O David Mitchell έγραψε ένα bestseller που ανατρέπει όλα τα κλισέ των 60s
Ο διακεκριμένος συγγραφέας και σεναριογράφος του The Matrix: Resurrections μίλησε στο OneMan για το πολυαναμενόμενο sequel αλλά και για το λογοτεχνικό κομψοτέχνημα Utopia Avenue, ένα αριστοτεχνικά δομημένο μυθιστόρημα που δεν αναλώνεται στο χιλιοειπωμένο τρίπτυχο “sex, drugs και rock ’n’ roll”.
- 22 ΔΕΚ 2021
«Κάθε τρίτη ή τέταρτη γενιά είναι γενιά ριζοσπαστών, επαναστατών. Εμείς, φίλοι μου, είμαστε αυτοί που σπάνε τα λυχνάρια. Απελευθερώνουμε τα τζίνι. Αφηνιάζουμε, τρώμε σφαίρες, εισχωρεί στις τάξεις μας ο εχθρός, μας εξαγοράζουν. Πεθαίνουμε, φαλιρίζουμε, ξεπουλιόμαστε στην εξουσία. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Τα τζίνι όμως που αφήσαμε λάσκα μένουν λάσκα. Στ’ αυτιά των νέων τα τζίνι ψιθυρίζουν αυτό που δεν λέγεται. “Έι, παιδιά – δεν είναι κακό αν είστε γκέι”. Ή “Κι αν ο πόλεμος δεν είναι δοκιμασία πατριωτισμού, αλλά μια γαμημένη βλακεία;”. Ή “Γιατί τόσο λίγοι να έχουν τόσο πολλά, γαμώτο;”. Βραχυπρόθεσμα, δεν φαίνεται ν’ αλλάζουν και πολλά. Αυτά τα παιδιά απέχουν πολύ απ’ τους μοχλούς της εξουσίας. Για την ώρα. Μακροπρόθεσμα όμως; Αυτοί οι ψίθυροι είναι τα προσχέδια του μέλλοντος».
Αυτά λέει ο Jerry Garcia των Grateful Dead στους λίγους κι εκλεκτούς που τζαμάρουν μαζί του σε μία από τις 712 σελίδες της ελληνικής έκδοσης του bestseller Utopia Avenue (μτφρ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο), λίγο πριν κάνει μία πολύ κρίσιμη ερώτηση: «Ποιος έχει όρεξη για άσιντ;».
Είναι λόγια που -συγγραφική αδεία- βάζει στο στόμα του ο δημιουργός του πολυσυζητημένου βιβλίου, David Mitchell, όπως κάνει και με μερικά ακόμη icons της εποχής, από τον David Bowie και τον Syd Barrett ως τη Janis Joplin και τον Leonard Cohen, όλοι τους σε cameo εμφανίσεις που αλλάζουν, όπως λέει ο συγγραφέας στο OneMan, την ενέργεια και την κατεύθυνση μιας σκηνής, όχι όμως του εκάστοτε κεφαλαίου και σίγουρα όχι της συνολικής πλοκής.
Στο επίκεντρο είναι τα τέσσερα μέλη και ο μάνατζερ μιας πολλά υποσχόμενης μπάντας των λονδρέζικων late 60s για την οποία το Melody Maker «έγραψε» τα εξής: «Τι παίρνεις αν διασταυρώσεις έναν Θυμωμένο Νεαρό Μπασίστα, μία μεγάλη κυρία της φολκ σκηνής, έναν ημίθεο της Stratocaster και έναν τζαζ ντράμερ; Απάντηση: τους Utopia Avenue, μία μπάντα που όμοια της δεν υπάρχει».
Μία μπάντα που δημιουργήθηκε το 1967 στο Soho και μέσα σε ένα χρόνο βρέθηκε να ζει το όνειρο στην Καλιφόρνια, λίγο πριν ξεθωριάσουν τα καλειδοσκοπικά απόνερα που άφησε πίσω του το «καλοκαίρι της αγάπης», λίγο πριν αναδυθούν στην επιφάνεια της πραγματικότητας οι ζαλισμένοι χίπηδες που είχαν ατελέσφορα βουτήξει στον πυθμένα της φαντασίας.
«Σπουδαίο βιβλίο» (Brian Eno), «Ένα επικό ερωτικό γράμμα στην καλύτερη μουσική που φτιάχτηκε ποτέ» (Tony Parsons), «Τοιχογραφία μιας εποχής όπου οι δαιμονισμένοι με τις φαζαρισμένες κιθάρες, το στακάτο μπάσο, τα καταιγιστικά ντραμς και τη μαινόμενη farfisa πίστευαν ακράδαντα ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο» (Δημήτρης Αναστασόπουλος, The Magazine, NEWS247), το Utopia Avenue κυκλοφορεί δεκαεπτά χρόνια μετά το αριστουργηματικό Cloud Atlas (Ο άτλας του ουρανού), δεκατέσσερα μετά την ανάδειξη του συγγραφέα ανάμεσα στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό TIME, και με το The Matrix: Resurrections, του οποίου το σενάριο συνέγραψε, προ των κινηματογραφικών πυλών.
