ΕΙΔΩΛΟ

Ο Αντύπας αφηγείται τη ζωή του στο OneMan

Από χαφ στην ομάδα του Άρη μέχρι το πρώτο του μεροκάματο στα μπουζούκια και από το δικαστήριο με τον Στράτο Διονυσίου, το Άραγε και τις εμφανίσεις στο Ατλάντικ Σίτι μέχρι τη χρονιά που δε χωρούσε ο κόσμος στο Ποσειδώνιο και αναγκάστηκε να τραγουδήσει και σε δεύτερο μαγαζί. Ο Αντύπας μιλάει για όλα στο OneMan.

Πρόσωπο της δικής μας μυθολογίας της νύχτας, με τις πίστες πέντε διαφορετικών δεκαετιών σκονισμένες απ’ τα παπούτσια του, δείχνει -παραδόξως- το ίδιο άνετος και στο φως του μεσημεριανού ήλιου, έτσι όπως με κοιτάζει από την είσοδο του σπιτιού του. Το χαρακτηριστικό του πλατύ χαμόγελο είναι κι αυτό μαζί του, θα μας ακολουθήσει μέχρι το μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, και θα μείνει εκεί, μαζί μας, μέχρι το τέλος της κουβέντας.

«Ναι, έχω ακούσει τον όρο “χαμόγελο Αντύπα”, το λένε για τους τραγουδιστές που χαμογελάνε πάνω στην πίστα», θα μου πει. «Εγώ είμαι πάντα έτσι. Ακόμα και όταν μου ζητήσουν σε μια φωτογραφία να βγω σοβαρός, δεν μπορώ να κρατηθώ».

Τα δυο του εγγόνια δεν κάθονται πολύ μακριά αλλά ακούγονται ελάχιστα, γιατί «ο παππούς χρειάζεται ησυχία». Να άκουσαν άραγε για τα χρόνια που ο παππούς τους έπαιζε μπάλα στον Άρη; Ή για τη μέρα που παράτησε το σχολείο; Ή για το δικαστήριο με τον Στράτο Διονυσίου, την καψούρα του για τον Τόλη Βοσκόπουλο και το πρώτο ταξίδι του στην Αμερική με τη Ρίτα Σακελλαρίου; Και αν ναι, αναρωτήθηκαν ποιοι είναι όλοι αυτοί;

Για αρχή πάντως, προσπάθησα να λύσω μία δική μου απορία.

Το Μωρό μου Καλησπέρα γιατί δεν άρεσε στη σύζυγό σας; 

Θυμάμαι έρχεται η λουλουδού στην πίστα, μου δίνει κάτι γαρύφαλλα και μου λέει «αυτά είναι από τη γυναίκα σας και μου είπε να σας πω ότι ντρέπεται για λογαριασμό σας που λέτε τέτοια τραγούδια».

Εγώ πάντα δοκίμαζα τα τραγούδια στο μαγαζί προτού βγουν σε δίσκο για να δω τις αντιδράσεις του κόσμου, αν θα τα δεχτεί. Η Στέλλα, η σύζυγός μου, δεν το ήξερε αυτό το κομμάτι, και αναρωτήθηκε από πού ξεφύτρωσε.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ήταν αρνητική. Έτσι έκανε και στο Πωλείται όπως είναι επιπλωμένο, έτσι έκανε και στο Απαγορεύεται να σ’ αγαπάω, που γίνανε μεγάλες επιτυχίες. Όποτε μου έλεγε «τι είναι αυτό το τραγούδι που τους λες πάλι;», ήξερα ότι θα πάει καλά.

Πολλές φορές, βέβαια, έπεφτε και μέσα διάνα. 

Ναι αλλά γιατί δεν της άρεσε συγκεκριμένα αυτό;

Δεν ξέρω σίγουρα. Μάλλον, επειδή ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που έκανα κάτι παρόμοιο. Είχα πει τότε κι εκείνη τη ρούμπα που ξεκινούσα πάλι μιλώντας. «Από πού θες ν’ αρχίσω; Ήρθε η ώρα να μιλήσω. Απ’ τις ψευτιές σου, τις προσβολές σου, τις πονηριές σου;».

«Έχω δει φασαρίες, έχω δει να φεύγουνε μπουκάλια, να πετάνε καφάσια σε τραγουδιστές. Όταν μεθάει ο άνθρωπος δεν ξέρει τι κάνει».

Που είχε πρόζα πάλι.

Ναι, κι επειδή δεν το είχε δει από κανέναν άλλον τραγουδιστή αυτό, της φάνηκε περίεργο. 

Φοβόταν μήπως γυρίσει εναντίον μου. 

Είδα όμως ότι στο μαγαζί, μού το αρπάξανε αμέσως και την επόμενη βδομάδα μου το τραγουδούσανε όλοι στο ρεφραίν. «Ζηλεύω πολυυυύ, ζηλεύω πολύ»… 

Ήταν πρωτότυπο για εκείνη την εποχή. Μόνο τον Χορν θυμάμαι να είχε μιλήσει σε τραγούδι πριν από μένα, 25 χρόνια πριν.

Να δώσουμε όπως και τα υπέρ στη σύζυγό σας. Το Ένα σου σημάδι μόνο, εκείνη το εντόπισε. 

Ναι, η Στέλλα βοήθησε σε αυτό. Αυτό το τραγούδι τα παιδιά, ο Αλέκος και ο Σπύρος, (σ.σ. Χρυσοβέργης και Γιατράς αντίστοιχα, οι συνθέτες του τραγουδιού), το είχανε για την Αλέκα Κανελλίδου. Διαβάσαμε πάνω στο χαρτί που έγραφε το όνομά της.

Στο στούντιο το είδατε το «χαρτί»;

Στο γραφείο του Μάτσα, εκεί κάνανε τις ακροάσεις τότε με την κιθάρα. Του λέει η Στέλλα «σε παρακαλώ Αλέκο, παίξε αυτό το τραγούδι», και μόλις το ‘παιξε, του λέει «αυτό θέλουμε». 

