Ο Απόστολος Ρουβάς ξέρει ότι κανένας δεν πληρώνεται για το επώνυμό του
Ο πιο hot τηλεοπτικός σεφ της χρονιάς, και μικρότερος αδελφός του Σάκη, μας μίλησε για το άλογο που τον κλώτσησε στο κεφάλι, τη μάχη του με τη δυσλεξία και τα χρόνια που πέρασε δουλεύοντας delivery.
- 22 ΙΑΝ 2021
Κανείς δε σε πληρώνει μόνο και μόνο για το επώνυμό σου. Η συγκεκριμένη ατάκα του μικρότερου αδελφού του Σάκη, που έχει δικαίως κάνει θραύση φέτος ως ο τηλεοπτικός σεφ στο Πάμε Δανάη του Mega, ήταν το μόνο που είχα συγκρατήσει από τις λιγοστές συνεντεύξεις που έχει δώσει.
«Είχαν δει τα παιδιά στην εκπομπή ένα βίντεο που είχα γυρίσει για πλάκα με την Κάτια, στο οποίο φτιάχναμε μαζί μακαρόνια με κιμά. Έψαχναν κάτι φρέσκο. Τους άρεσε το παρουσιαστικό μου. Και, έτσι, προχωρήσαμε».
Δεν είχα, ωστόσο, σκοπό να επιτρέψω στην αλήθεια που κρύβει η συγκεκριμένη δήλωση μέσα της να μου μειώσει στο ελάχιστο την αντιπάθεια που είχα απέναντι στο πρόσωπό του.
«Αισθάνομαι ευθύνη απέναντι σε αυτόν που με παρακολουθεί για να του δώσω τις σωστές πληροφορίες. Κάνω ολόκληρη έρευνα, δοκιμάζω τεχνικές και δουλεύω πολλές ώρες προκειμένου να επιλέξω τις συνταγές και να είμαι σίγουρος ότι το αποτέλεσμα θα βγει όπως πρέπει».
Όχι γιατί είχα κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα με τις συνταγές που παρουσιάζει. Αυτές μια χαρά αληθινές και χειροπιαστές είναι. Σου μυρίζουν αυθεντικότητα.
«Πρώτη μου φορά σε επαγγελματική κουζίνα ήταν στα 18 μου, όταν δούλεψα πιτσαδόρος σε ένα εστιατόριο στην Κέρκυρα. Αν και το πρώτο μου μεροκάματο, 20.000 δραχμές, ήταν όταν δούλεψα πιτσιρικάς κομπάρσος (μαζί με τα αδέλφια μου) στην σειρά του BBC, Η οικογένειά μου και άλλα ζώα».
Εξού και βλέπω με χαρά μάνα, πεθερά και περίγυρο να κάθονται να τον παρακολουθούν προκειμένου να μάθουν το κάτι παραπάνω.
«Είμαι χαρούμενος για το ότι, από την πρώτη στιγμή, είχα θετικά σχόλια από τους τηλεθεατές. Από ότι μου λένε, αυτό που τους αρέσει είναι η απλότητα που βγάζω και στον τρόπο που μιλάω και στον τρόπο που μαγειρεύω. Αισθάνομαι ότι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι απλές καθημερινές συνταγές και όχι μυστήρια και πολύπλοκα πιάτα»
Το πρόβλημα μου με τον Σάκη (σόρι, τον Απόστολο εννοώ, απλώς μοιάζουν αρκετά) είναι ότι είναι φαν του η γυναίκα μου (και του Απόστολου και του Σάκη). Ναι, το ξέρω, δεν είναι η μόνη, αφού ο 43χρονος Αποστόλος φυσιογνωμικά θυμίζει μια πιο ποτισμένη με αλμύρα εκδοχή του σουπερσταρ αδελφού του.
Μια αναφορά στην θάλασσα που καθόλου τυχαία δεν είναι αφού η βασική ενναλακτική καριέρα του Απόστολου, από τις πολλές που έχει δοκιμάσει, είχε να κάνει με την θάλασσα.
