Ο Αλέξανδρος Παρίσης μιλάει ακόμα σαν τον Τσίου
Μία κουβέντα με τον πρωταγωνιστή της ταινίας που έχει στοιχειώσει τον Δεκαπενταύγουστο.
- 15 ΑΥΓ 2020
Έχει γίνει κυριλέ ο Τσίου, αλλά αυτό το ξέραμε από το 2005. Τα τελευταία λεπτά της ταινίας είναι αφιερωμένα στη μακάρια νηφαλιότητα που απολαμβάνει στον καναπέ του, όσο μας κοιτάει στα μάτια και μας εξηγεί πώς ξέμπλεξε. Έχει παντρευτεί, περιμένει παιδί και ζει μια ζωή σαν των πολλών ανθρώπων τις ζωές, μακριά από την πλατεία Βάθης και την Ομόνοια, τον Νώντα και τον Τάκο.
Ο άλλος Τσίου όμως τώρα, ο πραγματικός, ο Αλέξανδρος Παρίσης, ο άνθρωπος που έδωσε ζωή -καλά, όχι και τόση- στον πιο συμπαθή αντιήρωα που έχει μείνει ποτέ στεγνός στην Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, είναι ακόμα πιο μακριά από όλα αυτά. Ζει πλέον στην Κύπρο, δουλεύει στην τηλεόραση, στο θέατρο και στο ραδιόφωνο. Και αυτή η απόσταση ήταν η αιτία που μού χάλασε το μεγαλόπνοο σχέδιο να τον φωτογραφήσουμε στο ίδιο παγκάκι, στο ίδιο καρτοτηλέφωνο, 15 χρόνια μετά.
Αλλά όχι και να μιλήσουμε για την ταινία που αποθέωσε τους αθέατους αυτής της πόλης, την πιο αθέατη ημέρα του χρόνου. Και που πλέον αποτελεί μία κλασική ταινία -γενικά για τον ελληνικό κινηματογράφο, και όχι μόνο για όποιον ψάχνει τι να δει σήμερα.
(Αν και ποιος μπορεί να αδικήσει όποιον την ξαναδεί σήμερα;)
Καταρχάς, πώς νιώθεις που κατάφερες να γίνεις ο πιο γνωστός κινηματογραφικός Έλληνας τοξικομανής μετά από τόσα χρόνια κυριαρχίας του διδύμου Γαρδέλη-Μιχαλόπουλου;
Η ερώτηση σου κρύβει χαβαλέ προφανώς άρα κι εγώ έτσι θα απαντήσω. Δεν νιώθω τίποτα. Ούτε που το σκέφτηκα ποτέ. Δεν θεωρώ ότι οι χαρακτήρες που υποδύθηκαν κάποτε οι δυο ηθοποιοί που προανέφερες έχουν καμία σχέση με αυτό που συνέβη στο ‘Τσίου’. Εννοώ ότι στα ’80s δεν είχε σκεφτεί ακόμα κάποιος σκηνοθέτης-σεναριογράφος να κάνει μια ταινία με θέμα τα drugs και το αποτέλεσμα να έχει μαύρη κωμωδία. Άρα είναι διαφορετική συνθήκη και δεν αισθάνομαι ότι συνεχίσαμε κάτι που προϋπήρχε.
Επίσης μεγάλη απορία, το όνομα ‘Τσίου’ πώς προέκυψε; Γιατί ο ήρωας να έχει αυτό το παρατσούκλι;
Σε έναν αυτοσχεδιασμό πολύ πριν καν σκεφτούμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε την ταινία, τον βάφτισα τον ήρωα. Θυμάμαι μάλιστα ότι στη στιγμή αυτή ο ήρωας, σε μια έκρηξη αυτοπεποίθησης έλεγε περήφανα το όνομα. Έπεσε πολύ γέλιο φυσικά. 1998 μιλάμε τώρα. Η φράση “Τσίου είσαι ρε” ή “Αυτός είναι Τσίου”, έπαιζε γενικά. Το παρατσούκλι κρατήθηκε πρώτον γιατί ήταν, είναι και θα είναι καλόηχο και επίσης σαν φόρος τιμής σε όλους τους πραγματικούς Τσίου.