Ακόμα και τώρα όταν το λέω σε μαγαζιά το τραγουδάει όλος ο κόσμος, ξεχνάω τους στίχους και μου τους θυμίζει αυτός. 

Ποιος δίσκος σας έχει πουλήσει περισσότερο;

Μωρό μου καλησπέρα, 1992. Έσπασε τότε το φράγμα των 250.000 δίσκων. Μπορεί να είμαι και μέσα στη δεκάδα του Μάτσα. Πρώτος είναι σίγουρα ο Πουλόπουλος με τον Δρόμο, δεύτερος ο Πάριος με τα Νησιώτικα, μετά ο Νταλάρας, μετά νομίζω είναι το Ενθύμιον του Σφακιανάκη, και μετά εγώ.

Δεν υπάρχουν αυτά τα νούμερα πια, δεν μπορεί να τα κάνει κανένας. Ούτε του Πουλόπουλου θα το σπάσει κανείς το ρεκόρ. Θα μείνει πρώτος.

Έχει αλλάξει η δισκογραφία. Τώρα τα βρίσκεις όλα εδώ (σ.σ. μου δείχνει το κινητό του).

Η νύχτα σήμερα είναι εξευγενισμένη, θα ήθελα να πούμε για λίγο παλιότερα. Φαντάζομαι έχετε τραγουδήσει και σε πιο δεύτερα μαγαζιά.

Βέβαια. Μα από εκεί ξεκινάς. 

Θυμάστε κάποιο πολύ άγριο σκηνικό;

Θυμάμαι ένα περιστατικό με μια κοπέλα που τη χαιρέτησα μέσα στο μαγαζί που δούλευα, και ξαφνικά έρχεται ένας και μου λέει «την ξέρεις την κοπέλα;». Με σήκωσε από τον λαιμό και τρέξανε οι σερβιτόροι να τον μαζέψουν. Εγώ τη χαιρέτησα, όπως χαιρετάς όλον τον κόσμο, αυτός νόμιζε ότι την πείραξα και πήγαινε για φασαρία. 

Έχω δει φασαρίες, έχω δει να φεύγουνε μπουκάλια, να πετάνε καφάσια σε τραγουδιστές. Πάντα συνέβαιναν αυτά. Όταν μεθάει ο άνθρωπος δεν ξέρει τι κάνει.

Αργότερα υπήρξε κάτι πολύ τρελό που να έχει κάνει θαυμαστής σας; 

Έχω δει δυο κοπέλες να έρχονται να με πιάνουν πάνω στην πίστα, να με αγγίζουν και να φωνάζουν «είναι αληθινός! Είναι ζωντανός!». Και να λιποθυμάνε. 

Δώρα σας έκαναν στο μαγαζί;

Έρχονταν την ώρα που τραγουδούσα και μου κρεμάγανε κάτι σταυρούς, κάτι ταυτότητες χρυσές, άλλοι μου φέρνανε κάτι ρολόγια και μου τα περνάγανε στο χέρι… Πάνω στην πίστα όλα αυτά.

Είχατε τραυματιστεί από κανένα πιάτο;

Από λουλούδι έχω τραυματιστεί γιατί είχε τότε και εκείνο το συρματάκι από κάτω και με χτύπησε στο μάτι. Επί μία βδομάδα έβγαινα με μαύρο γυαλί στην πίστα γιατί το μάτι μου δάκρυζε και έτρεχε. 

Και θυμάμαι σε ένα εξτρά στη Θεσσαλονίκη, σε έναν χορό που έκανε το Ράδιο Καλαμαριά, που βγήκα έτσι και στο δεύτερο τραγούδι φώναζαν «βγάλε τα γυαλιααααά». 

Αυτοί νομίζανε ότι τα φορούσα για να εντυπωσιάσω, ότι έκανα τον Μάικλ Τζάκσον.

Δεν ξεκινήσατε έτσι πάντως. Ξεκινήσατε δύσκολα.

Ναι, ξεκίνησα από διάφορα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, το πρώτο ήταν το κέντρο Καλύβα του επιχειρηματία Αποστόλη Χοντρονάκου. Ήμουν 17 χρονών.

Και θυμάμαι τότε -να ‘ναι καλά- πήγε και μου πήρε το πρώτο κοστούμι που φόρεσα ποτέ. Μου λέει «Αντύπα, τι ρούχα έχεις;». «Έχω ένα παντελόνι του λέω, έχω και τρία μπλου τζιν» και μου απαντάει «δεν κάνουν αυτά, θα πάω να σου πάρω ένα ωραίο κοστουμάκι». Εγώ δεν είχα ξαναφορέσει ποτέ μέχρι τότε. Και πήγε και μου το πήρε, δύο χιλιάδες το πλήρωσε. Ένα άσπρο σακάκι, άσπρο πουκάμισο, άσπρα παπούτσια και μια κόκκινη γραβάτα. Επί τρεις μήνες έβγαινα με αυτό. 

Το βάζατε το βράδυ και το πρωί το πλένατε;

Το φόραγα τρεις μέρες, το πήγαινα στο καθαριστήριο στο ρεπό και το ξαναφόραγα. Ε, και μετά πήρα ένα άλλο κοστουμάκι, και μετά πήγα στο Αριγκάτο και στο Μινουί και η τρίτη μου δουλειά ήταν στη Ρέμβη, μια ταβέρνα.

Τότε παίζατε ακόμη ποδόσφαιρο στον Άρη. Η ιστορία λέει ότι μετά από μια νίκη της ομάδας, πήγατε όλοι μαζί σε κάποια μπουζούκια, πήρατε το μικρόφωνο στο τραπέζι, είπατε κάποια τραγούδια, σας άκουσε ο μαγαζάτορας και τότε ξεκίνησαν όλα.