«Η θάλασσα μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω δουλέψει για αρκετό καιρό σε εταιρεία με σκάφη, τόσο στο γραφείο όσο και κάνοντας μεταφορές σκαφών ανάμεσα στα νησιά εφόσον χρειαζόταν. Ενώ σκεφτόμουν να βγάλω και δίπλωμα εμποροπλοιάρχου προκειμένου να μπορώ να μπω καπετάνιος σε γιοτ, αλλά ήταν πολύ ακριβό και δεν είχα την δυνατότητα. Οπότε κατέβηκα, στις αρχές των 00s, στην Αθήνα, δούλεψα για κάποια χρόνια σε εταιρεία εισαγωγής ρούχων, δεν μου άρεσε και τελικά επέστρεψα στην Κέρκυρα».
Πίσω στην αντιπάθεια και στο Ιζνογκούντ σχέδιο που είχα καταστρώσει προκειμένου να τον «ξεμπροστιάσω» με δύσκολες ερωτήσεις για το πως «τόλμησε» να βγει μπροστά στην κάμερα πριν καν ολοκληρώσει τις σπουδές μαγειρικής του στην Le Monde.
«Παράλληλα με τις σπουδές μου και πριν την εκπομπή, δούλευα ήδη ως μάγειρας σε ένα μεζεδοπωλείο στο κέντρο για να βγάλω τα προς το ζην. Είχα δηλαδή μια σχετική εμπειρία. Το σκέφτηκα, ωστόσο, πολύ πριν δεχθώ την πρόταση. Ειδικά από την στιγμή που δεν έχω μεγάλη εμπειρία. Αλλά είναι κάτι που αγαπάω πολύ. Και θεωρώ ότι μπορώ να σταθώ στην κουζίνα από την στιγμή που δεν έχω πάει στο Πάμε Δανάη για να κάνω μοριακή κουζίνα, αλλά comfort food. Αυτό που έτσι και αλλιώς μου αρέσει. Από εκεί και πέρα, εννοείται πως θέλω να εξελίξω τις γνώσεις μου και να πάω ένα βήμα παραπέρα».
Μια αντιπάθεια που εξανεμίστηκε ήδη από τα πρώτα λεπτά της συνέντευξης αφού ο Απόστολος έκανε το τελευταίο πράγμα που περίμενα. Ήταν ειλικρινής. Για την ακρίβεια, αφοπλιστικά ειλικρινής.
«Το αδελφός Ρουβά δεν είναι επάγγελμα»
«Έχω υπάρξει για πολλά χρόνια delivery. Ξεκίνησα στα 16 μου και επέστρεφα σε αυτό όποτε δεν μπορούσα να βρω άλλη δουλειά. Υπήρχαν όντως πολλοί που μου έλεγαν τι ανάγκη έχεις εσύ, είσαι αδελφός του Ρουβά. Το ακούω αυτό από τα 20 μου και, συνήθως, προσπαθώ να απαντάω με χιούμορ. Δεν ξέρω τι περίμεναν να ακούσουν. Γιατί το αδελφός Ρουβά δεν είναι επάγγελμα».
Ο Απόστολος με κοίταξε στα μάτια και ήξερα ενστικτωδώς ότι θα μου πει αλήθεια. Την δική του αλήθεια. Μοιραζόμενος, επιπλέον, μαζί μου ιστορίες από τα πολύ παλιά.
«Η μητέρα μου είναι φανταστική μαγείρισσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την παστιτσάδα της, που έφτιαχνε τις Κυριακές. Ενώ μαγειρευόταν πηγαίναμε, κόβαμε την γωνία από το ψωμί και την βουτάγαμε στην σάλτσα. Το απόγευμα μας φώναζε από τις αλάνες που παίζαμε και μας έδινε για κολατσιό ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη»..
Λες και ήμασταν όντως και εμείς δυο καλοί φίλοι από τα παλιά.
«Ήμουν ο πιο μαζεμένος από τα τρία αδέλφια μου. Παρ’ όλα αυτά, εγώ ήμουν που έδινα στους γονείς μου τις μεγαλύτερες λαχτάρες. Όπως την εποχή που χρειάστηκε, στα πέντε μου, να με πάνε στο νοσοκομείο γιατί με κλώτσησε στο κεφάλι ένα άλογο από τον στάβλο του αμαξά που ήταν 50 μέτρα από το σπίτι μας. Ευτυχώς με πέτυχε ξυστά πίσω από το αυτί, οπότε την έβγαλα καθαρή με μερικά μόνο ράμματα. Ήμουν πραγματικά πολύ τυχερός».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Απόστολος, που ποτέ δεν μπήκε στο τριπάκι να υποδυθεί ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι τελικά, βάζει πυρκαγιές από πολύ νωρίς στην ζωή του.
