Ο Δημήτρης Παπανικολάου τα έζησε όλα νωρίς
- 28 ΝΟΕ 2017
‘Θρασύς νεαρός’. Από την στιγμή που κλείσαμε το τηλέφωνο με τον Δημήτρη Παπανικολάου και δώσαμε ραντεβού για αυτή τη συνέντευξη, βούιζε στα αυτιά μου η φράση ‘θρασύς νεαρός’.
Τον θυμόμουν, στα μέσα των ’90s με την φανέλα του Ολυμπιακού κι ενώ βρισκόταν μήνες είτε πριν είτε μετά την ενηλικίωσή του, να παίρνει φόρα και να καρφώνει στα μούτρα μεγαθηρίων του ελληνικού -άρα και του ευρωπαϊκού- μπάσκετ. Καρφώματα τα οποία δεχόταν ο εκφωνητής σαν ασίστ από τον Παπανικολάου και με ντεσιμπέλ, στα όρια της παρεξήγησης για τους μη ερυθρόλευκους φιλάθλους, φώναζε κάτι του τύπου ”άλλο ένα σπουδαίο κάρφωμα από τον θρασύ νεαρό”.
Στις ημέρες που προηγήθηκαν της συνέντευξης ρώτησα συναδέλφους, έψαξα στο Youtube και όχι μόνο δεν βρήκα τρόπο να θυμηθώ ποιος αποκαλούσε τον Δημήτρη Παπανικολάου ‘θρασύ νεαρό’, αλλά άρχισαν να μου δημιουργούνται και αμφιβολίες για το κατά πόσο του είχε αποδοθεί το συγκεκριμένο προσωνύμιο.
Ένα πρωινό καθημερινής, τον συνάντησα στο καφέ-μπαρ Baron στην Γλυφάδα. Τον χαιρέτησα, κάθισα απέναντί του και πάτησα το rec στο κινητό. ”Δημήτρη, εσύ δεν είσαι ο θρασύς νεαρός του ελληνικού μπάσκετ;”, τον ρώτησα φουριόζος.”Ναι”, μου απάντησε μειδιώντας. ”Δεν θυμάμαι ποιος μου είχε βγάλει το συγκεκριμένο παρατσούκλι. Ίσως οι δημοσιογράφοι, γιατί μπήκα πολύ μικρός στα βαθιά. 15,5 χρονών έπαιξα στην Α1, ενώ στα 18 πήγα στον Ολυμπιακό”.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε κάθε φορά που ο Δημήτρης Παπανικολάου έλεγε μια ατάκα που θα μπορούσε να αποτελέσει τίτλο για αυτή τη συνέντευξη άκουγα στο background του μυαλού μου τη φράση ”άλλο ένα σπουδαίο κάρφωμα από τον θρασύ νεαρό”. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από τον εμπνευστή της, αφού κατά πάσα πιθανότητα κάνω λάθος, αλλά λόγω πάθους και έντασης επέλεξα να ακούω τα ”άλλο ένα σπουδαίο κάρφωμα από τον θρασύ νεαρό” που ακολούθησαν με φωνή Χάρη Αλευρόπουλου.
Ι. Από το Ίλιον στον Ολυμπιακό
(Φωτογραφίες: Tourette Photography/ Γεωργία Παναγοπούλου)
Όσον αφορά το μπάσκετ, ο Δημήτρης Παπανικολάου τα έζησε όλα πολύ νωρίς. Το 1995 αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής στο Μουντομπάσκετ Εφήβων με την αντίστοιχη Εθνική, στα 18 του βρέθηκε βασικός στον Ολυμπιακό, ενώ μετρούσε ήδη τρία χρόνια πείρας στην Α1, ελέω της παρουσίας του στο Σπόρτινγκ, και λίγο μετά του ενηλικίωσή του ο δημοσιογραφικός κόσμος άρχισε ήδη να τον θεωρεί τον δεύτερο Έλληνα all around μπασκετμπολίστα μετά τον Φάνη Χριστοδούλου.
”Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι και μέναμε στο Ίλιον. Εκατό μέτρα από το σπίτι μας, υπήρχε ένα οικόπεδο, το οποίο έγινε γήπεδο μπάσκετ, όπως και πολλά άλλα αμέσως μετά την επιτυχία του 1987. Είχα δοκιμάσει πολλά αθλήματα, αλλά από τα 12-13 που άρχισα το μπάσκετ, βρέθηκα να παίζω από το πρωί ως το βράδυ στο συγκεκριμένο γήπεδο”.
”Λίγο αργότερα γράφτηκα στον Αστέρα Λιοσίων και από εκεί βρέθηκα στην Εθνική Παίδων. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου διάβασε σε μια εφημερίδα πως η ομοσπονδία μπάσκετ είχε δημιουργήσει κλιμάκια ανά την Ελλάδα, τα οποία δοκίμαζαν παίκτες για να τους εντάξουν στις μικρές εθνικές. Έτσι, πήρε από το χέρι και με πήγε στο ΣΕΦ. Πήγα καλά στις δοκιμές και με πήραν στην Εθνική Παίδων, από την οποία με είδε ο Ολυμπιακός. Με τη συγκεκριμένη φουρνιά της Εθνικής κατακτήσαμε το Μεσογειακό και το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, ενώ το 1995 πήραμε και το Παγκόσμιο Εφήβων”.
”Κανονικά η θέση μου είναι στην περιφέρεια, δυάρι-τριάρι. Στην Ελλάδα, όμως, οι προπονητές δεν κοιτούν την μελλοντική σου εξέλιξη, για αυτό σε χρησιμοποιούν, όπου σε χρειάζονται. Τα πρώτα χρόνια στον Ολυμπιακό υπήρχαν πολλοί τραυματισμοί στους ψηλούς και επειδή ήμουν αρκετά δυνατός και αλτικός αναγκάστηκα να παίζω μέχρι και κάτω από το καλάθι για να σπρώχνω τους αντίπαλους ψηλούς. Αυτό με πήγε λίγο πίσω από άποψη εξέλιξης”.
ΙΙ. Το μεγάλο λάθος της καριέρας του
Μπορεί ο έφηβος Δημήτρης Παπανικολάου να είχε αναγνωρισιμότητα, χρήματα και εμπειρίες που ο μέσος συνομίληκός του δεν μπορούσε να διανοηθεί, ωστόσο ως επαγγελματίας από την μία πλευρά στερήθηκε ανεμελιά, βόλτες και διακοπές, ενώ από την άλλη ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστεί σ’ αυτή την ηλικία τον ντόρο γύρω από το όνομά του.
”Όπως όλος ο κόσμος περνά την εφηβεία του, έτσι την πέρασα κι εγώ. Απλώς όταν είσαι αναγνωρίσιμος, όλοι μαθαίνουν τι συμβαίνει στη ζωή σου. Σ’ αυτές τις ηλικίες σε πιάνει κάποια στιγμή η έπαρση και νιώθεις πολύ δυνατός. Αυτό συνέβη και με εμένα και στα 18 μου έκανα ένα μεγάλο λάθος. Τσακώθηκα με τον Σωκράτη Κόκκαλη και τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, τότε προπονητή μου στον Ολυμπιακό, και πήγα για έξι μήνες στην Κίντερ Μπολόνια.
Δεν έπαιξα ποτέ στην Μπολόνια, εξαιτίας ενός νομικού θέματος. Γύρισα στον Ολυμπιακό, όπου τα βρήκα με τον Ίβκοβιτς και τον κύριο Κόκκαλη. Δεν ήταν ποτέ οικονομική η διαφορά μου με τον Ολυμπιακό. Είχε να κάνει καθαρά με συμπεριφορές”.
ΙΙΙ. Η μετάβαση από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι ο μοναδικός Έλληνας μπασκετμπολίστας που έχει κατακτήσει 2 φορές το triple crown (Ευρωλίγκα, πρωτάθλημα και κύπελλο), με διαφορετικές ομάδες: το 1997 (Ρώμη) με τον Ολυμπιακό και το 2007 (Αθήνα) με τον Παναθηναϊκό. Η μετάβαση, όμως, από την μία ομάδα στην άλλη με το διάλειμμα ενός έτους στον Μακεδονικό, δεν ήταν εύκολη.