Εκεί στην Καλύβα έγινε το περιστατικό. 

Θυμάμαι είπα του Βοσκόπουλου, το Δεν θέλει απόψε άνθρωπο να δει και το Ψύλλοι στα αυτιά μου μπήκανε, ήταν μόδα τότε αυτά, ξέσκιζαν. 

«Το ‘80 υπήρχε μόνο το ποτό και κανά τσιγαράκι που πίνανε οι πιο παλιοί. Οι κόκες και τα χάπια κι αυτά αρχίσανε πιο μετά».

Και γιατί αφήσατε το ποδόσφαιρο για το τραγούδι;

Εμένα οι δικοί μου ήταν πρόσφυγες, ο παππούς μου έπαιζε ούτι στην Τουρκία και κάπως φαίνεται ότι μου το έχει κληρονομήσει αυτό το μικρόβιο. Από μικρός καθόμουνα εκεί στο πάρκο της Κρήτης στη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσα, έβγαζε κάποιος μια ξεκούρδιστη κιθάρα και λέγαμε τραγούδια. Και μου ‘χε κολλήσει. 

Και δεν μπορούσα να τα συνδυάσω ποδόσφαιρο και τραγούδι. Μέχρι που το άφησα το ποδόσφαιρο γιατί θα μου σπάζαν και τα πόδια, παίζαμε με κάτι νταγλαράδες εκεί… 

Στον Άρη τι θέση παίζατε; 

Έπαιζα στα χαφ και μετά έξω δεξιά, έφευγα βολίδα, ήμουνα πολύ γρήγορος, αλλά επειδή απ’ το ποδόσφαιρο δεν παίρναμε ούτε δραχμή τότε και μεγαλώσαμε με γονείς φτωχούς, με βιοπαλαιστές, είπα θα ασχοληθώ με το τραγούδι.

Ο γιος σας όμως σας ξέφυγε, έγινε Παναθηναϊκός. 

Φόλα Παναθηναϊκός, άρρωστος. Δεν μπορούσα με τίποτα να τον αλλάξω. 

Πηγαίναμε μαζί και βλέπαμε τις πορείες στο Champions League, τον είχα πάει στο ματς με τη Γιουβέντους, με τη Μάντσεστερ, στο μπάσκετ τον ακολουθούσα με τον Ολυμπιακό. Και πού δεν πηγαίναμε.

Αγαπούσαμε και πολύ τον συγχωρεμένο τον Κυράστα, κάναμε και παρέα με την οικογένειά του. 

Αυτός σκέψου ερχόταν πριν 30 χρόνια μαζί με τον Δεληκάρη στο μαγαζί στον Καρουσάκη, κι ας ήταν σε άλλες ομάδες… Γούναρης, Κούδας, περάσανε όλοι αυτοί από εκεί.

Όταν ξεκινούσατε, λοιπόν, το ‘70, με ποιους άλλους μεγάλους είχατε τραγουδήσει μαζί;

(σ.σ. παίρνει μια βαθιά ανάσα και αρχίζει να απαριθμεί) Αγγελόπουλος. Τζένη Βάνου. Ρίτα Σακελλαρίου. Σωτηρία Μπέλλου στον Καρουσάκη στις Τζιτζιφιές, ήταν μαγκιόρα αυτή, λιγομίλητη. Μενιδιάτης. Καλατζής. Μητροπάνος. 

Κάναμε παρέα με τον Δημήτρη, έφυγε κι αυτός, πολύ άδοξα, τώρα κοντά έφυγε και ο Καλατζής.

Και με τον Ζαμπέτα είχα δουλέψει αλλά πολύ αργότερα, για έναν χειμώνα στα Δειλινά. Ήτανε μεγάλος τότε, γεροντάκι.

Ήταν το 1992, εκείνη η περίοδος ήταν το ζενίθ μου για μένα, τότε που έλεγα και το Είμαι στα χάι μου, και επειδή δε χωρούσε ο κόσμος στο Ποσειδώνιο, παίζαμε και απέναντι στα Δειλινά. Δούλεψα σε δύο μαγαζιά εκείνον τον χειμώνα, δεν είχε ξαναγίνει αυτό.

Είχα διαβάσει πως όταν ξεκινούσατε το ‘70 λέγατε και «έντεχνα».

Ναι, έψαχνα ακόμα να βρω τον δρόμο μου. Έλεγα Νέο Κύμα, ήτανε μόδα τότε. Πόπη Αστεριάδη, Λάκη Παππά… Το αστέρι του βοριά… (σ.σ. σιγοτραγουδάει). Κι έβγαινα και με μια κιθάρα να πουλήσω την εικόνα, ενώ δεν ήξερα να παίζω. 

Σε λαϊκά μαγαζιά αυτά, όχι σε μπουάτ.

Πότε τραγουδήσατε για πρώτη φορά όρθιος, πότε σηκωθήκατε απ’ την καρέκλα;

Αν εξαιρέσεις εκείνη την περίοδο, από την αρχή όρθιος τραγουδούσα, δεν καθόμουν ποτέ. Τότε ήταν στη μόδα να βγαίνεις στην πίστα με το καλώδιο, την οποία την πούλησε και πιο ωραία απ’ όλους ο Βοσκόπουλος. 

Τον οποίον τον λατρεύατε…

Τον λατρεύω τον Τόλη, μιλάμε ακόμα συχνά, παρακολουθώ πως είναι, ενδιαφέρομαι για την υγεία του γιατί είναι πια και 82 χρονών, έτσι; 

Τον αγαπάω πάρα πολύ γιατί εγώ πάτησα πάνω σε αυτόν. Ήταν η καψούρα μου, ήταν ο δάσκαλός μου.

