Ο Διαμαντής Διονυσίου ξέρει ότι σαν τον Στράτο δεν θα βγει κανείς
Ο μικρός γιος του Στράτου Διονυσίου έχει πάρει πολλά από τα γονίδια του πατέρα του, με βασικότερο όλων την ευθύτητα του χαρακτήρα.
- 21 ΣΕΠ 2020
Το DNA του Στράτου Διονυσίου είχε πανίσχυρη έλικα, με στροφές διεισδυτικές στα παιδιά του. Πήραν γονίδια ποτισμένα με χρώματα της φωνής του. Γραμμές του προσώπου, εκφράσεις. Τη στιβαρότητα στις κινήσεις. Ο Διαμαντής, ο μικρός γιος του -που τώρα κυκλοφορεί τον πρώτο δίσκο του-, επιμένει ‘Στράτος δεν βγαίνει άλλος!’. Ξέρει ότι του μοιάζει εκπληκτικά και αυτό είναι ίσως το σχόλιο που έχει ακούσει περισσότερες φορές στη 43χρονη ζωή του (γεννήθηκε στις 8/7/1977), ειδικά από τη μητέρα του Γεωργία. Αν τον γνωρίσεις αντιλαμβάνεσαι ότι έχει κι ένα ακόμη χαρακτηριστικό του πατέρα του, πιο δύσκολο να αποκτηθεί συγκριτικά με τα άλλα, καθώς έφυγε από τη ζωή όταν ο Διαμαντής ήταν 13 χρόνων: την ευθύτητα. Οι αναγκαίες -τη νύχτα- δημόσιες σχέσεις, είναι άγνωστο πεδίο γι’ αυτόν.
Η σφραγίδα του πατέρα του πάνω του έχει και κυριολεκτική μορφή. Το όνομα Στράτος είναι γραμμένο στον καρπό του. Το άκουγε και το ακούει πάντα. Παντού. Και στις ΗΠΑ. Πήγε εκεί για ένα μήνα, αλλά παρέμεινε οκτώ χρόνια. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η δισκογραφική καριέρα του στην Ελλάδα, άρχισε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Το συμβολικό όνειρο με τον πατέρα του
“Άρχισα το τραγούδι κρυφά από την οικογένειά μου. Δεν το ήξερε κανείς. Έκανα κάποια μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο. Δεν με κάρφωσαν. Ασχολήθηκα επαγγελματικά στα 23. Το πρώτο μαγαζί που τραγούδησα ήταν στην Πλάκα, στην Πανσέληνο”. Τα αδέρφια του Άγγελος και Στέλιος είδαν την αφίσα του μαγαζιού και ανακάλυψαν ότι θα τραγουδήσει. “Έπαθαν πλάκα. Τους είπα ότι ξεκινάω. Συγκινήθηκαν πολύ. Ο Στέλιος είναι πιο ανοιχτός χαρακτήρας, γελάει με όλους. Εγώ με τον Άγγελο είμαστε πιο κλειστοί. Ο μπαμπάς είχε και τα δύο χαρακτηριστικά, τα συνδύαζε. Και κλειστός και χαβαλές.
