποία έγραφε για χορό, μουσική, ενώ έκανε και συνεντεύξεις, θα κάνει κάποιο σχόλιο, χωρίς να προσθέσει “κατά τη γνώμη μου”. Αλλά ίσως και να μην το ξέρει, διότι “δε βλέπω ποτέ τους αγώνες με τις μεταδόσεις μου. Δε μου αρέσει να με βλέπω, διότι θα σκεφτώ ότι θα μπορούσα να τα έχω πάει καλύτερα και στενοχωριέμαι”.
Το μετερίζι των μεταδόσεων είναι το δικό του κομμάτι. “Δεν είναι εφημερίδα και κείμενο. Αντιδράς σε αυτό που βλέπεις και τα πράγματα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Το όπλο του σχολιαστή είναι η οθόνη, μαζί με τις πληροφορίες που ασφαλώς κουβαλάει, ενώ μπορείς να χάσεις και πράγματα, οπωσδήποτε. Μία φορά κάτι με απασχολεί και δεν έχω δει ένα άλμα, οπότε αρκούμαι στο να πω τριπλό. Δεν έχω δει το είδος του άλματος. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να μοιραστώ την αγάπη που έχω για ένα άθλημα με τον τηλεθεατή. Και, αν μπορέσω, να του μεταφέρω την αγάπη αυτή. Για το λόγο αυτό, δε νομίζω ότι μιλάω επιθετικά. Αν, ας πούμε, σε ενδιαφέρει μία κοπέλα, την πλησιάζεις στοργικά, την αγκαλιάζεις, την χαϊδεύεις. Με τη φωνή θέλω να χαϊδέψω τον τηλεθεατή, να τον κάνω να ηρεμήσει, να ανοίξει τις πόρτες της ψυχής του και να δεχθεί αυτό το άθλημα που του προτείνω. Όχι εγώ, που του προτείνει η τηλεόραση, εγώ είμαι ένας μεσάζων”. Αυτός ο στόχος, όμως, κι αν επιτυγχάνεται κάθε φορά που μιλάει για ένα αγχωμένο τόλουπ ή κάθε φορά που του ξεφεύγει ένα συμπονετικό επιφώνημα.
Η συγκινησιακή φόρτιση μετά τη λήξη της συνέντευξης κουβαλήθηκε εντός, μαζί με τις πληροφορίες, που λένε και τα αυτοκόλλητα, πολλή ώρα από τον αποχαιρετισμό. Ερωτήσεις ένα κάρο που δεν έγιναν, καταστάσεις που μοιράστηκαν με τη μορφή της εμπειρίας και του κατασταλάγματος. Υπενθυμίστηκε ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που τον μπερδεύουν με τον Γιώργο Παπαστεφάνου. Ο τελευταίος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, πριν από τρία χρόνια, ότι “δεν έχω κανένα πρόβλημα να με μπερδεύουν με τον Κωστάλα. Κάποτε ήρθε ένας ξένος δημοσιογράφος σίγουρος ότι θα κάνει συνέντευξη με τον Κωστάλα”. Αυτό ειπώθηκε, ίσως εν είδει ανάλαφρου αστείου. Η απάντηση το πήγε ένα βήμα παραπέρα: “Είναι τιμή μου που με μπερδεύουν με τον Παπαστεφάνου”. Ασφαλώς, η τιμή είναι αμοιβαία. Πρόκειται για δύο πρόσωπα του ελληνικού πολιτισμού, που έχουν εθιστεί στην ποιότητα της ποιότητας. Ή, για το ακριβέστερο, στην ποσότητα της ποιότητας. Ο Παπαστεφάνου είπε σε εκεί τη συνέντευξη ότι “είμαι ελιτιστής, το έχω αποφασίσει”, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι τόσο ο ίδιος όσο και ‘η ωραιότερη φωνή της Ελλάδας’, που αναφώνησε μία περαστική, είναι ελίτ.
Η δημόσια πνευματική ελίτ ενός τόπου, που υπάρχει επειδή ακριβώς δεν επιδιώκεται και δεν αναιρεί τη λαϊκή θυμοσοφία και το ερωτικό πνεύμα στη γλωσσική μορφή που το αντιλαμβανόμαστε όλοι. Με τις σαφείς διαφορές στο ύφος, την υφή και, βεβαίως, το ηχόχρωμα. Το ηχόχρωμα, που θα περάσει στην πολιτιστική κληρονομιά μαζί με όλες τις υπέροχες φωνές και ερμηνείες, από τον Δημήτρη Χορν έως και την Τόνια Καραλή και από τα ψευδίσματα του Μάνου Χατζιδάκι και της Έλλης Λαμπέτη έως κάτι πιο απλό και οικείο, τα τρέιλερ του άρτι εκλιπόντος Χρήστου Σιμαρδάνη.
***
Ο Αλέξης Κωστάλας κλαίει συχνά. Μπορεί όχι όσο φαντάζεται κάποιος με βάση το χρονικό επίρρημα, αλλά κλαίει σε σημαντικές περιπτώσεις. Όπως τότε στη Βοστώνη, που βρήκε το ψυγείο του σπιτιού στο οποίο διέμενε γεμάτο. Η ιστορία με τις τρεις εβδομάδες μόνο με νερό είναι γνωστή, τότε που έχασε 19 κιλά. “Όποιος έχει περάσει στο εξωτερικό, το ίδιο παθαίνει. Κάθε μέρα έψαχνα για δουλειά. Πήγα στη Βοστώνη και διέμενα στο σπίτι ενός παππού και μίας γιαγιάς που είχαμε τυπική σχέση. Δεν έμεναν σε αυτό το σπίτι, αλλά μία μέρα ήρθαν και με βρήκαν την ώρα που έβγαινα για να ψάξω για δουλειά. Είδαν κι έπαθαν να με γνωρίσουν. ‘Τι συμβαίνει Αλέξη;’, με ρώτησαν; ‘Μην ανησυχείτε, έχω το πνεύμα’, τους απάντησα. Επέστρεψα στο σπίτι για να πιω το νεράκι μου, άνοιξα το ψυγείο. Ήταν γεμάτο και μέσα είχε ένα σημείωμα: ‘Καλό το πνεύμα, αλλά χρειάζεται η σάρκα’. Έφαγα μία μπουκιά, δεν πήγαινε κάτι άλλο κάτω. Την επόμενη μέρα, βρήκα δουλειά”.