Ο Πάριος πότε σας βρήκε και σας είπε να κατεβείτε από τη Θεσσαλονίκη;

Όταν εμφανιζόμουν στο Αριγκάτο ήρθε μαζί με την Αλεξίου -έχω και μια φωτογραφία από εκείνη τη βραδιά- και μου λέει «ρε Αντύπα, γιατί κάθεσαι εδώ; Πρέπει να κατέβεις στην Αθήνα». Και η Αλεξίου με παρακίνησε. 

Και τότε κατέβηκα, ήρθα στη Φαντασία κι εκεί δούλεψα με Μητροπάνο, Μενιδιάτη, Δάκη, αδερφές Μπρόγιερ, Κωστή Χρήστου και Καίτη Αμπάβη.

Η δεύτερη μου δουλειά ήταν με τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη.

Θέλω να μου πείτε για τον Γαβαλά.

Βουνό. Όταν τραγουδούσε νόμιζα θα γκρεμιστεί το μαγαζί.

Εγώ είχα σεβασμό, «κύριε Πάνο» και «κύριε Πάνο». Ήμουν παιδάκι τότε, ψαρωμένος. Δούλεψα μαζί του έναν ολόκληρο χειμώνα και τον μελετούσα πως τραγουδούσε, πως στεκότανε στην πίστα. Αυτός τότε καθόταν σε καρέκλα, είχε και τη Ρία Κούρτη δίπλα του, που πολλές φορές του έλεγε και τους στίχους γιατί τους ξεχνούσε.

Από όλους αυτούς τους παλιούς, ποιος σας είχε πει τα καλύτερα λόγια όταν ξεκινούσατε;

Ο Στράτος Διονυσίου, η Τζένη Βάνου και η Ρίτα Σακελλαρίου. Εκείνη μου είχε πει «Αντύπα μου, να συνεχίσεις με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια αγάπη που έχεις σε αυτό, και μια μέρα θα σε τραγουδάει όλη η Ελλάδα».

Μεγάλη δασκάλα η Ρίτα. Ήταν και η πρώτη που με πήρε Αμερική σε μεγάλη περιοδεία.

Τι διαφορετικό έχει η νύχτα στη Αμερική;

Εγώ φανταζόμουν ότι θα με πάνε σε παλάτια, σε ωραία σαλόνια, και τελικά με πήγαιναν σε κάτι μαγαζιά τα οποία εδώ θα θεωρούνταν ως τα χειρότερα. Εξαιρώ, βέβαια, τα καζίνα στο Ατλάντικ Σίτι – έπαιξα στο Caesars, στο Resorts και στο Taj Mahal του Τραμπ. 

Όταν πήγα εκεί έγραφε η ταμπέλα: Δευτέρα, Χούλιο Ιγκλέσιας. Τρίτη, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ. Τετάρτη ο τάδε, και Σάββατο, Αντύπας. Μόλις διάβασα αυτά τα ονόματα, κάτι με έπιασε. «Καλά ρε παιδιά, πού με φέρατε, τρελαθήκατε;». 

Και όμως, το γέμισα, έγινε πανικός. Ήμουν ο μόνος που έκανε βραδινή και απογευματινή παράσταση. Έβαζα 1500 άτομα την ημέρα μέσα.

Σε μια άλλη πόλη, στο Γούστερ της Μασαχουσέτης, με υποδέχτηκαν μέσα στο μαγαζί με κάτι ελληνικές σημαίες τεράστιες, σαν αυτές που κρεμάς στην 28η Οκτωβρίου. Και έλεγα «Παναγία μου, αυτοί νομίζουνε ότι ήρθε ο πρωθυπουργός να τους μιλήσει».

Πήγα και Αυστραλία και έβαλα 9 χιλιάδες κόσμο σε ένα θέατρο στο Σίδνεϊ – δεν θυμάμαι πώς λεγόταν. Και Μελβούρνη μετά έπαιξα πέντε βραδιές συνεχόμενες, δεν υπήρχε καρέκλα άδεια. 

Ο Σάκης Τσιβγούλης, ο μπουζουξής έχει πει ότι «το καλό το μαγαζί σε στέλνει στο στούντιο και το καλό το στούντιο σε στέλνει στο μαγαζί». Με σας τι έγινε;

Έχουμε δουλέψει μαζί στη Φαντασία με τον Σάκη, πολύ σωστό αυτό που είπε. Κοίτα, σε μένα πρώτα ήρθε το καλό στούντιο. 

Η αφετηρία μου ήταν το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1982 που πήρα το τρίτο βραβείο, αυτό με έκανε να μπω στο στούντιο, να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου σε ένα μεγάλο δίσκο με 12 τραγούδια. Είχε μέσα το Φύσαγε Θεέ μου ένας βοριάς, το Απελπισμένα σε αγαπάω

Δεν πήγε καλά, αλλά δεν το ‘βαλα κάτω. Έκανα μετά αυτό με τα τραγούδια του Βοσκόπουλου τα οποία ψιλοσυζητήθηκαν, εντάξει, και το 1984 έκανα το Είσαι γυναίκα φίλου, το Μετακομίζω γιατί χωρίζω

Εκεί μάθανε τα τραγούδια μου, δεν ξέρανε όμως ποιος τα λέει. Τη φάτσα μου, το όνομά μου, δεν τα γνώριζαν..

Μέχρι που έβγαλα το Πωλείται όπως είναι επιπλωμένο. Τότε μάθανε και το Είσαι γυναίκα φίλου. Δηλαδή πρέπει να κάνεις μία μεγάλη επιτυχία, για να μάθουν και τα προηγούμενα. 

Έτσι έγινε και με τον Καρρά. Είχε βγάλει κάποια τραγούδια όπως το Περιττό να σου πω πώς πεθαίνω, το Νύχτα Ξελογιάστρα, που δεν τα ήξερε κανένας. Μόλις όμως έβγαλε το Δεν πάω πουθενά, ψάξανε και το παρελθόν του, τα φέρανε μπροστά και ξαφνικά βρέθηκε με τέσσερα ζεϊμπέκικα στην αγορά, και ξέσκισε. 

