OPINIONS

O Δημήτρης Φραγκιόγλου δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά με τη νοσταλγία

Don't panic. Αυτή δεν είναι μια συνέντευξη στην οποία κάναμε ότι δεν θυμόμαστε τον Χλαπάτσα. Απλά, ο Δημήτρης είναι περισσότερα απ' αυτό.

Το φλερτ του ΟΝΕΜΑΝ με τον Δημήτρη Φραγκιόγλου ξεκίνησε πριν 20 μήνες όταν το αφιέρωμα ‘Ο Χλαπάτσας δίδαξε τέχνη και βάθος στον επίδοξο ρουφιάνο’ τον άγγιξε τόσο που συνδέθηκε από τον προσωπικό του λογαριασμό για να μας ευχαριστήσει.

Το φλερτ κορυφώθηκε στο κομμωτήριο InBerlin δίπλα στη Λεωφόρο. Αυτός που είχα απέναντι μου δεν ήταν ο Χλαπάτσας, ούτε τίποτα κοντά σε αυτό. Εκτός από τον ρόλο που τον φύτεψε στην καρδιά μας, ο Δημήτρης έχει ζωγραφίσει τόσες στροφές στην ευθεία της τηλεοπτικής του καριέρας που είναι σχεδόν άδικο να κολλάμε σε έναν ρόλο. Λέω ‘σχεδόν άδικο’, γιατί πραγματικά αυτό που έκανε ως Χλαπάτσας ήταν μια κατάθεση αιώνων στο θυμικό μας ως τηλεθεατές, με συνέπεια να μην μπορώ να είμαι τόσο λαρτζ.

Αν μου ζητούσες να γεμίσω μια λευκή κόλλα με επίθετα και χαρακτηρισμούς για το Δημήτρη που γνώρισα από κοντά, δεν θα έβρισκες πουθενά τη λέξη ‘χαβαλές’. Μονίμως χαμογελαστός και ευδιάθετος -με εξέπληξε η όρεξη με την οποία κινούνταν στον χώρο κατά τη φωτογράφιση-, αλλά ούτε στιγμή απρόσεκτος, παρορμητικός ή ελαφρύς, ο ασπρισμένος πια Δημήτρης ζύγιζε κάθε λέξη ώστε να μην προδώσει ποτέ αυτό που μου είπε μόλις κάτσαμε αντικριστά, για την όχι πιο αντιπροσωπευτική συζήτηση κομμωτηρίου που έπιασε το αυτί σου.

“Ζούμε στην εποχή που μιλάνε όλοι, πάρα πολύ και για τα πάντα. Εγώ δεν ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία. Δεν το έκανα ούτε όταν ήμουν στη δημοσιότητα, πόσο μάλλον τώρα”. Αυτές οι προτάσεις ήταν η απόχρωση όλης της συνέντευξης.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Από την Αλεξάνδρεια στον Ανδροκλή και τα Λιοντάρια του

Ο Δημήτρης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Έλληνες γονείς. Η μητέρα του γεννήθηκε εκεί,  ενώ οι γονείς του πατέρα του κατέφυγαν στην πόλη μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Αφού μεγάλωσε στην -τουλάχιστον πολιτιστικά- αυτάρκη ελληνική παροικία της δεύτερης πρωτεύουσας της Αιγύπτου, ο Δημήτρης τέλειωσε το σχολείο και ώθησε εαυτόν μακριά από αυτήν τη ‘διηγώντας τα να κλαις’ ατμόσφαιρα της παροικίας που τον έπνιγε.

“Δεν νιώθαμε ξένοι. Μεγάλωσα ανάμεσα σε Έλληνες και μάλιστα σε μια κοινότητα με πλήρη δραστηριότητα και κάθε λογής συλλόγους. Στην Αλεξάνδρεια υπάρχει ένα τετράγωνο που στεγάζονται όλα τα ελληνικά σωματεία. Έκανα αθλητισμό, έκανα τα πάντα. Πολύ σύντομα ένιωσα ότι αν θέλω να πάω ένα βήμα πιο πέρα, πρέπει να φύγω. Είμαι κατά της νοσταλγίας. Δεν το μπορώ αυτό το πράγμα. Με έκανε να φύγω τρέχοντας και να κόψω όλους τους δεσμούς, με εξαίρεση έναν-δύο συμμαθητές μου”, μου λέει και ακούω το πρώτο καμπανάκι βαθιά στο λαβύρινθο. Όταν λέει ‘νοσταλγία’, εννοεί και την παραμικρή αναφορά στο χρυσό αιώνα του Χλαπάτσα;

