Ο Αντώνης Αποστολόπουλος καταλαβαίνει γιατί θεωρούμε όλους τους μάνατζερ λαμόγια
- 5 ΙΟΥΛ 2017
Η αγαπημένη περίοδος κάθε -ονειροπόλου- ποδοσφαιρόφιλου είναι χωρίς αμφιβολία η μεταγραφική. Τότε που όλα γίνονται και όλα επιτρέπονται.
Ο Ροναλντίνιο μπορεί να πιάσει λιμάνι, ο Χάτζι δηλώνει Παναθηναϊκός από μικρός και εκείνος ο Ισλανδός φορ που έκλεισε η ΑΕΚ είναι ένα κράμα Ζλάταν και Πελέ. Έχει τη μαγεία της αυτή η εποχή, δεν μπορούμε να πούμε.
Τα εξώφυλλα, οι φήμες, οι πολύωρες διαπραγματεύσεις, οι ‘φόλες’, το μπαμ που ρίχνει τα τσιμέντα και συνήθως δεν έρχεται ποτέ. Και φυσικά, τα παιχνίδια των μάνατζερ. Ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι εκπροσωπούν τους ποδοσφαιριστές, ανεβοκατεβάζουν τα κασέ τους και είναι ικανοί να στήσουν αλλά και να καταστρέψουν ένα ντιλ εκατομμυρίων;
Ποιος είναι ο ακριβής τους ρόλος, τι σχέση έχουν με τους δημοσιογράφους και γιατί κυκλοφορεί η φήμη ότι είναι απατεώνες; Τι ισχύει γι’ αυτούς και τι ανήκει στη σφαίρα του θρύλου;
Πιο κατάλληλος για να απαντήσει όλα τα παραπάνω ερωτήματα, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Αντώνη Αποστολόπουλο, ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων μάνατζερ και ιδιοκτήτης του γραφείου Sports Connection, o οποίος έχει συνεργαστεί με τεράστια ονόματα όπως ο Γιούρκας Σεϊταρίδης και ο Ντέμης Νικολαΐδης και σήμερα εκπροσωπεί ποδοσφαιριστές όπως ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος και ο Θανάσης Ανδρούτσος.
Τον συναντήσαμε στο γραφείο του στον Άλιμο, ελάχιστες ώρες αφότου έκλεισε τη συμφωνία για την μεταγραφή του Τάσου Δώνη στη Στουτγκάρδη και λίγο πριν οριστικοποιηθεί -και με δική του ανάμειξη- το ντιλ για την μετακίνηση του μεγάλου αδερφού Ντοναρούμα από τον Αστέρα Τρίπολης στη Μίλαν.
Με κεκτημένη ταχύτητα και σε μεγάλη φόρμα από τις κλεισμένες δουλειές, απάντησε χωρίς φόβο, με πολύ πάθος και ακόμη περισσότερη ειλικρίνεια σε όλες τις ερωτήσεις. Όχι, ομάδα δεν μου βρήκε, είπε ότι στα 30 θεωρούμαι πια μεγάλος για μεταγραφή σε προηγμένο πρωτάθλημα.
Από τη Φιλοσοφική στο μανατζεριλίκι
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Η διαδρομή του Αντώνη Αποστολόπουλου μέχρι την εκπροσώπηση της αφρόκρεμας του ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν ήταν η συνηθισμένη. Παρ’ ότι η πορεία του ξεκίνησε από ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο, συνεχίστηκε με μια εντυπωσιακή παράκαμψη για να τον φέρει τελικά ξανά σε αθλητικά αποδυτήρια γεμάτα ιδρώτα αλλά και όνειρα, αρκετά χρόνια αργότερα.
“Έπαιζα μπάλα μέχρι τα 16 στην Πάτρα, ήμουν δεξί εξτρέμ. Μου έλεγαν ότι είμαι καλός αλλά εγώ δεν είχα αυτογνωσία. Ήμουν καλός μαθητής, ήθελα να κάνω κάτι στον κόσμο του θεάματος, μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Η πτυχιακή που έκανα ήταν πάνω στον Καραγκιόζη”.