”Όσον αφορά τις μετακινήσεις παικτών από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό και αντίστροφα σπάνια γίνονται για λόγους χρημάτων. Γιατί πολύ απλά όταν παίζεις σε μία από αυτές τις ομάδες και θέλει να σε κρατήσει, μπορεί να το κάνει, γιατί έχει τα χρήματα.
Έφυγα από τον Ολυμπιακό γιατί η ομάδα τότε μου έκανε μια προσφορά, με την οποία έδειχνε ότι δεν με ήθελε
Μπορεί μια ομάδα να περνά οικονομική κρίση και να μην μπορεί να σου δώσει όσα λεφτά πιστεύεις ότι αξίζεις και να σε πείσει να μείνεις σε αυτή. Μπορεί, όμως, και να κάνει μια προσφορά μόνο για τα μάτια του κόσμου. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνει δράση ένας μηχανισμός, ο οποίος προσπαθεί να σε λοιδορήσει”.
”Η μεταγραφή μου από τον Μακεδονικό στον Παναθηναϊκό ήταν λίγο περίεργη, γιατί εκείνη την περίοδο υπήρχε η φήμη ότι θα επέστρεφα στον Ολυμπιακό, κάτι που ήθελαν περισσότερο κάποιοι δημοσιογράφοι και φίλοι παρά η ίδια η ομάδα. Μια μέρα, ενώ έπινα καφέ με τον μάνατζερ μου, τον πήρε ξαφνικά τηλέφωνο ο Θανάσης Γιαννακόπουλος. Όταν ο μάνατζέρ μου του εξήγησε ότι ήμασταν μαζί, ο κύριος Γιαννακόπουλος του ζήτησε να με πάει στην Βιανέξ (σ.σ. φαρμακευτική εταιρεία του Γιαννακόπουλου) και να συζητήσουμε. Δεν ήταν τίποτα προετοιμασμένο.
Αλλά και πάλι τηρήθηκαν οι ηθικοί κανόνες. Πριν υπογράψω στον Παναθηναϊκό μίλησα με τον Ολυμπιακό. Ωστόσο η πλευρά των ερυθρόλευκων υποστήριξε πως είχε κλείσει το ρόστερ της ομάδας και μου είπε να προχωρήσω όπως ήθελα. Κάπου εκεί σε πιάνει λίγο ο εγωισμός. Δεν τέθηκε θέμα εκδίκησης, ούτε ήθελα να αποδείξω κάτι στα μεταξύ μας ντέρμπι. Ένας άνθρωπος με υγιή εγωισμό πρέπει αν επιδιώκει τη δικαίωση και όχι την εκδίκηση”.
”Στον Παναθηναϊκό πήγα το 2004. Εκείνη την περίοδο εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων γινόταν μια ανακαίνιση στα μεγάλα γήπεδα της χώρας, με αποτέλεσμα ο Παναθηναϊκός ν’ αγωνίζεται στο Σπόρτινγκ και ο Ολυμπιακός στον Κορυδαλλό. Τα συγκεκριμένα γήπεδα είναι πολύ μικρά για αυτό και η πρώτη μου χρόνια με τους φίλους του Παναθηναϊκού ήταν πολύ δύσκολη.
Το να σε βρίζουν οι οπαδοί του αντιπάλου είναι συνηθισμένο. Το να σε βρίζουν οι οπαδοί της ομάδας σου είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς
Αλλά όταν οι συμπαίκτες, η διοίκηση και ο προπονητής θέλουν κάποιον, τον στηρίζουν. Έτσι ολοκλήρωσα την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό με μια πολύ καλή εμφάνιση στο 5ο τελικό του πρωταθλήματος 2006-07 κόντρα στον Ολυμπιακό”.
