Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Δημήτρης Μαυροειδής ντρέπεται όταν τον φωνάζουν αρχηγό

Ο Δημήτρης Μαυροειδής για τη ζωή και την καριέρα του, τον ρόλο του σχολιαστή και την υποχρέωση που ένιωθε απέναντι στην ΑΕΚ.

Δύο μηνύματα και ένα τηλεφώνημα ήταν αρκετά για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε με τον Δημήτρη Μαυροειδή ώστε να κλείσουμε τη συνέντευξη. Σε έκανε να νιώθεις «δικός του» πριν καν σε γνωρίσει και το ραντεβού το δώσαμε για μερικές ημέρες αργότερα, κοντά στο σπίτι του στη Φιλοθέη.

Με περίμενε στην ώρα του στην Πλατεία Δροσοπούλου και αφού συστηθήκαμε και επισήμως από κοντά, στήθηκε σαν έτοιμος από καιρό για τη φωτογράφηση. Παιδιά που έπαιζαν στην πλατεία σταμάτησαν για να τσεκάρουν αν είναι όντως αυτός και αυτός κοιτούσε ώστε να μη φωτογραφηθεί κάποιο παιδί από πίσω του καταλάθος.

Ο Δημήτρης Μαυροειδής, η «σημαία» της μπασκετικής ΑΕΚ, μου εξήγησε λίγο αργότερα το πόσο ώριμος ήταν σε όλη του την καριέρα και τη ζωή και πόσο προστατευτικός έγινε στην ΑΕΚ, ως αρχηγός της. «Τα χρόνια της ΑΕΚ που έγινα αρχηγός ένιωθα ότι πρέπει να υπερασπίζομαι το συμφέρον της ομάδας και να βγαίνω μπροστά».

 

Ο Δημήτρης Μαυροειδής δεν είναι μια τυπική περίπτωση μπασκετμπολίστα. Άριστος μαθητής, έκανε πολλές θυσίες για να συνδυάσει και τις σπουδές στην ιατρική και το αγαπημένο του παιχνίδι.

Δεν μεγάλωσες εδώ κοντά, σωστά; Πώς ήταν η ζωή στα Δυτικά; Πότε μπήκε το μπάσκετ στη ζωή σου;

Μεγάλωσα στο Αιγάλεω, δεν ήταν να γίνω μπασκετμπολίστας. Φαντάσου η μάνα μου με είχε στείλει να κάνω ενόργανη αρχικά. Κάποια στιγμή της είπαν «κυρία μου, το παιδί δεν χωράει ούτε στα μηχανήματα» και επειδή ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός στο τμήμα του Περιστερίου, πήραμε την απόφαση να ξεκινήσω μπάσκετ επειδή είχαν καλές ακαδημίες. Ίσα – ίσα για «να αθλείται το παιδί, να μην μπλέξει», αυτό ήταν το σκεπτικό δηλαδή για να ξεκινήσω.

Ξεκίνησα για χαβαλέ, χωρίς κάποια επαγγελματική βλέψη, αλλά μετά έριξα πολλή δουλειά γιατί το ήθελα πολύ και είχα φυσικά και ταλέντο, οπότε προχώρησα.

Οι πρώτες εμπειρίες στο Περιστέρι ήταν με Αλφόνσο Φορντ;

Όταν ο κόουτς Πεδουλάκης με φώναξε στην ομάδα των ανδρών σε ηλικία 16 ετών, ο πρώτος άνθρωπος που είδα μόλις μπήκα στα αποδυτήρια, ήταν ο Αλφόνσο Φορντ. Είναι σαν να βλέπει σήμερα ένα παιδί τον Αντετοκούνμπο. Θυμάμαι ακόμα να με φωνάζει “young fella”, το πώς με βοηθούσε. Ήταν ένας άνθρωπος που θαύμαζα πάντα και ξαφνικά άκουσα ότι θα προπονούμαι μαζί του.

Ο πρώτος μου προπονητής έκλαψε όταν του είπαν ότι θα πήγαινα στην ανδρική ομάδα. Εγώ και ο Κορωνιός ήμασταν οι μικρότεροι που παίξαμε στο ανδρικό, αλλά αυτή ήταν και μια πολύ μεγάλη ομάδα με παίκτες όπως ο Φορντ, ο Ντίνκινς, ο Άντερσεν και ο Ζεβροσένκο αλλά και Έλληνες όπως ο Παπαμακάριος, ο Πελεκάνος, ο Τσαρτσαρής και άλλοι.

Ποιο ήταν το ίνδαλμά σου από αυτούς που έβλεπες τότε;

Ο παίκτης που έβλεπα και θαύμαζα και προσπαθούσα να αντιγράψω τις κινήσεις του, ήταν σίγουρα ο Ντίνο Ράτζα. Στο NBA, επειδή ξεκίνησα εκείνη τη δεκαετία, έβλεπα και εγώ περισσότερο τους Μπουλς. Ήταν must τότε, για όποιον έπαιζε μπάσκετ να βλέπει και Μπουλς.