Αφού άρχισα το τραγούδι, συνέχισα για περίπου 6-7 χρόνια στην Ελλάδα. Λαϊκά τραγουδούσα, αλλά άκουγα τα πάντα και ροκ. Όμως, τα ακούσματά μου και λόγω του πατέρα μου ήταν ελληνικά, λαϊκά. Ήμουν 13 ετών όταν έφυγε. Είχε μεγάλο εκτόπισμα στο σπίτι. Όμως, άργησα να το συνειδητοποιήσω. Σοκαρίστηκα στην αρχή και κυρίως έβλεπα τους άλλους πώς αντιδρούσαν στην απώλεια του πατέρα μου. Το είχα μέσα μου, δεν ξέσπασα. Εκεί γύρω στα 16 το ένιωσα. Δεν την ξεπερνάς την απώλεια, με τίποτε. Ποτέ. Πάντα λες ‘ήθελα να του πω αυτό κι αυτό’ ή ‘τι θα μου έλεγε τώρα’;
Όταν άρχισα το τραγούδι τον είδα στον ύπνο μου. Δεν το θυμάμαι ακριβώς το όνειρο. Μου είπε: ‘Πάμε! Προχώρα’. Σαν στήριγμα το ένιωσα αυτό το ‘προχώρα’. Απίστευτο που τον είδα όταν άρχιζα. Για μένα ήταν σαν ένα καλό σημάδι. Μετά, ο Άγγελος ήταν σαν πατέρας μας. Είχε τη δική του οικογένεια, είχε κι εμάς. Κι ήταν νέος, 30άρης. Με συμβούλευε και τώρα το κάνει. ‘Πού είσαι;’, ‘Σε ποιο μαγαζί θα κλείσεις;’, ‘Μην πας εκεί!’. Αυτά τα ξέρει πιο καλά και τον ρωτάω κι εγώ. Και πάνω στο τραγούδι μου κάνει διορθώσεις. Τον ακούω, φυσικά. Έχει αλλιώτικη φωνή από ‘μένα και τον Στέλιο, είναι πιο ερωτικός. Είναι ωραίος. Είναι σπάνιο και οι τρεις να είμαστε τραγουδιστές. Απίστευτο. Είμαστε δεμένοι. Κάνουμε τις συναυλίες. Και στην Αμερική είχαμε πάει και πέρυσι στη Θεσσαλονίκη. Πήγε πολύ καλά στη Θεσσαλονίκη, είναι η ‘πατρίδα’! Και ο κόσμος είναι ζεστός και πολύ ευθύς, πάνω. Δεν είναι διπλωμάτες. Ωραίο είναι αυτό, αλλά δεν περνάει σήμερα. Θέλει πολλή διπλωματία, ειδικά η νύχτα. Αλλά δεν είμαι εγώ γι’ αυτό. Δεν το μπορώ με τίποτε. Με το ανάλογο κόστος, βέβαια. Ό,τι είναι να πω, θα το πω ”.
Η σύγκριση με τον πατέρα τους ήταν αναπόφευκτη από τον κόσμο. Ίσως, πίσω από αυτή να κρύβεται κι ο ευσεβής πόθος πολλών θαυμαστών του Στράτου. Θέλουν ένα δεύτερο Στράτο και τον αναζητούν στα παιδιά του. “Και οι τρεις έχουμε διαφορετική φωνή από τον μπαμπά. Είναι λογικό να μας συγκρίνουν, αλλά δεν είναι και σωστό. Έχουμε πάρει κάποια χρώματα από τη φωνή του. Ο Άγγελος διαφορετικό, ο Στέλιος άλλο, εγώ άλλο. Είναι αλλιώτικες οι φωνές και… Στράτος δεν βγαίνει άλλος! Ήταν ένας. Κάποιοι που με ακούνε λένε “ωραίος, καλός, αλλά Στράτος δεν είναι!”. Ε, λογικό. Στράτος θα είμαι, ρε φίλε; Πατέρας μας ήταν και είναι φυσικό να του μοιάζουμε λίγο, αλλά πώς να είμαστε ίδιοι; Τα λέμε καλά, ωραία; Τραγουδάμε σωστά; Αν δεν ακουγόμασταν, ΟΚ”.
“Έπαιζα αριστερό εξτρέμ στον Παναθηναϊκό”
Η απώλεια του Στράτου, άλλαξε προσωρινά τα δεδομένα της οικογένειας. “Μας επηρέασε και οικονομικά. Ήταν ξαφνικό, αλλά τα βάλαμε σε μια σειρά. Υπήρχε πρόβλημα στην αρχή, αλλά σιγά σιγά το ρυθμίσαμε. Ευτυχώς, δηλαδή. Είχε φροντίσει βέβαια και ο μπαμπάς. Έβλεπε μπροστά, αλλά -τι να το κάνεις;- έφυγε νωρίς. Η μαμά είναι απίστευτο στήριγμα. Κράτησε το σπίτι όρθιο. Τώρα, που μας βλέπει σε εκπομπές και τους τρεις συγκινείται πολύ. ”Α, εδώ είσαι ίδιος. Οι εκφράσεις σου! Φυσιογνωμικά μοιάζεις λίγο παραπάνω””, μου λέει.