Ο Αλέξης Κωστάλας αγαπάει πολύ την Ελλάδα. “Αλλά δε μισώ τους ξένους. Είναι ο πλούτος του πλανήτη. Όταν ταξιδεύεις στα Βαλκάνια, δεν είναι μόνο μία μπαρουταποθήκη έτοιμη να εκραγεί, αλλά μία απίστευτη ποικιλία πολιτισμών, παραδόσεων, κάνει τη ζωή συναρπαστική. Δεν αγαπάς σε βάρος κάποιου. Επιθυμώ πάντα να υπάρξει ένας άνθρωπος που να κοιτάζει μακριά και να εμπνεύσει τους ανθρώπους που θα επιλέξει, να είναι πρώτο τους μέλημα αυτή η χώρα και τελευταίο ο εαυτός τους. Είναι πάρα πολύ δύσκολο στην εποχή μας, ένας οραματιστής να προχωρήσει μπροστά. Ένα είναι το κόμμα, αυτή η χώρα”. Όπως έκαναν οι μεγάλοι μουσικοί, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης: “Νομίζω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις θα διέπρεπε και σήμερα. Δεν εξαρτάτο από την εποχή του, ήταν ένας διαχρονικός νέος. Πιο νέος από τους νέους. Και ανήσυχος”. Όσον αφορά στον Μίκη, τον είχε χαρακτηρίσει, ‘μία φρεγάτα που ανεμίζει στην ιστορία του κόσμου’. “Και συνεχίσω να το θεωρώ. Όποιος έχει την τύχη να βρεθεί δίπλα σε αυτόν τον άνθρωπο, αισθάνεται πραγματικά ότι βλέπει μία φρεγάτα, με ανοιχτά πανιά, να ταξιδεύει την Ελλάδα και τον κόσμο. Δεν τον άκουσα στο συλλαλητήριο. Ο Μίκης Θεοδωράκης πάντα προκαλούσε αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και, εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα, δε θα είναι η τελευταία. Είναι αυτό που είναι. Αλλά, συμφωνώ ή διαφωνώ με κάποια πράγματα, είναι μία μορφή που ο Θεός τον κρατάει ακόμα και εύχομαι να τον κρατήσει πολλά χρόνια ακόμα. Ξέρετε, πραγματικά κάποια μεγέθη αισθάνομαι πολύ ασήμαντος και μικρός για να μιλήσω για αυτούς. Τα σεβόμαστε, ακόμα και αν διαφωνούμε”.
Η Ελλάδα του έλειψε, όταν σπούδαζε στην Αμερική: “Μου έλειπαν οι καλοκαιρινές νύχτες στην Ελλάδα, το απρόβλεπτο των Ελλήνων. Έμεινα πέντε χρόνια στην Αμερική και συνάντησα καταπληκτικούς ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι μου φαίνονταν προβλέψιμοι. Ήξερα πώς θα απαντήσουν, τι θα σκεφτούν. Στην Ελλάδα οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι και, για μένα, αυτή είναι η γοητεία τους. Στην Αμερική έζησα τον απόηχο του τέλους του ΜακΚαρθισμού και την αρχή των παιδιών των Λουλουδιών. Ήταν μία ουτοπία, ένα όνειρο, το οποίο δεν κράτησε πολύ. Το παρέλαβε η διαφήμιση, το παρέλαβε η τηλεόραση και το έκανε καθημερινό. Όταν παράγεις πρόγραμμα 24 ώρες το 24ωρο, δεν μπορείς να παράξεις αριστουργήματα. Δεν προορίζεται για να την έχεις ανοιχτή 24 ώρες το 24ωρο, μπορείς να επιλέξεις. Τότε θα βρεις αριστουργήματα”.
Στη συζήτηση, επίσης, συγκινήθηκε, ενθυμούμενος ένα τεράστιο ζευγάρι, τη Γεκατερίνα Γκαρντέγεβα και τον Σεργκέι Γκρίνκαφ. “Ευρωπαϊκό 1992, Κοπεγχάγη. Ζευγάρια. Μουσική, Σονάτα υπό το σεληνόφως. Μπετόβεν. Στον πάγο, η Γεκατερίνα Γκαρντέγεβα και ο Σεργκέι Γκρίνκαφ. Ζευγάρι στη ζωή και ζευγάρι στον πάγο. Δίνουν ένα μαγικό ελεύθερο πρόγραμμα και όταν τελειώνουν δεν ακούγεται κανένα χειροκρότημα. Υπάρχει μία σιωπή. Και μετά από δευτερόλεπτα, ακούγεται ένα έντονο χειροκρότημα. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έμοιαζε με ιεροσυλία να χειροκροτήσεις κατευθείαν. Ένα από τα ωραιότερα ζευγάρια που έχουν περάσει ποτέ. Το τραγικό το ξέρετε;”. Όχι, δεν το ήξερα. Αλλά θα το μάθαινα.
“Ένα χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς του Λιλεχάμερ (1994), που πήραν το χρυσό μετάλλιο, όπως άλλωστε και στο Κάλγκαρι (1988), σε μία προπόνηση, ο Γκρίνκαφ πέφτει στον πάγο. Μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο είχε πεθάνει. Στα 28. Καρδιά. Είχε πρόβλημα καρδιάς, το ίδιο και ο πατέρας του, μα δεν το είχαν δει οι γιατροί. Ο Σκοτ Χάμιλτον, ένα επίσης μεγάλο όνομα, που ξεπέρασε πρόβλημα καρκίνου…”. Παύση, μεγάλη παύση. “… του έκαναν μία βραδιά στη μνήμη του, που ήταν κορυφαίοι από όλο τον κόσμο”. Νέα παύση. Αναρωτιέμαι αν προσπαθεί να θυμηθεί. Όχι, δεν είναι αυτό. “Και στο τέλος, βγαίνει η Γκαρντέγεβα, μόνη της στον πάγο…”. Νέος κόμπος. “… να πατινάρει με έναν προβολέα, που την παρτενάρει. Πέφτει κάτω, στον πάγο…”, λέει και αφήνει τα χέρια του να πέσουν με χάρη.
***
Ήταν μία συνάντηση που θα μπορούσε να αφορά σε κάποιον Χρυσό Αιώνα. Ο Λευτέρης Κογκαλίδης και ο Γιάννης Πετρίδης συνάντησαν τον Γιώργο Παπαστεφάνου και τον Αλέξη Κωστάλα στο ραδιόφωνο. “Ήταν το 1999, τον Σεπτέμβριο για την ακρίβεια. Ο Κογκαλίδης είχε μία εκπομπή με τον Γιάννη Πετρίδη, που λεγόταν ‘Αθήνα-Θεσσαλονίκη’. Ραδιόφωνο είχα κάνει μόνο στο πανεπιστήμιο. Του απάντησα, Λευτέρη μου, δεν ξέρω, δεν έχω κάνει ραδιόφωνο και το φοβάμαι λίγο. Λέει, έχεις κάνει τόσα χρόνια τηλεόραση, η τηλεόραση είναι το ίδιο πράγμα με το ραδιόφωνο. Έχεις φωνή. Του λέω, ναι, μα η φωνή δεν αρκεί. Εν πάση περιπτώσει, αφού θα ρωτήσεις και τον Γιώργο Παπαστεφάνου, αν είναι μέσα είμαι κι εγώ. Ο Γιώργος ευτυχώς ή δυστυχώς είπε ναι, οπότε πήγα κι εγώ.
