© You & I Creative Services
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Αύγουστος Κορτώ θεωρεί τα social media μία χαρά. Απλά τα λυμαίνονται οι λάθος άνθρωποι.

Το νέο του μυθιστόρημα Μισό παιδί περιστρέφεται γύρω από ένα μακελειό σε ένα ελληνικό σχολείο. Όσο το διαβάζεις προκύπτουν απορίες: πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, τι τέρατα κρύβει η ελληνική κοινωνία, είναι ευχή ή κατάρα τα κοινωνικά δίκτυα; Ο 42χρονος συγγραφέας μας τις έλυσε όλες χωρίς να μασήσει τα λόγια του ούτε για μία στιγμή.

«Έχω γράψει γύρω στα εβδομήντα βιβλία, απ’ τα οποία εκδόθηκαν καμιά τριανταριά, έχω κάνει περί τις ογδόντα-ενενήντα μεταφράσεις, έχω γράψει σε περιοδικά και sites – με άλλα λόγια, εργατιά, ή εργολαβία, της γραφής» λέει, σε κάποια στιγμή της συνέντευξης, ο Αύγουστος Κορτώ. Σε μία εποχή που οι συγγραφείς συχνά κάνουν μία πενταετία για να εκδώσουν το νέο τους βιβλίο, εκείνος μοιάζει να μη σταματά ποτέ.

Σαν το γράψιμο να είναι κάτι περισσότερο από τέχνη ή έστω μέθοδος βιοπορισμού· σαν να είναι η ίδια του η ζωή. Μάλιστα, εκτός από τις τυπωμένες σελίδες, το ιντερνετικό κοινό τον γνωρίζει καλά και από τις απόψεις που εκφράζει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook (ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά accounts με περισσότερους από 176 χιλ. followers).

Φέτος, όπως σχεδόν κάθε χρόνο, μας παρέδωσε ένα νέο, καταιγιστικό μυθιστόρημα – κάτι όχι και τόσο συχνό στην ελληνική λογοτεχνία. Το Μισό Παιδί (εκδ. Πατάκης) είναι αυτό που λέμε θρίλερ ή πιο σωστά σκληρό μυστήριο.

Αντίθετα, όμως, με ό,τι έχουμε συνηθίσει τα γεγονότα δεν λαμβάνουν χώρα στη Μέση του Αμερικανικού Πουθενά αλλά στο Χρυσοδέντρι, ένα μικρό χωριό έξω από την Αλεξανδρούπολη. Εκεί, διαπράττεται ένα πρωτοφανές έγκλημα: ένας δεκαεφτάχρονος θα μπει με πολυβόλο στο σχολείο του και το μακελειό θα γίνει πρώτη είδηση σε όλη την Ελλάδα.

1641582.jpg
PUBLIC.GR

13,30 11,97
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

Συντηρητικά ανακλαστικά, bullying, κρυφά μυστικά, ρατσισμός, ομοφοβία, μισαλλοδοξία, fake news, ιστορίες από το περιθώριο της ανθρώπινης κοινωνίας δίπλα σε καθωσπρέπει αφηγήσεις. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν έναν εκρηκτικό γρίφο που ένας Αθηναίος blogger προσπαθεί να λύσει φτάνοντας στον τόπο του εγκλήματος. Να αποτυπώσει, δηλαδή, σε μία εν ψυχρώ καταγραφή την αλήθεια – από την οποία, όμως, λείπει ένα βασικό κομμάτι: ο ένοχος (;) είναι νεκρός, αφού αυτοπυρπολήθηκε έπειτα από το μακελειό.

«Το ίντερνετ της βαθιάς επαρχίας – ζόρικο και άστατο σαν τη μνήμη» διαβάζουμε σε μία από τις σελίδες του Κορτώ. Το Μισό Παιδί είναι ένα μυθιστόρημα δυναμίτης γεμάτο ανατροπές αλλά και μία από τις πλέον σκοτεινές -χωρίς όμως να λείπουν οι φωτεινές εξαιρέσεις- λογοτεχνικές απεικονίσεις της ελληνικής επαρχίας. 

Αυτά είναι όσα μπορούμε εμείς να πούμε για αυτό. Οι πραγματικά ενδιαφέρουσες εξηγήσεις όμως έρχονται από το στόμα του ίδιου του συγγραφέα. Γιατί γράφει τόσο πολύ και τόσο συχνά; Πώς βιώνει τις σκληρές θεματικές που πολύ συχνά επιλέγει; Τι πιστεύει για τα social media και, τελικά, υπάρχει ελπίδα εκεί έξω ή όχι;

Γράφεις στο τελευταίο σου μυθιστόρημα πως «ο τάφος του παιδιού είναι το μεγαλύτερο λάθος». Πόσο δύσκολο ή και οδυνηρό είναι να διαχειριστείς μία τέτοια θεματική στο χαρτί;

Όταν η ιστορία απαιτεί την ανατομία της βίας και της σκληρότητας, υποτάσσομαι στην αφηγηματική αναγκαιότητα. Άλλοτε μπορώ να αποστασιοποιηθώ, κι άλλοτε εμπλέκομαι ψυχικά κι είναι βαρύ, πολύ βαρύ. Μα είναι τέτοια η φύση της δουλειάς: κάθεσαι κάθε μέρα και γδέρνεις λίγο-λίγο την ψυχή σου. 