Υπάρχει μια αντίληψη ότι αν παίζεις μπάσκετ σε αυτό το επίπεδο, είναι δύσκολο να είσαι και καλός μαθητής. Εσύ πώς το έφερες τούμπα όλο αυτό;

Ειδικά για τους ψηλούς, αυτό ισχύει 100% (γέλια). Κοίτα, μου έκοβε, τα έπαιρνα γρήγορα τα μαθήματα και έχω και πολύ καλή μνήμη. Επίσης μικρός, δεν σκεφτόμουν ότι θα γίνω μπασκετμπολίστας, γιατρός ήθελα να γίνω και όντως τα κατάφερα και πέρασα ιατρική. Στη συνέχεια, αν και ήταν πολύ δύσκολο, αποφάσισα ότι θα τα συνδυάσω και τα δύο και έλεγα μέσα μου ότι «δεν υπάρχει δεν μπορώ, αλλά δεν θέλω».

Έτσι έφτιαξα ένα πρόγραμμα στο οποίο δεν υπήρχε χαμένος χρόνος. Δεν υπήρχαν δηλαδή ξενύχτια, ή βόλτες με τις παρέες τα βράδια και Playstation. Για τρία χρόνια έλεγα στον εαυτό μου «θα κουραστείς, αλλά αν τα θες και τα δύο, θα πρέπει να προσπαθήσεις».

Πώς διαμόρφωσες το πρόγραμμά σου; Πότε διάβαζες;

Στις 14:00 τελείωνα από το σχολείο, 15:00 – 17:00 έκανα προπόνηση με το εφηβικό, 17:00 – 19:00 με το ανδρικό και 20:00 – 00:00 έκανα ιδιαίτερα στο σπίτι. Ήταν πολύ ζόρικο, δεν θέλω να το κρύψω και να πω σε κάποιον τώρα ότι θα το κάνεις εύκολα, αλλά επειδή το ήθελα, το έκανα. Δεν διάβαζα μόνος μου. Γινόταν μια παράδοση στα ιδιαίτερα και μια δεύτερη στην τάξη. Στην τάξη εγώ τα μάθαινα.

Πώς και ήσουν τόσο πειθαρχημένος;

Η πειθαρχία μου γεννήθηκε κυρίως από τις ομάδες, αλλά ήμουν και εγώ πάντα υπεύθυνος και τυπικός σαν άνθρωπος. Μου άρεσε να είμαι τυπικός με το πρόγραμμά μου. Δεν ξέρω αν αυτό το πήρα από τον πατέρα μου. Ήταν αυστηρός άνθρωπος, ήταν αστυνομικός, είχε μεγαλώσει και στην Κρήτη. Ήταν άνθρωπος της πειθαρχίας, αλλά με την έννοια του να είσαι σωστός γιατί πρέπει να σέβεσαι τους άλλους.

Όταν με κάλεσαν πρώτες φορές στα κλιμάκια της Εθνικής Ομάδας, δεν πήγα γιατί διάβαζα. Κάποια στιγμή παίρνουν τηλέφωνο το προπονητή μου να τον ρωτήσουν τι γίνεται και τους είπε ότι αν είναι να τον πάρετε για παίξει όντως στην Εθνική Ελλάδος, πάρτε τον, αλλά αν δεν τον πιστεύετε για τόσο ψηλά, μην τον πάρετε γιατί διαβάζει και είναι καλός μαθητής.

Πήγα λοιπόν κάποτε σε ένα κλιμάκιο στο Λιτόχωρο με την Εθνική Παίδων και ο προπονητής της απορούσε «πού ήταν αυτό το παιδί τόσο καιρό; Αυτό το παιδί δεν κάνει λάθος». Ήμουν πολύ ώριμος στις αποφάσεις μου γενικά αλλά και στο γήπεδο από μικρός. Από εκείνο το τετραήμερο δεν έφυγα ποτέ από τις εθνικές και έγινα αρχηγός.

Νευριάζεις ποτέ;

Γενικά είμαι ένας άνθρωπος πολύ ήρεμος. Στο γήπεδο έπαιζα πάντα σκληρά αλλά ήταν σχεδόν απίθανο το να με εκνευρίσεις. Δεν ενδιαφέρομαι. Είχα μάθει να απομονώνομαι μέσα στο γήπεδο. Δηλαδή μπορεί να ήταν οι γονείς μου στο γήπεδο και να μην τους έβλεπα όταν ήμουν μέσα στις 4 γραμμές. Δεν μπορούσε κανείς να με αποσπάσει και να με νευριάσει και θεωρώ ότι είναι και αυτό δείγμα ωριμότητας.

Εκτός γηπέδου τι μπορεί να σε νευριάσει;

Δεν με νευριάζει ιδιαίτερα κάτι ούτε εκτός γηπέδου. Ίσως μόνο η συνέπεια. Δηλαδή θα ήθελα όπως φέρομαι εγώ στον κόσμο, έτσι να μου φέρεται και αυτός. Τώρα για να νευριάσω πραγματικά και να το δείξω, θα πρέπει να πειράξεις κάποιον δικό μου. Την οικογένειά μου ή κάποιον φίλο μου. Εκεί θα σε υπερασπιστώ και θα μπω μπροστά.