Αλλά, κοιτάξτε: το να σε δέχονται τρία ιερά τέρατα του ραδιοφώνου, όπως είναι ο Κογκαλίδης, ο Παπαστεφάνου, ο Πετρίδης, να δέχονται εμένα, τον άγνωστο, στην παρέα τους, είναι πρώτα από όλα μεγάλη γενναιοδωρία εκ μέρους τους και μεγάλη ευθύνη για μένα. Πρέπει να πω ότι ο Λευτέρης και κυρίως ο Γιώργος Παπαστεφάνου ήταν πολύ γενναιόδωροι με τις γνώσεις τους σε ό,τι αφορά εμένα. Και όταν ξαφνικά ο Γιώργος Παπαστεφάνου σού λέει κάποια πράγματα για την εκπομπή που κάνεις στο ραδιόφωνο, πρέπει να ακούσεις προσεκτικά. Διότι έχει μία τεράστια εμπειρία, που εσύ δεν την έχεις και θέλει να σε βοηθήσει. Θα κάνεις αυτό που εσύ νομίζεις, θα βάλεις τη δική σου προσωπικότητα, διότι δεν πρέπει να μιμηθείς τον άλλο, αλλά θα ακούσεις πολύ προσεκτικά τις συμβουλές και τις εκτιμήσεις του. Αν δεν το κάνεις, είσαι ηλίθιος και καλά να πάθεις”.
Το ‘Ράδιο Νοσταλγία’ ήταν γεγονός, μία εξ ορισμού πλατινένια στιγμή στα ραδιοκύματα.
***
Τόσα ταξίδια σε όλη την οικουμένη και γυρίζει στα Πετράλωνα, μία περιοχή στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η μητέρα του δόμησε τη δική του προσωπικότητα, μία χειραφετημένη γυναίκα, όπως την έχει περιγράψει ο ίδιος. Παιδί χωρισμένων γονιών, το κενό η μάνα του δεν άφησε να το δει ποτέ, ίσως διότι δεν υπήρχε. Δε μετακόμισε σε μία πιο μουράτη γειτονιά και στο κέντρο της πόλης είναι που συχνάζει. Εθισμένος στην τέχνη, δεν του έμεινε χώρος για άλλο εθισμό: “Δύο ποτήρια κρασία να πιω, νυστάζω. Ένα ποτό, το ίδιο. Το τσιγάρο δε με ενδιέφερε ποτέ, το έβρισκα πάντα αδιάφορο”.
Γενικώς, λογίζει εαυτόν ήρεμο. “Γενικά, είμαι ήρεμος άνθρωπος, νευριάζω κάποιες φορές, όπως όλοι. Είμαι και πολύ τυχερός, όμως. Να είναι το επάγγελμά σου αυτό που αγαπάς είναι μεγάλη τύχη, για αυτό και συνεχίζω να το κάνω και θα το κάνω όσο με θέλουν. Δε με νοιάζει να αποδείξω κάτι, ποτέ δε με ένοιαζε. Σε κάποιους μπορεί να αρέσω και σε κάποιους όχι και δε μιλάω για τους κακοπροαίρετους, αλλά για αυτούς που επιλέγουν. Ειλικρινά, το θεωρώ πάρα πολύ φυσικό, όπως και μένα δε μου αρέσουν όλοι και όλες. Δε σημαίνει ότι δεν αξίζουν, αλλά εμένα δε μου πάει το στυλ τους. Μετά, είχα και έχω την τύχη να γνωρίζω ανθρώπους που με έχουν τιμήσει με τη φιλία τους, που με αγαπούν και αγαπώ πολύ, μέσω της δουλειάς μου να ταξιδεύω, κάτι που μου αρέσει πολύ, να γνωρίζω πάντα μέσα από τη δουλειά μου απίστευτους ανθρώπους, που αλλιώς δε θα είχα συναντήσει ποτέ, αισθάνομαι μία ευγνωμοσύνη για όσα μου έχει προσφέρει η ζωή”.
Ένα στοιχείο που δίνει η Wikipedia είναι ότι ξέρει τέσσερις ξένες γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά ρώσικα και γερμανικά. “Δεν ξέρω ποιος το έχει γράψει αυτό, αλλά ας το αφήσουμε έτσι”. Σε πόσες χώρες μπορεί, όμως, να ρωτήσει πώς μπορεί να πάει στο ξενοδοχείο του; “Ας πούμε, σε πολλές”.
Δεν έχει σημασία πόσες γλώσσες μιλάω. Είναι λίγο σαν τσίρκο όλο αυτό. Σημασία έχει το τι λες. Πάντως μιλάω λιγότερες από ό,τι ένας φίλος Δανός, ο οποίος μιλάει 15. Θα ήθελα πάρα πολύ να μιλούσα 15, όχι για τον αριθμό. Για μένα, η εκμάθηση μίας γλώσσας είναι μία πολύ ωραία ταξιδιωτική περιπέτεια. Όταν μεταφέρεσαι από τη μία γλώσσα στην άλλη αλλάζει ο τρόπος σου, η φωνή σου, η τοποθέτησή της. Αισθάνεσαι ότι είσαι κάπου αλλού
Ο Κωστάλας έφερε τα μπαλέτα Μπαλσόι, γνωρίζοντας ότι θα αντιστέκονταν σθεναρά. “Δε φαντάζεστε πόσο χρόνο μου πήρε”. Τώρα, βεβαίως, στις διαφημίσεις που κάνει, το ‘Μπαλσόι’ ακούγεται ξεκάθαρα.
***
“Χορέψτε σαν Έλληνες”. Ο Αλέξης Κωστάλας ήταν μπροστά σε αυτήν την ατάκα. Δεν έγινε στην Ελλάδα, αλλά στη Στουτγάρδη. Δεν την είπε Έλληνας, αλλά ο Νοτιοαφρικανός χορογράφος Τζον Κράνκο, “ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Στουτγάρδης, αυτός το έκανε διάσημο. Αυτό το είπε μπροστά μου”. Ο Κωστάλας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Ντίτερ Άμαν, ο οποίος ήταν χορευτής του Μπαλέτου της Στουτγάρδης. “Με φιλοξενούσε και όταν ήμουν εκεί ξυπνούσα το πρωί, παρακολουθούσα το μάθημα, έπειτα έβλεπα τις πρόβες, μετά γυρνούσαμε και το βράδυ πήγαινα και έβλεπα τις παραστάσεις. Αυτό με ενδιέφερε. Εντάξει, να πάω στην πόλη, έκανα μία βόλτα και την είδα. Εκεί γνώρισα τη Μάρσα Χαϊντέ (Βραζιλιάνα μπαλαρίνα). Ήταν απλώς άλλη μία μπαλαρίνα από τη Βραζιλία, αλλά πίστεψε στον Κράνκο, την πίστεψε και εκείνος και έγινε μία από τις μεγάλες μορφές του μπαλέτου, της έβγαλε μία απίστευτη ευαισθησία. Εκεί γνώρισα τον Ρίτσαρντ Κρέιγκουν (Αμερικανός χορευτής).Τον Γίρζι Κίλιαν (Τσέχος) και τον Γουίλιαμ Φόρσαϊθ (Αμερικανός), δύο από τους κορυφαίους χορογράφους του μοντέρνου χορού. Ο Τζον Νόιμαϊερ (Αμερικανός), επίσης, όλοι τους χορευτές του μπαλέτου της Στουτγάρδης.