“Έκανα το διδακτορικό μου στη σημειωτική και την επικοινωνία του θεάματος στην Φιλοσοφική Σχολή της Μπολόνια, ήθελα να γίνω κριτικός κινηματογράφου. Στο μεσοδιάστημα δούλευα και σαν δημοσιογράφος, έκανα ελεύθερο ρεπορτάζ σε διάφορες εφημερίδες, από συνέντευξη του Ουμπέρτο Έκο μέχρι αθλητικές προσωπικότητες της εποχής. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής γνωρίστηκα με πολύ κόσμο και κάποιος άνθρωπος από την ιταλική τηλεόραση μου ζήτησε να δουλέψω σε μια εβδομαδιαία, ζωντανή εκπομπή η οποία μεταδιδόταν κάθε Κυριακή. Εκεί γνώρισα έναν από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ατζέντηδες και μου ζήτησε να μπω στην εταιρεία του, Group Italia, την μεγαλύτερη που υπήρχε τότε, η οποία έβλεπε το μάνατζμεντ λίγο διαφορετικά. Δούλευε με κορυφαίους αθλητές απ’ όλους τους χώρους, η ποιότητα ακολουθούσε την ποιότητα λέγαμε τότε, πηγαίναμε στους πρώτους. Ο θρυλικός σκιέρ Αλμπέρτο Τόμπα, ο Μποφ, ο Βιάλι μόνο στο εμπορικό κομμάτι, αλλά και πάρα πολλά τουρνουά. Αρχικά ήμουν στο μπάσκετ μόνο, έτρεχα και την επικοινωνία στο τουρνουά του Πέζαρο στο οποίο είχε έρθει και ο Παναθηναϊκός”.
“Μετά από 2 χρόνια περίπου, το 2001, ήρθε η πρόσκληση από έναν συνάδελφο, τον Νίκο Λυράκη, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν σκεφτεί να βγάλουν τον Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό, ήταν πρωτοπόρος. Γνωριζόμασταν από τον δημοσιογραφικό χώρο, ήταν κι εκείνος δημοσιογράφος και μου ζήτησε να είμαι ο άνθρωπός του στην Ιταλία, με εκείνον φυσικά αφεντικό”.
Η επιστροφή στην Ελλάδα και η σημασία του να έχεις πλάνο
Ως συνεργάτης του Νίκου Λυράκη, έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο του ποδοσφαίρου, αποκτώντας γρήγορα τη δική του φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία που συχνά έβρισκε εμπόδια στην νοοτροπία των ίδιων των ομάδων.
“Μαζί με τον Λυράκη κάναμε τη δουλειά για την μετακίνηση του Γεωργάτου στην Ίντερ, ενώ είχαμε πάει να φέρουμε και τον Κόουτο στον Ολυμπιακό, είχε κλείσει η συμφωνία, θα πήγαινε ο Λούβαρης στη Ρώμη να τον φέρει αλλά τελικά ο Πορτογάλος πιάστηκε ντοπέ και χάλασε η μεταγραφή. Κάναμε δουλειές στο Βέλγιο, στην Ιταλία, με μια φιλοσοφία να ‘διασπείρουμε’ τον Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό, να βρει καλύτερες συνθήκες”.
“Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, εγώ είχα βέβαια άγνοια κινδύνου, μου έλεγε ο Λυράκης ‘πήγαινε όργωσε τα πάντα’. Είχε στο μυαλό του το καινούριο, να ανοίξει έναν νέο δρόμο, κάτι που χρειάζεται στον αθλητισμό και τη ζωή. Αυτή η δουλειά βασίζεται στις ιδέες που πρέπει να έχεις, ένας Σέρβος προπονητής μπάσκετ που είχα γνωρίσει στην Ιταλία μου είχε πει ‘χρειάζομαι χρήματα για να επιζήσω αλλά ιδέες για να ζήσω’. Μου έμεινε αυτό, το μάνατζμεντ χρειάζεται ιδέες κι ο Λυράκης ήταν ο πρώτος που μπόλιασε την ιδέα του Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό κι από αυτό κέρδισε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Όταν πρωτομπήκα εγώ στο χώρο, υπήρχε φόβος να πας πρόταση με χρήματα σε ελληνική ομάδα, νόμιζαν ότι πάμε να τους κλέψουμε, ενώ τους πηγαίναμε λεφτά. Θύμιζε Μεσαίωνα, που έλεγες κάτι για να πάει μπροστά η ανθρωπότητα και σε έκαιγαν στην πυρά. Δεν ήταν συνηθισμένες οι ομάδες και υπήρχε και φόβος για τους οπαδούς”.