”Σήμερα δεν υπάρχει όση πίεση υπήρχε τότε. Αυτή η πίεση πήγαινε πίσω το ταλέντο. Ήταν αυτοσκοπός να χτυπήσεις κάποιον, να παίξεις δυνατά και να τσαμπουκαλευτείς. Σήμερα εκτός Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού δύσκολα μπορεί να βρει ένας παίκτης καλές οικονομικές απολαβές, ωστόσο μπορεί να χτίσει πιο εύκολα καριέρα, ενώ έχει ανοίξει και ο δρόμος για το ΝΒΑ”.
ΙV. Το ΝΒΑ και η Εθνική
”Δεν μου έχει μείνει απωθημένο το γεγονός πως δεν αγωνίστηκα στο εξωτερικό, αφού στα χρόνια μου το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν το καλύτερο στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, μετά τον Ολυμπιακό είχα πρόταση από την Ταουγκρές, αλλά έμεινα στην Ελλάδα, γιατί ήταν πολύ άρρωστος ο πατέρας μου και ήθελα να βρίσκομαι κοντά του”.
”Είχα μια πρόταση από τους Toronto Raptors για μια θέση γύρω στο 40 του ντραφτ, την οποία αρνήθηκα. Η επόμενη μου σεζόν δεν ήταν τόσο καλή και τελικά το θέμα του ΝΒΑ δεν προχώρησε. Η μόνη στενοχώρια που μου έχει μείνει από την καριέρα μου είναι πως αν και με την Εθνική Ανδρών φτάσαμε πολλές φορές κοντά στα μετάλλια δεν καταφέρουμε να κατακτήσουμε κάποιο. Βγήκαμε δύο φορές 5οι σε Ολυμπιακούς Αγώνες (σ.σ. 1996, 2004) και 4οι σε Ευρωμπάσκετ (1997) και Μουντομπάσκετ (1998).
Οι πιο δύσκολοι αντίπαλοι που έχω αντιμετωπίσει ήταν ο Αλφόνσο Φορντ, ο Πρέλιεβιτς και ο Στογιάγκοβιτς.
”Η κατάκτηση του χρυσού στο Παγκόσμιου Εφήβων του 1995 δεν ήρθε ξαφνικά. Είχε προηγηθεί η πρώτη θέση στο Μεσογειακό και στο Ευρωπαϊκό, απλώς το Παγκόσμιο πήρε πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ξεκινήσαμε ταπεινά από τη Θεσσαλονίκη και καταλήξαμε να κερδίζουμε εύκολα, στο γεμάτο ΟΑΚΑ, ομάδες όπως οι ΗΠΑ με παίκτες τύπου Στέφον Μάρμπουρι και Βινς Κάρτερ, οι οποίοι στη συνέχεια έκαναν σπουδαία καριέρα στο ΝΒΑ”.
”Ο Φασούλας έχει πει πως μέχρι 22 ετών λέμε έναν παίκτη ταλέντο και στα 27 αρχίζουμε να τον ρωτάμε πότε θα σταματήσει. Με βάση αυτή τη λογική έχουμε 5 χρόνια καριέρας. Μπορεί σε μικρές ηλικίες να κερδίζουμε τους Αμερικάνους, ωστόσο τόσο αυτοί όσο και οι Σέρβοι έχουν καλύτερο σύστημα ανάδειξης επαγγελματιών αθλητών. Εμείς πρώτα γινόμαστε παίκτες και μετά προσπαθούμε να γίνουμε αθλητές. Οι Αμερικάνοι πρώτα γίνονται αθλητές, δεν πληρώνονται από νωρίς και ωριμάζουν σιγά σιγά. Μπορεί εμείς στα 15-18 να έχουμε περισσότερες παραστάσεις, εκείνοι όμως έχουν μεγαλύτερα περιθώρια εξέλιξης”.
