Ο Άνταμ Κοντοβάς δεν είναι άλλος ένας σεφ με πολλά τατουάζ
Ένας σεφ διαφορετικός απ’ τους άλλους μας μίλησε για τη δύσκολη διαδρομή του, την έλλειψη γαστρονομικής παιδείας στην Ελλάδα, τα εστιατόρια-εργοστάσια και τη μόδα των τατουάζ.
- 10 ΝΟΕ 2016
“Ξεκίνησα να μαγειρεύω από ανάγκη. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν πολύ μικρός και έπρεπε να μαγειρεύω, γιατί δεν υπήρχε κάποιος άλλος να μαγειρέψει, όλοι δούλευαν. Είχα μια δύσκολη παιδική ηλικία, η μαγειρική μου έδωσε έναν στόχο που για να τον πετύχω έπρεπε να είμαι πειθαρχημένος, δεν μπορούσα να είμαι ρεμάλι”.
Συγγνώμη γι’ αυτόν τον κάπως αντισυμβατικό τρόπο που επέλεξα να ξεκινήσω αυτή τη συνέντευξη. Ξέρω, κανονικά θα έπρεπε να προηγείται μια εισαγωγή-παρουσίαση του Άνταμ Κοντοβά, πριν περάσουμε στα δικά του λόγια.
Ήθελα όμως να τα καταλάβεις εξαρχής πως δεν έχουμε να κάνουμε με ακόμη ένα παιδί κοντά στα 30, που έμαθε να μαγειρεύει για πλάκα ή επειδή βαριόταν, έκανε και μερικά τατουάζ μιας κι είναι στη μόδα κι είπε να γίνει κι αυτός ακόμη ένας απ’ τους σεφ που βλέπεις στην τηλεόραση.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Ο Άνταμ είναι πολύ διαφορετική περίπτωση. Πέρα απ’ το γεγονός ότι πέρασε δύσκολα και ξεκίνησε να μαγειρεύει από ανάγκη κι όχι από επιλογή, πλέον βλέπει την κουζίνα σαν τη ζωή του, μιλάει για τη μαγειρική με πάθος, δεν κάνει εκπτώσεις στις αξίες του και κυρίως, λέει τα πράγματα με τ’ όνομα τους.
Γι’ αυτό, ας τον αφήσουμε καλύτερα να μας τα πει ο ίδιος.
Προετοιμασία: Δύσκολα παιδικά χρόνια, ΤΕΙ, σχολή μαγειρικής
Βρέθηκε στην κουζίνα από ανάγκη, στα εφηβικά του χρόνια, σε μια ηλικία που οι περισσότεροι δεν φτιάχνουμε ούτε ένα τοστ μόνοι μας. Πώς κατάφερε να φτιάχνει φαγητά που τρώγονται χωρίς να κάψει όλο το σπίτι;
“Μαγειρεύω απ’ τα 12-13, έφτιαχνα απλά φαγητά τότε βέβαια, μακαρόνια και τέτοια, μη φανταστείς. Try and error, έκατσα 2-3 φορές, μου έδειξε κι η μάνα μου κάποια πράγματα και τα κατάφερα, δεν ήταν τίποτα. Δεν είναι ότι ονειρευόμουν να γίνω μάγειρας τότε, μ’ άρεσε η μαγειρική αλλά μέχρι εκεί”. Και η επαγγελματική σχέση με τη μαγειρική πότε προέκυψε;
“Μετά το σχολείο πέρασα στο ΤΕΙ Αθηνών στο τμήμα Ηλεκτρονικής, όμως δεν μου άρεσε καθόλου, δεν τραβούσε, οπότε στα 24 αποφάσισα πια να πάω για μάγειρας. Γράφτηκα σε μια απλή σχολή, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει και κάτι ιδιαίτερο στην Ελλάδα, όμως μόλις μπήκα στην κουζίνα κατάλαβα ότι ήταν αυτό που ήθελα, να γίνω σεφ, ήταν για μένα, το ένιωθα. Τα τελευταία 6 χρόνια ασχολούμαι μόνο με τη μαγειρική, είναι η ζωή μου”.