Πόσο πιθανό είναι να δούμε ένα σχολικό μακελειό κατά τα αμερικανικά πρότυπα σε ένα ελληνικό σχολείο;

Ευτυχώς, στην Ελλάδα η οπλοκατοχή κι η οπλοχρησία δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο στις ΗΠΑ. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, πως δεν υπάρχουν αδέσποτα, παράνομα όπλα, ιδίως στην επαρχία και τις ακριτικές περιοχές. Ελπίζω, ωστόσο, να μη ζήσουμε ποτέ ένα μακελειό σαν αυτό του βιβλίου.

Στο βιβλίο σου η ελληνική επαρχία κουβαλά κάτι πραγματικά απειλητικό μαζί της. Πόσο δύσκολο πιστεύεις ότι είναι για ένα διαφορετικό παιδί να μεγαλώσει σε αυτή; 

Εγώ που μεγάλωσα στη Σαλονίκη ένιωθα συχνά την πνιγηρή ατμόσφαιρα του μικρού τόπου, όπου οι αδύναμοι, οι διαφορετικοί, οι αποσυνάγωγοι, κατασπαράζονται – γίνονται αντικείμενο κουτσομπολιού, χλεύης, περιθωριοποίησης. Αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως οι κάτοικοι της επαρχίας είναι μικρόψυχοι – απλώς, πολλοί εξ’ αυτών πάσχουν από μια καθ’ όλα κατανοητή ψυχοκοινωνική κλειστοφοβία, που με τη σειρά της μπορεί να καλλιεργήσει νοσηρές νοοτροπίες και συμπεριφορές.

Υπάρχουν περιγραφές που δεν ακροβατούν απλά αλλά βουτούν για τα καλά στο gore. Πώς νιώθεις όταν πατάς τα πλήκτρα για τέτοιου είδους περιγραφές; 

Χρειάστηκε να γράψω πολύ χειρότερα στη Σκυλίσια ψυχή, κι έτσι κι αλλιώς, όπως προανέφερα, αυτή την ανάλυση επέβαλλε η ιστορία. Χώρια που, όσο φρικώδης κι αν είναι μια μυθοπλασία, η πραγματικότητα πάντα -μα πάντα- θα την ξεπερνά σε αγριότητα.

Είναι τελικά ο μικροαστισμός και τα συντηρητικά ανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας τα χειρότερα τέρατα που μπορούμε να συναντήσουμε εκεί έξω; 

Δεν είναι εύκολο πράγμα η συνύπαρξη γενικώς – κι όταν εμπλέκονται ταπεινά κοινωνικά αντανακλαστικά, όταν στις σχέσεις παρεισφρέουν η μικρότητα κι η μοχθηρία, η ζωή μπορεί να γίνει απάνθρωπη. Αλλά τα «τέρατα» είναι πολλά, και το χειρότερο είναι ότι δεν είναι τέρατα.

Τι πιστεύεις για την άνοδο του true crime αλλά και του non-fiction σε τηλεόραση και λογοτεχνία; 

Από γενέσεώς της, η αστυνομική λογοτεχνία ικανοποιούσε μια σειρά από ψυχικές ανάγκες του αναγνώστη: μυστήριο, βία, λίγο σεξ ή έστω φλερτ, και στο τέλος η κάθαρση, η εξιχνίαση του εγκλήματος. Πρόκειται, ως εκ τούτου, για ένα σχετικά απλό και προβλέψιμο αφηγηματικό είδος, που δεν απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση, και καθώς βασίζεται στην πλοκή, προσφέρεται για λογής διασκευές. Βάλε μέσα κι εξωγενή ζόρια -πχ. την πανδημία- και τι καλύτερο από ένα σκληρό μυστήριο;

Έχουν περάσει 22 χρόνια από το Βιβλίο των βίτσιων. Ήταν μια ανάσα ή σου φαίνεται αιωνιότητα; 

Σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες έχω δουλέψει σαν γομάρι: έχω γράψει γύρω στα εβδομήντα βιβλία, απ’ τα οποία εκδόθηκαν καμιά τριανταριά, έχω κάνει περί τις ογδόντα-ενενήντα μεταφράσεις, έχω γράψει σε περιοδικά και sites – με άλλα λόγια, εργατιά, ή εργολαβία, της γραφής. Μου φαίνεται απίστευτο ότι έφτασα εδώ που έφτασα, αλλά δεν αφιερώνω πολύ χρόνο σε αναπολήσεις – η δουλειά συνεχίζεται αμείλικτη.

