Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος μας είπε με ποιους νεκρούς συγγραφείς θα ήθελε να κάνει roadtrip
- 27 ΜΑΡ 2018
Στο σπίτι του Δημοσθένη Παπαμάρκου, νιώθεις ότι τα πάντα έχουν αντικατασταθεί από βιβλία, σαν τα έπιπλα να αποτελούν απλά στηρίγματα για αυτά, διακοσμητικές αφορμές για να στρογγυλοκάθονται άνετα, γνωστοί και άγνωστοι λογοτέχνες. Μη νομίζετε βέβαια, ότι τα έχει πετάξει δήθεν ανέμελα σε διάφορα γωνίες για να κάνει εντύπωση, μια χαρά τοποθετημένα είναι και με καμία διάθεση επίδειξης. Απλά είναι τόσα πολλά και αναγκαστικά ξεχειλίζουν από τόσα διαφορετικά μέρη του σπιτιού, που νομίζεις ότι σε όποιο σημείο και αν καθίσεις, αν τεντώσεις το χέρι σου, θα πιάσεις κάποιο.
Απ’ τη μεριά μου νόμιζα ότι αν συναντηθούμε στον χώρο του, ανάμεσα στα βιβλία του, αυτός ο πολύ ντροπαλός συγγραφέας, θα ένιωθε πιο άνετα, θα ξεπερνούσε την εκνευριστική μετριοφροσύνη του, μοιραία αναντίστοιχη με το τεράστιο ταλέντο του και θα ανοιγόταν. Έκανα λάθος όμως, όχι γιατί δεν ανοίχτηκε, κάθε άλλο, αλλά επειδή ο χώρος, του ήταν τόσο οικείος, όσο ήταν και σε μένα. Είχε, δεν είχε δυο μήνες στο νέο του σπίτι, τα σημάδια της μετακόμισης ήταν ακόμα εμφανή, οπότε το ότι η συζήτησή μας δεν βάλτωσε, θα το θεωρήσω καθαρή εύνοια της τύχης (και ότι προφανώς τον είχα ψυχολογήσει εξαρχής λάθος).
Μιλήσαμε, λοιπόν, για το βιβλίο-φαινόμενο, το ‘Γκιακ’, για τα βιβλία των άλλων, για τη συνεργασία του με τον Τζίμη Πανούση και τον Γιάννη Οικονομίδη, για τις ταινίες, για το black metal και ειλικρινά, θα μπορούσαμε να μιλάμε ακόμα, καθώς είναι και πολύ καλή παρέα (για συγγραφέας…). Και εγώ ξεδιάντροπα πολύ μεγάλος φαν.
Πάνω κάτω, αυτά είναι όσα είπαμε.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Nιώθεις ότι είσαι λίγο ριγμένος που έγραψες τόσο σπουδαίες ιστορίες, αλλά σε ένα δυσνόητο περιβάλλον για τους μη ‘Ελληνες αναγνώστες (Μικρασιατική Εκστρατεία); Να πεις “ρε γαμώτο, αν ήμουν Αμερικάνος αυτή τη στιγμή θα είχα πουλήσει εκατομμύρια”.
Ριγμένος όχι. Δεν στο λέω από μετριοφροσύνη, αλλά δεν το έχω σκεφτεί καθόλου. Άσε που μπορεί να ήταν και ένα παρωχημένο βιβλίο για την Αμερική και να μην πουλούσε και καθόλου. Απ’ την άλλη έχω εκπλαγεί τόσο πολύ με την ανταπόκριση που είχε εδώ, που το να σκέφτομαι το κάτι παραπάνω, το θεωρώ ύβρι.
Σου έχουν ζητήσει να το μεταφράσουν;
Έχουν μεταφραστεί κάποιες ιστορίες, σε κάτι blogs, σε κάποια περιοδικά κτλ., αλλά βλέποντας τη μετάφραση δεν μένεις και πολύ ικανοποιημένος. Το δύσκολο είναι η γλώσσα, καθώς είναι δομικό κομμάτι του διηγήματος, οπότε με τη μετάφραση μένει μόνο η ιστορία, η οποία δεν λέει τίποτα στον ξένο. Πάντα ένα λογοτεχνικό κείμενο όταν μεταφράζεται, χάνει.