Κι απ’ τη σχολή, βρέθηκε πολύ γρήγορα σε ‘κανονικές’ κουζίνες, δίπλα σε μεγάλους σεφ. Αυτή είναι η διαδρομή του μέχρι σήμερα: “Ξεκίνησα να δουλεύω με τον κύριο Μπαξεβάνη. Μετά πέρασα απ’ το Funky Gourmet για ένα ‘σταζ’ και στη συνέχεια έφυγα στο εξωτερικό. Είχα πάει σε ένα χωριό έξω απ’ το Δουβλίνο στην Ιρλανδία για δύο χρόνια κι όταν γύρισα δούλεψα σ’ ένα ξενοδοχείο στο Πόρτο Χέλι. Μετά ήμουν στο Premier στο Intercontinental για 2,5 χρόνια και στον Βασίλαινα για ένα χρόνο. Τώρα τελευταία ήμουν στις Βρυξέλλες και δούλεψα σ’ ένα εστιατόριο με 2 αστέρια Michelin και πλέον είμαι στην αναμονή για το επόμενο βήμα μου”. Όλα αυτά πώς προέκυψαν; Τα κυνήγησε ο ίδιος;
Πάντα το έψαχνα μόνος μου, πήγα και στο εξωτερικό να δουλέψω, έκανα πολλά πράγματα τα οποία τα κυνήγησα πάρα πολύ. Είμαι 31 σήμερα, έγινα σεφ μέσα σε 6 χρόνια, που θεωρείται πολύ νωρίς, όμως εγώ έχω αφιερώσει τη ζωή μου σ’ αυτό το πράγμα, δεν έγινε τυχαία
Σήμερα βρίσκεται στην αναζήτηση του επόμενου βήματος. Έχοντας ήδη βιώσει την εμπειρία του εξωτερικού, θα σκεφτόταν να εργαστεί και να ζήσει μόνιμα εκτός Ελλάδας;
“Πήγα έξω με ένα συγκεκριμένο στόχο, τα κατάφερα και γύρισα έχοντας στο μυαλό μου να ξαναφύγω, είχα κανονίσει να πάω να δουλέψω στο Λονδίνο. Τελικά δεν έφυγα όμως για διάφορους λόγους κι είπα να εξετάσω την Αθήνα. Έτσι κι αλλιώς είμαι παιδί της Αθήνας, είμαι ερωτευμένος μ’ αυτή την πόλη, εδώ έχω μεγαλώσει, εδώ δούλευα και πριν γίνω μάγειρας, πούλαγα παπούτσια στο Μοναστηράκι απ’ τα 17 μέχρι τα 24 στον ‘Στρατηγό’. Είναι σαν το σπίτι μου εδώ και ήθελα να κάτσω. Αν βρω βέβαια κάτι που με ενδιαφέρει θα φύγω, αλλά είναι κρίμα γιατί αναγκαζόμαστε τα νέα παιδιά να αφήσουμε τον ήλιο και να πάμε στο κρύο και τη βροχή επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε εδώ”.
Συστατικά: Η έλλειψη γαστρονομικής παιδείας και τα εστιατόρια-εργοστάσια
Στέκομαι στην τελευταία του φράση, ότι δεν μπορεί να κάνει στην Ελλάδα αυτό που αγαπάει. Του ζητάω να μου το αναλύσει.