Έχω ακούσει ότι αυτόν τον πρώτο δίσκο που κάνατε τον πήγατε και τον αφήσατε στον τάφο του πατέρα σας.

Ήταν το όνειρο του να με δει με μεγάλο δίσκο, θα είχε μεγάλη χαρά οπότε πήγα και του άφησα ένα αντίτυπο στην Αγία Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη, εκεί τον είχαμε τότε. Μού έλεγε συνέχεια «πρέπει να μπεις στο στούντιο». 

Καθόταν σε μια γωνιά θυμάμαι και με παρακολουθούσε πως θα βγω στην πίστα, πρόσεχε την ανταπόκριση του κόσμου… Ήταν έμπορος και ήξερε να το πουλήσει.

Όταν κάποτε δούλευα στο Μινουΐ στη Θεσσαλονίκη κι έπαιρνα 350 δραχμές, ήρθε και μου λέει «αγόρι μου, δεν ξέρεις την αξία σου. Τι 350 δραχμές; Εγώ πήγα σε ένα μαγαζί στη Ρέμβη και σε έκλεισα για 800 δραχμές». Του λέω «μα αυτό είναι ταβέρνα». «Δεν πειράζει αγόρι μου, μού λέει, θα παίρνεις 800 δραχμές όμως». Πήγε και μου έκανε τον ατζέντη, κατάλαβες;

Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου, πέθαναν στη Θεσσαλονίκη. Τους είχα εδώ μαζί μου, αλλά πέθαναν στον τόπο που μεγαλώσανε. 

Ξέρετε, έχετε ένα κοινό με την Κατερίνα Στανίση. Κι αυτή ήταν πάνω στην πίστα, όταν πέθανε ο πατέρας της.

Ακριβώς. Ήμουν τότε στο κέντρο του Καρουσάκη και μου λένε πέντε λεπτά πριν βγω στην πίστα «κοίταξε Αντύπα, ο μπαμπάς σου δεν είναι πολύ καλά, πήραν τηλέφωνο από την κλινική, πρέπει να πας αύριο στη Θεσσαλονίκη. Πάρε και ρούχα μαζί σου, πάρε κι ένα μαύρο κοστούμι…». 

Μόλις ακούω «μαύρο κοστούμι», τα ‘χασα κάπως…

Πήρα το αεροπλάνο, πήγα στην κλινική, ρωτάω «ο πατέρας μου πού είναι;», μου λένε «πέθανε». Κι έφυγα από το νοσοκομείο, που ήταν τότε στην Αγίου Δημητρίου, και πήγα στην Αγία Παρασκευή τρέχοντας με τα πόδια. 

Τον πατέρα μου εγώ τον πρόλαβα μια ώρα προτού τον βάλουνε στο χώμα.

Ενώ η μητέρα μου με χάρηκε, έφυγε 86-87 χρονών, ήταν κοντά μου, είδε όλες τις επιτυχίες. Ό,τι δεν είδε ο πατέρας μου, τα είδε εκείνη. Και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Τις μάνες πρέπει να τις προσέχουμε σαν τα μάτια μας γιατί όταν φεύγει η μάνα, ανοίγει η γη και σε καταπίνει. 

Αναβάλλατε και τα εγκαίνια του μαγαζιού όταν έφυγε.

Ναι, το ανοίξαμε την επόμενη βδομάδα. Ο άλλος δεν ξέρει τι τραβάει η ψυχή σου μέσα. Θέλει να τον υποδεχτείς, να του χαμογελάσεις. Είναι πολύ σκληρό.

«Έγραψα το 'Έλα στον Παππού'. Μου λέει η γυναίκα μου "μη διανοηθείς και βγεις και πεις 'Έλα στον παππού', δεν θέλω να σε ξέρω"».

Ο πατέρας σας τι πουλούσε;

Παλαιοπωλείο είχε. Ρούχα παλιά, παπούτσια, παντελόνια, κάλτσες, κουβέρτες… Στη Στοά Κινηματογράφου Λαικών, στον Βαρδάρη. Νοικιάζαμε ένα μαγαζί εκεί. Η μητέρα μου ήτανε μοδίστρα. Έραβε μπουφάν, μπλούζες, φουστανάκια.

Εσείς βοηθούσατε;

Πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα μου, αλλά όχι πολύ συχνά. Μία δύο φορές την εβδομάδα. Θυμάμαι όταν καμιά φορά τα κονομούσε και περνούσε κανείς με καρπούζια κλπ, του ‘λεγε «άστα εδώ», και τα κερνούσε στους άλλους που είχανε μαγαζιά στη Στοά. Ήταν καμιά δεκαριά. 

Έβγαζε μεροκάματο, αλλά ήταν μια ζωή μέσα στο άγχος και την ταλαιπωρία.

Δεν είναι πολύ γνωστό ότι είστε και συνθέτης. Σχεδόν όλες τις μεγάλες σας επιτυχίες τις γράψατε μόνος σας.

Και να ξέρεις είμαι αυτοδίδακτος, δεν παίζω ούτε πιάνο ούτε τίποτα. (σ.σ. ξεκινάει να χτυπάει το τραπέζι που καθόμαστε με τις παλάμες του σαν τουμπερλέκι). Αυτό παίζω.

Γράφατε δηλαδή τραγούδια χτυπώντας το ξύλο;

(σ.σ. συνεχίζει να βαράει ρυθμικά το τραπέζι, άλλοτε παίζοντας μου ρούμπα -όπως με ενημερώνει- άλλοτε τσιφτετέλι κι άλλοτε ζεϊμπέκικο). 

Σκεφτόμουν τι ήθελα να δώσω στον κόσμο και το έφτιαχνα.