Όσο κλισέ και αν σου ακουστεί, τι σκεφτόσουν όταν το έγραφες;
Έψαχνα το κατάλληλο όχημα για κάτι που με προβλημάτιζε εκείνη την περίοδο λογοτεχνικά, για ένα ερώτημα που με απασχολούσε. Είχα δηλαδή μια γενική ιδέα του τι θέλω να γράψω, δεν είχα βρει όμως ακόμα το πως και το πλαίσιο.
Ποιο είναι αυτό το ερώτημα; Θες να πεις ή θα κάνεις σπόιλερ;
Όχι δεν έχει να κάνει με σπόιλερ. Τότε σκεφτόμουν πολύ αόριστα, ότι ας πούμε ζεις σε ένα χωριό και ο διπλανός σου, που μπορεί να είναι ο αγαπημένος σου θείος, ο κολλητός του πατέρα σου, οποιοσδήποτε, είναι ένα κτήνος. Ο πυρήνας του ας πούμε σαν άνθρωπος, κάποια στιγμή μεταλλάχθηκε στο ‘Κακό’ και παρόλα αυτά είναι λειτουργικός, κοινωνικός, δηλαδή δεν είναι ούτε παραβατικός, ούτε τίποτα απ’ αυτά, μόνο που μέσα του υπάρχει ένα σκοτάδι που κάποια στιγμή εκδηλώθηκε κιόλας. Με ενδιέφερε να ψηλαφίσω το τέρας, να κάνω ένα στοχασμό ανάμεσα στη φύση του καθενός μας, που είναι ικανή να κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις.
Θα έλεγες ότι σε τραβάνε και οι σίριαλ κίλλερς ή είναι μία πολύ φτηνή έκδοση αυτού που μόλις περιέγραψες;
Όχι απαραίτητα, δεν το βρίσκω φτηνό, απλά δεν με γοητεύει, έχει μια άλλη ποιότητα αυτό, έχει να κάνει με ψυχοπαθολογία, με μια έλλειψη επιλογής. Ο σίριαλ κίλλερ δεν είναι μία αναστρέψιμη περίπτωση. Με ιντριγκάρει περισσότερο το κοινότοπο κακό, αυτό που μπορεί να εκδηλωθεί από μένα και από σένα σε καταστάσεις οριακές. Ποια είναι η γραμμή; Πού είναι; Αν την περάσεις μπορείς να ξαναγυρίσεις πίσω από αυτή;
Αν ήξερες ότι θα έβγαζες πολλά λεφτά γράφοντας ένα ρομάντζο, ξέρεις, απ’ αυτά με τίτλους όπως “Η αληθινή αγάπη πονάει περισσότερο από την σκέτη αγάπη”, θα το έκανες;
Ναι. Ξερά. Αν το κάνεις συνειδητά, αν πεις “θέλω να γράψω ένα ρομάντζο τώρα, γιατί θέλω να πουλήσω”, εγώ δεν βρίσκω κάτι το κακό σ’ αυτό. Δεν νοθεύεις ένα βιβλίο σου που το έχεις συλλάβει με έναν συγκεκριμένο τρόπο και του βάζεις τέτοια στοιχεία, ώστε να το κάνεις πιο εμπορικό, πιο ποπ. Αν και προσωπικά νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω, είναι φοβερά δύσκολο. Δεν το λέω από μετριοφροσύνη. Δεν μπορείς να σκεφτείς μ’ αυτόν τον τρόπο, έχουν μια άλλη αρχιτεκτονική αυτά τα βιβλία, που και μόνο απ’ τη στιγμή που θα μπεις στη διαδικασία να τα κοπιάρεις, μπορεί και να βουλιάξει. Πάντως πολλοί συγγραφείς θα ήθελαν να το κάνουν με ψευδώνυμο για να πουλήσουν, είμαι σίγουρος.