“Είναι πολύ δύσκολο, γι’ αυτό που θέλω να κάνω εγώ στην Αθήνα υπάρχουν 5 θέσεις. Για μένα η γαστρονομία είναι δημιουργία, ωραίο είναι και το ριζότο και τα μακαρόνια, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δεν χρειάζεται να ακολουθείς πάντα την πεπατημένη, πρέπει να σκεφτόμαστε out of the box, εγώ είμαι αυτής της λογικής, θέλω να ψάξω τις επιλογές μου στην πρώτη ύλη, να πετύχω καλύτερη υφή και γεύση. Τώρα τα εστιατόρια είναι σαν εργοστάσια, φτιάχνουν πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα. Αν δεις κάθε μενού σου προσφέρει δεκάδες πιάτα, στο εξωτερικό δεν είναι έτσι”. Ποιος φταίει γι’ αυτή την τυποποιημένη κατάσταση του φαγητού όμως;
“Δεν υπάρχει γαστρονομική παιδεία στην Ελλάδα, ο κόσμος δεν ξέρει τις επιλογές, ξέρει το σουβλάκι και την πίτσα. Ακόμα και στην HORECA, που είναι η μεγαλύτερη έκθεση φαγητού στην Ελλάδα, το 90% είναι περίπτερα με σουβλατζίδικα και το 10% είναι το γαστρονομικό κομμάτι. Αυτή η νοοτροπία δεν αλλάζει εύκολα, θέλει χρόνια και μεγάλη προσπάθεια. Στο εξωτερικό δεν υπάρχει παντού junk food, υπάρχει μόνο σε συγκεκριμένα μαγαζιά, δεν υπάρχει σε κάθε γωνία η επιλογή του να φας κάτι με 1,5 ευρώ”. Δεν είναι και δουλειά των νέων σεφ και εστιατορίων να αλλάξουν αυτή την νοοτροπία; Τελευταία ξεπηδούν συνεχώς μαγαζιά που το ψάχνουν πολύ περισσότερο.
Τώρα είναι αλήθεια ότι υπάρχουν πολλά νέα παιδιά τα οποία είναι καλοί μάγειρες και πολλά μαγαζιά που ανοίγουν. Είναι το Feedέλ εδώ στο κέντρο που ο Λεωνίδας κάνει τρομερή δουλειά, ο Αντώνης με το Sushimou, ο Σωτήρης με το Nolan. Αυτό χρειάζεται, τέτοια μαγαζιά, επί δέκα, όχι τρία αλλά πενήντα τρία
Ποτέ δεν θέλω να γίνομαι ο γραφικός που αναφέρει την κρίση σε κάθε συνέντευξη. Όμως σε αυτό το θέμα, του φαγητού, η δύσκολη οικονομική κατάσταση δεν παίζει το δικό της ρόλο; Μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος θα προτιμήσει το φθηνό σουβλάκι σε σχέση μ’ ένα πιο εξεζητημένο αλλά και πολύ πιο ακριβό πιάτο.
“Αυτό ίσχυε ανέκαθεν όμως. Εντάξει σήμερα είναι η κρίση. Πάμε και 30 χρόνια πριν, θα δεις ότι πάλι το ίδιο γινόταν. Ο κόσμος πάντα θα ζητάει το φθηνό και το εύκολο. Αν κάτσεις όμως σπίτι σου και πάρεις σουβλάκια, δεν θα χρειαστείς 10-15 ευρώ; Με 15 ευρώ μπορείς να πας να φας κάπου έξω ένα σωστό πιάτο, να βοηθήσεις και την προσπάθεια που κάνουν αυτά τα παιδιά. Αν δεις κιόλας που ξοδεύουν τα λεφτά τους όλοι όσοι λένε ότι δεν θέλουν να τα δίνουν για φαγητό, θα καταλάβεις ότι πάνε σε βλακείες. Δεν λέω να τα χαλάσεις όλα σε γαστρονομία, αλλά κάνε κάτι, βγες και λίγο έξω. Μερικά εστιατόρια είναι ακριβά ναι, αλλά τα παιδιά εκεί κάνουν σοβαρή προσπάθεια κι είναι κρίμα να είναι άδειο το μαγαζί”.