Και δεν είπατε «αφού έχω αυτό το ταλέντο, ας κάτσω να μάθω ένα μπουζούκι, μία κιθάρα»; 

Δεν πηγαίνανε με τίποτα τα δάχτυλα μου. Έπαιρνα, λοιπόν, ένα κασετοφωνάκι όπου ψιθύριζα εκεί τη μουσική, ηχογραφούσα και το τραπέζι που έπαιζα, και μετά το πήγαινα στον μπουζουξή μου και του ‘λεγα «τι τόνος είναι αυτός;». «Εδώ μου λέει το λες φα, να το κάνουμε σολ, είναι πιο καλά». Και κάποιες εισαγωγές μου τις φτιάξανε οι μπουζουξήδες, αλλά τη μελωδία και τη δημιουργία την είχα εγώ. 

Το Οδηγώ και σε σκέφτομαι πώς το γράψατε;

Πήγαινα στο εξοχικό μου στον Κάλαμο, και επειδή είχε πολλές στροφές προς τα εκεί, κάπως η κίνηση του αμαξιού μου έβγαλε τον ρυθμό. Είχα τη μελωδία αλλά έλεγα «τι να το κάνω; Χασάπικο (σ.σ. το παίζει με το στόμα του). Δεν πάει. Τσιφτετέλι; Δεν πάει…». Και όπως έπαιρνα τις στροφές έγινε οδηγώ και σκέφτομαιιιι.. 

Όλα τα τραγούδια έχουν μία ιστορία από πίσω.

Την πιο ιδιαίτερη ποιο την έχει;

Το Πωλείται και το σπίτι μου. Μου το ‘φερε ο Χρήστος ο Κολοκοτρώνης, μεγάλος στιχουργός, είχε γράψει και για Καζαντζίδη. Ο στίχος αρχικά έλεγε: «το σπίτι μου ενοικιάζεται, γιατί δεν μου χρειάζεται, αφού αυτή δεν νοιάζεται, το σπίτι μου ενοικιάζεται. Ενοικιάζεται όπως είναι επιπλωμένο, με ιδρώτα και αγάπη ποτισμένο…».

Ο Χρήστος κάπνιζε τσιγάρα Sante, αυτό το κόκκινο το κουτί, τα δάχτυλα του ήταν κατακίτρινα.

Του λέω «πατέρα -έτσι τον έλεγα, ήταν πολύ μεγάλος, 78 χρονών τότε- πάω να σου πάρω δύο πακέτα τσιγάρα, να σου φέρω και κάτι γλυκά φρέσκα που έχει εδώ το ζαχαροπλαστείο, κι έρχομαι». Έμενα στην Καλλιθέα τότε. Στον γυρισμό, λοιπόν, διαβάζω στην είσοδο της πολυκατοικίας «πωλείται ο δεύτερος όροφος και ενοικιάζεται ο πρώτος». Όπως ήταν το ξεκολλάω το χαρτί και το πάω πάνω. Άμα προσέξεις τον δίσκο, στο εξώφυλλο έχω το ίδιο το χαρτί που ξήλωσα. 

Του λεω «Χρήστο, τι σ’ αρεσει; Πωλείται ή ενοικιάζεται;». «Πωλείται», μου λέει. Αλλάζω και κάποια ακόμη -για παράδειγμα έβαλα και το «με χιλιάδες αναμνήσεις φορτωμένο»- και του δίνω μια άλλη τροπή. 

Το πάω στον Μάτσα, σπάνε οι πωλήσεις τότε, 100 χιλιάδες έκανε. Ήταν το πρώτο μου εμπορικό άλμπουμ. 

Ήμουν στο Can-Can εκείνο το καλοκαίρι και είχε Μουντιάλ, αυτό του Μαραντόνα με το χέρι του Θεού. Όλη η Ελλάδα ήταν στις τηλεοράσεις κι εμείς είχαμε μια ουρά έξω απ’ το μαγαζί, δεν μπορούσες να μπεις. Ήταν απ’ τις αξέχαστές μου σεζόν αυτή.

Αναρωτιέμαι αν εκείνη τη δεκαετία, το ‘80, είχε αρχίσει ο κόσμος στα μπουζούκια να πίνει κι άλλα πράγματα.

Όχι, το ‘80 υπήρχε μόνο το ποτό και κανά τσιγαράκι που πίνανε οι πιο παλιοί. Οι κόκες και τα χάπια κι αυτά αρχίσανε πιο μετά. 

Εσείς πάνω στην πίστα τον αναγνωρίζετε αυτόν που έχει πάρει κάτι άλλο;

Αμέσως. Και τώρα αυτή η καινούργια γενιά είναι λίγο περίεργη. Δεν ξέρω τι πίνουνε και τι κάνουνε. Κάποιοι χάσανε τον έλεγχο, δεν μαζεύονται. Αυτοί νομίζουν ότι κάνουν μια επιτυχία και κερδίζουν τον κόσμο, δεν είναι έτσι. Πίνοντας την κόκα νομίζεις ότι είσαι ο βασιλιάς.

Και πολλοί γίνανε και αιχμάλωτοι και δεν μπορέσανε και να συνεχίσουνε. Τους πήγε πίσω αυτό το πράγμα, τους άλλαξε τη ζωή. 

Πώς και δε σας ζήτησε η εταιρεία να γράψετε και για άλλους τραγούδια αφού γίνονταν τόσο μεγάλες επιτυχίες; 

Έχω δώσει σε μερικούς φίλους μου, π.χ. στον Γερολυμάτο, αλλά επειδή εγώ έψαχνα για μένα, δεν μπορούσα να σκεφτώ τι ταιριάζει στον άλλον. Όποιο τραγούδι όμως δε μου άρεσε το άφηνα και το ‘δινα και με την ψυχή μου.