«Έχει τύχει, με τα αδέλφια μου, να βάλουμε μέχρι και φωτιά στην κουζίνα. Η μάνα μου έλειπε, βάλαμε να τηγανίσουμε πατάτες και ξεχάσαμε το λάδι πάνω στην φωτιά επειδή τσακωνόμαστε για το ποιος θα πάει να φέρει ψωμί από τον φούρνο. Κάποια στιγμή βλέπουμε φως, μπαίνουμε και βλέπουμε να έχει πάρει φωτιά μέχρι και η κουρτίνα. Το σώσαμε τελικά»
Αισθάνομαι, μιλώντας του, ότι έχω απέναντί μου έναν γνήσιο άνθρωπο που έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά από μια δυσλεξία που διαγνώσθηκε αργά και τον απέτρεψε από το ονειρευτεί καν την προοπτική να σπουδάσει.
«Το ότι έχω σοβαρό θέμα με την δυσλεξία και την δυσορθογραφία το ανακάλυψα στις τελικές εξετάσεις στο λύκειο, όταν με είδε ένας καθηγητής να γράφω και μου είπε ότι υπάρχει ενδεχόμενο να είμαι δυσλεκτικός και ότι δεν πρέπει να δίνω εξετάσεις γραπτές. Όλοι οι υπόλοιποι, όλα αυτά τα χρόνια, είχαν μαύρα μεσάνυχτα. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσκολευτώ πολύ στο σχολείο και να μην μου αρέσει. Σκέψου ότι έβλεπα τα γράμματα ανάποδα. Δεν μπορούσα να διαβάσω. Δεν μπορούσα να γράψω. Δεν μπορούσα να μάθω ορθογραφία. Ήμουν μαθητής του 13 και αυτό με πολύ βάσανο και κόπο».
«Μεγαλώνοντας δεν έκανα κανένα όνειρο για το να πάω να σπουδάσω»
Ναι, όπως το άκουσες. Οι συνθήκες της εποχής στην Κέρκυρα, 30 και κάτι χρόνια πριν, με την δυσλεξία να είναι ακόμη καινούργιο φρούτο, του αφαίρεσαν το δικαίωμα να ονειρευτεί.
«Μεγαλώνοντας δεν έκανα κανένα όνειρο για το να πάω να σπουδάσω κάτι γιατί έβλεπα ότι δεν είχε καμία λογική να έχω τέτοια όνειρα. Είχα απογοητευτεί πλήρως. Ακόμη και όμως όταν έμαθα τι συμβαίνει, από την στιγμή που δεν είχα πάρει σωστές βάσεις από το δημοτικό έως το λύκειο, ήταν πολύ δύσκολο για εμένα να πάρω την απόφαση να σπουδάσω κάτι».
«Υποχρεώνοντας» τον, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να ακολουθήσει μια σειρά από χειρωνακτικά επαγγέλματα. Ξεκινώντας από barman στα 11 του («έβαζα μπύρες και αναψυκτικά στο μπαρ ενός εστιατορίου. Μετά βίας φαινόμουν πάνω από το πάσο») και πωλητής σε τουριστικό μαγαζί με δερμάτινα («πούλαγα σε ξένους χωρίς να ξέρω αγγλικά»). Και συνεχίζοντας (στο γυμνάσιο) ως υδραυλικός, φανοποιός και αργότερα delivery.
«Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι μεγάλωσα με ελλείψεις. Μπορεί να μην είχαμε τις πολυτέλειες που είχαν άλλα παιδιά, αλλά ζούσαμε έντονα και χαιρόμασταν με απλά πράγματα, με το τίποτα. Ήταν μια εποχή που δουλεύαμε για να αγοράσουμε ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι Stan Smith».
Ενώ αργότερα βρέθηκε, μεταξύ άλλων, μέχρι να δουλεύει σε ναυπηγείο κατασκευάζοντας ταχύπλοα. Αποτελώντας, προφανώς, τον ορισμό του πολυτεχνίτη.
«Η ουσία είναι ότι πάντα επέλεγα να κάνω δουλειές που είχαν να κάνουν με τα χέρια και όχι κάτι που απαιτεί μελέτη. Και αυτό γιατί, λόγω της δυσλεξίας, είχα και έχω σοβαρό πρόβλημα στο διάβασμα. Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να διαβάσω ένα βιβλίο. Σκέψου ότι από μια σελίδα κείμενο που θα διαβάσω, θα καταλάβω το 20%. Πρέπει να το διαβάσω πολλές φορές για να κατανοήσω τι λέει».