Οι μικρές μερίδες που κοστίζουν πανάκριβα και δεν αξίζουν και τον κόπο είναι δηλαδή ένας μύθος; “Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Γίνεται αυτό, αλλά όχι πάντα, στο Nolan ας πούμε μπορεί να δώσεις 30 ευρώ όμως αυτό που παίρνεις σε αντάλλαγμα δεν υπάρχει, είναι τόσο καλό ποιοτικά και γευστικά αλλά και μια χαρά μερίδα, που αξίζει να το δοκιμάσεις. Υπάρχουν βέβαια και μαγαζιά που πληρώνεις 100 ευρώ και τρως μια μαλακία, αλλά δεν είναι παντού έτσι, δεν πρέπει να τα τσουβαλιάζουμε”.
Τι κάνουν λάθος οι ιδιοκτήτες; “Οι ιδιοκτήτες κοιτάνε πώς θα πουλήσουν κάτι που έχει 7 ευρώ, 10 φορές, αντί να κοιτάνε πως θα πουλήσουν κάτι που έχει 5 ευρώ, 100 φορές. Δεν κοιτάνε την μεγάλη εικόνα. Αν στηρίξεις τα παιδιά που κάνουν την γαστρονομία, δεν θα κάνεις μέσα σε μια μέρα 200 κουβέρ, τον πρώτο χρόνο θα κάνεις 30 τη μέρα. Μετά από 2-3 χρόνια όμως, μπορεί τo μαγαζί να φτάσει εκεί που πρέπει και να είναι πια established. Στην Ελλάδα δεν πάσχουμε μόνο στην γαστρονομία. Πάσχουμε και στο bistrot και στο σνακ, υπάρχουν λίγα μαγαζιά”.
“Στην Ελλάδα που έχουμε πληθυσμό 11 εκατομμυρίων, υπάρχουν 4-5 εστιατόρια με αστέρι Michelin, ενώ στο Βέλγιο που έχει πάνω-κάτω τον ίδιο πληθυσμό, υπάρχουν 130. Κι εμείς έχουμε μια χώρα πανέμορφη και με τουρισμό, με όλα τα εφόδια κι εκεί έχουν κρύο και βροχή. Απλά εδώ κοιτάζουν όλοι πως να κοροϊδέψουν τον κόσμο. Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως εκτός από ψάρια, δεν υπάρχουν αρκετές πρώτες ύλες στην Ελλάδα, η απαραίτητη αγροτική παραγωγή κι η παραγωγή κρέατος”.
“Ακόμη κι ο χασάπης εδώ έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο που κόβει το κρέας. Δεν υπάρχει η γνώση ‘nose to tale’, δεν πάνε 10 άνθρωποι να δουν πως πρέπει να είναι το κρέας, μόνο τον μπαλτά ξέρουμε. Υπάρχει ένα κομμάτι στο αρνί, το rump steak, το οποίο είναι φτηνό αλλά στην Ελλάδα δεν μπορείς καν να το αγοράσεις. Επίσης έχουμε την κουλτούρα ότι τα αρνιά και τα κατσίκια πρέπει να σφάζονται μικρά και δεν μπορείς να βρεις ένα μεγάλο κομμάτι φιλέτου γιατί δεν τα αφήνουμε να μεγαλώσουν. Εισάγουμε απ’ τη Νέα Ζηλανδία με 20 ευρώ το κιλό”. Το να ανοίξουν οι σεφ που έχουν τις γνώσεις τα δικά τους μαγαζιά δεν θα ήταν μια λύση;
“Δεν υπάρχει το μπάτζετ, οι ιδιοκτήτες που είναι και σεφ, επειδή ξέρουν πως είναι, θέλουν να είναι όλα σωστά, πρέπει να απασχολείς και άτομα, είναι μεγάλα τα έξοδα. Πρέπει να υπάρξουν νέοι επιχειρηματίες, 35-40 ετών, με όραμα, που έχουν ταξιδέψει, που θα μας αφήσουν να δημιουργήσουμε και τα λεφτά θα έρθουν. Αν δεν γίνει αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει η νοοτροπία ποτέ”.