Θυμάμαι μια φορά έλεγα στο μαγαζί ένα τραγούδι, ήρθε κάποιος και το ‘γραψε με το κασετοφωνάκι του, το πήγε στο στούντιο, το είπε και μετά μου έφερε τον δίσκο να μου το αφιερώσει! Και μου λέει «Αντύπα, έλεγες ένα τραγούδι εδώ στο μαγαζί, δεν το ‘χες βάλει σε δίσκο»… 

Αυτό δεν σας ενόχλησε;

Όχι, καθόλου. Ήταν κάποιος Ευθυμιάδης. «Σε παρακαλώ, μου λέει, θέλω να μου δώσεις την άδεια». Εν τω μεταξύ ήρθε να μου ζητήσει την άδεια αφού είχε ήδη κυκλοφορήσει (σ.σ. γελάει). Το ‘χε βάλει και τίτλο στον δίσκο.

Επίσης δεν είναι πολύ γνωστό ότι έχετε γράψει τραγούδι που έχει πει ο Μπουγάς.

Ναι, το Έλα στον παππού. Μου λέει η γυναίκα μου «μη διανοηθείς και βγεις και πεις “Έλα στον παππού”, δεν θέλω να σε ξέρω». Και σκέφτηκα ότι ο πιο ιδανικός για να το πει είναι αυτός ο τύπος με τα άσπρα μαλλιά, τα “hello guys”, με τα πούρα κι αυτά… Δεν μπορεί να το πει ένας πιτσιρικάς τώρα αυτό. 

Το τραγούδησε και μετά από λίγο καιρό με πήρε τηλέφωνο από τη Θεσσαλονίκη και μου είπε «σε ευχαριστώ, να σε έχει γερό ο Θεός, έπαιρνα 100 χιλιάδες μεροκάματο και με αυτό το τραγούδι παίρνω τώρα 600 χιλιάδες».

Από εκεί ξεκίνησε κι έκανε κι άλλες επιτυχίες. 

Θέλω να σας ρωτήσω για τη δικαστική διαμάχη με τον Στράτο Διονυσίου. Το Μετακομίζω γιατί χωρίζω, που έχετε γράψει τη μουσική, το είπε πρώτα εκείνος το 1984 και αργότερα το είπατε εσείς σε δικό σας άλμπουμ. Πώς συνέβη αυτό;

Ταυτόχρονα βγήκαν. Τον Ιανουάριο εγώ, τέλος Ιανουαρίου ο Διονυσίου. Του το έδωσε ο Χρήστος ο Κολοκοτρώνης, επειδή ήτανε φίλοι, ενώ το είχα γράψει εγώ. 

Ακούγεται άσχημο.

Ε, δεν ήταν άσχημο; Εγώ τότε ήμουν παιδάκι, μόλις ξεκινούσα, ήταν ο τρίτος μου δίσκος, πάνω που είχα αρχίσει να ξεπετάγομαι και ξαφνικά ακούω ένα μεσημέρι εκεί που έτρωγα: «η Μίνος παρουσιάζει, ένα τραγούδι που έγραψε ο Αντύπας και ο Χρήστος Κολοκοτρώνης Μετακομίζω γιατί χωρίζω». Και ξαφνικά ακούω τη φωνή του Στράτου.

Τρελάθηκα… Τρελάθηκα! Δεν μπορεί τώρα ο Δαυίδ να τα βάλει με τον Γολιάθ. Αυτός ήταν κοτζάμ Διονυσίου, ήταν βουνό. Και λέω «ρε Θεέ μου, είναι δυνατόν;». 

Παίρνω την άλλη μέρα το αεροπλάνο, κατεβαίνω στην Αθήνα και πάω στον Μάτσα. Εγώ ήμουν σε άλλη εταιρεία τότε. 

Μου λέει «θέλω να σου δώσω 500 χιλιάδες δραχμές, για να επιτρέψεις στον Διονυσίου να έχει αυτό το τραγούδι στον δίσκο». Και λέω «τι να τις κάνω τις 500 χιλιάδες; Εγώ αν κάνω επιτυχία θα παίρνω 500 χιλιάδες τη βραδιά». 

Του λέω τότε «έχω ένα τραγούδι που γίνεται πανικός όταν το λέω στο μαγαζί. Το Πωλείται και το σπίτι μου». «Μπαίνουμε στο στούντιο», μου κάνει.

Αυτός ήταν ο Μάτσας, άμεσος και μπαμ μπαμ. 

Εν τω μεταξύ, το κερδίσαμε το δικαστήριο. Έχω και τα αποκόμματα από τις εφημερίδες, έγραφαν «Δαυίδ εναντίον Γολιάθ. Κέρδισε ο Δαυίδ». (σ.σ. γελάει).

Μετά όμως με τον Διονυσίου συνεχίσατε να έχετε καλές σχέσεις; 

Και βέβαια είχαμε. Καθόλου δεν πειράχτηκε. Ο άνθρωπος δεν είχε σχέση, δεν το ήξερε. Με τον Κολοκοτρώνη τα ‘βαλε. Και γράφανε οι εφημερίδες «τι ανάγκη είχε, πήγε να τα βάλει με το παιδάκι».

Είπατε «παιδάκι». Στο σχολείο τι μαθητής ήσασταν;

Δεν τα πήγαινα καλά, έφυγα στην τρίτη γυμνασίου. Πήγαινα νυχτερινό και μια μέρα 17 χρονών, την ώρα των μαθηματικών, ντυμένος με το άσπρο κοστούμι που σου έλεγα ότι μου αγόρασαν, χτυπάω την πόρτα, ανοίγω, μπαίνω μέσα, με βλέπουν τα παιδιά έτσι ντυμένο, σηκώνονται πάνω, χειροκροτήματα, χαμός, και τους λέω «παιδιά ήρθα να σας χαιρετίσω, δε θα με ξαναδείτε, έχω αρχίσει και τραγουδάω στο Αριγκάτο και σας περιμένω όλους εκεί». 