 

Κανείς δεν μπορούσε να νευριάσει τον Δημήτρη Μαυροειδή εντός γηπέδου.

Μου είπαν να σε ρωτήσω γιατί είχες πάντα το ίδιο ύφος όταν φορούσες αθλητική περιβολή.

Δεν επηρεαζόμουν ποτέ, για αυτό είχα πάντα το ίδιο ύφος. Δεν το έβλεπα ποτέ αυστηρά επαγγελματικά το μπάσκετ. Δηλαδή το έβλεπα πάντα σαν παιχνίδι και αυτό με βοήθησε γιατί δεν είχα το στρες που έχουν σήμερα τα παιδιά. Δεν σκεφτόμουν πότε θα βγάλω λεφτά ή ότι θα χαθεί το ταλέντο. Το έβλεπα πάντα σαν παιχνίδι και από αυτό και μόνο ήμουν πιο χαλαρός. Αυτό άλλαξε βεβαίως τα χρόνια της ΑΕΚ που έγινα αρχηγός και ένιωθα ότι πρέπει να υπερασπίζομαι το συμφέρον της ΑΕΚ και να βγαίνω μπροστά.

Έκανα το χόμπι μου επάγγελμα και δεν έπαιρνα ποτέ αποφάσεις με γνώμονα το χρήμα. Μου άρεσε το μπάσκετ, μου αρέσει το μπάσκετ και για αυτό παίζω μέχρι και σήμερα και νιώθω ότι με κρατάει νέο.

Πώς αντιμετώπιζες τις «σφαλιάρες» που τρώει ένας νέος αθλητής όταν γίνεται επαγγελματίας;

Σφαλιάρες τρως όταν δεν είσαι έτοιμος και αυτός είναι ο βασικότερος λόγος νομίζω που δεν βγάζουμε παίκτες σήμερα. Θέλω να πω ότι οι Ακαδημίες κάνουν σωστά τη δουλειά τους, όταν βγάζουν έτοιμους παίκτες να παίξουν. Σήμερα, για διάφορους παράγοντες και σωματικούς και ψυχολογικούς, τα παιδιά δεν είναι έτοιμα να αντέξουν.

Το μπάσκετ είναι ψυχολογικό άθλημα. Έχω δει παίκτες που στην προπόνηση δεν έχαναν σουτ και στον αγώνα δεν μπορούσαν να παίξουν γιατί δεν είχαν ψυχολογία. Πρέπει να είσαι έτοιμος κάθε στιγμή και να μην έχεις άγχος. Κάτι που βεβαίως γίνεται μέσω δουλειάς. Είναι κάτι που μοιάζει με το σχολείο. Δηλαδή αν είσαι διαβασμένος και προετοιμασμένος καλά, θα γράψεις. Έτσι και στο μπάσκετ, αν έχεις προπονηθεί καλά και έχεις προετοιμαστεί για το κάθε ματς, θα παίξεις.

Σήμερα τα παιδιά και το βλέπω και από τα δικά μου τα παιδιά, δεν είναι τόσο σκληρά. Τότε ας πούμε με πέταγαν μέσα σε ένα ματς και εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Με έβαλε 17 χρονών ο Αργύρης Πεδουλάκης να μπω μέσα στα Playoffs με τον Ολυμπιακό και να μαρκάρω τον Ντεμάρκο Τζόνσον, που ήταν ο καλύτερος του πρωταθλήματος και σκεφτόμουν «ποιος είναι αυτός, θα τον φάω ζωντανό». Σήμερα, είναι πολύ λίγα τα παιδιά που είναι τόσο σκληραγωγημένα.

Δεν την ψώνισες ποτέ με τις επιτυχίες με τις Εθνικές Ομάδες; Δεν ήσουν ο δημοφιλής της παρέας;

Κοίτα δεν την ψώνισα ποτέ γιατί το μισούσα εντελώς όλο αυτό. Ακόμα και τώρα, πηγαίνω στη Νέα Φιλαδέλφεια και μου φωνάζουν όλοι «πού είσαι αρχηγέ», εγώ ντρέπομαι. Όταν ακούω το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ» αρρωσταίνω. Δεν μου άρεσε ποτέ να χρησιμοποιώ τη δημοφιλία, το απεχθάνομαι.

Με την Ιατρική τι έγινε τελικά;

Στην Ιατρική πήγαινα κανονικά, είχα περάσει αρκετά μαθήματα. Ειδικά όταν έπαιζα Α2 με το Περιστέρι και είχα περισσότερο χρόνο, παρακολουθούσα. Βέβαια, όταν άρχισα να παίζω περισσότερο και να γίνομαι και εγώ καλύτερος και η καριέρα μου ανέβηκε, ήταν αδύνατο. Ειδικά από όταν έφυγα για το εξωτερικό. Το είχα πάντα στο μυαλό και ακόμη και τώρα σκέφτομαι ότι ίσως τελειώσω τη σχολή.

Το επόμενο σου βήμα έγινε στον Πανιώνιο.