V. Οι προπονητικοί ογκόλιθοι: Ιωαννίδης-Ίβκοβιτς-Ομπράντοβιτς
”Είναι πολύ δύσκολο να έχεις προπονητή τον Ιωαννίδη. Εκείνη την εποχή στον Ολυμπιακό ήταν θεός. Τον έτρεμαν όλοι. Μας πήγαινε 30 μέρες στο βουνό για προετοιμασία και μας έκανε τρίωρες προπονήσεις. Υπήρχε τεράστια ψυχολογική πίεση. Από τη στιγμή, όμως, που πετύχαινε, η ομάδα τον στήριζε να συνεχίσει.
Ο Ιωαννίδης ήθελε να κερδίζει πάντα χωρίς να τον νοιάζει ο τρόπος. Αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο για έναν νέο παίκτη. Ο Ολυμπιακός τότε έπαιζε πολύ οργανωμένο μπάσκετ, με αργό στιλ και πολλές επαφές χωρίς μεγάλες ελευθερίες στους παίκτες, αν εξαιρέσεις κάποιους σταρς τύπου Ρίβερς και Έντι Τζόνσον. Για αυτό για ένα ταλέντο ήταν καλύτερο να ξεκινήσει από μια πιο μικρή ομάδα”.
”Ο Ιωαννιδης φώναζε πολύ περισσότερο σε διάρκεια σε σχέση με τον Ίβκοβιτς. Ο Ίβκοβιτς φώναζε μια φορά και έτρεμε η γη. Αυτοί οι προπονητές ήταν leaders των ομάδων τους. Δεν είχαν ποτέ άγχος απόλυσης και είχαν την απόλυτη ελευθερία να εφαρμόσουν τις τακτικές τους”.
”Ο Ομπραντοβιτς όταν θύμωνε μετά από ήττες γινόταν εξίσου τρομακτικός. Ήταν, όμως, πιο κοντά στους παίκτες. Μας είχε μία κρύο μία ζέστη. Μπορεί μια μέρα να έπινε μαζί σου μια μπίρα και να ήταν φιλικός και έτσι αποκτούσε δικαίωμα να σου φωνάξει την επομένη”.
VI. Ο 5ος τελικός κόντρα στον Ολυμπιακό
Στους τελικούς της σεζόν 2006-2007 ο Παναθηναϊκός αντιμετώπισε για άλλη μια φορά τον Ολυμπιακό. Στο τελευταίο ματς της σειράς, ο Ομπράντοβιτς εμπιστεύτηκε τον Παπανικολάου, παρά τις περιορισμένες συμμετοχές του κατά τη διάρκεια της χρονιάς και εκείνος τον έβγαλε ασπροπρόσωπο βάζοντας 12 πόντους σε ισάριθμα λεπτά.
”Ο Ομπράντοβιτς δεν με προετοίμαζε ένα εξάμηνο για τον 5ο τελικό του 2007. Έτσι και αλλιώς στον συγκεκριμένο αγώνα έχασα το πρώτο σουτ και δέχτηκα το πρώτο καλάθι από τον Άκερ, τον προσωπικό μου αντίπαλο. Θα μπορούσε να με είχε βγάλει και να μην είχα αγωνιστεί ξανά. Η επιτυχία, άλλωστε, από την αποτυχία δεν απέχουν πολύ.
Εκείνη τη χρονιά υπήρχαν πολλοί καλοί περιφερειακοί παίκτες στην ομάδα. Στο συγκεκριμένο ματς ο coach έβγαλε τον Σάκοτα από την 12αδα κι έβαλε εμένα καθαρά για λόγους αμυντικής τακτικής. Ο Γκέρσον (σ.σ. τότε προπονητής του Ολυμπιακού) είναι ένας προπονητής που κάποιες φορές αφήνει έναν παίκτη ελεύθερο. Είδε ότι δεν είχα πολλές συμμετοχές και με άφηνε να σουτάρω. Μπήκαν τα σουτ, έπαιξα καλά και στην άμυνα και έγινε ό,τι έγινε. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη τακτική πίσω από αυτό το ματς”.