Εκτέλεση: Ο Γκόρντον Ράμσεϊ και η γελοιότητα των ελληνικών σχολών
Ας αφήσουμε όμως τα προβλήματα της γαστρονομίας στην Ελλάδα κι ας περάσουμε στην κουζίνα. Και συγκεκριμένα στην κουζίνα του Άνταμ. Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθεί ο ίδιος; Πώς ψάχνεται για τα πιάτα που θα δημιουργήσει;
“Μελετάω πάρα πολύ. Έχω μια τρέλα με την πρώτη ύλη και μια γενικότερη κλίση προς τα ψάρια και τα λαχανικά. Σκέφτομαι ανάλογα με την εποχή, ό,τι πιάτο δημιουργώ είναι εποχικό, θέλω να ταιριάζει με την εποχή. Εμπνέομαι απ’ το οτιδήποτε. Ένα πιάτο που είχα κάνει στον Βασίλαινα, το είχα εμπνευστεί ένα μεσημέρι που έτρωγα στις Σεϋχέλλες. Είδα κάτι εκεί και σκέφτηκα το συγκεκριμένο πιάτο”.
“Μελετάω πάρα πολύ και στο ίντερνετ, σκανδιναβικά κι αμερικάνικα εστιατόρια που παίζουν με τα υλικά και τις ζυμώσεις. Το βασικό είναι να μην αντιγράφεις, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ. Παρθενογένεση δεν υπάρχει, εντάξει, αλλά δεν γίνεται να το κάνεις και ίδιο. Εγώ παίρνω την πρώτη ύλη και τρία λαχανικά και σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω μ’ αυτά, πουρέ, ζωμό, να το αποξηράνω, μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Έτσι δημιουργείται το πιάτο”. Το παραδοσιακό δεν υπάρχει καθόλου στο μενού του Άνταμ;
“Ωραίο είναι να παίζεις με τα παραδοσιακά πιάτα, που έκαναν οι γονείς μας, αλλά έχει παραγίνει. Πολύ ωραίος ο μουσακάς, το παστίτσιο, το έκαναν όμως 2-3 σεφ πολύ πετυχημένα και μετά το έκαναν όλοι, εγώ με αυτό διαφωνώ. Έφαγα ένα παστίτσιο ας πούμε απ’ τον Γκίκα Ξενάκη φοβερό. Όταν το έφαγα μ’ άρεσε πολύ, χάρηκα, αλλά δεν θα προσπαθήσω να το κάνω κι εγώ, τελείωσε, το τερμάτισε αυτός, θα κάνω κάτι άλλο εγώ”. Τους ξένους σεφ-σταρ τους παρακολουθεί, υπάρχει κάποιος που θαυμάζει ιδιαίτερα;
“Θαυμάζω πολύ τον Γκόρντον Ράμσεϊ, όπως τον βλέπω απ΄ την άποψη της μαγειρικής, όχι σαν star quality. Είναι εξαιρετικός σαν μάγειρας, μπορεί να τρέξει μια κουζίνα, έχει γνώση των υλικών, της τεχνικής, είναι σκληρός εκεί που πρέπει. Είναι σοβαρός, ψάχνει την τελειότητα, ανοίγει τα ψυγεία και ξέρει ανά πάσα στιγμή που είναι τι. Και πάνω απ’ όλα, μαγειρεύει, μπορεί να βάλει την ποδιά και να βοηθήσει σ’ οποιοδήποτε πόστο. Αυτό είναι για μένα ο σεφ, πρέπει να είναι ενεργός”. Συνηθίζεται δηλαδή οι σεφ να αφήνουν τη δράση της κουζίνας;