Ήθελε λίγο θράσος αυτό.

Ε ναι, αφού δεν θα ξαναπατούσα. Σαν να πήγαινα σε γάμο ήμουν, όλοι εκεί με σκισμένα παπούτσια, ξέρεις πως ήμασταν τα παιδιά τότε. 

Πήγαινα νυχτερινό και μια μέρα 17 χρονών, την ώρα των μαθηματικών, ντυμένος με το άσπρο κοστούμι που σου έλεγα ότι μου αγόρασαν, χτυπάω την πόρτα, ανοίγω, μπαίνω μέσα, με βλέπουν τα παιδιά έτσι ντυμένο, σηκώνονται πάνω, χειροκροτήματα, χαμός, και τους λέω «παιδιά ήρθα να σας χαιρετίσω, δε θα με ξαναδείτε, έχω αρχίσει και τραγουδάω στο Αριγκάτο και σας περιμένω όλους εκεί».

Πώς είναι ένα τραγούδι που το γράψατε για να ρίξετε τη γυναίκα σας, το Μόνο εσύ, να το βάζει αργότερα η κόρη σας ως είσοδο στον δικό της γάμο;

Φοβερό, χάρηκα πολύ γιατί ήταν τότε η εποχή που ερωτευτήκαμε με τη γυναίκα μου, που δεν ξέραμε ακόμα που θα μας βγάλει αυτός ο δρόμος, τι θα γνωρίσουμε, τι θα δούμε. Και ξέρεις ο Θεός μου έδωσε με απλοχεριά πολλά πράγματα. Ήμουν τυχερός και στον γάμο μου, κάναμε και καλά παιδιά και αυτό με ικανοποιεί πολύ. Η κόρη μου με έκανε και παππού με δύο αγοράκια.

Και να φανταστείς εγώ δεν έκανα ποτέ πρόταση στη γυναίκα μου.

Και πώς προέκυψε ο γάμος;

Άκου. Κάθε φορά που περνούσαμε τότε απ’ τα μαγαζιά στην Πατησίων που είχαν έπιπλα, τη ρωτούσα «σ’ αρέσει αυτό το σαλόνι;» και αν έλεγε «ναι», πήγαινα εγώ την άλλη μέρα κρυφά, το αγόραζα και το έβαζα μέσα στο διαμέρισμα που δεν ήξερε ακόμα ότι ετοίμαζα για μας. Δεν συζούσαμε καν ακόμη.

Το ίδιο έκανα και με την κρεβατοκάμαρα, και την τραπεζαρία και την τηλεόραση…  

Και μια μέρα της λέω «πάμε στο σπίτι ενός φίλου μου να το δούμε; Έχω και τα κλειδιά».

Πάμε, ανοίγουμε, βλέπει όλα αυτά τα πράγματα που της άρεσαν κι εγώ τα αγόραζα κρυφά, της λέω κιόλας «θα παντρευτούμε σε τρεις βδομάδες, εδώ θα μείνουμε» και έτσι έγινε. 

Λέτε πολύ συχνά για τον Θεό, βλέπω κι όλες αυτές τις εικόνες. Είναι προφανές ότι πιστεύετε πολύ.

Πάρα πολύ και από πάντα. Και μένα είναι και η Παναγία προστάτις μου αλλά και η Αγία Παρασκευή, και όποτε περνάω απ’ τα Τέμπη, δεν υπάρχει περίπτωση να μη σταματήσω να ανάψω ένα κερί και να πάρω άγιασμα. Υπάρχει μια σπηλιά εκεί από κάτω, πρέπει να τη δεις, αξίζει πολύ. Κατεβαίνω, αγγίζω την εικόνα της και νιώθω ότι μου δίνει δύναμη.

Την έχω πάντα και στο καμαρίνι μου την Αγία Παρασκευή.

Πριν τελειώσουμε, θέλω να σας ρωτήσω για ένα ακόμη τραγούδι σας. Ξέρετε, το Άραγε μοιάζει πολύ με ένα τραγούδι των Gipsy Kings, το Non Volvere. 

Μα από εκείνους το εμπνεύστηκα. Πήγαινα μια φορά για ένα εξτρά στην Καλαμάτα, και μπαίνει στο ραδιόφωνο αυτή η εισαγωγή (σ.σ. την μιμείται) και εντυπωσιάστηκα αμέσως. Κάνω στην άκρη το αυτοκίνητο και σταματάω.

Είχα μαζί μου και τον Γιώργο Δράμαλη τον μπουζουξή, και του λέω «για παίξ’ το μου λίγο αυτό», το παίζει, και την άλλη μέρα που γυρίσαμε και εμφανιστήκαμε στο κανονικό μας μαγαζί εδώ στην Αθήνα, το τραγούδησα ως Άραγε.

Το σημείο εκείνο όμως που λέει «δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι όταν αρχίζω να σε θυμάμαι» το πρόσθεσα εγώ, είναι δικό μου. 

 Υπήρχαν όμως και τα άσχημα λόγια. Δεν έλεγαν όμως κι όλοι τα καλύτερα για τα τραγούδια σας.

Δεν με πείραξε ποτέ. Δεν έχω να τους πω τίποτα. Μετά κι αυτοί οι ίδιοι που τα έλεγαν και δεν τα αποδέχτηκαν στην αρχή, ήρθαν και τα χειροκροτούσαν. Κι έλεγα από μέσα μου «καλά ρε, αφού τον περασμένο μήνα τα κατηγορούσες, σε εφημερίδες, σε περιοδικά κλπ, τι μου λες τώρα;».

Ήταν αληθινά τραγούδια γι’ αυτό και άντεξαν και δεν τα έφθειρε ο χρόνος, ενώ υπάρχουν άλλα που βγαίνουν και μετά από ένα φεγγάρι, πεθαίνουν.