Μεγάλωσε πίσω από το Χίλτον. Εκεί είναι το πατρικό του. “Με τον Στέλιο ήμουν, τότε. Ο Αγγελος και η αδερφή μας, η Τασούλα είχαν παντρευτεί. Ο Στέλιος με την Τασούλα είχαν 16 χρόνια διαφορά. Κι έπειτα, για να μην είναι μόνος του ο Στέλιος, έκαναν κι εμένα. Με τον Στέλιο έχω τρία χρόνια διαφορά. Κάθε μέρα έπαιζα μπάλα. Ήμουν πολύ καλός. Ήμουν στους μικρούς του Παναθηναϊκού, αλλά επειδή βαριόμουν τις προπονήσεις δεν συνέχισα επαγγελματικά. Έπαιζα αριστερό εξτρέμ. Μου είχαν πει να συνεχίσω. Όταν ήμουν εγώ ήταν ο Καρούλιας και ο Ζάετς. Έλεγαν ‘πες του Άγγελου να σε φέρνει”. Εγώ δεν πήγαινα. Ο κ. Καρούλιας έχει έρθει και στο μαγαζί και με έχει δει. Ωστόσο, αγωνίστηκα σε πιο μικρές κατηγορίες. Στο Ψυχικό έπαιξα. Βέβαια, είχα συνέχεια διαρκείας στον Παναθηναϊκό, από οκτώ ετών μέχρι το τελευταίο πρωτάθλημα”.
Το μπουζούκι που λείπει και ο πρώτος δίσκος
Ξέφυγε από μια καριέρα στα γήπεδα. Το τραγούδι ήταν ο δρόμος χωρίς γυρισμό. Όμως, σε αυτή τη διαδρομή δεν συνάντησε όσο θα ήθελε το μπουζούκι. “Τώρα, δεν υπάρχει μπουζούκι στο λαϊκό τραγούδι, όπως παλιά. Διαφέρει. Δεν θέλουν στα μπουζούκια -στις πίστες- τέτοια τραγούδια. Παρόλο, που με αυτά διασκεδάζει ο κόσμος. Δεν μου αρέσει πολύ αυτό. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει. Απορώ. Πλέον, λαϊκά λέμε τα τραγούδια που βγάζει ο Οικονόπουλος ή ο Αργυρός. Είναι ωραίες δουλειές, πολύ καλά τραγούδια. Αλλάζει η εποχή… Πιο εύκολα συναντάς μπουζούκι στα τραγούδια των έντεχνων τραγουδιστών, πραγματικά. Μεγάλοι λαϊκοί καλλιτέχνες, προκειμένου να ακουστούν στο ραδιόφωνο, λένε τραγούδια που δεν έχουν μπουζούκι. Οι λαϊκοί τραγουδιστές λένε ‘δεν πάει το μπουζούκι’. Ε, κάντε κάτι εσείς. Τραγουδήστε λαϊκά, να επιστρέψει το λαϊκό τραγούδι ραδιόφωνο.
Αφού, βλέπεις ότι ο κόσμος τα γουστάρει αυτά τα τραγούδια, διασκεδάζει με αυτά, πάει και τα ακούει, γιατί δεν παίζουν στα ραδιόφωνα; Να πω ότι δεν τα άκουγαν; Έρχονται στο μαγαζί νέα παιδιά, 20χρονα και μου ζητάνε τέτοια τραγούδια παλιά, του πατέρα μου. Κι εγώ βέβαια λέω κάποια από τα καινούργια. Μέχρι ένα σημείο. Με τον Ντίνο -που έχει το μαγαζί- είμαστε πολύ δεμένοι. Ξέρει τι θέλει από μένα, ξέρω εγώ τι θέλω. Ο κόσμος ξέρει τι θέλει και πάμε πολύ καλά. Δεν είναι μιας ηλικίας αυτό το κοινό. Έχουμε από 20 μέχρι… 100 ετών θαμώνες. Είναι ένα λαϊκό μαγαζί, στον Πειραιά. Στην Τρούμπα, ‘Τρούμπα Live‘. Κατεβαίνω κάτω στα τραπέζια, στους πελάτες. Με δικαίωσε η επιλογή. Είμαι εγώ καλά, είναι και ο επιχειρηματίας.