Ο Κράνκο λάτρευε την Ελλάδα και τους Έλληνες. Είχε πει, θέλω να χορεύετε όπως οι Έλληνες. Αυτήν την καλώς εννοούμενη περηφάνια που έχουν οι Έλληνες στους παραδοσιακούς χορούς. Στο ζεϊμπέκικο, στο χασάπικο, τους κρητικούς χορούς. Έχουν ομορφιά και περηφάνια. Ένας αληθινός έπαινος”. Οι Έλληνες, λοιπόν, πρέπει να μπορούν να κάνουν μπαλέτο. Αλλά πρέπει να υπερκεράσουν τον φαλλοκρατισμό, την ταμπέλα για τη σεξουαλικότητά τους. “Αυτό είναι βέβαια μία προκατάληψη, υπήρχε και στις χορεύτριες παλιότερα. Η κίνηση είναι εκλεπτυσμένη. Το ακαδημαϊκό μπαλέτο ας μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε από τον Λουδοβίκο το 14ο, βασιλιά Ήλιο και είναι όλη αυτή η τελετουργία της αυλής, που έχει περάσει στην κίνηση του κλασικού χορού. Τα πράγματα, όμως, έχουν προχωρήσει πάρα πολύ και αυτή η προκατάληψη είναι αστεία. Ο σεξουαλικός προσδιορισμός ενός ανθρώπου δεν αφορά στο αν κάνει χορό, το ένα ή το άλλο. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο. Ο χορός, σε κάθε μορφή του, είναι μία απίστευτη εκγύμναση του σώματος. Αρκεί να δεις ένα χορευτή ή μία χορεύτρια, πόσο μελετημένη είναι η γυμναστική που κάνουν, πώς ζεσταίνονται οι μύες, πώς προχωράνε. Ο χορευτής δεν βγαίνει όπως τον αθλητή του καλλιτεχνικού πατινάζ, 2 ή 3 λεπτά. Μία γυναίκα 40 ετών ή 50 ετών πρέπει να χορέψει τη Λίμνη των Κύκνων, που είναι 2,5 ώρες και πρέπει να μπορεί δίνει συνεχώς αυτήν την ένταση, την ποιότητα, την ενέργεια της κίνησης, χωρίς να φαίνεται ότι λαχανιάζει. Αυτό χρειάζεται ένα χτίσιμο, μία καθημερινή άσκηση”.
Το μπαλέτο είναι για όλους; “Οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει χορό, όχι για να γίνει χορευτής. Είναι μία καταπληκτική γυμναστική, πάρα πολλοί αθλητές του καλλιτεχνικού πατινάζ κάνουν μπαλέτο. Ο Ίλια Κούλικ, που ήταν ένα από τα ωραιότερα τετραπλά τόλουπ στους χειμερινούς Ολυμπιακούς του Νάγκανο (1998), στη συνέχεια τον είδα σε μία ταινία, που χόρευε μπαλέτο και ήταν πάρα πολύ καλός”. Κατά συνέπεια, ένας χορευτής του μπαλέτου μπορεί να χορέψει τα πάντα. “Μπορεί να μελετήσει την κίνηση και να το κάνει. Ένας που ειδικεύεται σε ένα στυλ χορού δεν μπορεί να κάνει μπαλέτο σε μία παράσταση. Η Σιλβί Γκιλέμ, ο Μπαρίσνικαφ, έχουν χορέψει τα πάντα. Όχι μόνο αυτοί, κι άλλοι. Ο ακαδημαϊκός χορός είναι ένα σύστημα εκγύμνασης του σώματος. Ένας πιανίστας δεν παίζει μόνο το 19ο αιώνα, μπορεί να παίξει όλη τη γκάμα της μουσικής που είναι γραμμένη για πιάνο. Δεν το περιορίζει, μπορεί κάποια να πηγαίνουν καλύτερα στην ψυχοσύνθεσή του. Έτσι και το σώμα πρέπει να το γυμνάσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε τι που του ζητάς. Οι μεγάλες ομάδες χορού δεν κάνουν μόνο τα κλασικά”.
Οποιαδήποτε γυμναστική, λοιπόν, μπορεί να αναβαθμίσει την ποιότητα της ζωής μας. “Η ποιότητα της ζωής μας αναβαθμίζεται αν θέλουμε εμείς να την αναβαθμίσουμε. Δε σημαίνει ότι με τη γυμναστική θα αναβαθμιστεί αυτόματα. Αν θέλουμε να επιδεικνύουμε ένα ωραίο κορμί, δεν την αναβαθμίζουμε. Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι, όμως να έχει μία ποιότητα ζωής γιατί το θέλει πραγματικά. Ο άνθρωπος κοιτάζει τα όνειρά του και, για μένα, δεν πρέπει ποτέ να πάψει να ονειρεύεται, ασχέτως ηλικίας”.
***
Ένα παραλίγο ολέθριο ατύχημα έφερε τον Αλέξη Κωστάλα στην κριτική επιτροπή του ‘Dancing with the stars’, που προβάλλεται στον ΑΝΤ1. Αισίως συμπληρώνει 8 σεζόν. Ούτως ή άλλως, και παρά τις περί του αντιθέτου αναλύσεις, οι οποίες μπορεί να μοιάζουν και λίγο με στενωπούς, δεν υπάρχουν τσιφλικάδες με κουλτουριάρικα χωράφια. “Δε σκέφτηκα καν το lifestyle. Μου το είχε προτείνει ο Τζώνης Καλημέρης. Του απάντησα, πλάκα μου κάνεις. Δεν είχα σχέση με την ιδιωτική τηλεόραση, ευχαριστημένος ήμουν στην ΕΡΤ, δε με απασχόλησε ποτέ η σκέψη να πάω στην ιδιωτική τηλεόραση. Δεν τον πίστεψα τον Τζώνη. Με διαβεβαίωσε ότι μου μιλούσε σοβαρά. Με κάλεσαν στο τηλέφωνο από την παραγωγή, ο κύριος Κρύος, μου άρεσε ο τρόπος του. Χωρίς φρου φρου, αντρίκεια. Συναντηθήκαμε και είχα πάρα πολλούς ενδοιασμούς για να πω ναι, διότι, πρώτα από όλα, δεν ήξερα αν μπορώ να ανταποκριθώ σε αυτό που ήθελαν από μένα. Αυτό με έκανε να διστάζω.