“Βλέπεις πολλούς που με το που γίνονται σεφ βγάζουν την ποδιά και αρχίζουν το PR. Δεν είναι έτσι. Στο εξωτερικό υπάρχουν σεφ με 3 αστέρια κι είναι κάθε μέρα στη γραμμή και δουλεύουν, ο σεφ στις Βρυξέλλες που δούλευα ανέβαινε στη σκάλα για να πλύνουμε το ταβάνι και τον εξαερισμό. Ε, όταν βλέπεις τον σεφ να δουλεύει 17 ώρες ταπεινώνεσαι, δεν μπορείς να μην δουλέψεις”. Κάτι που δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα;
Στις Βρυξέλλες υπήρχε παιδί 20 ετών που ήταν ήδη chef de partie, με ευθύνες και στρες. Εμένα απ’ τα χέρια μου έχουν περάσει πολλά παιδιά που, επειδή εγώ έχω μάθει να δουλεύω πάρα πολύ, στις 12 ώρες ‘σπάνε’. Δεν λέω ότι είναι φυσιολογικό, αλλά έτσι είναι η μαγειρική, δεν υπάρχει επιλογή, αν θέλεις να την κάνεις σε αυτό το επίπεδο είναι σκληρή δουλειά
“Η ομάδα που έχω είναι όλοι νέα παιδιά, είμαι πολύ της ομάδας. Θέλω να είμαι ανοιχτός, να τους δείξω ό,τι ξέρω. Απλά θέλω καριερίστες μάγειρες, θέλω όταν σε πάρω τηλέφωνο στις 3 το πρωί να πας να πάρεις κάτι να το κάνεις, είναι η ζωή μας αυτό, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν είναι εύκολο να το βρεις αυτό, βρίσκεις, φεύγουν, καταλήγεις σε κάποιους”. Και γιατί δεν μπορούν να το συνηθίσουν αυτό;
“Πάμε πάλι σ’ αυτό που έλεγα πριν, όλα είναι θέμα παιδείας. Οι σχολές ας πούμε, είναι το λιγότερο γελοίες. Στη σχολή που πήγα εγώ, η οποία δεν είναι καν η κορυφαία, έδινα 3.500 ευρώ το χρόνο. Στις Βρυξέλλες, στην top σχολή, δίνεις 800 ευρώ το χρόνο, με στολές μέσα κι εργαστήρια κι εμείς εδώ στα 2,5 χρόνια που κάναμε μάθημα τεμαχισμό κρεάτων, ούτε κοτόπουλο δεν τεμαχίσαμε. Συνέχεια έλεγαν ότι δεν υπάρχουν λεφτά. Οι σχολές είναι άθλιες, ακόμη και τα παιδιά δεν την παίρνουν στα σοβαρά, είναι κάτω για καφέ, ενώ στο εξωτερικό στην ηλικία τους είναι ήδη chef de partie κι όταν τελειώνουν τη σχολή δουλεύουν σε εστιατόρια 2 αστέρων. Οι δικοί μας εδώ δεν έχουν ανάλογες ευκαιρίες”.
Σερβίρισμα: Οι σεφ με τα τατουάζ και το τσουβάλιασμα
Πέρα απ’ τα προβλήματα στην εκπαίδευση, πολύς κόσμος αφορίζει τους νέους μάγειρες, κατηγορώντας πως είναι μόνο στιλ και τατουάζ για να γίνουν γνωστοί και να βγουν στην τηλεόραση.