Ο διακεκριμένος και, όπως θα διαπιστώσετε, ιδιαιτέρως ταπεινόφρων David Mitchell μίλησε στο OneMan για το πώς είναι να γράφεις, αντιστρέφοντας όμως τα κλισέ, ένα αριστοτεχνικά δομημένο bestseller που δεν αναλώνεται στο χιλιοειπωμένο τρίπτυχο “sex, drugs και rock ’n’ roll”, για μία δεκαετία που όλοι γνωρίζουν, ή νομίζουν ότι γνωρίζουν, σε πολύ, πάρα πολύ μεγάλο βάθος.
Γράφοντας για κάτι που δεν έζησε
Υποθέτω ότι ξέρεις τι λένε για τα 60s: Αν τα θυμάσαι, δεν ήσουν εκεί. Για σένα που όντως δεν τα έζησες, δεδομένου ότι γεννήθηκες το 1969, δύο χρόνια μετά το «καλοκαίρι της αγάπης», τι σε δυσκόλεψε περισσότερο καθώς έγραφες ένα βιβλίο που διαδραματίζεται σε αυτή τη δεκαετία;
Μου αρέσει ο τρόπος που το θέτεις. Δεν ρωτάς συγκεκριμένα για τη μουσική αλλά γενικά για τη δεκαετία, για την οποία, σε αντίθεση με τα 50s και τα 70s, έχει παγιωθεί στη συνείδηση του κόσμου ένα πολύ ισχυρό πλέγμα στερεοτύπων και εικόνων. Είναι μάλλον η πιο εκμεταλλεύσιμη, σε επίπεδο ποπ κουλτούρας, δεκαετία μέχρι σήμερα. Ο καθένας έχει μια ξεκάθαρη θεώρηση για τα 60s, ειδικά για το δεύτερο μισό τους. Υποθέτω ότι το πιο δύσκολο για μένα ήταν να σκάψω κάτω και πέρα από όλα όσα μπορεί να γνωρίζει ή νομίζει ότι γνωρίζει ο καθένας, για να ανακαλύψω κάτι φρέσκο, αυθεντικό και παγκόσμιο.
Τα 60s υπήρχαν ήδη στο μυαλό των ανθρώπων, οπότε ο καμβάς μου δεν ήταν λευκός, έπρεπε να δουλέψω με ό,τι υπήρχε ήδη εκεί, να το αλλάξω κατά βούληση και ενδεχομένως να συγκρουστώ με την παγιωμένη ιδέα που έχει ο καθένας στο μυαλό του για τα 60s γενικά, και πιο συγκεκριμένα για τα 60s στο Λονδίνο και τα 60s στην Καλιφόρνια. Δεν μπορώ να ξέρω αν τα κατάφερα ή όχι, γιατί δεν μπορώ να διαβάσω τα βιβλία μου ως μη συγγραφέας, ως απλός αναγνώστης. Οπότε δεν έχω κανένα τρόπο να μετρήσω την επιτυχία του βιβλίου, πέρα από το αν θα μου πει κάποιος ότι όντως «λειτουργεί».
Μεγαλώνοντας τι σου άρεσε περισσότερο; Να διαβάζεις βιβλία ή να ακούς μουσική;
Ειλικρινά ήμουν πωρωμένος και με τα δύο εξίσου. Άκουγα συνέχεια ραδιόφωνο, ηχογραφούσα τραγούδια κι εκπομπές. Είχα ένα μαγνητόφωνο σε μέγεθος κουτιού παπουτσιών, έβαζα το μικρόφωνο δίπλα στο ηχείο του ραδιοφώνου και πατούσα το REC με προσοχή όποτε μου άρεσαν οι πρώτες νότες ενός τραγουδιού. Και φυσικά με το χαρτζιλίκι μου έκανα κάτι με τόσο μεγάλο ρίσκο όσο ήταν η αγορά βινυλίου στη δεκαετία του ’80.
Ξέρεις, δεν υπήρχε internet, ούτε Spotify για να ακούσεις κάτι και να δεις αν σου αρέσει πριν το αγοράσεις, έπρεπε να τζογάρεις. Είχα και ένα δίκτυο φίλων, ανταλλάζαμε βινύλια, κάποιους μπορούσες να τους εμπιστευτείς, κάποιους άλλους όχι. Έγραφε ο ένας μας σε κασέτες τους δίσκους των άλλων. Προς το τέλος της εφηβείας μου απέκτησα μια part-time δουλειά και μπορούσα να επεκτείνω λίγο τη δισκοθήκη μου. Υπήρχα λοιπόν μέσα στη μουσική ως έφηβος.