VII. Ο coach Παπανικολάου
Μετά τον Παναθηναϊκό ο Παπανικολάου φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ, του Πανιωνίου και του Περιστερίου, όπου έκλεισε την καριέρα του. Από εκεί και πέρα αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την προπονητική. Ξεκίνησε από τον πάγκο της ΑΕΚ το 2012, όταν η ομάδα αγωνιζόταν στην Α2. Μετά από δύο μόλις παιχνίδια αποχώρησε από την Ένωση, έκανε ένα μικρό πέρασμα από τον πάγκο του Ηλυσιακού, ενώ το 2013 αποτέλεσε έναν από τους βοηθούς του Αντρέα Τρινκέρι στην Εθνική Ανδρών. Όσον αφορά το μέλλον, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να καθίσει ξανά στον πάγκο κάποιας ομάδας.
”Το βασικό μου λάθος ως προπονητής ήταν πως συνέχισα να σκέφτομαι σαν παίκτης. Ένιωθα ότι κάποια πράγματα έπρεπε να γίνονται όπως τα είχα μάθει σε Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Ότι οι παίκτες έπρεπε να έχουν ζεστό νερό και πετρέλαιο. Ήθελα να είναι πολύ πειθαρχημένοι στην προπόνηση και ν’ απομονώνω τα ταραχοποιά στοιχεία. Χρειαζόταν όμως μεγαλύτερη υπομονή από την πλευρά μου στα παραπάνω πράγματα, ενώ έπρεπε να προσαρμοστώ περισσότερο και στις συνθήκες των συγκεκριμένων ομάδων. Δεν γινόταν να εφαρμόσω από την πρώτη μέρα αυτά που ήθελα”.
”Όσον αφορά το πέρασμά μου από τον πάγκο της Εθνικής, δεν ήταν καλό το timing. Την περίοδο που βρισκόταν ο Τρινκέρι στον πάγκο της ομάδας, μπερδεύτηκαν οι ρόλοι στην Εθνική εξαιτίας του θανάτου του Γιώργου Κολοκυθά. Οι φίλαθλοι μπορεί να μην καταλαβαίνουν τι σήμαινε ο συγκεκριμένος άνθρωπος για την ομάδα, αλλά επρόκειτο για το δεξί χέρι του Βασιλακόπουλου. Αποτελούσε μια πολύ δυνατή φωνή μέσα στην Ομοσπονδία.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα μυστήριο κλίμα στην Εθνική. Βγαίνουν πολλά πράγματα εύκολα προς τα έξω. Όσο ζούσε ο Κολοκυθάς, αυτά τα μάζευε
”Το γεγονός πως ο Τρινκέρι είναι πολύ καλός προπονητής το βλέπουμε και από τη δουλειά του στην Μπάμπεργκ. Η Εθνική δεν πήγαινε καλά τόσο πριν όσο και μετά τον Τρινκέρι. Δεν ξέρω τι φταίει. Ίσως να μην υπάρχει όσο ταλέντο νομίζουμε”.
”Αυτή την περίοδο ασχολούμαι με την εταιρεία μου, η οποία διοργανώνει αθλητικά events. Διοργανώσαμε 3on3 σε Γλυφάδα και Ίο, ενώ το επόμενο μεγάλο μας project είναι ένας αγώνας που θα γίνει στις (23/12) προς τιμή του Νίκου Γκάλη στο κλειστό του Αγίου Θωμά, στο Μαρούσι. Στον αγώνα θα συμμετέχουν μεγάλοι παίκτες που έχουν αποσυρθεί από την ενεργό δράση όπως οι Διαμαντίδης, Τσαρτσαρής, εν ενεργεία μπασκετομπολίστες, αλλά και αθλητές από άλλα αθλήματα όπως ο Ιακωβάκης κι ο Γιαννιώτης. Ο Γκάλης δεν εμφανίζεται συχνά και σχεδόν όλοι οι μπασκετμπολίστες θέλουν να συμμετέχουν σε μια τέτοια εκδήλωση, αφού αναγνωρίζουν πως κυρίως σε αυτόν οφείλουν το γεγονός πως έκαναν καριέρα”.
Ευχαριστούμε το cafe-bar Baron, στην πλατεία Εσπεριδών, στη Γλυφάδα, για την φιλοξενία.