Ένας συγγραφέας είχε πει ότι “άμα έχω τον ήρωα, έχω και την ιστορία”. Συμφωνείς;
Ναι, κι εγώ έτσι δουλεύω από πάντα. Ήθελα βέβαια να έχω μία ιδέα για τον σκελετό της ιστορίας, μία αρχή, μέση και τέλος, αλλά μετά έφτιαχνα τον χαρακτήρα. Είναι ας πούμε ένας τύπος στο χωριό που του έχουν σκοτώσει την αδερφή και αυτός είναι ο πιο ζόρικος καριόλης στο χωριό. Τι σημαίνει ‘ζόρικος’ για εκείνη την εποχή; Πώς θα εκδηλωνόταν; Πώς μιλάει, τι καφέ πίνει, προτιμάει το κρασί, το τσίπουρο ή τη ρετσίνα; Και αυτό το χτίσιμο του χαρακτήρα σε προστατεύει και απ’ το να εκπλαγείς ακόμα και εσύ ο ίδιος με αυτά που θα κάνει στη συνέχεια της ιστορίας.
Γράφεις καινούργιο βιβλίο;
Όχι. Κάποια διηγήματα δουλεύω μόνο. Υπάρχει μια ιδέα για μυθιστόρημα, αλλά δεν την έχω ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό μου. Μια άλλη ιδέα που είχα δεν λειτούργησε, ίσως και λόγω χρόνου, ήταν πολύ φιλόδοξο, οπότε προς το παρόν το έχω αφήσει στην μπάντα.
Κάποιος άλλος ίσως να βιαζόταν. Ξέρεις ότι μετά τη μεγάλη επιτυχία του ‘Γκιακ’, ό, τι βιβλίο και να έβγαζες, και το όνομά σου απλά να έγραφες μέσα χίλιες φορές, θα πουλούσε.
Το γράψιμο το κάνεις κατά βάση γιατί ικανοποιεί εσένα. Το άλλο δεν σε αφορά, τι περιμένει ο εκδότης από σένα ή το κοινό. Θα σε αφορούσε μόνο αν ήταν η δουλειά σου, αν ζούσες αποκλειστικά απ’ αυτό, να λες δηλαδή “αν δεν βγάλω καινούργιο βιβλίο, δεν θα έχω να πληρώσω το νοίκι”. Έχω υπάρξει τυχερός, συμπληρώνω το εισόδημά μου και από αλλού.
Αυτό το καλοκαίρι συνεργάστηκες με τον Τζίμη Πανούση στην ‘Ειρήνη’ του Αριστοφάνη. Τι θυμάσαι πιο έντονα από εκείνον;
Την ευγένεια του και το γεγονός ότι ήταν ένας πολύ πράος άνθρωπος. Συνεργαστήκαμε στο τελικό στάδιο της παράστασης, όταν καθίσαμε εγώ, εκείνος και η δραματολόγος του Εθνικού Θεάτρου να δούμε το κείμενο, ούτως ώστε σε κάποια σημεία να δούμε λίγο τι θέλει κι εκείνος, γιατί έπρεπε να το νιώσει, να το φέρει λίγο στα δικά του μέτρα. Θυμάμαι ότι κύλησε πολύ εύκολα η συνεργασία. Ήξερε ποιο είναι το κείμενο, ποιο είναι το διακύβευμα και ό, τι του έλεγα, το σεβάστηκε πάρα πολύ, ήταν άνθρωπος που δεν προσπάθησε σε καμία των περιπτώσεων να καπελώσει με το εκτόπισμά του, ούτε το κείμενο, ούτε κανέναν. Και η σχέση που είχε με τον θίασο ήταν φοβερή, καθόλου βεντεντιλίκια. Έλεγαν κι εκείνοι ότι δεν έχουν ξαναδεί κάτι αντίστοιχο.