Υπήρχα όμως μέσα και στα βιβλία. Δεν είναι ζηλόφθονες εραστές, τα βιβλία και η μουσική. Μπορείς να υπάρξεις σε ένα ευτυχισμένο ménage à trois και με τα δύο. Θέλω να πω ότι αυτές οι αγαπημένες μου τέχνες συνυπήρχαν εν ειρήνη και αρκετές φορές η μία ενδυνάμωνε την άλλη. Για παράδειγμα, κάποτε λάτρευα τους Rush, μία πολύ λογοτεχνική μπάντα, με υψηλών προδιαγραφών λεξιλόγιο. Επίσης κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μπορεί να υπάρξει μουσικότητα και στη λογοτεχνία. Προφανώς υπάρχει έντονη μουσικότητα στην ποίηση. Το σίγουρο είναι ότι και οι δύο αυτές τέχνες μπορούν να είναι εκστατικές. Ίσως η μουσική πιο εύκολα. Αλλά και ο γραπτός λόγος μπορεί να είναι εκστατικός. Είναι πανέμορφο όταν συμβαίνει. Κοιτάς τη σελίδα ενός βιβλίου και αναρωτιέσαι: Πώς το κάνεις αυτό; Πώς αλλάζεις τόσο ριζικά τη συναισθηματική μου κατάσταση;
Σου έρχονται στο μυαλό κάποια βιβλία στα οποία να σε παρέπεμψε ένας δίσκος ή το αντίστροφο;
Σίγουρα έμαθα για τον Θερβάντες από τους Rush. Στο απόγειο -ή λίγο μετά- του progressive rock, το 1977, έβγαλαν το Farewell to Kings, ένα δίσκο στον οποίο υπάρχει ένα τραγούδι για ένα ταξίδι με διαστημόπλοιο μέσα σε μια μαύρη τρύπα. Με συγχωρείς που γελάω…
Ελεύθερα…όμως γιατί;
Δεν ακούγεται πολύ αστείο έτσι όπως το λέω; Πάντως το τραγούδι είναι πολύ καλό και το παίξιμο της μπάντας απίστευτο. Το διαστημόπλοιο λεγόταν Rocinante. Ρώτησα τη μαμά μου τι σημαίνει αυτή η περίεργη λέξη και μου είπε ότι είναι το ψωράλογο του Δον Κιχώτη. Δεν μπορώ να πω ότι την επόμενη μέρα αγόρασα και διάβασα το βιβλίο και άλλαξε αμέσως η ζωή μου. Ήμουν ακόμη 10 ετών. Ο Neil Peart, ο ντράμερ των Rush, είναι ένας πολύ λογοτεχνικός τύπος.
Στις τάξεις των fans της μπάντας είναι γνωστός ως «ο Καθηγητής» γιατί ανέκαθεν διάβαζε πολύ και μπόλιαζε τους στίχους του με πολλές αναφορές από βιβλία. Δεν λέω ότι εξαιτίας του έπεσα στα βαθιά της λογοτεχνίας. Απέκτησα όμως την επίγνωση ορισμένων πολύ σημαντικών σημείων στο χάρτη της λογοτεχνίας, τα οποία θα αναγνώριζα για τα καλά αργότερα.
Το γεγονός ότι δυσκολεύομαι να σκεφτώ άλλα παραδείγματα, αν και ξέρω ότι υπάρχουν, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον. Είναι, πάντως, πολύ πιο εύκολο να συμβεί αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ κινηματογράφου και μουσικής. Οι ταινίες προβάλλονται και ακούγονται. Δεν θα ξεχάσω ότι η ταινία Amadeus με εισήγαγε στον μαγικό κόσμο του Μότσαρτ, με βοήθησε να κατανοήσω γιατί θεωρείται ιδιοφυΐα. Στην περίπτωσή μου ο κινηματογράφος είναι μάλλον η πιο σύνηθης πύλη σε άλλες μορφές τέχνης. Όλες, όμως, αλληλεπιδρούν μέσα μου. Έχω φίλους τραγουδοποιούς, κινηματογραφιστές, συγγραφείς, αρχιτέκτονες κλπ και κάθε συζήτησή μας για τις διαφορές και τις ομοιότητες της τέχνης που ο καθένας μας υπηρετεί είναι μία μεγάλη διανοητική απόλαυση.