Το ότι δεν κατάφερε να περάσει στο Πολυτεχνείο δεν τον πτόησε κι έτσι βρέθηκε σχεδόν αμέσως να συμπληρώνει τη φόρμα εγγραφής του στο Οικονομικό της Νομικής. “Στην πραγματικότητα, ήξερα ότι άλλο πράγμα θέλω να κάνω. Έπαιζα από παιδάκι στις σχολικές παραστάσεις. Η ηθοποιία ήταν κάτι που με γοήτευε, το ίδιο και η σκηνοθεσία”. Η περιπέτειά του με το θέατρο άρχισε με την εγγραφή του στη θεατρική ομάδα του πανεπιστημίου.

Μαθαίνω ότι τριάντα χρόνια πριν, αυτές οι ομάδες ήταν κάτι σαν φυτώριο νέων ταλέντων, αφού όλη η θεατρική κοινότητα παρακολουθούσε τις παραστάσεις τους. Χρειάστηκε να πρωταγωνιστήσει σε μόλις δύο τέτοιες, στο ‘Παραμύθι Χωρίς Όνομα’ και στο ‘Ο Μπίντερμαν και οι Εμπρηστές’, για να έρθουν οι πρώτες επαγγελματικές προτάσεις. Ο Δημήτρης ανέβηκε στο σανίδι ως επαγγελματίας πολύ πριν σπουδάσει σε δραματική σχολή.

Εν τω μεταξύ, είχε γνωρίσει τη Δήμητρα Παπαδοπούλου (που επίσης μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια, αλλά έφυγε νωρίτερα από τον ίδιο) και, μαζί με τη Νανά Τράντου και τον Αντώνη Βεκρή, έκαναν την εκπομπή ‘Πάμε Γυρεύοντας’ στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

 

Τον ρώτησα πού μπορώ να βρω υλικό και μου απάντησε πως έχασε τις τελευταίες κασέτες σε μια μετακόμιση. “Μήπως η Δήμητρα…”, δεν πρόλαβα να ρωτήσω και μου απάντησε σαν να λέει το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. “Όχι, όχι, η Δήμητρα είναι η τελευταία που θα κρατούσε πράγματα”.

Κλείνοντας τη ραδιοφωνική παρένθεση, άφησα στο αόρατο τραπέζι που μας χώριζε την πρώτη του δουλειά στην τηλεόραση. Τον ‘Ανδροκλή και τα Λιοντάρια του’, εκεί που συμμετείχε ως ο μικρότερος γιος της φαμίλιας του Κώστα Βουτσά και έκλεβε την παράσταση με την ατίθαση μπούκλα του. Σε μια σκληρή αλήθεια αμέσως πιο κάτω, θα πάρεις μια ιδέα για το επίπεδο του επαγγελματισμού του.

“Το ’86 έρχεται Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του. Ήμουν μαθητής στο πρώτο έτος στη σχολή Θεοδοσιάδη. Είχε γίνει μια πολύ μεγάλη οντισιόν για το ρόλο του μικρού γιου του Βουτσά και πήγα, αν και δεν με ενδιέφερε και τόσο στην πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης (σ.σ. Νίκος Κουτελιδάκης) με ρώτησε δυο-τρία πράγματα και έφυγα. Μέχρι να φτάσω σπίτι, μου είχαν τηλεφωνήσει για το ρόλο.

 

Πέρασε σίγουρα ένα δίλεπτο χωρίς να μιλήσω. Από τη μια προσπαθούσα να καταλάβω αν άκουσα κάτι λάθος και από την άλλη, τίποτα δεν ταίριαζε περισσότερη στη στιγμή από μια σιωπή. Ο Δημήτρης συνέχισε μόνος του. “Όταν αποφάσισα ότι θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά, αποφάσισα να την κάνω με οποιοδήποτε τίμημα για να δω αν αντέχω. Γι’ αυτό κι έχω αλλοπρόσαλλη καριέρα που δεν μπαίνει σε κουτάκια”.