“Φαντάζεσαι να τραγουδούσε ο Τερζής και να του έλεγαν δεν θα πεις λαϊκό;”
Να τραγουδήσεις λαϊκά δεν θέλουν. Τι να πω; Μοντέρνα; Λέμε και κάποια καινούργια, αλλά και τα παλιά και γουστάρει πολύ ο κόσμος. Aρχίζαμε τα μεσάνυχτα και ξέρεις τι ώρα τελειώναμε, ε; Εφτά το πρωί. Όταν σε βοηθάει ο κόσμος μένεις έως το πρωί. Ακουστικά κομμάτια ζητάνε, τα ξημερώματα. ‘Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι’, ‘Τα πήρες όλα κι έφυγες’. Κυρίως του μπαμπά τραγούδια, αλλά και… Πάριο, Μητροπάνο, Τερζή, Καρρά. Θέλουν πολύ να ακούσουν τραγούδια του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση. Φαντάζεσαι να τραγουδούσε αυτή την περίοδο ο Τερζής, ο τελευταίος των Μοϊκανών, και να του έλεγαν δεν θα πεις λαϊκό; Τι να πει ο Τερζής; Για πες μου; Να μην τραγουδήσει μπουζούκι; Παλιά έβγαιναν πρώτα οι μοντέρνοι, που ήταν ονόματα κι αυτοί. Γνωστοί. Τραγουδούσαν και τις επόμενες ώρες έβγαινε ο λαϊκός τραγουδιστής. Ακούγαμε όλα τα τραγούδια. Τώρα, να πεις ένα λαϊκό με το ζόρι. Γι’ αυτό δουλεύουν δυο μέρες και λένε δεν έχουμε κόσμο. Εμείς δουλεύουμε τέσσερις μέρες, από την Πέμπτη έως και την Κυριακή, με λαϊκά ”.
Το μαγαζί, πλέον, προσαρμόστηκε σε ωράριο πανδημίας. Δηλαδή από τις 7 το απόγευμα, μέχρι τα μεσάνυχτα. Κάποιοι από τους θαμώνες του ζητούν τραγούδια από τον καινούριο δίσκο του. “Τα βγάλαμε πριν από λίγο καιρό. Σε εταιρεία, τώρα, θα κυκλοφορήσουν. Έξι στο σύνολο, με μουσική του Δημήτρη Κορδατζή και στίχους του Βασίλη Παπαδόπουλου. Λαϊκά. Λέω δυο στο μαγαζί και γίνεται χαμός. Ένα το ζητάνε πάρα πολύ. Το ξέρουν οι θαμώνες. ‘Αυτό που ζω’, λέγεται. Είχα πάει στο σπίτι του Κορδατζή και μου είχε βάλει πάρα πολλά τραγούδια ν’ ακούσω. Τα διαλέξαμε ένα – ένα. Όλα διαφορετικά. Ζεϊμπέκικο, ρούμπα, τσιφτετέλι, ντουέτο με την Αθηνά Γεωργοπούλου, ακουστικό”.