Είσαι γεννημένος το ’69 οπότε μέχρι την εφηβεία σου στα 80s, ο ιδεαλισμός των παιδιών των λουλουδιών είχε προ πολλού αποκαθηλωθεί. Πότε σε συνεπήρε η μυθολογία των 60s;
Στην εφηβεία μου σίγουρα δεν έβρισκα συναρπαστική τη νεκρή κουλτούρα μιας δεκαετίας του παρελθόντος. Ο 21ος αιώνας με βρήκε να έχω κλείσει τα 30. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα για τα 60s. Καταλαβαίνω ακόμη περισσότερα τώρα που είμαι μεσήλικας. Τα 60s δεν άλλαξαν συνολικά τον κόσμο, τουλάχιστον όχι με τον ριζικό τρόπο που διακήρυτταν οι πιο επαναστατικοί κύκλοι. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι είναι ψευδεπίγραφο κριτήριο το να χρησιμοποιείται αυτό ως μέτρο επιτυχίας. Πολλά από τα ουτοπικά οράματα των 60s επιβίωσαν από τα 70s ως σπόροι που γονιμοποιήθηκαν και αναμορφώσαν τη σύγχρονη κοινωνία μας προς το καλύτερο.
Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση του εθισμού ως ένα κοινωνικό πρόβλημα και όχι ως έγκλημα. Η κατανόηση ότι με το να είναι όλες οι ουσίες παράνομες, ο μόνος που κερδίζει είναι η μαύρη αγορά. Η παραδοχή ότι δεν είναι ίδια όλα τα ναρκωτικά, ένα χαπάκι ecstacy δεν είναι ίδιο με την ηρωίνη, ένας μπάφος δεν είναι ίδιος με ένα τριπάκι, το οποίο με τη σειρά του δεν είναι ίδιο με… δεν ξέρω, οι γνώσεις μου επί του θέματος είναι περιορισμένες, καταλαβαίνεις όμως τι εννοώ. Όσοι πολεμούν την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών, είναι οι καλύτεροι φίλοι των εμπόρων, ας το πω έτσι. Τι άλλο έχει μείνει από τα 60s; Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+, ο φεμινισμός, η αντίθεση στον ρατσισμό και την ομοφοβία. Οι ίσες ευκαιρίες στο χώρο εργασίας. Η περιβαλλοντική επαγρύπνηση, η επίγνωση ότι το να καταστρέφεις ένα οικοσύστημα δεν είναι κάτι απλό, είναι έγκλημα και πρέπει να τιμωρείται.
Προφανώς όλα αυτά είναι μάχες που δεν έχουν κερδηθεί, αλλά σίγουρα θα προτιμούσα να είμαι γυναίκα ή gay ή μαύρος το 2021, αντί για το 1961 ή το 1981. Αυτό οφείλεται στον σπόρο που φυτεύτηκε στα 60s, από αυτούς τους παλαβούς, απελπιστικά ουτοπικούς ονειροπόλους που τότε γίνονταν περίγελος εξαιτίας των ρηξικέλευθων ιδεών τους, πολλές εκ των οποίων σήμερα είναι mainstream, επίσημες πολιτικές, μερικές φορές ακόμη και δεξιών κομμάτων. Πέτυχαν λοιπόν ή απέτυχαν τα 60s; Υπό το πρίσμα των 70s, ναι, μπορεί να πει κανείς ότι απέτυχαν. Αν όμως κοιτάξεις τη μεγαλύτερη εικόνα θα καταλάβεις ότι σε πολλά σημεία πέτυχαν. Άσε που άφησαν πίσω τους μερικούς γαμηστερούς δίσκους!
Όταν το ενδιαφέρον για τα 60s έγινε βιβλίο
Πότε ήσουν βέβαιος ότι το ενδιαφέρον σου για τα 60s θα μετουσιωνόταν σε ένα βιβλίο; Ίσως όταν αποφάσισες από ποιους πραγματικούς rock stars θα αντλούσες έμπνευση ώστε να εμφυσήσεις ζωή στα μέλη των Utopia Avenue, της μπάντας που σκαρφίστηκες;
Ανέκαθεν ασκούσε πάνω μου πολύ έντονη γοητεία γενικά η μυθολογία των Beatles, των Rolling Stones, της σκηνής του Soho των 60s και του αντίπαλου δέους του στην Αμερική, του Laurel Canyon. Το γεγονός ότι σε ένα σημείο του Λος Άντζελες έχεις τους Byrds, τους Crosby, Stills, Nash and Young, τη Joni Mitchell, τον Bob Dylan, τον Jimi Hendrix, όλους ταυτόχρονα στο ίδιο μεγάλο πάρτι, ο ένας να ξαπλώνει στο κρεβάτι του άλλου, να συναγωνίζονται, να βελτιώνει ο ένας τη δουλειά του άλλου μέσα από μία ευγενή άμιλλα, μέσα από την αλληλεπίδραση. Ο καθένας τους ήταν σαν φάρμακο, σαν ένα μπλε δημιουργικό υγρό που κυλούσε στις φλέβες που κυλούσε στις φλέβες ενός μεγάλου οργανισμού.