Συνεργάστηκες πρόσφατα και με τον Γιάννη Οικονομίδη για μια ταινία. Πώς λέγεται;
Η ταινία λέγεται ‘Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς’ και θα γυριστεί τον Ιούλιο. Είναι μια μαύρη κωμωδία, πολύ κοντά στη νεοελληνική πραγματικότητα. Το σενάριο το έχουμε γράψει μαζί με τον Οικονομίδη και τον Χάρη Λαγκούση. Θα λέγαμε ότι ο Γιάννης βέβαια λειτουργούσε ως η ατμομηχανή του όλου εγχειρήματος.
Έβριζε;
Όχι. Βρίζει όσο και εμείς.
Δεν παίρνει μία πρόταση και την επαναλαμβάνει συνέχεια μέχρι να σου σπάσει τα νεύρα, όπως οι ήρωές του;
Όχι, έχει την επανάληψη που έχουμε στον προφορικό λόγο όλοι μας και όχι όπως στις ταινίες του. Το άλλο βγαίνει μέσα απ’ την πρόβα, έτσι φτάνει τους ηθοποιούς του στις εντάσεις. Ξανά και ξανά και ξανά την ίδια σκηνή, και ενώ βλέπεις ότι κυνηγάει το απόλυτο, ταυτόχρονα βλέπεις ότι τον αγαπάει τον ηθοποιό, δηλαδή νοιάζεται να βγάλει ο ηθοποιός αυτό που ξέρει και ο ίδιος ότι είναι ικανός να βγάλει. Ήταν σχολείο από πολλές απόψεις για μένα το ότι δούλεψα μαζί του.
Αν τα πράγματα ξέφευγαν λιγάκι, τι πιστεύεις, τον είχες; Τον έδερνες ή σε έδερνε;
Ζόρικη ερώτηση. Δεν ξέρω, είναι αυτό, το ότι για να παίξω ξύλο με κάποιον θα πρέπει να νευριάσω πολύ μαζί του και δεν ξέρω αν μπορώ να νευριάσω με τον Γιάννη. Είναι ένας από τους πιο τρυφερούς και ευαίσθητους ανθρώπους που ξέρω. Πάντως, τώρα που το λες, πιστεύω ότι αν με έφτανε στα άκρα, ναι τον είχα.
Σειρές βλέπεις;
Όχι πολύ. Για παράδειγμα το ‘Sopranos’ όλο λέω ‘θα το δω’, ‘θα το δω’ και όλο δεν το κάνω.
Ωστόσο, αν έπρεπε να προτείνεις τρεις σειρές για να δούμε, ποιες θα επέλεγες;
Κοίτα, είμαι φαν του ‘Game of Thrones’, αλλά γενικά δεν τη θεωρώ καλή σειρά, έχει αρκετά θεματάκια, τη βλέπω πάντως, αλλά σαν να είναι το αγαπημένο μου ποπκόρν.
Την 1η σεζόν του ‘True Detective’ θα πρότεινα σίγουρα και το ‘Stranger Things’. Αυτό το θεωρώ ένα τεράστιο εμπορικό επίτευγμα, το πως δηλαδή οι τύποι που το φτιάχνουν είπαν “τι σου άρεσε περισσότερο από τη δεκαετία του 80; Αυτό, αυτό και αυτό. Ωραία, τα βάζω και σου βάζω και 5 ακόμα που δεν τα ξέρεις, αλλά σίγουρα θα σου αρέσουν”. Είναι ωραίο γιατί είναι απενεχοποιημένο, δεν έχει καμία δηθενιά, δεν σου λέει ότι “τώρα θα σου δείξω κάτι σοβαρό”. Για παράδειγμα πάει ο μπάτσος σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, λέει στον άλλον “κοίτα από κει”, κοιτάει και του ρίχνει μία μπουνιά και ξεφεύγει και λες “εντάξει, το τρώω, μου ξαναπαίζεις κάτι από την αφέλεια που είχαν οι ταινίες των 80s. Ωραίο”.