Γνώρισα για πρώτη φορά τον κύριο Λάτσιο, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, ένιωσα πολύ ωραία μαζί του, πραγματικά, με κέρδισε, αλλά είχα πάλι τους ενδοιασμούς μου. Θυμάμαι ότι τότε έφυγα για το Τορίνο, που ήταν το Παγκόσμιο του καλλιτεχνικού πατινάζ. Ήταν μέρα Τρίτη, Κυριακή άρχιζε η εκπομπή και δεν είχα πει ακόμα το ναι, περίμεναν από εμένα για να ανακοινώσουν την κριτική επιτροπή. Δεν ήξερα τι να αποφασίσω, ένιωθα άσχημα, διότι μπορεί να νόμιζαν ότι έκανα τη βεντέτα. Περπατούσα στο Τορίνο, μεσημέρι, το απόγευμα είχα το σύντομο των ζευγαριών. Αφηρημένος έφτασα στην άκρη του πεζοδρομίου, δεν το βλέπω, πέφτω. Πρόλαβα να γυρίσω στο πλάι για να μην πέσω με τη μούρη. Και καθώς πέφτω, νιώθω μία ρόδα αυτοκινήτου να περνάει και να αγγίζει τα λίγα μαλλιά που έχω στο κεφάλι μου. Ακούω να φρενάρει, ένα φορτηγό σταμάτησε, σηκώνομαι, ζητάω συγγνώμη από τον οδηγό, διότι εγώ έφταιγα. Μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι για ένα δύο εκατοστά η ρόδα θα μου είχε κάνει το κεφάλι λιώμα. Και παίρνω τηλέφωνο τον Λάτσιο και του λέω, είμαι μέσα’. Και δεν το έχω μετανιώσει”.
***
Έστω και με διάλειμμα, ο Αλέξης Κωστάλας συμπληρώνει 40 χρόνια στο σχολιασμό του καλλιτεχνικού πατινάζ. Στην Ελλάδα, τουλάχιστον, είναι απίθανο να μη συνδεθεί το άθλημα με τη δική του φωνή. “Το 1979 ο Δημήτρης Κωνσταντάρας ήταν υπεύθυνος του αθλητικού τμήματος. Είχε σκεφτεί τότε να προτείνει στη διοίκηση να καλύπτει η ΕΡΤ το καλλιτεχνικό πατινάζ. Ήταν ένας χώρος τελείως άγνωστος για την Ελλάδα. Τότε η διοίκηση συμφώνησε και με ρώτησε αν θα ήθελα να το σχολιάζω εγώ. Το θεωρώ ένα πολύ δύσκολο άθλημα, που συνδέει πολλά στοιχεία: τη νιότη, την ομορφιά, την κίνηση, το χορό και έχει ακόμα ένα συναρπαστικό στοιχείο, το ρίσκο. Μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι να τελειώσει ένα πρόγραμμα, ουδείς αθλητής ή αθλήτρια, όσο διάσημοι και μεγάλοι τεχνικά κι αν είναι, ξέρει τι μπορεί να συμβεί. Μία πτώση, στο τελευταίο δευτερόλεπτο. Υπάρχει και η επικινδυνότητα, ένα στοιχείο που δεν είναι ευχάριστο. Κάποιες φιγούρες είναι επικίνδυνες. Μία πτώση της Τοτμιάνινα και του Μαρίνιν, που έγινε πριν το χρυσό μετάλλιο στα ζευγάρια στο Τορίνο το 2006, όταν έπεσε με το κεφάλι στον πάγο. Έμεινε για ένα διάστημα εκτός, αλλά δέχθηκε να συνεχίσει με τον παρτενέρ της όταν επέστρεψε στις προπονήσεις. Στο Τορίνο, όταν κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο, αυτός γονάτισε και της φίλησε τα χέρια, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του που δέχθηκε να πατινάρει μαζί του.
Υπάρχει η περίπτωση της Μπερεσνάγια, που η λάμα από το παγοπέδιλο του παρτενέρ της, Σλιάκοφ, τρύπησε το κεφάλι της. Έμεινε για πολύ καιρό σε κώμα, επέστρεψε στο πλευρό του Σιχαρουλίτζε και στην πρώτη τους εμφάνιση πήραν το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό του Μπερσί, ενώ αργότερα έγιναν και χρυσοί Ολυμπιονίκες. Έχει και επικινδυνότητα και ομορφιά και μουσική και χορό και νιότη. Όλα τα προγράμματα στα ζευγάρια έχουν επικινδυνότητα, αν και δε μου αρέσει η λέξη. Περιέχουν ρίσκο. Πρέπει ό,τι κάνεις να το κάνεις να φαίνεται σαν να είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Αυτό έχει σημασία”, θυμάται και κάνει τη δική του περιστροφή για την εισαγωγή σε επιμέρους στοιχεία.
Όπως και να έχει, πάρα πολλοί Έλληνες παρακολουθούν καλλιτεχνικό πατινάζ για τον Αλέξη Κωστάλα. “Το καλλιτεχνικό πατινάζ το παρακολουθούν για το καλλιτεχνικό πατινάζ και πρέπει να είσαι πολύ άχρηστος για να κάνεις κακή μετάδοση. Βοηθάει να κάνεις καλή μετάδοση”. Ναι, καλά. “Μιλάω ειλικρινά. Το θέμα είναι γιατί κάνεις ό,τι κάνεις. Κάνεις μία εκπομπή για να ακουστείς, να φανείς, να σε γνωρίζουν στο δρόμο ή γιατί έχεις κάτι να μοιραστείς; Είναι μεγάλη η ευθύνη. Ο ακροατής και ο τηλεθεατής σού εμπιστεύονται το χρόνο τους και είναι μεγάλη ευθύνη να απασχολείς το χρόνο του άλλου. Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός και να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του ακροατή σου και του τηλεθεατή σου. Δεν τα καταφέρνεις πάντα, κάποιες φορές απλώς αποτυγχάνεις. Τι να κάνουμε;”.