Μετά το Περιστέρι προτίμησα να πάω στον Πανιώνιο και μετά στο Μαρούσι και όχι στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό που και τότε μου είχαν χτυπήσει την πόρτα. Σκεφτόμουν ότι θα ήταν καλύτερο να πάω σε μια ομάδα χαμηλότερου επιπέδου και να παίξω, ώστε να είμαι πιο έτοιμος για το ανώτερο επίπεδο. Ένα παιχνίδι είναι σαν χίλιες προπονήσεις, οπότε επέλεξα να παίζω και σιγά-σιγά να ανεβαίνω.

Κάτι τέτοιο έκανες και μετά στο Μαρούσι.

Στο Μαρούσι με τον κόουτς Σούλη Μαρκόπουλο και με τον Γιώργο Μπαρτζώκα δούλεψα πολύ και είδα διαφορά στην απόδοσή μου. Στο Μαρούσι ήμασταν σαν οικογένεια. Δεν αλλάζαμε κάθε χρόνο, υπήρχε κορμός και στους παίκτες και στους προπονητές. Δεν είχαμε την πίεση άλλων ομάδων και είχαμε όσα χρειαζόμασταν για να παίξουμε μπάσκετ.

Η τελευταία σας χρονιά μνημονεύεται μέχρι και σήμερα.

Η τελευταία μου χρονιά ήταν η καλύτερη ίσως στην ιστορία της ομάδας. Ο Πρόεδρος είχε τότε δυστυχώς οικονομικά προβλήματα και σε αυτές τις ομάδες, εκείνα επηρεάζουν αρκετά και τον σύλλογο. Παρά τις δυσκολίες όμως, εμείς παίζαμε γιατί ξέραμε ότι αν παίζαμε καλά, θα ανταμειβόμασταν τα επόμενα χρόνια. Όπως και έγινε. Με τον Σούλη Μαρκόπουλο καταξιώθηκα και έπαιξα και με τον κόουτς Μπαρτζώκα απογειώθηκα σαν παίκτης και έγινα έτοιμος για το επόμενο επίπεδο.

Ο Δημήτρης Μαυροειδής στα κιτρινόμαυρα του Αμαρουσίου έζησε μαγικές στιγμές, με την ομάδα να φτάνει μια ανάσα από τα Playoffs της EuroLeague. / Action Images - Eurokinissi

Τότε γιατί αποφάσισες να παίξεις στην Μπιλμπάο;

Μπορούσα και τότε να πάω στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό αλλά εγώ είπα στον μάνατζερ μου ότι ήθελα να παίξω στην Ισπανία. Ήθελα να παίξω στο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Τότε βρέθηκε η περίπτωση της Μπιλμπάο, όπου μαζί με τον Φώτη Κατσικάρη και τον Κώστα Βασιλειάδη κάναμε πραγματικά τρομερά πράγματα. Ήταν μια ομάδα που δεν είχε κάνει νίκη σε Playoffs της ACB πριν πάω και παίξαμε τελικούς την πρώτη χρονιά και EuroLeague τη δεύτερη.

Τι έμαθες για το μπάσκετ από το ισπανικό πρωτάθλημα που δεν ήξερες;

Εκεί μπορεί να μην παίξαμε 100% ισπανικό μπάσκετ, αλλά έμαθα ένα διαφορετικό στυλ σίγουρα. Ο κόουτς Κατσικάρης προσπαθούσε να κάνει ένα «πάντρεμα» του ισπανικού και του ελληνικού μοντέλου. Ναι μεν τρέχαμε δηλαδή όποτε μπορούσαμε, αλλά ήμασταν ταυτόχρονα και σκληροί και «διαβάζαμε» τις φάσεις. Για αυτό είχαμε και μια πολύ επιτυχημένη ομάδα και για αυτό κάναμε και πολλές ανατροπές. Αυτοί είτε κερδίζουν, είτε χάνουν έπαιζαν με ένα τέμπο. Εμείς παίζαμε πιο μυαλωμένα.

Στο Μπιλμπάο πέρασα υπέροχα. Η βασκική κουζίνα είναι μία από τις καλύτερες στον κόσμο, οι άνθρωποι ήταν φανταστικοί και φυσικά είδα μια άλλη νοοτροπία για το άθλημα. Το έβλεπαν σαν θέαμα, δεν έβριζαν και είτε χάναμε, είτε κερδίζαμε, μας υποστήριζαν μέχρι το τέλος.

Ο Δημήτρης Μαυροειδής ως αντίπαλος του Ολυμπιακού στο ΣΕΦ, με τη φανέλα της Μπιλμπάο. / Eurokinissi

Τι θυμάσαι πιο έντονα από τη Χώρα των Βάσκων;

Είχαμε παίξει τον πρώτο αγώνα της χρονιάς στην EuroLeague κόντρα στον Ολυμπιακό και κερδίσαμε 20 πόντους και τον τελευταίο αγώνα κόντρα στην ΤΣΣΚΑ, που έχασε από τον Ολυμπιακό στον τελικό εκείνη τη χρονιά. Ήμασταν γενικά πολύ καλή ομάδα και την ΤΣΣΚΑ Μόσχας την είχαμε φτάσει στα 4 ματς και λίγο έλειψε να την πάμε σε πέμπτο παιχνίδι.

