Ο Αργύρης Μπακιρτζής ήταν ανεπιθύμητος στη χορωδία του σχολείου
- 19 ΙΟΥΝ 2017
Ένας ψηλός και μουσάτος αρχιτέκτονας με κάπως ιδιαίτερη χροιά στη φωνή, εργάζεται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Καβάλας, ηγείται -αν και αυτοδίδακτος- ενός μουσικού συγκροτήματος που μετράει περισσότερο από μισό αιώνα ιστορίας και έχει συμμετάσχει σε ταινίες που γυρίστηκαν πριν από δύο δεκαετίες κι όμως υπάρχουν νέοι άνθρωποι που ξέρουν απ’ έξω τις ατάκες τους.
Η παραπάνω πρόταση συνθέτει από μόνη της μια εξαιρετική ιστορία, απ’ αυτές που δίνουν τροφή σε σενάρια ταινιών. Ιστορία σαν αυτές που ο Αργύρης Μπακιρτζής λατρεύει να διηγείται, μέσα από τους στίχους των Χειμερινών Κολυμβητών, πάνω στη σκηνή ανάμεσα στα τραγούδια τους και στην πραγματικότητα, όποτε του δοθεί μια καλή αφορμή.
Ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή, από τη δική του και των φίλων του. Μια ζωή γεμάτη ταξίδια, συναντήσεις, ειλικρίνεια, αγάπη και ακόμη περισσότερες ιστορίες. Όρεξη να έχεις να ακούς.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ίδιος και οι ιστορίες του, είναι αγαπητοί σε ανθρώπους που μπορεί να είναι στα -ήντα τους ή να έγιναν μόλις 18. Και όλοι μαζί, τραγουδάνε τους στίχους του και χειροκροτάνε όρθιοι στα θερινά τα σινεμά, όταν ακούγεται το μυθικό ‘Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε’.
Αυτός είναι ο Αργύρης Μπακιρτζής, ο οποίος μαζί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, αναμένεται να μοιραστεί μερικές ιστορίες ακόμη στην ‘Ταράτσα του Φοίβου’, στις 21 και 22 Ιουνίου.
Αν και όταν του ζητήσαμε να μας δώσει μια γεύση του τι μας περιμένει εκείνες τις βραδιές, απάντησε αφοπλιστικά: “Αυτό θα ‘θελα κι εγώ να το ξέρω. Έχω αρχίσει κι αγχώνομαι λιγάκι”. Για όλα τα υπόλοιπα που τον ρωτήσαμε πάντως, ήξερε πολύ καλά τι να μας πει, χωρίς το παραμικρό άγχος.
52 χρόνια Χειμερινοί Κολυμβητές: “Αγάπη χωρίς απαιτήσεις”
(Φωτογραφία: Eurokinissi.gr)
Το μουσικό σχήμα του Αργύρη Μπακιρτζή, δεν θα μπορούσε να είναι ένα συνηθισμένο σχήμα, αφού στην πορεία του χρόνου, έχει αλλάξει μέλη κι έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων με ποιητές, συντηρητές αρχαιοτήτων και χορωδίες υπερήλικων. Ξεκινήσαμε την κουβέντα από το αγαπημένο συγκρότημα, εξερευνώντας πρώτα τον τρόπο που ένας αρχαιολόγος βρίσκεται στο χώρο της τέχνης.
Σπουδάσατε αρχιτεκτονική και μάλιστα έχετε ασχοληθεί με την αναστήλωση αρκετών μνημείων. Η μουσική και η ηθοποιία πώς ακριβώς μπήκαν στη ζωή σας;
“Ως ασχολίες για τις οποίες πίστευα και πιστεύω πως ήμουν, κοιτάζοντάς το από αρκετές πλευρές, ακατάλληλος. Σχετικά συνηθισμένος δρόμος. Εκεί που κολλάς, επέμενε, καλά πας”.
Σε ποια ηλικία αναγνωρίσατε ότι η φωνή σας έχει μια τόσο ιδιαίτερη και ξεχωριστή χροιά;
“Όταν οι συμμαθητές μου δε με ήθελαν στις χορωδίες τους στις εκδρομές μας και όταν διαπίστωσα λεμφαδενικό ιστό στη βάση της επιγλωττίδας, μόνιμη ιγμορίτιδα και στραβό διάφραγμα”.