“Καταλαβαίνεις τη διαφορά μόλις συναντήσεις τον άνθρωπό σου”
Πριν επιστρέψει στην αθηναϊκή νύχτα και πια στην πειραιώτικη, είχε προηγηθεί αυτή στην Αστόρια, ενώ πέρασε κι από την Κύπρο. “Για ένα μήνα είχα πάει στην Αμερική -για δουλειά- κι έκατσα οκτώ χρόνια. Γνώρισα την πρώτη σύζυγο κι έπειτα τη δεύτερη. Ενθουσιαστήκαμε. Ενθουσιασμός ήταν. Τρία χρόνια διήρκησε ο πρώτος γάμος”. Η πρώτη σύζυγος του Διαμαντή Διονυσίου ήταν Ελληνοαμερικανίδα και η δεύτερη, Κύπρια. Μαζί της πήγε στην Κύπρο και χώρισαν το 2017. Τρίτωσε με την Κατερίνα μητέρα της κόρης του. “Είδες τελικά; Έκανα δυο γάμους και προέκυψε διαζύγιο και στους δύο. Συνειδητοποίησα ότι καταλαβαίνεις τη διαφορά μόλις συναντήσεις τον άνθρωπό σου. Τότε, όλα γίνονται γρήγορα. Θέλαμε κι έγινε. Ήρθε και το παιδί γρήγορα και αυτό το συναίσθημα είναι τέλειο”.
Περνάει από το μυαλό σου ότι η μητέρα του Γεωργία, την οποία χαρακτηρίζει στήριγμα και βράχο μπορεί λειτούργησε ως πρότυπο γυναίκας στις προσωπικές του σχέσεις. “Δεν έχω πρότυπο γυναίκας τη μητέρα μου σχετικά με το πώς θα ήθελα να είναι η σχέση μου, όχι. Τι; Να λείπω τρεις μέρες από το σπίτι και να μη με ρωτήσει; Δεν είναι σωστό. Παλιά, ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Έλειπε για δουλειά ο πατέρας μου. Δεν υπήρχαν και κινητά εκείνη την εποχή.
-Πού ήσουν;
-Είχα δουλειά.
Άντε, τρέχα γύρευε. Ήταν και τέτοιος ο τρόπος ζωής. Τώρα, πώς να το κάνεις αυτό; Ήταν στήριγμα και οι δύο για το σπίτι. Στο τέλος, πάντα γινόταν αυτό που ήθελε η μαμά”.
“100 στον Διαμαντή”
Η παραμονή του στις ΗΠΑ τον γέμισε δυνατές εμπειρίες. “Ήμουν πολλά χρόνια. Δούλευα σε μαγαζιά στη Νέα Υόρκη και πήγα σε όλη την Αμερική για δουλειές. Μόνο στο Τέξας δεν πήγα. Οκτώ χρόνια. Πολλά ήταν. Δεν γινόταν να μείνω εκεί. Κάποιες φορές σκέφτηκα ‘πού να πάω πίσω με την κρίση’. Έμενα, και δούλευα στην Αστόρια. Μου άρεσε πολύ η ζωή εκεί. Μου άρεσε πολύ η Νέα Υόρκη, η οποία ή θα σου αρέσει πολύ ή καθόλου. Έτσι λένε. Η Αστόρια είναι σαν χωριό. Με ελληνικά μαγαζιά. Μιλάς κυρίως ελληνικά. Σαν κοινότητα. Αλλά πηγαίναμε και στο Μανχάταν, όπου επίσης μένουν πολλοί Έλληνες.
Ο κόσμος στις ΗΠΑ με αγάπησε πάρα πολύ. Ήταν πολύ ζεστοί, με αγκάλιασαν. Οι πιο μεγάλοι μου έλεγαν ιστορίες με τον πατέρα μου. Ερχόντουσαν. Χαμός, κάθε βράδυ. Το κοινό είναι Ελληνες και Ισραηλίτες. Ήθελαν ν’ ακούσουν Στράτο, Καζαντζίδη και τέλος. Και φίλοι γίναμε με κάποιους, πηγαίναμε για φαγητό. Έχω κρατήσει επικοινωνία κι όταν έρχονται Ελλάδα βλεπόμαστε. Ο νονός της μικρής είναι ένας από τους φίλους που έκανα στην Αμερική. Ένα πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου έζησα εκεί. Όλα τα έκανα στην Αμερική.
Όταν ερχόντουσαν Έλληνες καλλιτέχνες -για συναυλίες- πήγαινα κι εγώ. Έχω τραγουδήσει με τη Γλυκερία, τον Μαργαρίτη, τη Στανίση. Πηγαίναμε μαζί και στον Καναδά. Τρελαίνομαι για τη Γλυκερία. Φωνάρα τρομερή. Και η Πίτσα Παπαδοπούλου, φωνάρα ακόμα.