Το πιο τρελό που θυμάμαι δεν ήταν καθαρά αγωνιστικό. Παίζαμε κάποτε με την Γκραν Κανάρια εντός έδρας και κάπου στον δρόμο έχασαν τις εμφανίσεις τους και τους δώσαμε τις δικές μας. Φαινόταν λες και παίζουμε Μπιλμπάο εναντίον Μπιλμπάο και τελικά χάσαμε κιόλας (γέλια).

Και μετά αντάμωσες ξανά με τον Γιώργο Μπαρτζώκα στον Ολυμπιακό.

Μετά την Μπιλμπάο ήρθε και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός και με προσέγγισαν και σκέφτηκα ότι θα μου ταίριαζε καλύτερα ο Ολυμπιακός. Είχα συνεργαστεί ξανά και με τον Γιώργο Μπαρτζώκα και με τον Αργύρη Πεδουλάκη, απλά θεωρούσα ότι ο Ολυμπιακός ήταν σε μια πιο στρωμένη κατάσταση και μου άρεσε πολύ και το παιχνίδι του κόουτς. Όταν ξεκίνησε η σεζόν ένιωθα καλά, έπαιζα και βοηθούσα. Μάλιστα σε ένα παιχνίδι στο Μιλάνο κόντρα στον Γιάννη τον Μπουρούση (σ.σ. ήταν στον ίδιο χώρο που γινόταν η συνέντευξη) ήμουν ο καλύτερος παίκτης.

Μετά έγινε και η φάση με το πιο γνωστό αριστερό λέι απ.

Εντάξει, αν μιλάω και εγώ, τι να πούνε άλλοι (γέλια); Πάντως ο κόουτς είναι πολύ ήρεμος και ευγενικός άνθρωπος εκτός αγώνων. Δεν έχει καμία σχέση με αυτό που βλέπουμε στην τηλεόραση καμιά φορά. Και φέτος έχει και μεγάλη πίεση.

Και ενώ είσαι στο απώγειο, με συμμετοχή στους πρωταθλητές Ευρώπης, έρχεται ο τραυματισμός στο γόνατο. 

Μετά έτυχε ο τραυματισμός μου, που βεβαίως είναι κάτι που συμβαίνει και πήγαν πολλά πράγματα λάθος και με τον γιατρό. Με τον τραυματισμό αρχικά δεν είχα κανένα πρόβλημα γιατί γνωρίζω ότι αυτά συμβαίνουν, αλλά όταν επέστρεφα και συνέχιζα να έχω προβλήματα και πήγαινα σε άλλους γιατρούς και μου έλεγαν ότι μπορεί να μην ξαναπαίξω ποτέ σε αυτό το επίπεδο, τότε πέρασα δύσκολα.

Κατέκτησα φυσικά την EuroLeague, αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω στην ομάδα. Μπήκα ξανά στο χειρουργείο, έκανα νέες θεραπείες, είχα χονδροπάθειες και έριξα πολλή δουλειά. Τότε έκανα μια θεραπεία με βλαστοκύτταρα που τότε ήταν πολύ πρωτοποριακή και ουσιαστικά ήρθε μέσα από τις φιλίες που είχα από τον χώρο της ιατρικής.

Πώς άντεξες να έχεις φτάσει σε αυτό το επίπεδο και ξαφνικά να μαθαίνεις ότι μπορεί να μην ξαναπαίξεις;

Δούλεψα πάρα πολύ και ταυτόχρονα είχα επιστρέψει στη σχολή μου, πήγαινα στα νοσοκομεία, ήταν λες και είχα σταματήσει το μπάσκετ. Σκεφτόμουν μέσα μου ότι «δεν γίνεται να παίζει αυτός και όχι εγώ» και έτσι πείσμωσα. Τότε εμφανίστηκε η Κηφισιά με τον κόουτς Ηλία Παπαθεοδώρου και του είπα αν με θες, θα προσπαθήσω πολύ και αν τα καταφέρω, τα κατάφερα.

Στην ΑΕΝΚ είχαμε μια πραγματικά πολύ καλή ομάδα και εγώ βρήκα αμέσως τον εαυτό μου. Ενώ είχα σχεδόν κόψει το μπάσκετ, ξαφνικά βγήκα MVP του πρώτου γύρου του ελληνικού πρωταθλήματος και η ομάδα πήγαινε πολύ καλά. Όλη η χρονιά ήταν μαγική και τότε είπα στον μάνατζερ μου ότι ήθελα να επιστρέψω σιγά – σιγά στο πιο υψηλό επίπεδο, είτε Ελλάδα, είτε εξωτερικό.

