ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Δημήτρης Γεωργιάδης έχει παίξει θέατρο στο σπίτι του Τολστόι

Μιλήσαμε με τον ηθοποιό και μέλος της ομάδας ΠΥΡ, που προσεχώς θα τον δούμε στην παράσταση Καρένινα σε κείμενο του Αργύρη Ξάφη και σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη στο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΚΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Στο δεύτερο μισό της περσινής θεατρικής σεζόν, η ομάδα ΠΥΡ -ιδρύθηκε το 2012 από τους Ιώ Βουλγαράκη, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρη Ξάφη– σύστησε στο ελληνικό κοινό το έργο Αρκουδοράχη του πολυβραβευμένου Ουαλού συγγραφέα θεάτρου και κινηματογράφου Εντ Τόμας μέσα από μία post-apocalyptic παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. 

Φέτος, η ομάδα επέλεξε να καταπιαστεί με ένα κλασικό και πασίγνωστο έργο, την Άννα Καρένινα του Λέοντος Τολστόι και να επιχειρήσει να το ανεβάσει σε μία τολμηρή μεταγραφή. Η παράσταση Καρένινα θα κάνει πρεμιέρα στις 15 Νοεμβρίου στο Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες, την καλλιτεχνική διεύθυνση του οποίου έχουν αναλάβει οι Ξάφης και Βουλγαράκη από πέρυσι. «Αυτή θα είναι η πρώτη μας παράσταση σχεδιασμένη ειδικά για το Θησείον, το θεατρικό “σπίτι” της ομάδας», λέει ο Δημήτρης Γεωργιάδης, ηθοποιός και μέλος των ΠΥΡ.

Έπαιξε στη sold out Αρκουδοράχη. Θα παίξει στην πολυαναμενόμενη Καρένινα, κρατώντας τον έναν από τους τρεις ρόλους και επιτέλους, μου δόθηκε η αφορμή για να τον ρωτήσω πώς ήταν Το Ταξίδι του Έλληνα στη ρωσική επαρχία – οι εξηγήσεις στην τελευταία ερώτηση. 

Πώς έγινε η επιλογή για το ανέβασμα της Άννας Καρένινας;

Μετά από ένα έργο σύγχρονο, κατ’ εμέ, όμως δυνάμει κλασσικό, όπως η Αρκουδοράχη, αναζητούσαμε νέο υλικό που να μας περιέχει στο σήμερα ως ομάδα, όλους μαζί και την καθεμία και τον καθένα χωριστά. Αυτό ποτέ δεν είναι εύκολο. Διαβάσαμε πολλά νέα, άπαιχτα έργα, ξαναδιαβάσαμε κάποια κλασσικά, ώσπου η Ιώ συζήτησε με τον Αργύρη για μια ιδέα που είχε εκείνος από παλιά, για μεταγραφή της Άννας Καρένινα. Πρόκειται για ένα κορυφαίο μυθιστόρημα της δικής του εποχής, που αγαπάμε να το διαβάζουμε ακόμα.


Γιατί ακόμα;

Μας συγκινεί για τους λεπτομερείς χαρακτήρες του, για τη «βουτιά» που κάνει στις ψυχές τους, για το χιούμορ του, την ευαισθησία του. Πρόκειται όμως και για μια ιστορία που κάποιες πλευρές της φαίνεται να έχουν μείνει στο συλλογικό υποσυνείδητο κάπως μονόπλευρα σαν αντίλαλος της αντίληψης της κοινωνίας της εποχής του Τολστόι τότε, το μακρινό 1874.

Κάνουμε, λοιπόν, μια απόπειρα ανάγνωσης του σημαντικότερου μέρους του μυθιστορήματος, με λιγότερα στεγανά και περισσότερο χώρο για ενσυναίσθηση και δημιουργική τρέλα.

Κάπως έτσι εξηγείται δηλαδή το ότι περιγράφετε την παράστασή σας, όπως διαβάζω στο δελτίο Τύπου, ως «μία τολμηρή μεταγραφή του ομώνυμου μυθιστορήματος» του Τολστόι;

Είναι μια παράσταση αφιερωμένη στην Καρένινα και τον Λέβιν, δύο πρόσωπα που η κοινωνία αντιμετωπίζει μέσα από πολλαπλά στερεοτυπικά φίλτρα, ενώ οι ίδιοι γυρεύουν τον εαυτό τους. Αυτοί οι δύο στο μυθιστόρημα συναντώνται μόνο μία φορά, προς το τέλος μάλιστα του βιβλίου. 

Στη δική μας εκδοχή, υπάρχουν παραπάνω συναντήσεις και αφηγούμαστε μια ψυχική συγγένεια αυτών των αταξινόμητων ανθρώπων πολύ ιδιαίτερη. Μέσα από την έμφυλη ματιά της Ιώς και την ασυγκράτητη φαντασία του Αργύρη, νομίζω, φωτίζουμε σε αυτή την ιστορία θέματα εντελώς σημερινά. Αυτά μπορώ να μοιραστώ πριν μας δείτε.

Χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο μεγαλύτερες μυθιστορηματικές ερωτικές ιστορίες, ως μία τραγική ιστορία για την εξαρτημένη αγάπη. Είναι όμως μόνο αυτό η Άννα Καρένινα;

Είναι μια οικουμενική ιστορία. Όλη μας η ύπαρξη καθορίζεται και καθοδηγείται από τον έρωτα. Η Άννα ερωτεύεται τον Βρόνσκι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό το θέμα. Είναι ότι χάρη στον έρωτα, ανακαλύπτει τη φύση της, το σώμα της, η φλόγα που σιγόκαιγε μέσα της γιορτάζει από τον έρωτα και γίνεται πυρκαγιά, που εντυπωσιάζει και (αυτό-)καταστρέφει.

Ο ρόλος σου είναι ο Βρόνσκι, σωστά;

Είμαι ο Αλεξέι Βρόνσκι, ένας στρατιωτικός με λαμπρό μέλλον, ένα “golden boy” με περγαμηνές και όνομα τα οποία θυσιάζει για τον έρωτά του. Έναν έρωτα αντισυμβατικό, προκλητικό για την κοινωνία, κόντρα στα όρια που είναι, δυστυχώς, ανθεκτικά μέσα στους αιώνες. Ένας ιππότης όχι με την ευγενική-ρομαντική, αλλά την αναρχική-ριψοκίνδυνη έννοια.

Η Άννα, ο Λέβιν, ο Βρόσνκι είναι τρεις άνθρωποι στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Τρία κομμάτια του παζλ που συνθέτουν την τοιχογραφία της ρωσικής κοινωνίας του τότε και τρία πρόσωπα -εκείνη το πρωταγωνιστικό- μίας ερωτικής ιστορίας εκείνης της εποχής. Θα μπορούσαν να είναι τρεις άνθρωποι του σήμερα; Πώς καταφέρνει τελικά να ξεπερνά ένα τόσο σπουδαίο έργο την εποχή του και να αγγίζει τη σύγχρονη εποχή;

Ίσως, πρέπει να αναρωτηθούμε αν έχει υπάρξει άλλος συγγραφέας που να έχει περιγράψει τον έρωτα με τόση ακρίβεια όση ο Τολστόι. Τόσο για την Άννα όσο και τον Λέβιν, ο έρωτας δεν είναι μια ρομαντική έννοια, αλλά κάτι τρομακτικά αληθινό που τους αλλάζει ως ανθρώπους πραγματικά και ριζικά. Ερωτεύονται και δεν είναι πια οι ψυχές τους ίδιες με πριν ερωτευτούν. Αυτή η τεκτονική ανατροπή των ψυχών τους, της ταυτότητάς τους, είναι ίσως, κάτι που όλοι/ες/α ονειρευόμαστε να πάθουμε έστω και μια φορά στη ζωή μας. Να μας ξαναδούμε από το μηδέν.

Το έχεις πάθει; 

Η συζήτησή μας δεν θα είχε κανένα νόημα αν ήταν θεωρητική. Όλες τις μεγάλες αλλαγές στη ζωή μου τις έκανα αποκλειστικά από έρωτα. Αυτός φταίει για το ποιος είμαι εγώ σήμερα, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Τα πάντα δηλαδή.

Είναι ένα έργο που το νιώθεις οικείο, λόγω της σπουδαστικής σου θητείας στη Ρωσία; 

Στην πραγματικότητα είναι η δεύτερη φορά που «συναντώ» τον Βρόνσκι στη ζωή μου. Η πρώτη ήταν στις σπουδές μου στο GITIS (Ρωσικό Ινστιτούτου Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας) το 2013, όταν παρουσιάσαμε το κομμάτι που είχαμε ετοιμάσει (στην πραγματικότητα ήταν μια μικρή παράσταση), στη βεράντα του σπιτιού του Τολστόι στη Γιάσναγια Πολιάνα. 


Θα κάνω εδώ μία σύντομη παρένθεση για να σου πω μία μικρή ιστορία: Έχει τελειώσει λοιπόν η μέρα εκείνης της παρουσίασης, σκοτεινιάζει, το σπίτι αδειάζει από κόσμο κι έχω μείνει να συζητάω με μία τρισέγγονη του Τολστόι (είναι αμέτρητοι οι εν ζωή συγγενείς του σε όλο τον κόσμο). Τελικά, οι συμφοιτητές μου φεύγουν με το λεωφορείο της σχολής για τους ξενώνες, εγώ μένω πίσω και μου προτείνει να με πάει εκείνη με το αυτοκίνητό της. 