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές μετρούν πλέον 42 χρόνια ιστορίας στη δισκογραφία. Ποιο είναι το μυστικό που σας κρατάει μαζί -έστω και με αλλαγές στη σύνθεσή σας- έπειτα από τόσο καιρό; Πόσο έχετε αλλάξει σαν μουσικοί και πόσο έχει αλλάξει και η μεταξύ σας σχέση;
“Στη δισκογραφία 37 χρόνια. Ο αρχικός τους πυρήνας δημιουργήθηκε πριν 52 χρόνια. Μυστικό: κάτι ανάλογο με τα ζευγάρια χωρίς το βάρος τους, το ‘χωρίς απαιτήσεις’, προϋπόθεση της αγάπης όπως λέει ο Πάολο Κόντο στο ‘Bocca di rosa’, όποιος έχει δουλειά δεν έρχεται, μια σχετικά ισότιμη οικονομική σχέση. Η απάντηση στο πόσο και αν έχουμε αλλάξει εμείς και η σχέση μας ταιριάζει με τη ρήση του Ρασούλη όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν”.
52 χρόνια ιστορίας, ωστόσο μόλις 8 δίσκοι. Υπάρχει κάποια εξήγηση γι’ αυτό και μπορούμε να περιμένουμε κάποιο νέο δίσκο σας σύντομα;
“Ραθυμία, κάνεις δουλειά και την καρπώνονται άλλη, οι άλλοι δίσκοι μας είναι ακόμη μπλοκαρισμένοι, δεν υπάρχουν λεφτά”.
Στις συναυλίες σας συναντά κανείς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας αλλά και αρκετούς νέους που γνωρίζουν απ’ έξω τα τραγούδια σας. Πού το αποδίδετε αυτό;
“Προφανώς τους λέμε κάτι. Είναι κάτι συγκινητικό και πολύ τιμητικό”.
Το τραγούδι ‘Δακοκτόνοι’, αγαπήθηκε και γνώρισε επιτυχία στην Ασία, φτάνοντας μέχρι και την 4η θέση των charts στη Νότια Κορέα(!). Πού αποδίδετε αυτήν την επιτυχία;
“Στο εξώφυλλο”.
“Ο Βακαλόπουλος με ένιωθε σαν μεγάλο του αδερφό”
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές δεν ήταν η μοναδική καλλιτεχνική οδός που ακολούθησε ο -κατά τα δικά του λεγόμενα- ακατάλληλος για τέτοιες ασχολίες, Αργύρης Μπακιρτζής, αφού οι ρόλοι του υπό τον Σταύρο Τσιώλη έχουν ήδη λάβει μυθικές διαστάσεις ανάμεσα στις τάξεις των σκληροπυρηνικών φαν των ταινιών.
Έχετε συμμετάσχει σε αρκετές ταινίες του Σταύρου Τσιώλη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και γιατί δεν σας έχουμε δει σε περισσότερες ταινίες;
“Έβαλε το χέρι του ο φίλος συγγραφέας Σωτήρης Κακίσης. Απ’ τον ‘Έρωτα στη χουρμαδιά’, την πρώτη ταινία μαζί του, και μετά, έπαιξα σε όλες. Σε άλλων το αποφεύγω, είμαι ηθοποιός ενός σκηνοθέτη. Σε κάτι πολύ συγκινητικό, όπως το αρχαίο θέατρο με τη Μάρθα Φριντζήλα, ή το θέατρο Νο με τον αξέχαστο Βίκο Ναχμία και την Όλια Λαζαρίδου, δεν είπα όχι”.
Τα τελευταία χρόνια, το ‘Ας περιμένουν οι γυναίκες’ έχει πάρει διαστάσεις ποπ φαινομένου. Ακόμη και άνθρωποι που τότε ήταν αγέννητοι, γνωρίζουν απ’ έξω τους διαλόγους του. Ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του; Περιμένατε τότε ότι τόσα χρόνια αργότερα, θα αγαπηθεί σε τόσο μεγάλο εύρος;
“Πού να ‘ξερε ο μικρός μου γιος Κώστας ότι θα ‘ταν έμμεση αιτία για την ταινία αυτή. Είχε μόλις γεννηθεί κι αντί να κατέβω εγώ στην Πελοπόννησο, -δεν μπορούσα να εγκαταλείψω νεογέννητο και λεχώνα-, όπου πάντα γύριζε τις ταινίες του ο Σταύρος, ήρθε αυτός μ’ ένα σενάριο που είχαν στήσει με τον Βακαλόπουλο ερχόμενοι να μας δουν στην Καβάλα. Πράγματι, είναι φοβερά εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει μ’ αυτήν την ταινία και μάλιστα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Ποιος να το περιμένει αυτό; Όπως και το ότι οι ‘Ακατανίκητοι εραστές’ του Τσιώλη παίζονταν στο Τόκιο με μεγάλη επιτυχία για έξι μήνες”.