“Οι ελληνικές ομάδες πάντα φοβόντουσαν τους οπαδούς. Το ελληνικό ποδόσφαιρο πέρασε από τρία στάδια δεκαετιών. Τη δεκαετία του ‘80 έγιναν επαγγελματίες οι ποδοσφαιριστές, το ‘90 οι διοικούντες και την επόμενη δεκαετία οι οπαδοί. Όταν έκλεισε αυτός ο κύκλος, άρχισε και η κατιούσα. Λείπει το θέαμα, το γύρω-γύρω, το περιτύλιγμα. Μέσα στον αγωνιστικό χώρο υπάρχει ποιότητα, αλλά αν δεν υπάρχει ένα γεμάτο γήπεδο και δεν μπορεί να πάει ο κόσμος της μίας ομάδας στο γήπεδο της άλλης επειδή μιλάμε για στρατούς, καταλαβαίνεις ότι κάτι πάει στραβά”.
“Ο Έλληνας ποδοσφαιριστής άργησε, αλλά έγινε επαγγελματίας, όχι μόνο τύποις αλλά και ουσιαστικά. Το ίδιο και οι παράγοντες, είναι άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει, έχουν γνωρίσει ανθρώπους, ξέρουν ποδόσφαιρο. Τον πρώτο καιρό συναντούσα αθλητές και παράγοντες και μου έλεγαν ‘τι δουλειά έχεις εσύ σε αυτό το χώρο με τέτοιο χαρακτήρα;’. Και βέβαια σκεφτόμουν τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί με τέτοιους χαρακτήρες”.
“Στην Ελλάδα μπροστά στα λεφτά, υπάρχει μια θολούρα. Μου έχουν συμβεί πολλά τα τελευταία χρόνια. Έχτιζα και καταστρεφόντουσαν πράγματα γιατί μπροστά στα λεφτά και το συμφέρον ξεχνάς το πλάνο. Γι’ αυτό, αν ποτέ διαφωνήσω με μια ομάδα, θα είναι επειδή έρχεται σε κόντρα με το πλάνο που έχω χτίσει στο μυαλό μου. Εγώ είμαι ο μάνατζερ των ποδοσφαιριστών, αυτό που έχω χτίσει μόνο εγώ μπορώ να το πάω πιο πέρα και να το εκπληρώσω. Όταν λοιπόν αυτό κάποιος μου το χαλάει και ξέρω ότι θα το βρούμε μπροστά μας, θα διαφωνήσω”.
Για το αν ο Μανωλάς προτίμησε τα λεφτά: “Η Ζενίτ μπορεί να μην παίζει σε πρωτάθλημα όπως το αγγλικό και το ιταλικό, αλλά είναι μια ομάδα που πρωταγωνιστεί. Είναι δύσκολο να μπεις στην τσέπη του άλλου. Μπορεί εγώ να λέω ό,τι θέλω για το οικονομικό, όμως στην τσέπη του άλλου δεν μπαίνω. Ο Μανωλάς είναι ένας τεράστιος παίκτης στα ευρωπαϊκά δεδομένα, μπορεί να παίξει οπουδήποτε. Πολλοί Έλληνες ποδοσφαιριστές αν προσέξουν μπορούν να αγωνιστούν στο κορυφαίο επίπεδο κι είναι η μόνη μας σωτηρία αυτά τα παιδιά για το ελληνικό ποδόσφαιρο”.
Εγώ πάντα προτείνω στον παίκτη μου να πάει στην καλή ομάδα με λιγότερα λεφτά, γιατί η καλή ομάδα, ιδίως στην Ευρώπη, έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει το ταλέντο σου στην πορεία του χρόνου και την ‘χασούρα’ που μπορεί να είχες για 1-2 σεζόν να στην καλύπτει μετά. Η υπεραξία ενός ποδοσφαιριστή διατηρείται σε υψηλό επίπεδο σε ένα καλό πρωτάθλημα
“Έχουν υπάρξει ποδοσφαιριστές που έχουν κάνει υποχωρήσεις για να παίξουν σε μια ομάδα που προτιμάνε, κι αυτό τους τιμά. Όπως και ποδοσφαιριστές που χαρίζουν χρήματα. Και να χαρίσει χρήματα ένας αθλητής με καριέρα από 8 μέχρι 12 χρόνια σ’ έναν οργανισμό που έχει ζωή 100 χρόνια, το βρίσκω παράλογο. Η απόφαση για τα οικονομικά ανήκει πάντα στον παίκτη μου, όταν όμως μια ομάδα ζητάει να της χαρίσει λεφτά και ο αθλητής ζητάει τη γνώμη μου, λέω πάντα όχι”.
“Υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες που δεν πληρώνουν ή αργούν να πληρώσουν. Επειδή ζούμε στην Ελλάδα, πρέπει να δείξουμε κατανόηση. Ιδίως όταν βλέπουμε απέναντί μας ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν τα πάντα για να βγουν από το τούνελ. Μια μικρομεσαία ομάδα, η οποία δεν ξέρει τι θα εισπράξει και πότε, πώς θα κάνει προγραμματισμό; Πρέπει να υπάρχει ένας Σπανός, ένας Καϋμενάκης για να βάζουν από την τσέπη τους. Πρέπει να προστατεύσουμε και αυτούς τους ανθρώπους αλλά και να βάλουμε στο μυαλό τους ιδέες για να γίνει το ελληνικό ποδόσφαιρο πιο ανταγωνιστικό”.
“Το 70-80% των μάνατζερ δεν έχουν καλούς σκοπούς”
Μιας και πιάσαμε το θέμα των χαρακτήρων, είχε έρθει η ώρα για μερικά πιο σκληρά ερωτήματα, με πρώτο αυτό που σίγουρα σκέφτονται οι περισσότεροι φίλαθλοι. Είναι οι περισσότεροι μάνατζερ λαμόγια;
“Στις Μεσογειακές χώρες, κατά κανόνα, το 70-80% των ανθρώπων που ασχολούνται με το επάγγελμα του μάνατζερ, δεν έχουν καλό σκοπό. Πάνε για το εύκολο κέρδος. Είναι σημαντικό, πριν ξεκινήσεις αυτή τη δουλειά, να βάζεις κάποια όρια, κυρίως ηθικά, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στις πράξεις. Να έχεις πει στον εαυτό σου ότι δεν θα κλέψεις τον πελάτη σου, δεν θα κοροϊδέψεις. Είναι τόσο απλά τα πράγματα. Έχω δει πολλούς που δεν έχουν κάνει μια τέτοια, εσωτερική, συμφωνία και μπαίνουν μόνο για τα λεφτά. Αν υπάρξει ποτέ πραγματικός έλεγχος, αν μας έπαιρναν όλους και μας πήγαιναν στο εξωτερικό, στους περισσότερους θα είχε αφαιρεθεί η άδεια”.
“Αυτοί που δουλεύουμε σήμερα, είμαστε στην ουσία 4-5 γραφεία. Υπάρχουν κι άλλοι, όμως αυτοί που έχουν κέρδη και πάει μπροστά η δουλειά τους, είμαστε τόσοι, και είμαστε καλοί επαγγελματίες. Σε σχέση με τον Ιταλό μέσο ατζέντη, οι 4-5 κορυφαίοι Έλληνες ατζέντηδες, είναι καλύτεροι, πιο σοβαροί. Γενικά οι Μεσογειακοί δεν έχουν το καλύτερο όνομα σ’ αυτή τη δουλειά. Αν πας πιο πάνω, Γερμανία, Ολλανδία κλπ, θα δεις πιο σοβαρούς”.
Η αρπαγή παικτών: “Η αρπαγή παικτών στην Ελλάδα υπάρχει σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με το εξωτερικό. Εκεί βγαίνουν μαχαίρια και πολλά χρήματα κάτω απ’ το τραπέζι, κατευθείαν στην οικογένεια. Καταλαβαίνει κανείς λοιπόν πόσο αλλοιωμένο είναι το σύστημα σε μια τέτοια περίπτωση, η ίδια η οικογένεια. Μου το έχουν κάνει κι εμένα αυτό, την ανοησία δεν μπορείς να την κερδίσεις. Κι εμείς έχουμε κάνει λάθη κι ανόητα πράγματα, εννοείται, αλλά έχω δει τόσο εξώφθαλμα βλακώδεις περιπτώσεις που δεν το πίστευα”.
Η σχέση μάνατζερ-δημοσιογράφου: “Οι 9 στους 10 δίνουν ψεύτικες πληροφορίες στους δημοσιογράφους. Υπάρχουν συνάδελφοι που αντί να στηρίξουν τον αθλητή στο ουσιαστικό κομμάτι που χρειάζεται ο αθλητής, πιστεύουν ότι με τα media αρκεί και τελείωσε. Γύρω από τον αθλητή πρέπει να υπάρχει μια προσέγγιση σχεδόν επιστημονική στο να του δίνονται πράγματα, να καλύπτονται τα κενά του, τα οποία μπορεί να προκύπτουν από την ομάδα του, να μπαίνει το μυαλό του σε έναν επαγγελματικό ορίζοντα. Αυτά είναι αναγκαία. Ο αθλητής θα πρέπει να σκέφτεται σαν μάνατζερ, να είναι μάνατζερ του εαυτού του, όπως είναι ο γιατρός του εαυτού του, είναι ο πρώτος που αισθάνεται μια ενόχληση και ζητάει αλλαγή. Θα πρέπει σιγά σιγά να γίνει και μάνατζερ, να σκέφτεται τι του λέει αυτός που έχει απέναντί του, να καταλαβαίνει την επικοινωνία, να υπάρχει ένα κοινό πλάνο. Έχω δει συναδέλφους να κάνουν το άσπρο-μαύρο στον τύπο, αυτό όμως δεν μπορεί να κρατήσει για περισσότερο από μερικούς μήνες”.