Το πιο αστείο πράγμα που σου έχει πει κάποιος στον δρόμο που σε αναγνώρισε ως ‘Τσίου’;
Η ταινία έχει μπει στην εφηβεία της άμα σκεφτείς ότι έγινε το 2005. Πολλά μου έχουν πει και να είναι καλά ο κόσμος που αγάπησε την ταινία. Μου κάνει εντύπωση ότι με πλησιάζουν δεκαοκτάχρονοι και μου μιλάνε για την ταινία και μετά κάνω κλικ και λέω “όταν το γυρίζαμε ήταν τριών χρόνων”. Αυτή τη δύναμη έχει το σινεμά. Μένει στον χρόνο.
Σου ζητάνε να μιλήσεις σαν τον Τσίου;
Ναι, πολύς κόσμος θέλει να ακούσει αυτή τη φωνή. Κι εγώ πολλές φορές όταν θέλω να ελαφρύνω κάποια βαριά ατμόσφαιρα αυτοσχεδιάζω για να γελάσουμε και στις πρόβες όταν είμαι και στα γυρίσματα.
Σου έχουν ζητήσει να μιλήσεις ποτέ σαν τον Τσίου, αλλά με κυπριακή προφορά;
Όχι. Στα κυπριακά δεν μου το έχουν ζητήσει. Και δε μπορώ κιόλας να το κάνω.
Ο Μάκης Παπαδημητράτος έχτισε την ταινία πάνω σε σένα, αφού σε είχε δει πολλές φορές να μιμείσαι ένα τοξικοεξαρτημένο;
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχαμε αρχίσει τα πειράματα με τον Μάκη, τον Στρατό και τον Γιώργο και βρισκόμασταν σε σπίτια μετά τα πολύωρα μαθήματα στις δραματικές σχολές. Έβγαζε κάμερα ο Μάκης και αρχίζαμε τα παιχνίδια. Και έβγαζε κάμερα, έτσι; Με μπαταρία, κασέτα, καλώδια κλπ κλπ. Όχι το κινητό του. Ανέμελα χρόνια, ωραία. Πολύ γέλιο. Πρώτα λοιπόν συνελήφθη ο ήρωας και αυτοσχεδιάσαμε για καιρό. Κι όταν μπήκε το millennium και απολύθηκα από φαντάρος κάναμε μια πρώτη μικρού μήκους δεκαέξι λεπτών (χωρίς ήχο) για να την βλέπουμε και να γελάμε. Μετά την είδε ο παραγωγός μας Δημήτρης Μακρής και είπε του Μάκη “καν την μεγάλου μήκους και θα σαρώσει”. Και φυσικά βοήθησε πολύ για να γίνει. Άρα το όλο πράγμα είχε οδηγηθεί ήδη σε αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Είχες κάποιους συγκεκριμένους τοξικομανείς στο μυαλό σου όταν αναπαριστούσες τον τρόπο που μιλούν, που περπατούν;
Μεγάλωσα σε γειτονιά της Αθήνας με σκληρές εικόνες. Πολλοί οι χρήστες τριγύρω. Ένας συμμαθητής μου από το σχολείο, ο Βασίλης μου έδωσε το ερέθισμα. Μιμούνταν τους τοξικομανείς με εξαιρετική εσωτερικότητα και με έκανε να κλαίω από τα γέλια (πόσο τραγικό θα μου πεις). Άρα εγώ ουσιαστικά άρχισα λίγο να κάνω μίμηση στη μίμηση. Όλα ερεθίσματα είναι. Μετά πάνω στη μελέτη μας για την ταινία χωθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας με τον Μάκη και παρατηρήσαμε συμπεριφορές και τρόπους κίνησης κλπ κλπ.