Τώρα, τα ποσά στις ΗΠΑ -για τους Ελληνες καλλιτέχνες- δεν είναι όπως ήταν παλιά, που πήγαιναν στην Αμερική και έπαιρναν σπίτια. Έμεναν μήνες. Ένα – δυο μήνες. Και ο μπαμπάς. Σε μαγαζιά που ήταν κάθε μέρα γεμάτα. Ήρθε κάποια στιγμή κάποιος και μου είπε: ‘Ήμουν σερβιτόρος στο μαγαζί που τραγουδούσε ο πατέρας σου και γινόταν χαμός”. Πετούσαν τα μονά δολάρια με τις σακούλες. Εμείς, δεν έχουμε τέτοια τώρα. Δολάρια πετάνε, βέβαια. Τα έχει το μαγαζί. Για παράδειγμα τραγουδάω ένα τραγούδι που έχει ζητήσει κάποιος και λέει αυτός: ‘100 στον Διαμαντή’. Να πετάξουν δηλαδή 100 δολάρια σε μένα. Παίρνει ο σερβιτόρος από το μαγαζί 100 μονά και τα πετάει πάνω μας. Και μετά πληρώνει ο πελάτης εκατό δολάρια. Είχαμε πελάτες τρομερούς που πετούσαν πολλά, Ελληνοαμερικανοί. Ήθελαν να τραγουδάω ασταμάτητα και να πετάνε συνέχεια δολάρια. Γύρευε τώρα πόσα έριχναν.
Σήμερα, δουλεύεις για να πληρώνεις τα έξοδά σου στην Αμερική. Είναι πολύ ακριβά τα σπίτια. Για ένα κανονικό, απλό σπίτι, δίνεις 1.700 δολάρια ενοίκιο. Ποιο τριάρι; Ένα δωμάτιο, σαλόνι, μπάνιο, κουζίνα, αυτά. Διαφορά, ζεϊμπέκικα. ‘Ποιος το είπε για τους μάγκες;’. Με τα παλιά, δηλαδή”.
“Όταν τραγουδούσε και ο άλλος έτρωγε την μπριζόλα του, ο πατέρας μου ξενέρωνε”
Μου έλυσε ακόμη μια απορία για τον πατέρα του και παράλληλα προέκυψε άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό τους. Ήξερα ότι στον Στράτο Διονυσίου δεν άρεσε να τραγουδάει και στα τραπέζια να τρώνε. Το επιβεβαίωσε. “Παλιά, τα μαγαζιά είχαν φαγητό. Ναι, όταν τραγουδούσε και ο άλλος έτρωγε την μπριζόλα του ξενέρωνε. Κανονικά, το φαγητό τελείωνε πριν ν’ αρχίσει το πρόγραμμα. Μα να τραγουδάς και να τρώνε μπριζόλα; Κι εγώ το παθαίνω. Μιλάω. Τα λέω, μερικές φορές. Και για τα κινητά τους λέω. Το κάνω και με το χειροκρότημα. Λέω ‘παιδιά τζάμπα είναι, χειροκροτήστε τους μουσικούς’. Τυχαίνει να κάθεται ο άλλος στο πρώτο τραπέζι και να βλέπει συνέχεια το κινητό. Πάω από πάνω και τον ρωτάω ‘τι λέει εδώ; έχουμε τίποτε;’. Ως πλάκα, βέβαια. Αφαιρούνται, το καταλαβαίνω. Αν μιλάς στο κινητό ή βλέπεις στο Facebook και βαριέσαι, για ποιο λόγο βγαίνεις; Δεν έχω πρόβλημα, αν βγάζουν βίντεο και φωτογραφίες. Όμως, αν σε κάποια τραπέζια δεν είναι ζεστοί, δεν πάω. Αυτά που θέλω να πω, τα λέω κατευθείαν”. Like father, like son.
Ευχαριστούμε πολύ το ‘Madeira’, Πεύκων 5, Ηράκλειο.