Άλλο κάνω διαφήμιση και υποστηρίζω τον ποδοσφαιριστή μου και του δίνω λάμψη κι άλλο λέω ψέμματα. Τα ψεύτικα νούμερα συνήθως τα βγάζουν οι μάνατζερ, την ομάδα δεν την συμφέρει, αν ξέρει τι έχει, πώς θα το χειριστεί και πού μπορεί να φτάσει
“Δεν μιλάω ποτέ για νούμερα, είναι αρχή μου αυτή. Μπορεί να εμπιστευτώ 2-3 ανθρώπους περισσότερο, γιατί νιώθω καλύτερα μαζί τους και γιατί νιώθω ότι την επικοινωνία μας την πάνε μπροστά, προσφέροντας το στίγμα ή τη γνώμη τους. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να συμβουλεύουν τους ειδικούς, είτε μιλάμε για ομάδες είτε για μάνατζερ, γιατί έχουν μια κρίση πιο σφαιρική. Πρέπει να συμμετέχουν, κάποιοι βέβαια είναι και επικίνδυνοι, πρέπει αυτό να γίνεται με έναν κοινό γνώμονα, πολλές φορές αυτό έχει γίνει με άσχημο τρόπο, γι’ αυτό και έχει βγει το όνομα ότι είμαι αντιδημοσιογραφικός. Δεν απαντάω σε αυτόν που είναι θρασύς και θα το παίξει εξυπνάκιας. Θα απαντήσω σε αυτόν που θα είναι ευγενικός και ξέρει τα όριά του, που θα ξέρει πώς να μου μιλήσει και πώς να μου το ζητήσει. Εκπροσωπώ τα συμφέροντα ενός αθλητή που πολλές φορές συνδέεται με μια ομάδα και έχει από πίσω του μια οικογένεια και πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός στο τι λέω”.
Τα στάδια μέχρι τη μεταγραφή και πώς προκύπτουν τα ποσά
Όπως μου εξήγησε ο Αντώνης Αποστολόπουλος, η δουλειά ενός καλού μάνατζερ σε ό,τι αφορά τις μεταγραφές τελειώνει τον Ιούλιο και από εκεί και πέρα, ασχολείται μόνο με τις λεπτομέρειες. Μια μεταγραφή εξάλλου ‘χτίζεται’ όλη τη χρονιά, ενώ κατά τη διάρκεια της σεζόν γίνεται και συνεχές σκάουτινγκ για νέα ταλέντα.