Όταν διάβασες το σενάριο, στην πρώτη του μορφή, τότε που ακόμη προοριζόταν για μικρού μήκους ταινία, τι είδες και είπες “πρέπει να γίνει μεγάλου μήκους” στον Παπαδημητράτο;
Σενάριο στη μικρού μήκους δεν υπήρχε. Μόνο ένα story line και ο Τσίου σαν παιχνίδι για να μας ιντριγκάρει.
Μπορείς να αναφέρεις ενδεικτικά κάποιες σκηνές που έλειπαν ή κάποια κομμάτια της ιστορίας, όταν ακόμη προοριζόταν για μικρού μήκους;
Στη μικρού μήκους δεν υπάρχει η Τζένη το κοκάκι, ούτε συναντάμε την Αγνή. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε η αδερφή του Τσίου υπάρχει. Ακόμα την ιδέα μας για κάποιο λόγο δεν την είχαμε μοιραστεί με το ωραίο φύλο.
Γιατί πιστεύεις ότι με τα χρόνια η ταινία απέκτησε τέτοια δυναμική, αγαπήθηκε τόσο πολύ; Πολύ περισσότερο από πολυδιαφημισμένες ελληνικές ταινίες που αντίθετα με τον ‘Τσίου’, ίσως και να σπρώχτηκαν τότε.
Η ταινία αυτή όπως και άλλες είναι άλλη μια τρανή απόδειξη ότι οι παρέες γράφουν ιστορία. Η ταινία έμεινε στον χρόνο γιατί δεν φοβήθηκε να μιλήσει τη γλώσσα της εποχής της. Γιατί έθιξε το ζήτημα του εθισμού με χιουμοριστικό τρόπο και όχι διδακτικό (κατά τη γνώμη μου) και έχει μια αλήθεια μέσα από το υπεραισιόδοξο σενάριο που μέχρι τότε δεν την συναντούσες συχνά στο ελληνικό σινεμά. Ας είναι καλά και το ‘Σπιρτόκουτο’ του Οικονομίδη όπως και το ‘Από την άκρη της πόλης’ του Γιάνναρη που έδειξαν τον δρόμο για να μιλάμε άφοβα.
Ενώ στα ‘Φθηνά Τσιγάρα’ βλέπουμε την ωραία πλευρά του κέντρου της Αθήνας τον Δεκαπενταύγουστο -ίσως και την εξιδανικευμένη πλευρά- στον ‘Τσιου’ βλέπουμε το άλλο κέντρο της Αθήνας… την Ομόνοια, την πλατεία Βάθης, τον Άγιο Παντελεήμονα. Πώς γίνεται να δείχνουν την ίδια πόλη, την ίδια μέρα και να είναι τόσο διαφορετικές;
Και ο ‘Δεκαπενταύγουστος’ του Γιάνναρη νομίζω ξεκινάει το ταξίδι του από την Αθήνα και δείχνει άλλες πτυχές. Έτσι είναι το σινεμά και γι’ αυτόν το λόγο είναι μαγικό. Ο κάθε δημιουργός φαντάζομαι έχει τα δικά του ερεθίσματα από τη συμβολική αυτή ημέρα. Η πόλη της Αθήνας είναι πάντα έτοιμη να αναδείξει όλες τις πτυχές και τους μύθους που μπορεί να εμφανιστούν.
Εν τω μεταξύ γυρίστηκε κι ένα χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αν θυμάσαι, το προηγούμενο καλοκαίρι όλους “αυτούς” τους είχαν “εξαφανίσει” από το κέντρο για να μην τους δουν οι τουρίστες. Πώς κρίνεις την τότε συμπεριφορά;
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δυστυχώς ήταν η αρχή της καταστροφής μας στο οικονομικό κομμάτι. Είδαμε μετά τι παίχτηκε και τι θα παίξει ακόμα. Μνημόνια, χρεοκοπίες κλπ κλπ. Εκείνη την εποχή όμως τους εξαφάνισαν από προσώπου γης, σαν το ανέκδοτο με τον αγράμματο μπάτσο που δεν μπορεί να γράψει τη λέξη πεζοδρόμιο και γράφει “Στουχαντάκι”.. Το κοστούμι των Ολυμπιακών έπρεπε να μοιάζει λαμπερό όσο κι αν από κάτω μας, το απόστημα μεγάλωνε και η μόλυνση μια πενταετία μετά θα έσκαγε στη μάπα μας.