Η Τέχνη δεν υπάρχει ποτέ σε ένα κενό. Η Τέχνη υπάρχει πάντα σε μια μήτρα (σ.σ. matrix) ερεθισμάτων και επιρροών. Απλά σε κάποιες περιόδους συμβαίνει κάτι μοναδικό. Όπως για παράδειγμα στην πόλη που ζεις, όλο αυτό που συνέβη τον χρυσό αιώνα του Περικλή. Όσα βιβλία για τα 60s και να διαβάσεις, θα πέσεις πάνω στα ίδια ονόματα παραγωγών, μάνατζερ, ιδιοκτητών δισκογραφικών, εμπόρων ναρκωτικών. Το «ηλεκτρικό κύκλωμα» της μουσικής σκηνής των 60s είναι μέχρι σήμερα ορατό και προσβάσιμο. Το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να προσθέσω τον δικό μου μικρό διακόπτη. Έτσι γεννήθηκαν οι Utopia Avenue.
Στο βιβλίο σου συναντάμε σε δεύτερους ρόλους αρκετούς πραγματικούς σταρ εκείνης της εποχής, από τον David Bowie μέχρι τον Syd Barrett. Πόσο δύσκολο ήταν να βάλεις λόγια στο στόμα κάποιου που δεν αποτελεί προϊόν της φαντασίας σου;
Όλως παραδόξως, όχι ιδιαίτερα. Ήταν δύσκολο μέχρι να θέσω ένα πλαίσιο κανόνων. Αρχικά δεν ήξερα αν ο ρόλος του καθενός θα ήταν μεγάλος ή μικρός. Αν ήταν υπερβολικά μεγάλος, τότε η υπόθεση θα άρχιζε να αφορά αυτούς. Αν ήταν υπερβολικά μικρός, δεν θα εξυπηρετούσε καθόλου την πλοκή, θα ήταν απλά για το θεαθήναι. Οπότε ο βασικός κανόνας ήταν ο εξής: η κάθε cameo εμφάνιση αλλάζει την ενέργεια και την κατεύθυνση της σκηνής, όχι του κεφαλαίου και σίγουρα όχι της συνολικής πλοκής. Σήμερα υπάρχει το YouTube, μπορείς να μελετήσεις αυτούς τους ανθρώπους και να μιμηθείς τον τρόπο που μιλάνε, να αναπαράξεις ακόμη και την προφορά τους στο διάλογο. Είχε πλάκα! Υπάρχει βέβαια μια νομική αγκύλωση: μπορείς να το κάνεις αυτό μόνο με κάποιον που έχει πεθάνει. Δεν μπορείς να βάλεις λόγια στο στόμα κάποιου που ακόμη ζει.
Ήταν εξαρχής ξεκάθαρο για σένα ότι δεν θα υπήρχαν πολλές κραιπάλες στην πλοκή, χαΐρια τύπου Spinal Tap, και ότι τα μέλη των Utopia Avenue θα ήταν σχετικά χαμηλών τόνων μουσικοί με ενσυναίσθηση και ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλο;
Το Spinal Tap είναι υπέροχο αλλά υπάρχει ήδη, ο κόσμος δεν χρειάζεται μια από τα ίδια σε μορφή βιβλίου. Υπάρχει ένας κανόνας στην τέχνη, είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα το έχουν βαφτίσει με διαφορετικούς τρόπους, εγώ το αποκαλώ «αντιστροφή του κλισέ». Αν θέλεις να είσαι πρωτότυπος, αναγνώρισε τα κλισέ στο δημιουργικό χώρο που κινείσαι, εν προκειμένω στον κόσμο του rock ’n’ roll, και αντίστρεψέ τα. Κάνε το εντελώς αντίθετο και ιδού η υπόθεσή σου, συχνά και οι ήρωές σου. Το τίμημα είναι ότι απαιτείται πιο σκληρή δουλειά και μερικές φορές πρέπει να κάνεις να λειτουργήσουν απίθανα πράγματα. Αλλά το κέρδος είναι σχεδόν αυτόματα η πρωτοτυπία.
Για παράδειγμα ένα μεγάλο κλισέ στη ροκ μυθολογία είναι ότι υπάρχει ένας μάνατζερ-αρπακτικό που κατακλέβει τη μπάντα. Αντίστρεψέ το. Ο Levon (σ.σ. μάνατζερ των Utopia Avenue) είναι ένας ειλικρινής τύπος που θέλει να πετύχει η μπάντα, να πληρωθούν όλοι. Άλλα κλισέ είναι ότι οι κραιπάλες δεν έχουν τελειωμό, τα μέλη της μπάντας παίρνουν συνέχεια ναρκωτικά και κάνουν σεξ, μετά βίας λειτουργούν, ώσπου κάποιος παίρνει υπερβολική δόση. Ή υπάρχει μια δυναμική τύπου Jagger-Richards, Lennon-McCartney, Gilmour-Waters, μια διαρκής διαμάχη μεταξύ alpha males.