“Στα παιδιά μαθαίνω ένα πράγμα, γιατί τους βρίσκω στα 14-15. Όταν καταλαβαίνω ότι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τα οικονομικά καλύτερα, τους μαθαίνω ότι η μία κίνηση πρέπει να δένει με την άλλη, δεν είναι ‘κουτουρού’. Αν το κάνεις αυτό, είναι πολύ εύκολο να δημιουργήσεις υπεραξία κι οι υπεραξίες είναι μόδα. Ένα καλό παιχνίδι ενός αθλητή μπορεί να του αυξήσει 300% την αξία του, κι αν το παιχνίδι αυτό είναι και Champions League, ακόμη περισσότερο. Κι εκεί γεννάται και το ερώτημα γιατί οι Έλληνες ποδοσφαιριστές παραμένουν πάντα χαμηλότερα αμειβόμενοι σε σχέση με τα άλλα πρωταθλήματα και δεν φτάνουμε για παράδειγμα τα νούμερα της Ολλανδίας και της Πορτογαλίας και η απάντηση είναι ότι με τέτοια γήπεδα, συνθήκες και κόσμο, δεν γίνεται να προχωρήσουμε, δυσκολεύει τη δουλειά μας αυτό. Έρχονται σκάουτερ να τους δουν και οι αγώνες δεν γίνονται ποτέ λόγω επεισοδίων. Ο Τάσος ο Δώνης είχε πει πολύ εύστοχα ότι όποιος Έλληνας ποδοσφαιριστής καταφέρνει να φύγει στο εξωτερικό είναι ήρωας. Κατ’ εμέ είναι ήρωας όποιος παίζει ακόμα ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, ειδικά σε μικρομεσαίες ομάδες”
Η πρώτη συμβουλή που δίνω σε έναν ποδοσφαιριστή δεν είναι ούτε να φύγει έξω, ούτε να μείνει εδώ. Είναι να έχει πλάνο. Να πιάσουμε το 100% του ταλέντου του. Αν ένας ποδοσφαιριστής αξίζει να παίξει στην Ελλάδα σε ένα μεσαίο επίπεδο, θα πρέπει να τον πιάσει αυτό τον στόχο. Αν παίξει μέχρι τη Β΄Εθνική σημαίνει ότι κάτι κάναμε λάθος
“Πριν από 2-3 δεκαετίες, υπήρχε μόνο ο ποδοσφαιριστής κι η ομάδα του, η ομάδα μεγάλωνε έναν ποδοσφαιριστή. Τώρα υπάρχει, η ομάδα, ο ποδοσφαιριστής, η οικογένεια και ο μάνατζερ. Ο ποδοσφαιριστής λοιπόν δεν έχει ένα σημείο αναφοράς, αλλά τρία. Εμείς πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στο τι λέμε στον ποδοσφαιριστή, με το πιο βασικό να είναι πως η οικογένεια είναι εδώ για να στηρίζει για συγκεκριμένα πράγματα, όχι όμως ποδοσφαιρικά. Ο υδραυλικός πατέρας κι η γιατρός μητέρα, δεν ξέρουν το ποδόσφαιρο, όσο κι αν το παρακολουθούν στην τηλεόραση. Άλλο βλέπω και καταλαβαίνω ποδόσφαιρο κι άλλο δημιουργώ στο ποδόσφαιρο. Οι γονείς μπορούν να δώσουν στο μάνατζμεντ κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για το παιδί τους, ώστε να επέμβει σε κάποιες καταστάσεις, όμως η ομάδα είναι το σημείο αναφοράς κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο μάνατζερ πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στο πού πρέπει να επέμβει κι αυτό εξαρτάται απ’ αυτά που του προσφέρει η ομάδα”.
“Συνέχεια πετυχαίνω περίεργους γονείς, αλλά τους αποφεύγω. Όσο κακό μπορεί να κάνει ένας κακός μάνατζερ ή μια κακή ομάδα, άλλο τόσο κακό μπορεί να σου κάνει ένας κακός γονέας. Πρέπει όλοι να ευθυγραμμιστούν κι ο καθένας να έχει το ρόλο του. Κεντρικός άξονας είναι ο ποδοσφαιριστής και η ομάδα. Ο αθλητής αποφασίζει, όχι οι γονείς, οι γονείς θα πρέπει να έχουν δώσει τα σωστά εφόδια για να παίρνει τις σωστές αποφάσεις. Έχω δει να παίρνονται αποφάσεις από γονείς και να είναι 10 στις 10 λάθος κι είναι κρίμα να χαλάνε οικογενειακές σχέσεις”.
Πώς προκύπτoυν τα εξωπραγματικά ποσά μιας μεταγραφής: “Το ποσό αυτό δεν προκύπτει, το έχω σκεφτεί πολλές φορές και πλέον καταλήγω εκεί. Η FIFA έκανε κάποιες ενέργειες για να περιορίσει τη δύναμη των ατζέντηδων αλλά αυτή δεν περιορίζεται.Το μάνατζμεντ δεν είναι κάτι που πουλάς στη χοντρική ή τη λιανική, είναι ιδέες, πλάνο. Ο Πογκμπά ήταν αποτέλεσμα ενός πλάνου, όπως και ο Δώνης. Δεν είναι κάτι που το παίρνεις 5 δραχμές και το πουλάς 10, ακολουθεί η μία κίνηση την άλλη σε μια λογικομαθηματική σειρά. Ο καθένας βλέπει τι έχει προηγηθεί στον αντίστοιχο Μπαπέ ή Πογκμπά και προσπαθεί να πετύχει κάτι καλύτερο. Μας αρέσει στο μάνατζμεντ να σπάμε ρεκόρ και τα νεύρα των ανθρώπων”.