Πες μου ξένο μεγάλο συγγραφέα που τον θεωρείς υπερεκτιμημένο.
Αν έπρεπε να πω έναν συγγραφέα θα έλεγα τον Τόλκιν, που τον διάβαζα και πάρα πολύ και ως έφηβος, αλλά και στα 20 μου, ωστόσο πλέον δεν μου αρέσει ως γραφή. Επίσης θεωρώ ότι και σε πολλά πράγματα δεν είναι και τόσο πρωτότυπος, αν ξέρεις δηλαδή λίγο τη μυθολογία πάνω στην οποία στηρίζεται, βλέπεις αμέσως και τα δάνεια που έχει πάρει, πράγμα που βέβαια δεν είναι κακό. Κακό είναι που δεν τα πάει ένα βήμα παρακάτω. Είναι μεγάλος όμως και μόνο που κατάφερε να δημιουργήσει έναν κόσμο με τέτοια πληρότητα απ’ το τίποτα.
Το καλύτερο μικρό βιβλίο που έχεις διαβάσει;
Το ‘Παλτό’ του Γκόγκολ και ο ‘Τυμβωρύχος’ του Στήβενσον. Ίσως αδικώ κάποια, αλλά αυτά είναι τα δύο πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό.
Το καλύτερο μεγάλο βιβλίο που έχεις διαβάσει;
‘Μόμπυ Ντικ’. Μπορεί να είναι κλισέ, αλλά είναι τεράστιο βιβλίο. Για παράδειγμα με συνεπαίρνει εκείνο το απόσπασμα, όπου μιλάει για την λευκότητα της φάλαινας και πως ενώ είναι το χρώμα της καθαρότητας, της λεπτότητας, όταν το βλέπεις στη φύση -όταν π.χ. βλέπεις μια λευκή αρκούδα ή ένα λευκό άλογο- τότε γίνεται απείρως τρομακτικό και δημιουργεί δέος.
Πες μας δυο λόγια για την κόμικ ιστορία σου που δημοσιεύεται σε συνέχειες στον Μπλε Κομήτη;
Λέγεται ‘Γυμνά Οστά’, είναι μία post apocalyptic ιστορία, σε σκίτσα του Δημήρη Πανταζή, όχι σε μια έρημο όπως πχ έχουμε συνηθίσει, αλλά σε ένα τοπίο ελληνικό, γιατί πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ήταν εδώ στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο. Πρόκειται για έναν τύπο, που δεν ξέρουμε ακόμα τι ρόλο βαράει, ο οποίος παρέα με έναν εξωσκελετό κυνηγούν άλλους εξωσκελετούς. ‘Εξωσκελετός’ για να καταλάβεις είναι μια μηχανική κατασκευή υποστήριξης, είναι σαν να φοράς ένα ρομπότ, σου επιτρέπει να κάνεις πολλά πράγματα που δεν μπορείς κανονικά να κάνεις, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εξωσκελετοί έχουν αυτονομηθεί και ψάχνουν τους εναπομείναντες ανθρώπους για να τους χρησιμοποιήσουν ως μπαταρίες. Σε αυτό το τεύχος θα βρεις το πρώτο και το δεύτερο επεισόδιο της σειράς. Λογικά θα ακολουθήσουν άλλα 6-7 επεισόδια.
Άσχετο. Στο μπάτσελορ πάρτι σου, ποιους τρεις νεκρούς συγγραφείς, θα ήθελες για παρέα;
Καμύ, Τζακ Λόντον και Χέμινγουεϊ. Επειδή είμαι πολύ πιο φλώρος απ’ αυτούς, οπότε να ανέβαζαν λίγο τη φάση. Τον Καμυ, γενικά τον πάω πολύ, οπότε θα ήταν και καλή ευκαιρία να κάναμε λίγο bonding.