Όχι, οι Utopia Avenue λειτουργούν αρκετά αρμονικά, το κάθε μέλος έχει τους δικούς του -οικονομικούς, φεμινιστικούς, ψυχολογικούς- λόγους για τους οποίους θέλει να πάει καλά η μπάντα, δεν μαλώνουν, ούτε κραιπαλιάζουν συνέχεια. Υπάρχει κι άλλο ένα μεγάλο κλισέ στο ροκ: όλοι συναντιούνται στο σχολείο, είναι παιδικοί φίλοι όπως οι Beatles ή οι Hollies ή κάποιοι από τους Stones και τους Pink Floyd. Όχι, οι Utopia Avenue υπάρχουν γιατί τους μάζεψε ο μάνατζερ, ο καθένας προέρχεται από διαφορετική κοινωνική τάξη, ο καθένας παίζει διαφορετική μουσική, folk, blues, jazz, πειραγμένη ολλανδική ψυχεδέλεια. Υπό μία έννοια η μπάντα είναι το έργο τέχνης του μάνατζερ. Δεν είναι ο μαριονετίστας τους, αλλά κάτι σαν επιμελητής τους.
Αντιστροφή των κλισέ λοιπόν σημαίνει ότι δεν μπορείς να βασιστείς σε ένα προϋπάρχον πατρόν. Επίσης σημαίνει ότι ελπίζεις ο αναγνώστης να μη σκεφτεί: Μισό λεπτό, όλο αυτό μου φαίνεται πολύ γνώριμο, κάπου το έχω ξαναδιαβάσει. Το οποίο με τη σειρά του σημαίνει ότι θα μπορεί να προβλέψει τη συνέχεια. Αυτό όμως είναι δημιουργική αδράνεια. Δεν κάνει καλό στη λογοτεχνία.
«Η Lana Wachowski στο νέο Matrix κατάφερε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που βάζει η κινηματογραφική βιομηχανία και να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης καμουφλαρισμένο σε blockbuster. Θα πάθετε πλάκα!»
Κάποια στιγμή γράφεις ότι το Soho ήταν ένας θύλακας διαφορετικότητας, ένας τόπος φτιαγμένος από outsiders όπου οι συνήθεις κανόνες δεν εφαρμόζονταν. Πώς σου φαίνεται σήμερα;
Το Soho της εφηβείας μου, φυσικά και των 60s, δεν υπάρχει πια. Είναι γεμάτο με μπουτίκ Luis Vuitton και ακριβά κορεάτικα εστιατόρια. Ανάμεσα σε όλα αυτά όμως πού και πού εμφανίζονται φαντάσματα. Μπορεί να μυρίσεις τη μπόχα του υπονόμου σε ένα στενό ή να πέσεις πάνω σε μια πόρτα που κάποτε ήταν η μιλημένη είσοδος ενός μπουρδέλου. Μια στο τόσο είναι σαν να ρίχνεις μια ματιά στο παλιό Soho αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή το φως αλλάζει, εξαφανίζεται πάλι κι εσύ στέκεσαι απογοητευμένος και χαζεύεις μία πανάκριβη πένα Montblanc. Τα clubs έχουν εξαφανιστεί, από τη Denmark Street όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά της μουσικής στο Λονδίνο δεν έχει απομείνει τίποτα. Τι να κάνεις όμως; Επίσης πόσοι αγοράζουν πια δίσκους; Αν έχεις Spotify, είναι σαν να έχεις μια μπορχεσιανή, αχανή δισκοθήκη στα χέρια σου. Αυτή είναι η φύση των πόλεων. Αυτή είναι η ζωή. Όλα αλλάζουν. Θα ήταν περίεργο αν δεν άλλαζαν. Ας προσπαθήσουμε να το απολαύσουμε. Ας μην καταντήσουμε γέροι που γκρινιάζουν γιατί η πραγματικότητα τους έχει αφήσει πίσω.
Οι κριτικές για το νέο σου βιβλίο είναι ως επί πλείστον αποθεωτικές. Πολλές όμως αναδεικνύουν ότι υπάρχουν σε αυτό διάσπαρτα στοιχεία και αναφορές που το συνδέουν με προηγούμενα βιβλία σου. Είναι κάτι που έχεις φυσικά παραδεχτεί και ο ίδιος, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι το κάθε βιβλίο σου αποτελεί τρόπον τινά ένα κεφάλαιο στο μεγάλο, «υπερμυθιστόρημα» που γράφεις. Μπορεί λοιπόν κάποιος που δεν έχει διαβάσει κάτι άλλο από σένα να απολαύσει το Utopia Avenue εξίσου με κάποιο φανατικό αναγνώστη σου;
Ελπίζω πως ναι. Αν δεν ισχύει αυτό, σημαίνει ότι δεν κάνω καλά τη δουλειά μου. Ο στόχος μου, η φιλοδοξία μου, η επιθυμία μου είναι να μην σου αρέσει λιγότερο το Utopia Avenue, αν δεν έχεις διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία μου. Αλλά να σου αρέσει με διαφορετικό τρόπο. Είναι ζήτημα αρχής για μένα κάθε βιβλίο μου να αποτελεί από μόνο του ένα ικανοποιητικό, ζουμερό, «ηλεκτρισμένο» έργο ώστε να το απολαμβάνει ο κάθε νέος αναγνώστης μου. Και ταυτόχρονα να λειτουργεί με ένα τρόπο που επιτρέπει σε αναγνώστες γνώριμους με τη δουλειά μου να ενώσουν μερικές τελείες. Αν για παράδειγμα έχεις διαβάσει το “The Thousand Autumns of Jacob de Zoet” θα καταλάβεις ότι η σχιζοφρένεια του Γιάσπερ, του κιθαρίστα της μπάντας, στην πραγματικότητα είναι ένα φάντασμα που τον στοιχειώνει από το παρελθόν του. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν το έχεις διαβάσει, τότε ο Γιάσπερ είναι σχιζοφρενής. Και τα δύο μονοπάτια λειτουργούν απόλυτα.