Τι γίνεται σε μια αίθουσα διαπραγματεύσεων: “Χαμός γίνεται. Μπορεί να υπάρξουν κενά ωρών χωρίς να γίνεται τίποτα. Όταν κλείνει μια μεταγραφή και εμπλέκονται πολλά μέρη, μπορεί το ένα μέρος να περιμένει για ώρες να τα βρουν οι άλλες πλευρές. Ο παίκτης μπορεί να περιμένει να τα βρουν οι ομάδες για παράδειγμα. Μετά μπορεί να μπαίνεις εσύ στο χορό κι ό,τι έχεις πει λίγο να το αλλάζεις, ή ό,τι σου έχουν πει λίγο να αλλάζει, υπάρχει αυτό το παιχνίδι. Μπορεί μέσα σε 5 λεπτά να πάρει φωτιά η κουβέντα ή μια ολόκληρη μέρα να περιμένεις τους άλλους κι εσύ να τα έχεις φτιάξει όλα. Αυτό που λέω εγώ στους αθλητές μου κι είναι η κατευθυντήρια γραμμή μου, είναι όταν φτάνουμε στο συμβόλαιο να έχουν οδηγήσει εκεί οι εξελίξεις, να είναι η λογική συνέπεια, να μην πάμε εκεί για να τσακωθούμε. Να είμαστε τα καλά παιδιά, άλλο που εγώ τσακώνομαι, είναι το χούι μου. Αυτή είναι η τακτική μου, αν κάνει ο αθλητής αυτά που πρέπει, το συμβόλαιο έχει χτιστεί μόνο του, αρκεί να δώσεις μερικές πληροφορίες λίγο καιρό πριν. Οι καλές ομάδες ακούνε και ξέρουν να κάνουν λογαριασμούς”.
Οι μάνατζερ σταρ των δισεκατομμυρίων: “Αυτοί οι άνθρωποι, όσο κι αν τους κατηγορούμε, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πλάνο, οικονομικό και ποδοσφαιρικό, το οποίο ζει και αναπνέει από το ποσοστό της μεταπώλησης. Ό,τι κι αν κάνει ο Ραϊόλα, οποιαδήποτε κίνηση, απ’ την πιο μεγάλη μέχρι την πιο μικρή, θα ζητήσει ποσοστό στην μεταπώληση. Γιατί πολύ απλά, είναι ικανός να φέρει υπεραξία. Όσες ώρες και να συζητήσεις μαζί του, νιώθει ότι ο Πογκμπά είναι ένα δικό του επίτευγμα. Είναι υπερβολικά τα νούμερα, αλλά στο μυαλό του Ραϊόλα, του Μέντεζ, ή και του Έλληνα μάνατζερ, είναι ότι είχε ένα συγκεκριμένο πλάνο για έναν ποδοσφαιριστή που δεν τον ήξερε κανείς, τον πήρε με μηδέν χρήματα και τον έδωσε για πολλά εκατομμύρια. Κι ο Θεός ο ίδιος να του εξηγήσει ότι δεν είναι έτσι, θα σου πει όχι, έτσι είναι”.
“Δεν νομίζω ότι ο Ραϊόλα νιώθει σταρ. Έχει μια τεράστια προσωπικότητα, έχουμε κάνει μαζί 3 δουλειές και τώρα εμπλέκομαι και στην πώληση του αδερφού του Ντοναρούμα από τον Αστέρα Τρίπολης στην Μίλαν, είναι αυθεντικός, εγώ τον συμπαθώ πάρα πολύ. Ο Μέντεζ ναι, είναι σταρ. Τρομερός επαγγελματίας, τρομερός γνώστης του ποδοσφαίρου όπως και ο Ραϊόλα. Για να πάρεις τον Πογμπά ή τον Ιμπραΐμοβιτς στα 17 τους πρέπει να έχεις τρομερό μάτι, πρέπει να ξέρεις ποδόσφαιρο, να έχεις ένστικτο, να μυρίζεσαι τη δουλειά και το ταλέντο. Αυτά που λένε οι κακεντρεχείς και οι ζηλιάρηδες εγώ δεν τα ακούω, γελάω. Όλοι φτάνουν στη ζωή εκεί που τους αξίζει”.