Υπάρχουν απορίες. Τα άλματα δεν είναι εξ ολοκλήρου κατανοητά από τους θεατές, ειδικά εκείνους που θα πέσουν πάνω σε μία τηλεοπτική μετάδοση και θα κρατηθούν από την ατμόσφαιρα της παράστασης. Τι είναι, όμως, ένα τόλουπ, τι είναι ένα σάλκοου και ένα άξελ;
Όταν το ελεύθερο πόδι βοηθάει στην εκτίναξη, μπορεί να είναι τόλουπ, φλιπ ή λουτζ. Όταν δε συμβαίνει αυτό, μπορεί να είναι λουπ ή σάλκοου. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία τα άλματα, εκτός αν κάποιος θέλει να εξειδικευτεί σε αυτά
“Τέτοιες λεπτομέρειες δεν εξυπηρετούν σε κάτι. Σημασία έχει, κατά τη γνώμη μου πάντα, ο κόσμος να αντιληφθεί, να νιώσει την ομορφιά του αθλήματος. Είναι μία παράσταση που δίνουν ο αθλητής, η αθλήτρια και το ζευγάρι. Στη διάρκεια του προγράμματος προσπαθώ να μιλάω όσο γίνεται λιγότερο και αν έχω να πω κάτι, να το πω στο ριπλέι. Δε θα ήθελες να σου μιλάνε αν έβλεπες μία παράσταση χορού. Κάποια στοιχεία τα τονίζουμε. Προσπαθούμε, δεν το πετυχαίνουμε πάντα, να είμαστε σύντομοι στις παρεμβάσεις μας κατά τη διάρκεια του προγράμματος και να αναφέρουμε τις παρατηρήσεις μας μετά”.
Συν τοις άλλοις, υπάρχουν και στιγμές όπως το 2014, στο Σότσι, που ο κόσμος βοούσε για το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο που πήρε η Αντελίνα Σατνίκαβα από τη Γιούνα Κιμ. Θεωρήθηκε εξαιρετικά άδικο.
“Ο κόσμος βοά. Πολλές φορές η βοή του κόσμου δεν είναι δικαιολογημένη, ενώ κατευθύνεται και από αυτούς που γράφουν για κάποια πράγματα. Το πατινάζ, σε μεγάλο βαθμό, είναι υποκειμενικό, η κρίση είναι υποκειμενική. Όταν καλείσαι να μεταφράσεις την ομορφιά, τη μουσικότητα, σε αριθμούς, είναι άχαρο. Και είναι πολύ δύσκολο. Αλλά πρέπει να το κάνεις.
Μπορεί από τη φύση μου να μου αρέσει η απαλή μουσική, η λυρική κίνηση. Σε κάποιον άλλο μπορεί να αρέσει η στακάτη κίνηση, η γωνιώδης κίνηση. Αυτό ήταν το στυλ του Στόικο και το στυλ της Κόστνερ, που έχει τον υπέροχο λυρισμό, να μην του αρέσει. Αν έχεις, τώρα, δύο ισάξιους αθλητές τεχνικά, ο λάτρης του λυρισμού θα δει πιο θετικά την καλλιτεχνική παρουσίαση, την Κόστνερ. Κάποιος άλλος, που προτιμάει το στακάτο, θα ταχθεί υπέρ αυτού, της Μίκι Άντο, η οποία και ήταν η πρώτη που έκανε τετραπλό άλμα. Και οι δύο έχουν δίκιο. Ένας διάσημος Αμερικανός κριτικός χορού, όταν είχε δει την Ουλάναβα, ένα θρύλο του παγκόσμιου χορού, είχε μιλήσει για μία ηλικιωμένη κυρία που λαχάνιαζε.
Για να επανέλθουμε στη βοή, το 2002 ο Πλούσενκα έκανε τετραπλό-τριπλό-τριπλό (σ.σ. η ορχήστρα στην Αιόλου, τρεις πλανόδιοι μουσικοί, πιάνουν τις πρώτες νότες από το ‘Βαλς των Χαμένων Ονείρων’ του Χατζιδάκι). Ο Γιαγκούντιν έκανε τετραπλό-τριπλό-διπλό. Το 2006, στο γκαλά, που συνήθως οι αθλητές δεν κάνουν κάτι πάρα πολύ δύσκολο, διότι δε θέλουν να ρισκάρουν πτώση, δε θέλουν να ρισκάρουν τραυματισμό, ο Πλούσενκα έκανε το πρόγραμμά του. Όταν βγήκε μαζί με όλους τους υπόλοιπους αθλητές να υποκλιθεί, ξαφνικά μάς ρουμπώνει: πετάει ένα τριπλό άξελ, τριπλό τόλουπ, τριπλό λουπ, από το τίποτα. Είχε φέρει τη μητέρα του από τη Ρωσία, η οποία τον έβλεπε πρώτη φορά ζωντανά σε αγώνα. Ήταν ένα δώρο προς τη μητέρα του και προς όλους εμάς. Το 2010, στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βανκούβερ, είχαν όλοι ξεσηκωθεί ότι το τετραπλό δεν είχε και τόσο μεγάλη σημασία, το καλλιτεχνικό πατινάζ δεν είναι μόνο άλματα, είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτά, είναι η ιδιότητα, η χορευτικότητα, τα συνδετικά βήματα που μετράνε και τα λοιπά. Νομίζω ότι και ο Πάτρικ Τσαν είχε κάνει τέτοιες δηλώσεις, το μεγάλο φαβορί του Καναδά. Αλλά τότε ο Πάτρικ Τσαν δεν είχε στο οπλοστάσιό του το τετραπλό. Όταν και οι άλλοι έβαλαν στο οπλοστάσιό τους το τετραπλό, φτάσαμε στην υπερβολή. Είχε πει τότε ο Έλβις Στόικο, ‘μην ξεχνάμε ότι το καλλιτεχνικό πατινάζ είναι άθλημα. Στο άθλημα σημασία έχει η υπέρβαση και το ρίσκο’. Και το τετραπλό είναι μία υπέρβαση, είναι ένα ρίσκο.
Τότε ο Πλούσενκα είχε χάσει το χρυσό μετάλλιο από τον Έβαν Λάισατσεκ, που είχε κάνει ένα πρόγραμμα που καθένας το βλέπει από τη σκοπιά του. Δεν μπορώ να πω ότι είχα ξετρελαθεί από το πρόγραμμά του και δεν ήταν μόνο δική μου γνώμη αυτή. Οι κριτές μετράνε, οπωσδήποτε βλέπουν πολύ περισσότερα από ό,τι εμείς, οι σχολιαστές, πραγματικά, διότι εκπαιδεύονται. Και οι κριτές κρίνονται. Αν δεν είναι καλοί, δε συνεχίζουν”.