Μπαίνω στο αυτοκίνητο και συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει την τσάντα μου με όλα μου τα υπάρχοντα μέσα στο (άδειο πια) σπίτι-μουσείο του Τολστόι. Με λούζει κρύος ιδρώτας, της λέω τι γκάφα έκανα και μου λέει «Πώς κάνεις έτσι; Πάρε το κλειδί και πήγαινε να την πάρεις» και μου δίνει το κλειδί του σπιτιού του Τολστόι. 

Ανοίγω λοιπόν τη μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα και αφού περπατάω μερικά μέτρα στην αλέα σε απόλυτη ησυχία μέσα στη φύση, ξεπροβάλει μπροστά μου ένα τεράστιο, εκτυφλωτικό λευκό φως που έρχεται από το σπίτι και με παρακολουθεί σε όλη μου τη διαδρομή. Με τυφλώνει και με φωτίζει ταυτόχρονα και χωρίς να το συνειδητοποιώ, βρίσκομαι ξαφνικά να κλαίω από συγκίνηση σε όλη τη διαδρομή για να πάρω την τσάντα μου. Ήταν σαν να είχα κάπως την αίσθηση ότι ο Τολστόι ήταν κοντά μου και δεν ήμουν μόνος, σε μια φάση της ζωής μου που, έχοντας ήδη περάσει τρία χρόνια σπουδών εκεί, είχα κάμποσες στιγμές μοναξιάς.

Τι θα έλεγες ότι λείπει πολύ από την εποχή μας και υπάρχει διάχυτο στην Άννα Καρένινα του Τολστόι;

Πάθος. Πάθος μέχρι τέλους.

Πάθος ε; Τι λες να κλείσουμε με κάτι που απ’ όσο γνωρίζω το έκανες με πάθος; 

Σε ακούω…

Θέλεις να μου μιλήσεις για Το Ταξίδι του Έλληνα (σ.σ. στα ρώσικα ЕХАЛ ГРЕКА – όλα τα επεισόδια του docuseries υπάρχουν στο YouTube); Πώς σου ήρθε να παρουσιάσεις μία ταξιδιωτική σειρά ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση της Ρωσίας, στο κανάλι πολιτισμού Kultura; Είναι ένα project, που συνεχίζεται ή το έχεις σταματήσει;

Με πας πίσω στο χρόνο και με γεμίζεις νοσταλγία. Το ταξίδι του Έλληνα ήταν μια σειρά ταξιδιωτικών εκπομπών για τη Ρωσική κρατική τηλεόραση. Πρόκειται για το πιο ωραίο και βαθύ μου εγχείρημα μέχρι σήμερα. 


Παρότι η ιδέα δεν ήταν δική μου, αλλά της Ρωσίδας παραγωγού-σκηνοθέτριάς μου, ταίριαξε απόλυτα με την ανάγκη μου για ελευθερία, για το άγνωστο και την αγάπη μου για τον άνθρωπο. Γυρίσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ρώσικης επαρχίας, γνωρίσαμε ανθρώπους, μάθαμε από αυτούς, γελάσαμε και κλάψαμε μαζί τους και είμαι ευγνώμων στην ίδια τη ζωή για το δώρο αυτό. 

Δεν της είμαι όμως καθόλου ευγνώμων (της ζωής) για την απόφαση του Πούτιν να εισβάλει σε ξένη χώρα, βυθίζοντας και τη δική του χώρα στον φαύλο κύκλο του μίσους, των διακρίσεων, του πολέμου. Δυστυχώς, σε μια χώρα που πολεμά δεν υπάρχει χώρος για ευαισθησία και αθωότητα, βασικά συστατικά κάθε ωραίου ταξιδιού.

***

Καρένινα

Κείμενο: Αργύρης Ξάφης

Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη

Δραματουργία: Ιώ Βουλγαράκη, Αργύρης Ξάφης

Σκηνικά–Κοστούμια: Anna Fedorova

Κινησιολογία: Αλεξάνδρα Καζάζου

Μουσική: Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Προβολές: Μαύρα Γίδια

Βοηθός σκηνοθέτριας: Μάγια Κυριαζή

Βοηθός Σκηνογράφου Ενδυματολόγου: Μυρτώ Σταματοπούλου

Trailer: Make Your Own Films-ΓρηγόρηςΠανόπουλος

Επικοινωνία & Γραφείο Τύπου παράστασης: Μαρία Τσολάκη

Διαφήμιση-SocialMedia: RENEGADEMEDIA,ΒασίληςΖαρκαδούλας

Διεύθυνση και εκτέλεση παραγωγής: Kart Productions

Παραγωγή:Τεχνηχώρος

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Δημήτρης Γεωργιάδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης.

Info: Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες (Τουρναβίτου 7, Θησείον). Από Παρασκευή 15 Νοεμβρίου στις 21:00. Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 18:00. Διάρκεια:100λεπτά. Εισιτήριο:18€ γενική είσοδος,16€ μειωμένο. Προπώληση εδώ