Στην Κηφισιά ο Δημήτρης Μαυροειδής είδε την καριέρα του να γεννιέται ξανά. / Eurokinissi

Κάπου εκεί είναι που μπαίνει στη ζωή σου η ΑΕΚ;

Όχι αμέσως. Εκείνο το καλοκαίρι με προσέγγισαν πρώτα η Ολίμπια Λιουμπλιάνας και μετά η ΑΕΚ, που μόλις είχε ανέβει στην Α1 και ήθελε να κάνει το βήμα παραπάνω. Μου άρεσε η προοπτική της ΑΕΚ και μετά τις πρώτες συζητήσεις μας, άφησα εκείνη της Ολίμπια.

Και ξαφνικά τότε η ομάδα με κόουτς Σάκοτα και πάλι, εξαφανίζεται και εγώ έχω χάσει και την πρόταση της Ολίμπια και την ΑΕΚ. Δεν εμφανίστηκε κάτι άλλο αξιόλογο και μίλησα με τον Ηλία Παπαθεοδώρου και συμφωνήσαμε να μείνω με ανοιχτό συμβόλαιο μέχρι να βρεθεί κάτι άλλο.

Τότε πάλι ήμουν καλός, έκανα double – double σε κάθε παιχνίδι και η ΑΕΚ ήρθε και πάλι, επειδή είχε κάνει κακό στήσιμο της ομάδας και με ζήτησε. Ο μάνατζερ μου ωστόσο ήταν αρκετά σκληρός μαζί τους λόγω της κατάστασης το καλοκαίρι και ζήτησε περισσότερα χρήματα. «Κάποιος έπρεπε να πληρώσει το λάθος που έγινε» τους έλεγε και έτσι δεν τα έβρισκαν.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα Σάββατο η Τενερίφη και αμέσως συμφωνήσαμε. Κυριακή ο πρόεδρος της ομάδας ανοίγει τα γραφεία να στείλει τα χαρτιά να τελειώσει η μεταγραφή. Τότε εγώ για κάποιον λόγο είπα στον μάνατζέρ μου να ενημερώσει και την ΑΕΚ, μήπως θέλει να κάνει κάτι.

Έτσι ο Μάκης Αγγελόπουλος, ο οποίος με ήθελε πολύ στην ομάδα επειδή ο πατέρας του, του έλεγε ότι επειδή έχετε το ίδιο όνομα (Μάκης από το Μαυροειδής) πρέπει να τον φέρει στην ΑΕΚ, το κανόνισε. Κάπως έτσι βρέθηκα στην ΑΕΚ. Εγώ δηλαδή το «κυνήγησα», και κάπως καρμικά ξεκίνησε το παραμύθι μου με την ΑΕΚ.

Ήταν γραφτό για τον Δημήτρη Μαυροειδή να ανταμώσει με την ΑΕΚ. / Eurokinissi

Ήσουν ΑΕΚ και για αυτό το πάλεψες να παίξεις εκεί;

Δεν το κυνήγησα επειδή ήμουν ΑΕΚ, καμία σχέση. Εγώ ΑΕΚ έγινα μετά. Ο κόσμος της με έκανε ΑΕΚ. Στην κηδεία του Στέλιου Σεραφείδη με πέτυχε κάποιος και μου είπε «δεν ξέρω αν ήσουν ΑΕΚ, αλλά εσύ έχεις γίνει πιο ΑΕΚ από όλους μας». Και έτσι ήταν. Δεν ήμουν ΑΕΚ, αλλά από την αγάπη του κόσμου έγινα. Και φυσικά εξαιτίας όσων ζήσαμε.

Νταμπλ, Κύπελλα και μην ξεχνάμε ότι ήταν μια ομάδα που δυο χρόνια πριν έπαιζε στη Β’ Εθνική. Ταίριαξαν οι ιδιοσυγκρασίες μας και το δέσιμο ήταν μεγάλο από την αρχή. Τώρα, δύο φωνάζουν αρχηγούς. Εμένα και τον Χατζηχρήστο, ο οποίος είναι και φίλος μου. Προχθές μου έλεγε «τόσοι έχουν έρθει στην ΑΕΚ, κανείς δεν έχει πει αυτό που λες εσύ, ότι δηλαδή “ο κόσμος με έκανε ΑΕΚ”».

Δεν το πούλησες και ποτέ η αλήθεια είναι.

Δεν γίνεται μωρέ αυτό. Το γήπεδο είναι καθρέφτης και δεν μπορείς να πουλήσεις τίποτα εκεί. Ό,τι και να θες να κρύψεις, στο γήπεδο ο κόσμος τα βλέπει όλα. Σε εμένα έβλεπαν ότι τα δίνω όλα. Με τραυματισμούς, με προβλήματα οικονομικά με όλα. Ήμουν πάντα εκεί για την ΑΕΚ.

Το 2018 τι άλλαξε και ήταν τόσο ξεχωριστή χρονιά;

Είχαμε έναν πολύ καλό κορμό Ελλήνων και ξένων και έγιναν κάποιες πολύ σωστές προσθήκες στη μέση της χρονιάς ο Κέβιν Πάντερ και ο Βινς Χάντερ που μας απογείωσαν. Όλοι οι ξένοι έπαιξαν μετά σπουδαίο μπάσκετ. Ο Πάντερ όλοι βλέπουμε τι κάνει και φέτος με την Μπαρτσελόνα, ο Χάντερ έπαιξε για χρόνια εκπληκτικά σε Eurocup και BCL και ο Μάικ Γκριν ήταν από τους καλύτερους playmakers.