Μιας και αναφέρατε τον Χρήστο Βακαλόπουλο και είστε από τους ανθρώπους που τον έχουν γνωρίσει και έχουν συνεργαστεί μαζί του, θα ήθελα να μου χαρίσετε μερικά λόγια για εκείνον.
“Με τον Χρήστο είχαμε πολύ μεγάλη οικειότητα, είχαμε και γενέθλια με μια μέρα διαφορά, με ένιωθε σα μεγάλο του αδελφό, πολύ συχνά στον Ένοικο με τον Παπαγιώργη, στο ‘Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε’, μέναμε σε διπλό δωμάτιο στο ξενοδοχείο, περάσαμε καταπληκτικά, το τελευταίο του καλοκαίρι, πήγαμε στη Μονή Φιλοσόφου την παλιά, είδαμε τις νυχτερίδες που είχαν καλύψει τον βυζαντινό θόλο, τα φίδια περνούσαν δίπλα μας, βαπτιστήκαμε γυμνοί στον παγωμένο Λούσιο, μου πήρε και τον κινηματογραφικό μου έρωτα μαζί του στην Αθήνα”.
Εμείς εδώ στο Oneman, είμαστε μεγάλοι φαν του ΄Φτάσαμεε!’. Θεωρείτε ότι είναι αδικημένο σε σχέση με τις άλλες ταινίες του κυρίου Τσιώλη;
“Καταπληκτικό σενάριο, η ταινία θα δικαιωθεί στο χρόνο. Έγιναν κάτι χαζομάρες από επεμβάσεις της παραγωγής για να γίνει τάχαμ’ πιο εμπορική η ταινία, όμως κι αυτές μες στο χρόνο ίσως λειτουργήσουν θετικά. Στην αρχική διανομή ο Ζουγανέλης ήταν ο ποιητής και εγώ ο σουβλατζής. Noμίζω πως από όταν έγραφε το σενάριο με είχε γι’ αυτόν τον ρόλο ο Τσιώλης. Η παραγωγή πίεσε για το κοινότυπο, όμως το προφανές τι ενδιαφέρον να ‘χει; Κι όταν δεν εμπιστεύεσαι έναν σκηνοθέτη τέτοιον, μόνο κάτι στον εγκέφαλο μπορεί να έχεις. Άσε που μας φάγαν και την αμοιβή που συμφωνήσαμε”.
Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να το θυμόμαστε ως κάτι καλτ, ή κάτι τέτοιο το αγιοποιεί; Πώς σχολιάζετε τη σημερινή πολιτική κατάσταση;
“Πώς να αγιοποιηθεί το ΠΑΣΟΚ; Μιμήθηκε τη ΝΔ, μετά η ΝΔ το ΠΑΣΟΚ κ.ο.κ. Αυτοί που νομίζαμε πως ήταν οι πιο έντιμοι του ΠΑΣΟΚ, αποδείχτηκαν οι πιο ‘Δούρειοι ίπποι’ των Γερμανών. Εντάξει, αυτοί που σα λυσσασμένοι περίμεναν την εξουσία, έβλεπες την πείνα τους, και εννοώ και απλά μέλη του ΠΑΣΟΚ, είχαν πλάκα τότε, αφού δεν ήταν οι ίδιοι και οι ίδιοι στα πράγματα, άλλοι τα οικονομούσαν τώρα, άλλοι πια τα σπάζαν στα σκυλάδικα και στα ελαφρολαϊκά, το χρήμα άλλαζε χέρια, καινούργια τζάκια ξεφυτρώναν, ήταν τζογαδόρικες εποχές. Εντάξει, και καλτ μπορείς να πεις μερικά πράγματα, όπως το κακό γούστο, που το καλό γούστο μπορεί να είναι τελικά το κακό και άντε να κάνουμε και κανένα διδακτορικό. Τη σημερινή κατάσταση δυσκολεύομαι να την κρίνω, γιατί κάποιον τον κρίνεις και σε σχέση μ’ αυτούς που κυρίως και πιο φανατικά τον κατηγορούν. Δεν ξέρουν και να μη μιλάν, – παλαίμαχοι λύκοι που παριστάνουν τα προβατάκια και δε σταματούν να βελάζουν-, και ν’ αφήσουν τα πράγματα να φανερωθούν, κάνουν ό,τι μπορούν για να ενισχύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, εννοώ κυρίως το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ”.