Και τρεις νεκρούς συγγραφείς για παρέα σε roadtrip;
Εγώ δεν οδηγώ, οπότε θα καθόμουν στο πίσω κάθισμα με τον Καμύ. Συνοδηγός μπροστά θα ήταν ο Άλγκερνον Μπλάκγουντ, ο οποίος έπαιζε πολύ με τη θεματική ‘τρομος, φυση, κτλ’, έπαιρνε ένα τοπίο που λες ότι είναι κοινό και του έδινε μία άλλη διάσταση. Και το θες αυτό σε ένα roadtrip, αν για παράδειγμα περνάς απ’ την Κωπαΐδα που έχεις περάσει ένα εκατομμύριο φορές με το ΚΤΕΛ, χρειάζεσαι κάποιον να σε κάνει να τη δεις αλλιώς. Επίσης Μπόρχες, αλλά και Γουίλιαμ Γκίμπσον, επειδή μου βγάζει μια beat αλητεία. Βασικά τι θα ‘λεγες να το κάναμε βανάκι, να βάλουμε μέσα και Στήβεν Κινγκ και Ρόμπερτ Χάινλάιν.
Αυτός τι γράφει;
Sci-fi.
Τι κόλλημα έχεις πια με την επιστημονική φαντασία; Και γιατί έγραψες το ‘Γκιακ’ και δεν έγραψες κάτι σε sci-fi;
Ακόμα (γέλια). Κοίτα, το πρώτο βιβλίο που έγραψα, το ‘Η αδελφότητα του πυριτίου’ ήταν ένα εφηβικό sci-fi, ας το πούμε έτσι, είχε να κάνει με έναν έναν έφηβο που τον ρουφάει ο υπολογιστής, οπότε κατά κάποιον τρόπο έχω γράψει.
Θα προτιμουσες δηλαδή να έχεις γράψει το ‘Γκιακ’ ή το σενάριο του ‘Blade Runner’;
Blade Runner εννοείται. Βασικά θα ήθελα να έχω γράψει το ‘Ηλεκτρικό Πρόβατο’ και μετά το σενάριο της ταινίας.
Ήσουν και μεταλάς;
Ναι, παλιότερα, αλλά άκουγα κυρίως black και death και ακόμα και τώρα δηλαδή αυτά θα ακούσω από metal, αλλά τα παλιά. Darkthrone, Ulver, (μέχρι το Nattens madrigal) και Six Feet Under είναι οι αγαπημένοι μου.
Α και οι Rotting Christ είναι τοπ. Τις κυκλοφορίες αυτών τις παρακολουθώ ακόμα, ό,τι καινούργιο βγάζουν, θα το ακούσω οπωσδήποτε.
Video Games;
Ναι.
Αν έπρεπε να παίζεις μόνο ένα video game μέχρι το τέλος της ζωής σου, ποιο θα διάλεγες;
Το Daggerfall, το πρώτο της σειράς The Elder Scrolls, το οποίο βέβαια έχει πολύ ξεπερασμένα γραφικά πια, τα pixels του είναι πιο μεγάλα και απ’ το κεφάλι μου, αλλά είναι ανεξάντλητο, όπως έχει πει κι ένας φίλος είναι παιχνίδι για φαροφύλακα. Αν έχεις να παίζεις μόνο ένα μέχρι να πεθάνεις, θες κάποιο που δεν θα τελειώσει ποτέ. Φαντάσου ότι το Skyrim που εσύ το θεωρείς ανεξάντλητο, στο Daggerfall θα ήταν απλώς ένας από τους πολλούς κόσμους του.
Σενάριο για video game θα έγραφες;
Με τρέλα! Έχω κάνει και αίτηση παλιότερα. Κάποτε ζητούσε η Blizzard έναν junior writer για ένα πρότζεκτ. Δεν πήρα καν απάντηση και τελικά αποδείχτηκε ότι ήθελαν για το Diablo 3. Αυτό πόνεσε, γιατί ήμουν πάντα φαν του Diablo.