Ταυτόχρονα όμως και οι Έλληνες ήμασταν στην καλύτερη φάση μας. Εγώ, ο Σάκοτα, ο Ξανθόπουλος, ο Βασιλόπουλος, ο Λαρεντζάκης. Ήταν ένα τρομερό μείγμα Ελλήνων και ξένων.

Βεβαίως ήταν και οι συγκυρίες. Ήταν 50 χρόνια από το 1968, ήταν η ταινία. Μπορεί να μοιάζουν τυχαία γεγονότα τώρα, όμως όλα συνέβαλαν.

Τώρα θα σε ρώταγα για την ταινία, με πηγαίνεις μόνος σου εκεί που θέλω.

Για αυτό μου λένε ότι είμαι γεννημένος για τηλεόραση (γέλια).

Ήταν αλήθεια λοιπόν αυτό το: «Κερδίσαμε γιατί δεν γινόταν να χάσουμε»;

Ήταν ένα παραμύθι. Δείχναμε στους ξένους την ταινία, τους εξηγούσαμε τι πρεσβεύει η ΑΕΚ. Σου λέω ήταν όλα ένα παραμύθι που χτίστηκε μέσα από τις συγκυρίες. Δηλαδή, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί για μένα αν δεν είχα τραυματιστεί, ή αν δεν είχα πιέσει τον μάνατζέρ μου να μιλήσει στην ΑΕΚ.

Ο δράκος του παραμυθιού ποιος ήταν; Τι χάλασε στην πορεία;

Έφυγε ο αρχηγός, πήγε στη Ρόδο! Δεν μπορώ να λύσω αυτήν την απορία. Δεν είχε δράκο το παραμύθι μου με την ΑΕΚ. Όταν έφυγα για τον Κολοσσό κατάλαβα όλη την αγάπη του κόσμου. Τότε έλαβα απίστευτα μηνύματα από τους φίλους της ΑΕΚ και κατάλαβαν και στον οργανισμό τι σήμαιναν αυτά που έκανα εγώ για την ομάδα. Έπρεπε λοιπόν να φύγω για να το συνειδητοποιήσουμε όλοι αυτό.

«Όταν έφυγα για τον Κολοσσό κατάλαβα όλη την αγάπη του κόσμου της ΑΕΚ». / Eurokinissi

Φαίνεται σαν «ανορθογραφία» το πέρασμα σου από την Ρόδο για όποιον βλέπει το βιογραφικό σου. Δεν είχες φύγει ποτέ από την Αθήνα και ξαφνικά ενώ όλα πήγαιναν καλά στην ΑΕΚ, τουλάχιστον φαινομενικά, έφυγες.

Πράγματι, έπαιξα καλά και τη χρονιά του double και την επόμενη στον Κολοσσό. Για κάποιους λόγους που δεν είναι προς συζήτηση, έφυγα από την ομάδα, όμως και εκείνοι κατάλαβαν το λάθος τους, αλλά και εγώ ένιωσα την αγάπη του κόσμου πιο πολύ από κάθε άλλη φορά.

Πότε αποφάσισες ότι θέλεις να γυρίσεις;

Ήταν και πάλι οι συγκυρίες. Ο Ηλίας ο Παπαθεοδώρου ήρθε στην ΑΕΚ και έλειπε ο αρχηγός της ομάδας. Έπρεπε να επιστρέψω και πράγματι όταν γύρισα, κερδίσαμε το Κύπελλο Ελλάδος και αν δεν ήταν ο Covid, ίσως πηγαίναμε και ακόμα καλύτερα. Μπορεί να φάνηκε σαν αποτυχία επειδή έγινε στην Αθήνα, αλλά φτάσαμε μέχρι τα τελικά.

Τι έλειψε όμως από την ΑΕΚ εκείνης της περιόδου και δεν έκανε το βήμα παραπάνω; Οι συγκυρίες βοηθούσαν. Ο Ολυμπιακός είχε αποχωρήσει από το πρωτάθλημα, ο Παναθηναϊκός δεν ήταν στα καλύτερά του.

Κοίτα η απουσία από την EuroLeague δεν είναι μια απλή δικαιολογία. Μαθηματικά αν το δεις και μόνο δηλαδή. Ο ένας έχει έσοδα 10 εκατομμύρια και ο άλλος 2. Άρα κάποιος θα πρέπει να καλύψει αυτό το κενό από την τσέπη του.

Επίσης, εκείνη την περίοδο δεν είχαμε ακόμα δικό μας γήπεδο με ό,τι αυτό συνεπάγεται, παίζαμε ακόμα στο ΟΑΚΑ. Δεν μπορούσαμε δηλαδή να κάνουμε αυτό που έκανε η ποδοσφαιρική ΑΕΚ, που βασίστηκε στο νέο της γήπεδο, στήριξαν όλοι αμέσως και προχώρησε. Όταν ο Πρόεδρος στην πανδημία είχε μερικά οικονομικά ζητήματα αυτά επηρέαζαν και την ομάδα.