Όλα αυτά μέχρι την κομβική στιγμή που ο Απόστολος αποφάσισε, στα 40 του, να αντιμετωπίσει στα ίσια το πρόβλημά του και να αφοσιωθεί σε αυτό που αγαπάει, δηλαδή την μαγειρική. Με κομβική λέξη εδώ το «στα ίσια». Γιατί, για τον Αποστόλη, δεν μοιάζει να υπάρχει κανένας άλλος δρόμος.
«Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά με την μαγειρική, πήγα και βρήκα ένα κέντρο δυσλεξίας, έκανα τα σχετικά τεστ και μου είπαν πως ακριβώς πρέπει να είναι τα πράγματα για να μπορώ να διδαχθώ κάτι. Με το χαρτί αυτό πήγα στη σχολή μαγειρικής. Οπότε πλέον δίνω τα μαθήματα προφορικά. Αποφάσισα, επειδή είναι κάτι που με ενδιαφέρει, να το κάνω σωστά. Να ξεκινήσω από το Α και να πάρω τις σωστές βάσεις».
Ως μάγειρα δεν μπορώ να τον κρίνω, μέχρι τουλάχιστον να έρθει η εποχή που θα κάτσω όντως να φάω ζεστό φαγάκι από τα χέρια του. Αυτό που θαυμάζω, ωστόσο, σε εκείνον είναι κάτι που εγώ, προσωπικά, δεν διαθέτω στο ελάχιστο. Το ότι έχει αποδείξει ότι διαθέτει το κουράγιο και την στοχοπροσήλωση να κάνει το δυσκολότερο πράγμα για κάθε άνθρωπο, το να αλλάξει ριζικά το ποιος είναι.
«Ήμουν πάντα αγύμναστος και με πολλά παραπάνω κιλά μέχρι περίπου τα 30 μου. Τότε, εξαιτίας και μιας έντονης προσωπικής εμπειρίας που βίωσα, μου άλλαξε τελείως ο τρόπος σκέψης. Τότε ήταν που άρχισα να φροντίζω περισσότερο τον εαυτό μου, ξεκίνησα να γυμνάζομαι, σταμάτησα το κάπνισμα και άρχισα να προσέχω περισσότερο το τι τρώω, το πως ντύνομαι και όλα τα υπόλοιπα. Δεν ξέρω που βρήκα την δύναμη. Ήταν απλά η κατάλληλη στιγμή. Έκανα την αλλαγή και δεν κοίταξα ποτέ πίσω. Από τότε και μετά θεωρώ ότι η ζωή μου μονίμως βελτιώνεται. Επίσης βελτιώνομαι και ως προσωπικότητα, ο τρόπος που σκέφτομαι και λειτουργώ».
Κάτι που ο Απόστολος το έχει καταφέρει επανειλημμένως. Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο όσο και προσωπικό επίπεδο. Στο τέλος της ημέρας η τηλεοπτική καριέρα για εκείνον αποτελεί ένα ακόμη κεφάλαιο σε μια ζωή που μόνο ρουτινιασμένη δεν θα μπορούσες να την αποκαλέσεις.
«Θα με ενδιάφερε μελλοντικά να μπω σε μια κουζίνα επαγγελματική και να συνεργαστώ με καταξιωμένα άτομα στον χώρο ώστε να μπορώ να μάθω περισσότερα πράγματα και να αρχίσω να πειραματίζομαι. Το να ανοίξω το δικό μου εστιατόριο, όπως ρωτάς, δεν είναι μέσα στα πλάνα μου. Μπορεί να θέλω απλά να γυρίσω τα επόμενα χρόνια τον κόσμο και να μαγειρεύω παντού».
Μια ζωή γεμάτη πάνω, κάτω και τόσες εμπειρίες που έχουν γράψει στο πρόσωπο, στα μάτια και στον τρόπο που μιλάει και φέρεται. Είναι σαν να της λέει «Έλα, δείξε μου τι άλλο έχεις να μου πετάξεις στο δρόμο μου. Ό,τι και να είναι, καλό ή κακό, θα το αντιμετωπίσω. Δεν σε φοβάμαι. Ποτέ δεν σε φοβήθηκα».