Ναι, αλλά με τη Σατνίκαβα τι θα γίνει; Η Γιούνα είναι ίσως η κορυφαία πατινέζ από την εποχή της Καταρίνα Βιτ. “Η Καταρίνα Βιτ ήταν μία πολύ ωραία γυναίκα και ο ανδρικός πληθυσμός έβλεπε καλλιτεχνικό πατινάζ για εκείνη. Ο πολύς κόσμος, μιλάμε τώρα. Είχε κάνει και εκείνη την ιστορική φωτογράφιση στο Playboy. Από την εποχή της οι γυναίκες έχουν βελτιωθεί τεχνικά πολύ. Και σήμερα ψάχνουμε για αθλήτριες που τα συνδυάζουν. Η Γιούλιγια Λιπνίτσκαγια, στο πρόγραμμά της ως το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό (σ.σ. διαγωνίστηκε με το σάουντρακ του Τζον Γουίλιαμς από την ταινία ‘Λίστα του Σίντλερ’) ήταν μαγική. Τόσο εκφραστική. Η Ζένια Μιεντβιέντιεβα ως Άννα Καρένινα ήταν πάρα πολύ καλή, πάρα πολύ καλή. Την βλέπεις, όπως και τη Ζαγκίταβα, βλέπεις αυτήν την έκρηξη ζωντάνιας, ρυθμού, το χαίρεσαι, το χαίρεσαι πραγματικά. Προσωπικότητα. Και υπάρχουν κι άλλες, φυσικά”.
Οι δύο τελευταίες είναι αθλήτριες της Ετιέρι Τουτμπιερίτζε. Θα μπορούσε να υποθέτει κάποιος ότι βγαίνουν από καρμπόν. “Καρμπόν δεν είναι. Και την ίδια άσκηση που κάνουν, την κάνουν διαφορετικά. Μία θεατρική παράσταση μπορεί να διαφέρει ριζικά από τη μία μέρα στην άλλη, είναι η στόφα του καλλιτέχνη και κάτι καινούργιο που μπορεί να έχει ανακαλύψει. Αυτό καθορίζει τον μεγάλο καλλιτέχνη. Η Λιπνίτσκαγια ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση, η Μιεντβιέντιεβα έχει μία λάμψη, μία ζωντάνια, η Ζαγκίταβα ενέργεια. Ένα άλλο θέμα είναι, θα μείνουν σε πολλές διοργανώσεις, όπως έμεινε ο Γιαγκούντιν, όπως έμεινε ο Πλούσενκα; Για να βοηθήσουν και το άθλημα, να δίνουν τη λάμψη, να εμπνέουν και τους νεότερους; Εκτός αυτού, είναι και η χορογραφία.
Ο Γιαγκούντιν ως αθλητής του Αλεξέι Μίσιν δεν έδειχνε ενδιαφέρων. Όταν έφυγε και πήγε στην Ταράσαβα, έκανε ένα πρόγραμμα στο Ευρωπαϊκό του Μιλάνου (το 1998), εμπνευσμένο από την ιταλική commedia dell’ arte, ήταν ένας άλλος Γιαγκούντιν, ένα άλλο πράγμα. Ήταν μία υπέροχη έκπληξη. Αν βρεθούν εμπνευσμένοι χορογράφοι, το πατινάζ θα προχωρήσει. Τα τεχνικά είναι συγκεκριμένα. Κάποια στιγμή θα γίνει και το πενταπλό”. Όντως;
“Ναι, θα γίνει και αυτό. Πρέπει να έχεις μεγαλύτερη απόσταση και μεγαλύτερο ύψος στο άλμα. Όταν είχε γίνει το πρώτο τριπλό, είχαν όλοι ξετρελαθεί, το είχε κάνει ένας φίλος, ο Ντικ Μπάτον. Εξαιρετική προσωπικότητα, λάτρης της Ελλάδας, θέλει να πάει στο Άγιο Όρος και δεν το έχει καταφέρει ακόμα. Τα πράγματα εξελίσσονται. Το θέμα είναι τι ζητάμε από ένα δημιουργό. Η μεγάλη αξία της Κάλλας δεν ήταν η φωνή της, αλλά η βαθιά μουσικότητά της, ο βαθύτατος σεβασμός που είχε προς το συνθέτη, η βαθιά γνώση της μουσικής που είχε και αυτή η ιδιαίτερη ευαισθησία και το ένστικτο, που φάνταζε αυτή η μουσική που τραγουδούσε, που είχε τραγουδηθεί από τόσες και τόσες, σαν κάτι καινούργιο”.
Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και στο χορό, με τον Μπαρίσνικαφ και τη Σιλβί Γκιγέμ. “Γκιλέμ”. Ουπς. “Στο χορό υπάρχουν αγόρια και κοπέλες που κάνουν φοβερά πράγματα τεχνικά. Αυτά τα βλέπεις, εντυπωσιάζεσαι, μετά τα ξεχνάς. Όταν θυμάσαι ένα μεγάλο καλλιτέχνη, θυμάσαι κάποια στιγμή υπέροχης ευαισθησίας. Θυμάμαι την Ουλάναβα σε κάποιες στιγμές, το τρέξιμό της στο Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Θυμάμαι στη δεύτερη πράξη της Ζιζέλ, που κάτω από το χέρι της γυρίζει και κοιτάζει τον Άλμπρεχτ (Φαντέγετσεφ), για να τον προσκαλέσει να χορέψουν. Είναι τέτοιες στιγμές που θυμάσαι. Στη Λίμνη των Κύκνων θυμάμαι τη Μακάραβα με τον Ιβάν Ναζ, στο αντάτζο, είναι τόσο αργό, που θα μπορούσε να είναι λάθος. Αλλά η μουσική και η κίνηση γίνονται ένα. Και η κίνηση φεύγει μαζί με τη μουσική. Είναι μία μαγεία. Οι πιρουέτες σού δημιουργούν αδρεναλίνη, χειροκροτείς, φωνάζεις, μετά φεύγει. Έρχεται μία άλλη πιρουέτα, ένα άλλο τριπλό, τετραπλό. Είναι το πώς γίνονται”.
Έλεγε η Πλισέτσκαγια, το νόημα δε βρίσκεται στο να κάνεις δέκα πιρουέτες. Βρίσκεται στο να κάνεις δύο και να είναι τέλειες
“Ο Μπαρίσνικαφ είναι ένα σκάνδαλο τεχνικής. Όμως αλλού έγκειται η σπουδαιότητα του Μπαρίσνικαφ. Ένας Έλληνας βαθύς γνώστης του χορού, ο Λεωνίδας Ντεπιάν, είχε παρακολουθήσει μαζί μου τον Μπαρίσνικαφ σε πιο μεγάλη ηλικία και είπε, ‘το αστέρι δεν είναι ο Μπαρίσνικαφ, το αστέρι είναι η σχολή’’. Όλο αυτό που κουβαλάει μαζί του. Που σηκώνει το χέρι και δημιουργείται κάτι. Με άλλα λόγια, αυτό που είχε πει η Σιλβί Γκιλέμ: Το μέλλον βρίσκεται πίσω. Πώς είχε χαρακτηρίσει σε μένα, όταν την ρώτησα, την Πλισέτσκαγια: Για μένα, αντιπροσωπεύει την τρέλα του χορού. Έτσι και στο καλλιτεχνικό πατινάζ”.