Έχεις ιδέα πότε θα ολοκληρωθεί αυτό το «υπερμυθιστόρημα»;
Ίσως όταν εγώ φτάσω στην τελευταία σελίδα της ζωής μου. Ποιος ξέρει; Σε δυο-τρία βιβλία, όταν θα είμαι γύρω στα 65, μπορεί να ετοιμάσω κάτι σαν μία ταινία Avengers, με πρωταγωνιστές όλους τους διαφορετικούς ήρωες-κλειδιά των βιβλίων μου σε μια νέα ιστορία που δεν έχω σκεφτεί ακόμη. Αν δεν έχει λιώσει ο πλανήτης μέχρι τότε…
Ποια είναι τελικά η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα συγγραφέα που κάθε του βιβλίο γίνεται bestseller;
Να ‘σαι καλά! Δεν είμαι τόσο μεγάλο όνομα!
Μα έχεις γράψει μερικά βιβλία που έχουν διαβαστεί σε όλο τον πλανήτη από πολύ κόσμο.
Είναι πολύ περίεργο να το ακούω αυτό, φίλε. Θα προσποιηθώ ότι δεν το άκουσα. Ο στόχος είναι πάντα ο ίδιος: Πώς θα κάνω το ρημάδι το βιβλίο που γράφω να λειτουργήσει; Πώς μπορώ να το υπηρετήσω; Περί τίνος πρόκειται και πώς μπορώ να το κάνω όσο καλύτερο γίνεται; Αυτή είναι αν όχι η μοναδική, σίγουρα η μεγαλύτερη πρόκληση.
Στο βιβλίο γράφεις το εξής για τη σύνθεση ενός τραγουδιού: «Το γράψιμο είναι ένα δάσος αχνά μονοπάτια, αδιέξοδα, κρυμμένες τρύπες, ανεπίλυτα ακόρντα, λέξεις που δεν ομοιοκαταληκτούν. Μπορείς να χαθείς εκεί μέσα για ώρες. Ακόμα και μέρες». Κάπως έτσι είναι και η συγγραφή ενός βιβλίου;
Όταν ζωγραφίζεις ένα πίνακα, ξέρεις ότι όσο μεγάλος και να είναι, θα έχει συγκεκριμένες διαστάσεις. Όταν γράφεις ένα τραγούδι, ξέρεις ότι η φωνή σου ή ο τρόπος που παίζεις την κιθάρα θα σε πάνε μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο. Νομίζω ότι τα μυθιστορήματα έχουν την επικινδυνότητα της απειροσύνης. Είναι ένας ατελείωτος λαβύρινθος, όπως θα έλεγε ο Μπόρχες. Πρέπει να βρεις ένα τρόπο να εξαλείψεις όσα το μυθιστόρημα σου δεν είναι, για να αναγνωρίσεις τι είναι. Αυτό μπορεί να σε οδηγήσει σε ενδιαφέροντα εγκεφαλικά μονοπάτια στην προσπάθεια να βρεις τις σωστές λέξεις, για να αποτυπώσεις όσα ζωντανεύουν στην καλπάζουσα φαντασία σου. Λατρεύω να το κάνω και δυσκολεύομαι να μιλήσω γι’ αυτό ξεκάθαρα, γιατί δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη διαδικασία η συγγραφή. Γράφεις κι εσύ βιβλία;
Έχω γράψει δύο μέχρι στιγμής.