Μεθυσμένοι στο Ιρκούτσκ
Επιμένοντας να πηγαίνει μέσα από δρόμους που κολλούσε, ο Αργύρης Μπακιρτζής γέμισε υπέροχες ιστορίες. Δεν γινόταν να μην αναφερθούμε σε μερικές απ’ αυτές.
Αγαπάτε πολύ να λέτε ιστορίες, μέσα από τα τραγούδια σας αλλά και ακόμη και κατά τη διάρκεια των συναυλιών σας. Οι ιστορίες σας έχουν τον χαρακτήρα εξομολόγησης ή είναι διδακτικές για το ακροατήριό σας; Θα μεταφέρατε αυτές τις ιστορίες στον πεζό λόγο, γράφοντας κάποιο διήγημα ή σενάριο;
“Είναι κυρίως επεξηγηματικές των βιωματικών τραγουδιών μου. Θα ‘θελα να γράψω, ψιλογράφω, αλλά πού καιρός”;
Θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μας κάποια άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία.
“Μου ζητήθηκε και έγραψα ένα μεγάλο κείμενο για τη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων, που μόνο το 1/3 της, λόγω έλλειψης χώρου, δημοσιεύτηκε στο διπλό σαλόνι της εφημερίδας Documento. Σας μεταφέρω μια ιστορία από κει, που δεν δημοσιεύτηκε: ‘Θα ήμασταν κάπως ευκατάστατοι αν κρατούσαμε το σπίτι του θείου Αργύρη, σε δεσπόζον σημείο των 40 εκκλησιών, όμως ο πατέρας είχε τη φαεινή έμπνευση να το πουλήσει και να τα ρίξει όλα στη δουλειά, όπου τα ‘φαγε όλα συνεταίρος χωρίς ηθική. Ο θείος Αργύρης, απ’ τον οποίο πήρα το όνομά μου, ήταν αδελφός της γιαγιάς μου, ανύπαντρος. Απ’ τον Στενήμαχο έφυγε 15χρονος για να δουλέψει στην Οδησσό. Εκεί έπεσε πάνω στην εξέγερση της Οδησσού του Ιουνίου του 1905 με το θωρηκτό Ποτέμκιν. Χωρίς πολλά πολλά βρέθηκε σιδηροδέσμιος σε τραίνο για τη Σιβηρία. Πιθανόν και για τη Σαχαλίνη, αφού σταμάτησαν και στο μακρινό, μυθικό απ’ τον Μιχαήλ Στρογκώφ, Παρίσι της Ανατολής, Ιρκούτσκ. Εκεί, στην πλατφόρμα του σταθμού, καθώς βάδιζε για να ξεπιαστεί, με τις αλυσίδες πάντα, τον βρήκε ένας θείος του, πρόξενος της Γαλλίας στο Ιρκούτσκ και τον κράτησε καιρό κοντά του, νομίζω τρία χρόνια.
Από κει πήγε στη Σαγκάη, θα ‘μεινε καιρό αφού μιλούσε κι έγραφε τα κινέζικα. Μετά πήγε στο Χαρτούμ, όπου ο αδελφός του Αχιλλέας είχε φούρνο. Μια μέρα, ακούν θόρυβο έξω απ’ το φούρνο, βγαίνουν και βλέπουν τον θείο τους γνωστό αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα, που τον είχαν καλέσει οι Γάλλοι, έτσι είχαν πει, για την ανάγνωση των ιερογλυφικών. Στο τέλος άνοιξε καφενείο στην Κολόμβου και ο πατέρας μου κάθε πρωί, πριν αρχίσει τη δουλειά στο μηχανουργείο στο Βαρδάρι, πήγαινε και τον βοηθούσε στο άνοιγμα, και στο σχόλασμα γυρνούσε, τον ξαναβοηθούσε και έτρωγε κιόλας.
“Με τον εκ κουμπάρων μου Γιάννη Μουγκό, στον ποταμό Ομπ στη Σιβηρία”
Ακολουθώντας τα βήματα του θείου Αργύρη, ταξίδεψα με τον φίλο και κουμπάρο μου τυπογράφο Γιάννη Μουγκό, μετά από πρόσκληση του πρώην ελληνοσοβιετικού συνδέσμου που μετασχηματιζόταν σε εμπορικό σύνδεσμο, για την αδελφοποίηση, αν θυμάμαι καλά, Θεσσαλονίκης-Νοβοσιμπίρσκ.