Από τους Απαράδεκτους στης Ελλάδος τα Παιδιά

Αυτό που έκανε ο Φραγκιόγλου στο δεύτερο μισό των 80s δεν ήταν η νόρμα και το σύνηθες για έναν ηθοποιό της εποχής. Με λίγα λόγια -και πολλή δουλειά-, έκανε τα πάντα. Τηλεόραση με τον Βουτσά, θέατρο με τον Κακλέα, επιθεωρήσεις με την Άννα Βαγενά, κινηματογράφο και βιντεοταινίες. “Μην κοροϊδευόμαστε, οι βιντεοταινίες ήταν κάτι φτηνό, εύκολο, γρήγορο και πρόχειρο που γέμιζε το ‘κενό’ της ιδιωτικής τηλεόρασης που δεν υπήρχε ακόμη”. (Μισό λεπτό να ανοίξω την καρδιά μου για όλους τους ανθρώπους που δεν στρογγυλεύουν καταστάσεις και δεν τονίζουν μόνο τα θετικά από μια ομολογουμένως αμφιλεγόμενη. Εντάξει, την άνοιξα, έβαλα το Δημήτρη και συνεχίζουμε).

Ο δεύτερος κύκλος συνεργασίας του με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου ήρθε στους Απαράδεκτους. Εκεί, από το ενδέκατο επεισόδιο και μετά, ο Δημήτρης έστηνε το στόρι κάθε επεισόδιου, έπαιζε σε μερικά, αλλά άφηνε τις ατάκες των ηρώων για τη Δήμητρα “γιατί σε επίπεδο ατάκας δεν μπορείς να την ανταγωνιστείς”. Μου μιλάει για όλους τους συντελεστές των Απαράδεκτων με σεβασμό και ευγένεια, αλλά όχι με το συναίσθημα που θα πρόδιδε ότι έγινε πολύ φίλος με κάποιον εκτός της Δήμητρας, με την οποία βρίσκεται ακόμα.

“Η περίοδος των Απαράδεκτων ήταν πολύ δημιουργική. Τα κανάλια ήταν πιο χαλαρά, δεν ήταν στημένα με τον τρόπο που είναι σήμερα. Αν γυρίζονταν σήμερα οι Απαράδεκτοι, φοβάμαι ότι θα γίνονταν τόσες συνεννοήσεις που στο τέλος θα ευνουχιζόταν η αρχική ιδέα”. Στα 30 του, ο Δημήτρης γράφει μαζί με τον Δημήτρη Βενιζέλο, που έφυγε ξαφνικά απ’ τη ζωή πριν τρεις μήνες, και παίζει στης Ελλάδος τα Παιδιά.

Κάθε φορά που αναφέρω ή υπονοώ τη σειρά και το ρόλο του εκεί, ο άνθρωπος απέναντί μου έχει ένα εμφανές ζόρι στις εκφράσεις του προσώπου. Δεν νιώθει άνετα. “Ήθελα να σου πω και στο τηλέφωνο ότι προτιμώ να πιάσουμε λίγο διακριτικά το συγκεκριμένο θέμα, γιατί ο θάνατος του Δημήτρη ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για μένα”. Του ζητώ συγγνώμη και ομολογώ ότι δεν είχα μάθει τα νέα. Ένα δεύτερο άβολο κενό κάθεται δίπλα μας, αλλά ο Δημήτρης συνεχίζει, σαν να μονολογεί. Όσο μου μιλάει για της Ελλάδος τα Παιδιά, κοιτάει αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω. Δεν με κοιτάζει, έχει άλλες εικόνες στα μάτια του.

“Νομίζω ότι είναι μια σειρά που το κοινό ανακάλυψε πολύ αργότερα και που οι υπεύθυνοι δεν κατάλαβαν ποτέ. Την πραγματική δυναμική της σειράς την ξέρει μόνο ο κόσμος και αυτό το λέω με πλήρη επίγνωση.  Στη δεύτερη σεζόν, προσπαθήσαμε να κάνουμε τη σειρά λίγο πιο προσεγμένη, αλλά κάτι οι επαγγελματικές υποχρεώσεις των συντελεστών κάτι το ‘Λαβ Σόρρυ’ που ήταν απέναντί μας, αποφασίσαμε να τελειώσει η δεύτερη σεζόν πριν την ώρα της. Ο προγραμματισμός πάντως ήταν για φουλ σεζόν.

 

Και έτσι απλά, ο Δημήτρης έφτιαξε το καλούπι του απόλυτου (κωμικού) ρουφιάνου. Όταν του ζήτησα να διαλέξει τον αγαπημένο του χαρακτήρα από τη σειρά, ήξερα ότι δεν θα διαλέξει τον εαυτό του. Κάτι τέτοιο θα πήγαινε τελείως κόντρα με την αύρα που εισέπραττα τόση ώρα. Είχα δίκιο.