“Χάρηκα πολύ όταν ο Μανωλάς βγήκε και δήλωσε ότι μάνατζέρ του είναι ο κύριος Ευαγγελόπουλος, παρά το γεγονός ότι τον διεκδικούσαν κορυφαίοι μάνατζερ από το εξωτερικό. Στήριξε τον Έλληνα ατζέντη και δεν μάσησε από οποιοδήποτε όνομα. Ένας καλός παίκτης, αν ξέρει με ποιον έχει να κάνει, δεν θα δελεαστεί από τον ατζέντη του εξωτερικού. Ο καλός Έλληνας μάνατζερ, όταν τον ξέρει τον παίκτη, μπορεί να κάνει καλύτερη δουλειά, γιατί τον νιώθει, έχει δεθεί μαζί του. Όπως έχω εγώ τα παιδιά μου έχω και τον Δώνη, τον Μανθάτη, τον Ανδρούτσο. Είναι οικογένειά μου, αγαπάω τους γονείς τους, υπάρχει τεράστιο συναισθηματικό δέσιμο, αυτό δεν μπορεί να το βρει κανένας Έλληνας σε μάνατζερ του εξωτερικού”.
“Είμαι σίγουρος για τον Ανδρούτσο, είναι ό,τι καλύτερο έχω δει σε χαφ στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Όταν θα καταλάβει πόσο καλός είναι, θα κάνει πράγματα που υπερβαίνουν τα ελληνικά σύνορα, είναι αυθεντικό ταλέντο”.
Ιστορίες μεταγραφικής τρέλας
Για το κλείσιμο, δεν θα μπορούσα να μην ζητήσω από τον κύριο Αποστολόπουλο να ξεχωρίσει μερικές από τις μεταγραφικές ιστορίες τις οποίες έχει ζήσει στην καριέρα του.
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ την υπόθεση του Σεϊταρίδη με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αγαπάω πολύ και τον Γιούρκα και τον πατέρα του, τον Δημήτρη. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που μας πηγαίνει ο Δημήτρης στο αεροδρόμιο για να φύγουμε με τον Γιούρκα στη Μαδρίτη ενώ ο Παναθηναϊκός ξέραμε ότι τον δίνει στην Πόρτο. Ήταν η μέρα που ο Φλορεντίνο Πέρεθ κέρδισε τις εκλογές και το ίδιο βράδυ τον συναντήσαμε, με τρομερό άγχος γιατί ξέραμε ότι η ευκαιρία που μας παρουσιαζόταν ήταν μοναδική. Τέτοιο επαγγελματισμό έχω δει μόνο στη Ρεάλ και τη Μίλαν, αυτή η αντιμετώπιση, σε κάνουν καλύτερο, σου δίνουν ιδέες, σε πάνε προς τα μπροστά. Όταν μας έφεραν τα συμβόλαια, μας είπαν απλά να συμπληρώσουμε το ποσό που θέλουμε για 5 χρόνια, το γράψαμε, έφυγε ο αντιπρόεδρος, πήγε στο δίπλα γραφείο και γύρισε λέγοντας ΟΚ, απλά θα είναι και η προμήθεια μέσα και τελείωσε εκεί. Μετά έπρεπε η Ρεάλ να βρει άκρη με τον Παναθηναϊκό, κάτι που δεν έγινε ποτέ, αλλά αυτό το διήμερο θα μου μείνει αξέχαστο, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια”.
Μια δεύτερη ιστορία είναι αυτή του Λάζαρου, στη Λίβερπουλ. Είχαμε ταξιδέψει, είχαμε περάσει ιατρικά, είχα συμφωνήσει αρχικά και με τον ΠΑΟΚ επίσημα, όμως τις τελευταίες ημέρες των μεταγραφών ο τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ έκανε πίσω. Τότε ήταν που είπα πως επειδή το σύστημα του ελληνικού ποδόσφαιρου κάποιες φορές τρώει τα παιδιά του, θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε πολύ αυστηρά
“Πολύ μεγάλο σχολείο για μένα ήταν ο Ντέμης. Είχε μια ικανότητα να σκέφτεται πολύ γρήγορα τα πράγματα. Ήμουν νεαρός ακόμα, ήταν η πρώτη μου δουλειά και σκεφτόταν τόσο γρήγορα αυτό που έπρεπε να κάνει που βοηθούσε όσους ήταν γύρω του, τα έκανε όλα πιο εύκολα. Πολύ μεγάλη προσωπικότητα, δεν απέκτησα ποτέ φιλία μαζί του, για να πω την αλήθεια μπορεί και να μην συμπαθούσαμε ο ένας τον άλλον αλλά είχε την πιο γρήγορη σκέψη για να πάνε μπροστά τα πράγματα το οποίο είναι το πιο σημαντικό στο ποδόσφαιρο και τη ζωή. Μακάρι να ήταν όλοι οι αθλητές έτσι”.