Αλλάξαμε αεροπλάνο κάπου στη Μαύρη Θάλασσα και στη Σιβηρία φθάσαμε με ένα θηριώδες Ιλιούσιν, με τεράστιο ύψος, που ως και κότες μετέφερε. Ήμασταν κοντά εκατό Έλληνες, το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας, μια μπάντα πνευστών απ’ τη Γουμένισσα, έμποροι και διάφοροι άλλοι. Ήταν την εποχή της κατάρρευσης του καθεστώτος, που στις μακρινές επαρχίες ακόμη κρατούσε λιγάκι. Εκεί συναντήσαμε τις πιο ωραίες και τις πιο άσχημες γυναίκες του κόσμου. Οι ωραίες, κράμα σλαβικής και μογγολικής ομορφιάς, σου κόβανε τη μιλιά. Μερικές τις εκμεταλλεύονταν αξιωματούχοι, βασικά ασφαλίτες, του προηγούμενου καθεστώτος, που, μένοντας χωρίς δουλειά, έκαναν καριέρα προαγωγού. Τις άσχημες, τις συναντήσαμε σε ένα σύλλογο γυναικών του προηγούμενου καθεστώτος, μια βραδιά προς τιμήν μας, όταν χόρεψα με όλες ανεξαιρέτως, προς τέρψιν του κουμπάρου μου. Εγώ ταξίδεψα ως ηθοποιός με τις μπομπίνες δυο ταινιών του Τσιώλη υπό μάλης. Στη μια μάλιστα έπαιζε ως εκκλησιαστικός επίτροπος και ο κουμπάρος μου. Στην προβολή τους ανέβηκα για το νετάρισμα της εικόνας, αφού ο μηχανικός προβολής ήταν τελείως μεθυσμένος. Όταν του δώρισα ένα μπουκάλι ούζο και τσιγάρα άσσο, είπα, συνάντησα έναν ευτυχισμένο άνθρωπο. Στις έξι το απόγευμα είχε απαγόρευση κυκλοφορίας, οπότε χορεύαμε ως αργά τη νύχτα στο κλαμπ του ξενοδοχείου με την μπάντα απ’ τη Γουμένισσα, τραγουδώντας όλοι μαζί το ‘Δεν πάω πουθενά, πουθενά, εδώ θα μείνω’. Όπου και να πηγαίναμε, απ’ τις 9 το πρωί, αρχίζαμε τις βότκες κι όλη τη μέρα σχεδόν παραπατούσαμε. Οι ντόπιοι κινηματογραφιστές θεωρούσαν τον Μουγκό, με την επιβλητική του εμφάνιση και έκφραση, τουλάχιστον διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου”.
Ποιο είναι το ταξίδι που δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
“Αυτό που σας περιέγραψα μόλις”.
Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι τα ζευγάρια θα πρέπει να μένουν χωριστά; Μεγαλώνοντας, έχετε αλλάξει γνώμη για τον έρωτα;
“Και μαζί καλά είναι, και χώρια επίσης καλά, τη μια κουράζεσαι, την άλλη ξεχνιέσαι. Όσο περνούν τα χρόνια, οι αμφιβολίες επιβάλλονται ολοένα. ‘Αν είχα φάει μια ιδέα, θα είχα κάνει την επανάστασή μου’ (G.Gaber)”.
Ένας καλλιτέχνης επηρεάζεται καθώς αισθάνεται ότι μεγαλώνει, στον τρόπο σκέψης και γραφής του;
“Δεν αυτοπροσδιορίζομαι ως καλλιτέχνης, οπότε παρακάμπτω τον σκόπελο”.
Θα ήθελα να μου περιγράψετε την ελληνική επαρχία με μία εικόνα.
“Βρίσκεις παρκάρισμα”.
Υπάρχει κάποιος νέος Έλληνας καλλιτέχνης που θαυμάζετε;
“Πολλοί, να μην παριστάνω όμως και τον πατριάρχη δίνοντας ευλογίες”.
Θα βρούμε ό,τι χάσαμε ή δεν θα το ξαναβρούμε;
“Το ερώτημα παραμένει. Γέρνω στο ότι θα το ξαναβρούμε”.
O Αργύρης Μπακιρτζής θα εμφανιστεί στην ‘Ταράτσα του Φοίβου‘, μαζί με τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, στις 21 και 22 Ιουνίου.
Κεντρική Φωτογραφία: NDP Photo Agency