“Αγαπημένος; Χμ, ίσως αυτός που έπαιζε ο Σαββιδάκης, γιατί υπηρετούσε τέλεια αυτό που σκεφτόμασταν όταν τον γράφαμε και μπορούσε να το πάει σαφώς και πιο πέρα. Ήταν πολύ ισότιμοι οι ρόλοι στη σειρά. Δεν ήταν μετρημένες οι ατάκες του καθενός, αλλά προσέχαμε. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να μην τόσο ισότιμη όσο φαίνεται, αλλά  ήταν τόσο καλοστημένη που δεν ένιωθες ότι κάποιος αδικείται”.

Ο Δημήτρης και η τηλεόραση στη μετά Χλαπάτσα εποχή

Με εξαίρεση λίγα σκόρπια επεισόδια, ο Δημήτρης δεν ξανάκανε τηλεόραση μετά της Ελλάδος τα Παιδιά. Έγραψε 2-3 σενάρια που δεν ευδοκίμησαν γιατί θεωρήθηκαν πολύ φεύγα και μετά έπαψε να ασχολείται. “Δεν με ενδιέφερε πια να φανώ στο γυαλί, με ενδιέφερε κάτι που ξεκινάει από το χαρτί”. Τα λεφτά της τηλεόρασης όταν έκανε αυτός τηλεόραση δεν είχαν καμία σχέση με τα λεφτά της τηλεόρασης των 00s, αλλά δεν έχει παράπονο. “Αμειβόμουν καλά, αλλά λιτή ζωή έκανα πάντα”.

Δρώντας και ζώντας από το θέατρο, έφτιαξε τη δική του ομάδα, τους ‘Χρυσοθήρες’ , που ανέβαζαν κατά κύριο λόγο αμερικάνικες κωμωδίες που δεν ακουμπούσε κανείς τότε στο ελληνικό θέατρο. “Σε κάποιο βαθμό είχαν επιτυχία αυτές οι παραστάσεις, αλλά στην ουσία έκανα κλεφτοπόλεμο. Δεν είχα ποτέ τη δική μου στέγη για να αποκτήσω ένα σταθερό κοινό. Κάποια από αυτά που ανέβασα πρώτος -όπως το ‘Γελώντας Άγρια’ του Durang το 2000- παίζονται και ξαναπαίζονται έκτοτε, έστω και στη ζούλα. Κάτι είναι κι αυτό”.

Εκτός απ’ το να ζει λιτά, ο Δημήτρης δεν σταματάει να μελετάει, να σκέφτεται και να σημειώνει ιδέες. “Διανύω μια περίοδο που νιώθω σαν κωπηλάτης σε κατακλυσμό. Γυρίζω στα κλασικά, διαβάζω Αδερφούς Καραμαζόφ, Αλεξανδρινό Κουαρτέτο. Ξαναγυρίζω σε κάποια έργα που νιώθω ότι θα με ξαναβγάλουν προς τα έξω”.

Από τα ελάχιστα πράγματα που μετανιώνει είναι που δεν απέκτησε τη δική του θεατρική στέγη, αν και του δόθηκε η ευκαιρία. “Ίσως δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Πολύ πριν υπάρξουν τα τόσο πολλά off θέατρα που υπάρχουν σήμερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω αλλά φοβήθηκα. Όπως και να ‘χει, αν ήθελα να έχω διαφορετική πορεία απ’ αυτή που είχα ως τώρα, θα είχα βρει τον τρόπο”.

 

Μιας και ξαναπέφτει το μπαλάκι στο τερέν των σήριαλ, έχω την απορία αν υπήρξε κάποιος κωμικός ρόλος ελληνικής σειράς που ζήλεψε και θα ‘θελε να ‘χει γράψει ή να ‘χει παίξει. Μου λέει ότι μια από τις ελάχιστες φορές που σκέφτηκε ότι θα ‘θελε να ‘χει φτιάξει μια παρόμοια κωμωδία συνέβη όταν είδε το αυθεντικό Modern Family.

“Στα χρόνια που έκανα τηλεόραση, τα έβλεπα όλα από διαστροφή. Μετά σταμάτησα. Δεν παριστάνω ότι δεν ξέρω τι γίνεται. Έχω τηλεόραση και κατά καιρούς έχω σαπίσει και άπειρες ώρες παρακολουθώντας. Παρακολουθώ και τα δύο τελευταία χρόνια που πάει να πάρει μπροστά, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται κάτι. Περίμενα ότι μετά την κρίση θα δίνονταν ευκαιρίες σε καινούργια πράγματα, όπως συνέβη σε άλλους τομείς όπως το ίντερνετ. Δυστυχώς, η τηλεόραση παρέμεινε εντελώς η ίδια.