Είχε πει σε συνέντευξή του ο Παπαδημητράτος ότι στον Άγιο Παντελεήμονα αντιμετωπίσατε “προβλήματα” και καχυποψία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Πώς τα θυμάσαι εκείνα τα περιστατικά;
Αν θυμάμαι καλά ήταν στην πλατεία Βάθης. Ανήμερα Δεκαπενταύγουστου τρέχαμε για τα εξωτερικά εγώ με λουμπάγκο από την παράσταση της καλοκαιρινής περιοδείας και ο Μάκης με μια κάμερα και μπόλικο ενθουσιασμό, χωρίς ήχο, για να κάνουμε τις περατζάδες του Τσίου στην άδεια Αθήνα και τα τηλεφωνήματα του (ο ήχος φορέθηκε μετά). Σε ένα τηλέφωνο που έπρεπε να κάνω στην πλατεία, λοιπόν, μας την πέσανε κάποια παιδιά νομίζοντας ότι ήμασταν δημοσιογράφοι και ο Μάκης έδωσε μάχη για να τους φέρει στα συγκαλά τους, λέγοντας “ρε παιδιά μια ταινία κάνουμε, δείτε”. Κάτσανε λοιπόν απέναντι μου καμία δεκαπενταριά παιδιά έτοιμα να μας πάρουν την κάμερα. Μάσησα λίγο πρέπει να σου πω διότι ωραίοι οι αυτοσχεδιασμοί και οι αβανταδόρικοι ρόλοι αλλά κανείς δεν μου είχε πει ότι θα έρθω στην άβολη και αμήχανη θέση να κάνω τον Τσίου μπροστά στους Τσίου. Λίγο τρομακτικό ήταν. Εμπειρία που δεν ξεχνάς πάντως. Η αποφώνηση της στιγμής αυτής μετά το cut του σκηνοθέτη ήταν μια φωνή από το βάθος “εγώ με 10€ θα το έκανα καλύτερα”.
Στην Ομόνοια όπως έχει γίνει τώρα, μετά τα νέα έργα, θα σύχναζε ο Τσίου;
Δεν έχω εικόνα της Αθήνας τα τελευταία εννιά χρόνια. Άρα δεν ξέρω τι να σου πω. Το κέντρο της Αθήνας όμως πάντα μάζευε κόσμο για αλισβερίσια.
Δεν θα άξιζε μία spin off ταινία για τον Κούκη;
Δεν είμαι υπέρ των spin off ταινιών. Ίσως θα είχε ενδιαφέρον να γίνει μια ιστορία με όλους μας είκοσι χρόνια μετά. Να μαζευτούμε και να φανταστούμε πως θα μπορούσαν να είναι μετά από είκοσι χρόνια όλοι αυτοί οι χαρακτήρες. Στην ίδια πόλη που το απόστημα έχει σπάσει.
Σου έχει μιλήσει ποτέ κάποιος με πρόβλημα εθισμού, σού έχει σχολιάσει την ταινία; Ή την ερμηνεία σου;
Στα τόσα χρόνια που ταξιδεύει η ταινία μίλησα με αρκετά παιδιά που εθίστηκαν με διάφορα. Κρατάω μια τυχαία συνάντηση το 2013 στην πλατεία Ψυρρή με μια κοπέλα όμορφη που έτρεξε πάνω μου, με έπιασε από το χέρι, με σήκωσε από κουτούκι που έτρωγα με ένα φίλο και κάνοντας δέκα βήματα πιο κει μου έδειξε ένα καροτσάκι που είχε ένα νεογέννητο. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε “φίλε είσαι ο λόγος που τα κατάφερα. Τα κατάφερα διότι τα κατάφερες και συ στην ταινία. Respect”. Ήταν η πρώτη φορά ίσως και τελευταία που σκέφτηκα ότι η αισιοδοξία της ταινίας μας έπιασε τόπο.