Το ήξερα! Γι’ αυτό σε ρώτησα. Άρα ξέρεις για τι πράγμα μιλάω. Δεν είναι υπέροχο όταν καταφέρνεις να γράψεις μία καλή σκηνή και ξέρεις ότι ακόμη και κάποιος που σε σιχαίνεται ως άνθρωπο οφείλει να το παραδεχτεί;
Είπες νωρίτερα ότι έχεις φίλους μουσικούς. Τους άρεσε το βιβλίο; Από τις συζητήσεις σας μπορείς να καταλάβεις αν τελικά η συγγραφή ενός bestseller βιβλίου είναι κάπως σαν να γράφεις ένα pop hit;
Ναι, είμαι φίλος με ορισμένους, όχι κολλητός αλλά τους γνωρίζω αρκετά καλά για να μπορώ να ζητήσω τη συμβουλή τους για το βιβλίο. Δεν θέλω να το παίξω μετριόφρων, αλλά δεν θεωρώ ότι ανήκω στη λίγκα των πολύ επιτυχημένων συγγραφέων. Ναι, τα βιβλία μου πουλάνε αρκετά, για λίγο καιρό είναι στην κορυφή της λίστας με τα bestseller, αλλά δεν μένουν εκεί για πολύ. Ευτυχώς συνεχίζουν να πουλάνε σε βάθος χρόνου και είμαι ευγνώμων. Υποθέτω λοιπόν ότι είμαι επιτυχημένος, αλλά δεν είμαι σταρ της λογοτεχνίας, και νιώθω καλά με όλο αυτό. Αν οι πωλήσεις των βιβλίων σου αγγίζουν έστω και χαμηλά εξαψήφια νούμερα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και αν δεν ζεις μια ζωή γεμάτη χλιδή, τότε μπορείς να ζήσεις άνετα εσύ και η οικογένεια σου. Το έχω αυτό και είμαι ευγνώμων, νιώθω απίστευτα τυχερός. Δεν αντιλαμβάνομαι τα βιβλία μου ως επιτυχίες. Όμως ακόμη και ένα μικρό σχόλιο από κάποιον που διάβασε το βιβλίο και μπήκε στον κόπο να γράψει κάτι στο twitter, με κάνει να νιώθω σαν τους Beatles. Είναι υπέροχο, με διαβεβαιώνει ότι κάτι έχω κάνει καλά. Δεν θέλω η ταπεινοφροσύνη μου να γίνει κάτι σαν το θέμα της συνέντευξης αλλά είναι σημαντικό: Όταν αρχίσεις να τα πιστεύεις αυτά, θα αποκτήσεις μπελάδες. Όχι απλά ως προς τι μπορεί να σου κάνει ως άνθρωπο, αλλά και ως καλλιτέχνη.
Έχει περάσει μια δεκαετία από την μεταφορά του Cloud Atlas στον κινηματογράφο. Έχεις ανάλογες βλέψεις για το Utopia Avenue;
Θα έχανε πολλά αν γινόταν ταινία, θα προτιμούσα μίνι σειρά. Ζούμε στη χρυσή εποχή της τηλεόρασης. Οι ταινίες φαντάζουν σαν έπαθλο παρηγοριάς. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν αρκετές καλές σειρές, ακόμη περισσότερες κακές, αλλά και μερικές σπουδαίες. Ας πούμε, λοιπόν, ότι είμαι σε κάποιες συζητήσεις για την τηλεοπτική σεναριοποίηση του βιβλίου. Θα δούμε…
Το πολυαναμενόμενο Matrix
Όπως καταλαβαίνεις, έχοντας γράψει με τη Lana Wachowski και τον Aleksandar Hemon το σενάριο του The Matrix: Resurrections, δεν γίνεται να μην μου πεις κάτι για το πιο πολυαναμενόμενο sequel των τελευταίων ετών.
Ναι, αλλά κι εσύ καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες. Θα πω όμως το εξής: Η Lana κατάφερε στο νέο Matrix να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που βάζει σε τέτοιες περιπτώσεις η κινηματογραφική βιομηχανία και να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης καμουφλαρισμένο σε blockbuster. Θα πάθετε πλάκα!
Μιλάμε τόση ώρα με αφορμή ένα βιβλίο με τη μουσική στον πυρήνα του. Τι μουσική άκουγες λοιπόν την τελευταία φορά που η σύζυγος σου ή οι γείτονες σου είπαν να χαμηλώσεις την ένταση;
Δεν ήμουν ποτέ πάνκης και μπελαλής. Πάντα απέφευγα τις συγκρούσεις με την οικογένεια μου. Είμαι καλό παιδί και προτιμώ να ακούω μουσική δυνατά αλλά με ακουστικά.Τις προάλλες όμως ξεχάστηκα και η γυναίκα μου φώναξε από το διπλανό δωμάτιο. Άκουγα EDM, μια μπάντα που λέγεται Stavroz. Σου επιστρέφω την ερώτηση. Τι άκουγες εσύ την τελευταία φορά που σου είπαν να χαμηλώσεις;
Νομίζω την επανακυκλοφορία σε βινύλιο του πρώτου δίσκου των Echo and the Bunnymen.
Φανταστικό! Μήπως τελικά είμαστε όλοι παιδιά των 80s;
To Utopia Avenue του David Mitchell κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.