 

Τα άλλα είναι ίδια. Επέστρεψαν οι ίδιοι άνθρωποι σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Το σήριαλ του Καπουτζίδη είναι πολύ φορτωμένο. Είναι σαν να μας κάνει μάθημα και δεν το αντέχω αυτό. Είναι πολύ προσεγμένη σειρά, αλλά εξίσου φορτωμένη”.

Αντί ροκ επιλόγου

Ο Δημήτρης Φραγκιόγλου δεν ήταν ποτέ των συνεντεύξεων. Δεν του αρέσουν, δεν θέλει να δίνει, το είπαμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ευχάριστη παρέα ή ότι δεν απολαμβάνει την κουβέντα μας. Ίσα ίσα, νομίζω ότι με συμπαθεί σταθερά από εκείνο το κομμάτι για τον Χλαπάτσα. Κοιτώντας τον να χαϊδεύει το μούσι του, αναρωτιέμαι τρία πράγματα. Πώς διαχειρίστηκε το χαμό με το Χλαπάτσα, πώς διαχειρίστηκε τα είκοσι χρόνια που έχουν ακολουθήσει χωρίς αντίστοιχη επιτυχία και πώς φαντάζεται το μέλλον. Δεν είναι ότι δεν με κάλυψε με τις απαντήσεις του, αλλά ο Δημήτρης έχει μια αυτοκυριαρχία σχεδόν αθόρυβη που λέει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι το στόμα του.

Μου λέει ότι είναι απογοητευμένος απ’ όσα συμβαίνουν αυτό το διάστημα γύρω του και ότι προσπαθεί να επαναπροσδιοριστεί. Μου μιλάει για την ‘ανάκληση’ του διορισμού του στο Δ/Σ του Εθνικού Θεάτρου. “Γράφτηκαν κι ακούστηκαν πολλά. Η δικαιοσύνη θα βρει το τι συνέβη. Εγώ εκπροσωπούσα το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών στο Δ/Σ του Εθνικού από τον Μάιο του ’13. Το σωματείο μου ήταν πάντα ενήμερο και για την ατζέντα και για το τι ψήφιζα στα διοικητικά συμβούλια. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Είμαι η παράπλευρη απώλεια στο νέο ‘όραμα για Εθνικό Θέατρο’. (γελάει) Βέβαια κάποιες ‘συνιστώσες’ του πολιτισμού, παλιές καραβάνες στο συνδικαλισμό, φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα μου και να με παρουσιάσουν σαν κάποιον αφελή τύπο που ήθελε και τα ‘παθε.

Με δυο λόγια, σ’ αυτή την ιστορία, κάποιοι με χρησιμοποίησαν, με τσαλάκωσαν και με πέταξαν. Και επειδή δεν έχω κάποια κομματική ομπρέλα για να με προστατέψει, (δεν ανήκω στο ΣΥΡΙΖΑ ούτε πουθενά αλλού), είμαι εύκολος στόχος. Μοιραίο λοιπόν να δεχτώ πολλές σφαλιάρες κι από παντού”.

Ακόμη κι αυτή τη θέση, ο Δημήτρης την λέει με cool τρόπο και χωρίς κλάψα.

“Έχω μάθει να βλέπω την αστεία πλευρά των πραγμάτων ακόμη και μες στις πιο δραματικές καταστάσεις. Υπάρχει μια ατάκα στον ‘Μπίντερμαν’ που λέει ότι αυτοί που δεν έχουν την αίσθηση του χιούμορ, τα χάνουν εντελώς όταν έρθει η ώρα. Το κουβαλάω αυτό”.

Κλείνοντας την κουβέντα, μου εξηγεί πόσο εμμονικός είναι με πράγματα της καθημερινότητας και πώς διάλεξε παλιότερα να απορρίψει τον ‘τρόπο’ της τηλεόρασης, αυτό το ‘κράτα το σόου μαϊμού’ που σχεδόν επιτάσσει από τους ανθρώπους της. Μου εξηγεί ότι ποτέ δεν έπαιξε αυτό το παιχνίδι. Μου γκρινιάζει άλλο λίγο για το στυλ της εποχής, αυτό που όλοι είναι πολυγραφότατοι και λαλίστατοι.

 

Χλαπάτσας; Θυμάσαι το ίδιο έντονα τον Χλαπάτσα μετά από αυτήν την κουβέντα;

Ευχαριστούμε το κομμωτήριο In Berlin (Κόνιαρη 45 & Λεωφόρος Αλεξάνδρας, τηλ. 210-6463004) για τη φιλοξενία.