Σήμερα, στην εποχή των social media, πιστεύεις ότι το νταλαβέρι τον Δεκαπενταύγουστο θα είναι πιο εύκολο;
Την εποχή των social media τα βρίσκεις όλα χωρίς να ψάχνεις. Αυτό δεν το λέω μόνο για τα παράνομα. Κανένα ψάξιμο γενικώς. Όλα στα πόδια μας είναι κι ας γκρινιάζουμε. Διαβάζουμε και ακούμε πολλά καθημερινώς και σε λίγο, με μαθηματική ακρίβεια θα είμαστε όλοι δυστυχισμένοι.
Η δικιά σου αγαπημένη drug culture ταινία ποια είναι;
‘Από την άκρη της πόλης’ του Γιάνναρη.
Σου έχει πει κανείς ότι η ταινία ωραιοποίησε την κουλτούρα των ναρκωτικών;
Έχω ακούσει πολλά. Εντάξει. Δεν είναι δυνατόν να αρέσεις σε όλους. Θα ήταν ύποπτο πολύ. Μπορώ να καταλάβω τον ισχυρισμό περί ωραιοποίησης αλλά πρέπει να διακατέχεσαι από έντονο αρνητισμό για να το πιστεύεις. Αν είσαι θετικός άνθρωπος μπορείς να πεις ότι η ταινία προσπαθεί να φωτίσει με φανταστικό τρόπο κάποιες αστείες στιγμές και να προτείνει ένα τέλος ελπιδοφόρο, δίνοντας μια σπρωξιά και στους εθισμένους να πατήσουν στα πόδια τους και ένα σκούντημα στην πλάτη της κοινωνίας για να μπορέσει να τους αποδεχτεί επιτέλους. Και μια σπρωξιά ακόμα στους δημιουργούς να μπορούν να δουλεύουν φτιάχνοντας project χωρίς λεφτά. Τραγικό.
Μετά από αυτήν την ταινία τι ευκαιρίες σου παρουσιάστηκαν; Μήπως σε έβαλε σε ένα καλούπι αυτός ο ρόλος; Προσπάθησες να το αποφύγεις;
Δεν πιστεύω στα καλούπια. Δεν το ξανάκανα όχι γιατί το απέφυγα αλλά γιατί δεν βρέθηκε κάτι που να μοιάζει. Μετά από αυτό η αλήθεια είναι ότι ήρθαν αρκετές προκλήσεις και όμορφα πράγματα.
Σήμερα πώς και σε βρίσκουμε στην Κύπρο; Με τι ασχολείσαι αυτόν τον καιρό;
Τα τελευταία εννιά χρόνια στην Κύπρο. Είμαι ο πρώτος ερωτικός μετανάστης που έπεισε τη γυναίκα του να ζήσει στον τόπο της. Έχουμε δυο παιδιά και μπόλικους φίλους. Οι σεζόν θεατρικά είναι πιο μικρές εδώ και μπορεί να κάνεις μέχρι και τέσσερα έργα το χρόνο (ένα μόνιμο στούντιο δηλαδή). Κάνω στο ραδιόφωνο εκπομπή και αισθάνομαι σαν να επιστρέφω στο παιδικό μου δωμάτιο. Γυρίσματα στην τηλεόραση όπου αισθανθώ ότι μπορώ να συνεισφέρω. Μπαμπάς όσο το δυνατόν πιο κοντά τους. Γράφω με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή -συνάδελφο και φίλο- το δεύτερο θεατρικό παιδί μου μέσω Skype και πολλών τηλεφωνημάτων.