“Θα σου πω για τον Σκαρμούτσο, ο οποίος ήταν ο πρώτος σεφ που βγήκε με τα τατουάζ. Δεν τον ξέρω προσωπικά, επειδή όμως ξέρω που κάνει τα τατουάζ και γνωρίζω αυτό τον κύκλο, μπορώ να σου πω ότι είναι ψαγμένα, δεν κάνει ό,τι να ναι. Είμαι σίγουρος δηλαδή ότι κι ο ίδιος δεν ήθελε να συμβεί αυτό. Κι εγώ ας πούμε, που είχα κάνει τα τατουάζ μου πριν καν πάω στη σχολή, χαρακτηρίζομαι ως ένας σεφ που το έκανα επειδή είναι μόδα”. Δεν υπάρχουν όμως και τα παιδιά που το έχουν κάνει λόγω της μόδας;
Το κακό είναι ότι έχει συμβεί αυτό, υπάρχουν παιδιά που έχουν τατουάζ ακριβώς για το λόγο αυτό, αλλά μας παίρνει όλους η μπάλα. Μελετάω σεφ απ’ το εξωτερικό που είναι γεμάτοι τατουάζ αλλά έχουν 2-3 αστέρια. Απλά εμείς εδώ το παρατραβάμε, καταφέρνουμε κάθε μόδα να την κάνουμε χάλια
Το γεγονός πως ο σεφ σήμερα βγαίνει απ’ την κουζίνα και φτάνει μέχρι την τηλεόραση πώς το κρίνει; “Είναι καλό να έχει προβολή το επάγγελμα, το θέμα είναι όμως να μαγειρεύουν και σωστά. Βλέπεις καλούς μάγειρες να τους παίρνουν σε μια εκπομπή επειδή είναι καλοί και να τους ζητάνε να φτιάξουν κορμό σοκολάτα για να μπορεί να το φτιάξει η νοικοκυρά. Ε τότε μην παίρνεις τον καλύτερο μάγειρα για να τον απομυθοποιήσεις. Δεν υπάρχει ούτε μια εκπομπή λίγο πιο επαγγελματική, μόνο ο Λουκάκος το είχε επιχειρήσει, όμως χρειάζονται περισσότερες. Αν δεις στην τηλεόραση ένα πιάτο κάπως διαφορετικό θα σε ιντριγκάρει να το δοκιμάσεις”. Με τους άλλους σεφ κάνει παρέα, ποιες είναι οι σχέσεις τους;
“Έχω έναν κύκλο, με κάποιους είμαστε πιο κοντά, με όλη τη νέα γενιά γενικά έχω πολύ καλή σχέση και προσπαθούμε όλοι μαζί να πάμε παρακάτω τη φάση. Γενικότερα η γενιά η δική μου είναι πιο κοντά σε σχέση με τους παλαιότερους που δεν μιλάγανε. Πάμε τρώμε σε άλλους σεφ, γράφουμε έναν καλό λόγο, στηρίζουμε τις προσπάθειες των συναδέλφων. Για μένα το βασικό είναι να μην υπάρχει ανταγωνισμός αλλά συναγωνισμός, να μη θες να αποτύχει ο άλλος, αλλά να πετύχουμε όλοι”. Για τους φίλους του μαγειρεύει;
Εκτός κουζίνας δεν μαγειρεύω σχεδόν ποτέ, έχω συνηθίσει κιόλας στη δουλειά που έχω τις ευκολίες, αν μαγειρέψω σπίτι θα τα κάνω όλα χάλια, θα πρέπει να έχω κάποιον να καθαρίζει συνέχεια.
Κλείνοντας, τι μήνυμα θα έστελνε σε κάποιον που κάνει τα πρώτα του βήματα στη μαγειρική;
“Εγώ έχω μαζί μου ένα παιδί 20 ετών που περνάει δύσκολα, έχει μεγαλώσει σκληρά, και του εξηγώ ότι μέσα απ’ αυτό θα μπορέσει να ξεφύγει και να κάνει τη ζωή του καλύτερη. Έτσι συνέβη και με μένα, αν δεν είχα τη μαγειρική δεν ξέρω τι θα είχα κάνει, ήταν η διέξοδός μου. Αυτό προσπαθώ κι εγώ να μεταδώσω σε όσους μεγάλωσαν χωρίς να τα έχουν όλα. Για να είσαι καλός θέλει θυσίες. Η μαγειρική σου δίνει μια ικανότητα που δεν την έχει κανένας άλλος, γι’ αυτό κι οι σεφ που φτιάχνουν μενού εστιατορίων παίρνουν τόσα λεφτά. Μπορείς επίσης να δουλέψεις οπουδήποτε στον πλανήτη. Μέσα απ’ την σκληρή δουλειά και την υπομονή μπορείς να πετύχεις τα πάντα”.