Εκδίδεις ασταμάτητα σε μια εποχή που πολλές φορές οι συγγραφείς κάνουν 5 χρόνια για να εκδώσουν το νέο βιβλίο τους. Τι σε ωθεί να το κάνεις; 

Ειλικρινά; Ότι δεν βλέπω τον λόγο να κρατάω βιβλία στο συρτάρι επ’ αόριστον. Γράφω γύρω στα έξι βιβλία τον χρόνο, απ’ αυτά ο Πρώτος και Παντοτινός Αναγνώστης εγκρίνει τα 2-3, κατόπιν διαβουλεύσεων μένουν 1-2, αλλά ακόμα κι έτσι, αυτή τη στιγμή έχω οχτώ βιβλία υπό έκδοση. Αν δεν τα βγάλω, θα τα ξεχάσω -σοβαρά μιλάω- γιατί θα τα έχει εκθρονίσει η επόμενη και μεθεπόμενη φουρνιά.

Έχεις σκεφτεί να αλλάξεις ποτέ ρυθμό; 

Μπα, το ξεθέωμα είναι η ζωή μου – άμα δεν κλείσω οχτάωρο με μετάφραση και γράψιμο, αν δεν βγουν έστω 1500-2000 λέξεις τη μέρα, αισθάνομαι οκνηρός, άχρηστος.

Πώς σου ακούγονται οι συγγραφείς/κριτικοί/αναγνώστες που αντιμετωπίζουν τον Stephen King ως θριλεράκι και τα κείμενα του G.R.R. Martin ως παραμυθάκια για παιδάκια;

Τι να κάνεις, γαμώτο – το γούστο είναι σαν την ψυχή: απαραβίαστο. Κι εγώ έχω συγγραφείς, κλασικούς και σύγχρονους, που δεν κατάφερα ποτέ να αγαπήσω. Ο King, τώρα, είναι τεράστιο κεφάλαιο, αλλά καταλαβαίνω γιατί πολλοί δεν γουστάρουν αυτό το είδος γραφής – θέλουν πιο ζόρικη πρόζα, θέλουν να ταλαιπωρηθούν λίγο, γι’ αυτό συρρέουν στους κλασικούς. Μέχρι μια εποχή πλακωνόμουν περί γούστου, αλλά το ‘χω κόψει. Δεν έχω αντοχές για ανοησίες.

Social media, ευχή η κατάρα; Και γιατί;

Μια χαρά είναι τα σόσιαλ – κάθε αντίδοτο στη μοναξιά, κάθε τρόπος επαφής, ανοίγματος, είναι πολύτιμος. Το ότι τα λυμαίνονται άνθρωποι κακόβουλοι, το ότι μπορεί να βρίθουν παραπληροφόρησης, δεν ακυρώνει την αρχική και θεμελιώδη τους αξία: το ψυχικό ξεκλείδωμα μέσω μιας διαδικτυακής παρέας. 

Μπορούν τα κοινωνικά δίκτυα να φρενάρουν τη δημιουργικότητα ενός συγγραφέα; 

Μόνο αν σταματήσει να γράφει και πλακώνεται όλη μέρα στο Twiiter. Αν είναι όντως συγγραφέας, και τον καίει το γράψιμο, δεν πρόκειται να εξαντλήσει τα ψυχικά του αποθέματα σε χαζομάρες.

Πόσο έντονο ρατσισμό νιώθουν στην ελληνική κοινωνία οι gay, οι υπέρβαροι, οι αλλοδαποί και γενικά όσοι ξεφεύγουν από την «παραδοσιακή» νόρμα; 

Είναι ακόμα θλιβερά διαδεδομένη η μισαλλοδοξία στη χώρα μας – αλλά όσο συνεχίζονται οι αγώνες και οι διεκδικήσεις, όσο επιβάλλουμε την ορατότητα και δεν παύουμε στιγμή να απαιτούμε ισότητα, ισονομία, κι αποδοχή, η χαμέρπεια, αργά ή γρήγορα, θα κατατροπωθεί, και θα καταλήξει εκεί που είναι η φυσική της θέση: στο περιθώριο της κοινωνίας.

Πώς βλέπεις τα πράγματα; Καθόλου καλύτερα, ολοταχώς προς νέο Μεσαίωνα ή κάπου υπάρχει ελπίδα; 

Είμαι αισιόδοξος για λόγους επιβίωσης – δεν έχω το σθένος που απαιτεί η απαισιοδοξία. Οπότε, ναι, υπάρχει ελπίδα – πάντα υπάρχει.