Μπορεί η απάντηση για τη Σατνίκαβα να μην ήρθε, ωστόσο σε μία συζήτηση που είναι ταξιδιάρα ό,τι δεν απαντάται μπορεί να σε οδηγήσει σε κάτι ακόμα πιο όμορφο. Στην προκειμένη, εξαντλητικά πιο άρτιο. Ο Κωστάλας, εξάλλου, έκανε φέτος τα ζευγάρια και το ανδρικό τόσο στο Ευρωπαϊκό της Μόσχας και τους Ολυμπιακούς της Πιονγκτσάνγκ όσο και στο Παγκόσμιο του Μιλάνου. Τέτοια ακεραιότητα έχει η παρουσία του, που είναι δύσκολο να θυμηθείς ότι για τρία χρόνια είχε αποδεσμευτεί από τη δημόσια τηλεόραση. Η υπενθύμιση ότι είχε σταματήσει έφερε μία ανάμνηση, μίας φίλης, που είχε αναφωνήσει σε μία σχετική κουβέντα, “εγώ, αν δεν ξανακάνει μετάδοση ο Κωστάλας, δε θα ξαναδώ καλλιτεχνικό πατινάζ”. Το εννοούσε, αλλά ευτυχώς για τους ρέκτες της φωνής του, επέστρεψε.
“Για τρία χρόνια είχα σταματήσει τις μεταδόσεις, το θεωρούσα πολύ φυσιολογικό. Είχε αναλάβει μία συνάδελφος. Πέρυσι, στο Παγκόσμιο, ξαφνικά με κάλεσαν από την ΕΡΤ και μου πρότειναν να κάνω το γκαλά, που έκλεινε τη διοργάνωση. Και φέτος με κάλεσαν στο τηλέφωνο ένας συνάδελφος, για το αν θα ήθελα να τους βοηθήσω στις μεταδόσεις των Ολυμπιακών. Απάντησα, ό,τι θέλετε, πολύ ευχαρίστως. Με κάλεσαν ξανά παραμονές του Ευρωπαϊκού στη Μόσχα, ο διευθυντής του αθλητικού στην ΕΡΤ και ζήτησε να συναντηθούμε. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να συναντηθούμε την επομένη. Μου απάντησε, θα ήθελα να συναντηθούμε σήμερα’. Συναντηθήκαμε και με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να κάνω το Ευρωπαϊκό. ‘Μα’, του είπα, ‘αρχίζει αύριο’’. Του επεσήμανα επίσης ότι δε θα πήγαινα στην ΕΡΤ προκειμένου να αντικαταστήσω κάποιον και του πρότεινα να μοιραστούμε τις μεταδόσεις με τη συνάδελφο που το έκανε τα τελευταία τρία χρόνια, όπως η ίδια θα ήθελε να γίνει. Έτσι συμφωνήσαμε να κάνω τους άντρες και τα ζευγάρια, μαζί με το γκαλά, με τη συνάδελφο να κάνει τις γυναίκες και το χορό στον πάγο”.
Στους άντρες, κυρίαρχος την τελευταία πενταετία είναι ο Ιάπωνας Γιουζούρου Χάνιου. “Είναι ένας πάρα πολύ καλός αθλητής, με τρομερές ευκολίες και στο τελευταίο πρόγραμμα ήταν εξαιρετικός, τόσο με το κομμάτι που είχε επιλέξει όσο και με την κίνησή του. Δε συμφωνώ πολλές φορές με το ντύσιμο των αθλητών, ιδίως των ανδρών, είναι πολλές πούλιες και πολύ φανταχτερό. Ας πούμε, στα ζευγάρια στο πρόσφατο Παγκόσμιο του Μιλάνο, η Βαλεντίνα Μαρκέι και ο Αντρέι Χοτάρεκ είχαν επιλέξει μουσική του Νίνο Ρότα από ταινίες του Φελίνι. Το ντύσιμό τους όντως θύμιζε τον κόσμο του Φελίνι, τέλειο. Τώρα, στο ατομικό των Ανδρών, να βλέπεις πούλιες και διάφορα εξεζητημένα… Εκτός κι αν είναι κάτι συγκεκριμένο, ένα θέμα με πουλιά, κάτι που να ταιριάζει και με τη θεματολογία της χορογραφίας. Για μένα αυτά αποσπούν από την κίνηση. Πρωταγωνιστής πρέπει να είναι η προσωπικότητα και η κίνηση του αθλητή και όχι να μου ζαλίζουν το μάτι τα στολίδια πάνω του. Αλλά πραγματικά, ο Γιουζούρου Χανίου είναι ένας φοβερός αθλητής, με θαυμάσια τεχνική και έχει μία γλυκύτητα αυτό το παιδί, που πάει πέρα από το πατινάζ. Να ευχαριστούμε τον Θεό που προέκυψε, που πάει πάρα πολύ καλά, να είναι καλά και να συνεχίσει μέχρι να βγει ο επόμενος, και θα βγει ο επόμενος”.
Ο Χανίου είναι εκείνος, άλλωστε, που κρατά τη δάδα, που κάλυψε το κενό του Πλούσενκα και του Γιαγκούντιν. “Δε νομίζω ότι κάλυψε το κενό τους. Είναι άλλη περίπτωση, όπως και οι Πλούσενκα και Γιαγκούντιν ήταν άλλη περίπτωση. Το ότι προέκυψαν μαζί, είχε μία ωραία δημιουργική ένταση, που βοηθούσε το πατινάζ. Δε με ενδιαφέρει να αναζητήσω ένα καινούργιο Πλούσενκα ή ένα καινούργιο Γιαγκούντιν, παρά έναν αθλητή με τη δική του προσωπικότητα και το δικό του στυλ. Έτσι το πράγμα πάει μπροστά. Αλλιώς, άμα πας να κάνεις τον Πλούσενκα, θα είσαι πάντα ο δεύτερος Πλούσενκα. Στο Βανκούβερ, το 2010, μιλούσα με ένα συνάδελφο για τον Γιαγκούντιν και τον Πλούσενκα και του είχα πει ότι ο Πλούσενκα σε συναρπάζει. Ο Γιαγκούντιν σε συγκινεί. Ο Γιουζούρου δεν πάει να κάνει τον Πλούσενκα, είναι ο Γιουζούρου Χανίου. Κι έτσι πρέπει, πολύ σωστά”.
Έγινε στ’ αλήθεια αυτή η συζήτηση ή είναι μία παραίσθηση ενός παράλληλου σύμπαντος που μοσχοβολάει γιασεμί, μέσα στη σιγαλιά της αθάνατης ελληνικής καλοκαιρινής νύχτας;
Ευχαριστούμε το Spollati cafe (Αιόλου 27) για τη φιλοξενία.