Τα επόμενα χρόνια όμως μπήκατε στα Λιόσια, στο δικό σας γήπεδο.

Ναι και μπήκα μέσα ως αρχηγός και αυτό ήταν μεγάλη τιμή. Κάναμε ένα νέο βήμα και η προσοχή όλου του οργανισμού είχε δοθεί στο νέο γήπεδο. Τα μπάτζετ ήταν λίγο πιο χαμηλά και με τον κόουτς Δέδα προσπαθούσαμε να δούμε τη νέα πραγματικότητα. Εγώ δεν ταίριαζα καθόλου με το στυλ του Δέδα και δεν ήθελα καθόλου να παίξω το μπάσκετ του. Παρ’ όλα αυτά συνεννοηθήκαμε, είπαμε ότι δεν θα ενοχλήσει ο ένας τον άλλον στη δουλειά του και τελικά με χρειάστηκε και μάλιστα με φώναζε να με βάλει στο γήπεδο και μου έλεγε «σήκω να με σώσεις». Τον βοήθησα και εγώ να παίξει ένα διαφορετικό στυλ μπάσκετ και γίναμε όλοι καλύτεροι.

Εκείνα τα χρόνια συνέβαινε κάτι μαγικό. Μπορεί να ήμουν πιο μεγάλος και πιο αργός σε όλα, αλλά όταν έμπαινα η ομάδα έπαιζε καλύτερα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω τεχνικά αυτό. Ένας περίεργος τύπος με προβλήματα στα γόνατα, έμπαινε μέσα και όλη η ομάδα έπαιζε αλλιώς. Έπαιζε διαφορετικό μπάσκετ. Βέβαια μετά, ήρθαν τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα. Χάσαμε τον Στέφαν Γέλοβατς και πήγαν όλα πίσω.

Πώς επανέρχεσαι μετά από αυτό;

Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της καριέρας μου. Το παιδί κατέρρευσε μπροστά μου. Ένα παιδί 32 χρονών που τον βλέπαμε κάθε μέρα και ξαφνικά έμεινε έναν μήνα σε κώμα και τελικά πέθανε. Ήταν πολύ δύσκολο για μια ομάδα και έναν οργανισμό να επανέλθει μετά από αυτό. Ήταν πολύ περίεργα τα πράγματα και βεβαίως ήταν και αυτός ένας λόγος που δεν μπορούσαμε να κάνουμε το βήμα παραπάνω.

Για τον Στέφαν Γέλοβατς. / Eurokinissi

Την τελευταία σου χρονιά πώς την έζησες;

Και αυτή ήταν μια περίεργη χρονιά από την άποψη ότι δεν ήταν να συνεχίσω το μπάσκετ. Έλεγα να μπω αρχηγός στο νέο γήπεδο και να σταματήσω, αλλά επειδή ήμουν καλός μου είπαν να συνεχίσω. Και ο κόουτς Ηλίας Καντζούρης δεν τρελαινόταν να με κρατήσει αλλά ο Πρόεδρος του έλεγε «όχι θα κάτσει να παίζει, θέλω να τον βλέπω».

Απλά στις αρχές της σεζόν έπαθα περικαρδίτιδα και έπρεπε να μείνω 5-6 μήνες έξω. Πολλοί είχαν πάθει τότε από τον Covid και μετά ήταν δύσκολα να επανέλθω. Τότε μου είπαν από την ομάδα να γίνω Γενικός Αρχηγός.

Πώς οικοδομήθηκε η σχέση με τον Πρόεδρο ώστε να φτάσει σε αυτό το σημείο;

Είναι όλα καρμικά, όπως σου είπα. Ξεκίνησε από τον πατέρα του που του έλεγε να με φέρει στην ομάδα και έφτασε στην τελευταία σεζόν, όπου ένας αργός 37 – 38 χρονών έμπαινε και η ομάδα έπαιζε καλύτερα. Δεν μπορώ να τα εξηγήσω αυτά που έγιναν κατά τη διάρκεια των χρόνων.

Ξέρω ότι παίζεις μέχρι και τώρα στα Μελίσσια σε πιο χαμηλό επίπεδο. Ήταν η θέση του Γενικού Αρχηγού και ακόμα και τώρα η θέση που έχεις στη Nova, ένας τρόπος να αποφύγεις την κατάθλιψη που έχουν οι αθλητές μετά το τέλος της καριέρας τους;

Αρχικά σκεφτόμουν ότι μου άρεσε πολύ το διοικητικό κομμάτι, αλλά μετά μόλις ήρθε η πρόταση της Nova κατάλαβα πόσο μου άρεσε αυτό το κομμάτι και μου είπαν όλοι ότι μου πηγαίνει και ότι έχω ευφράδεια και μπορώ να εξηγήσω το μπάσκετ με απλά λόγια.

Ταυτόχρονα επειδή ποτέ δεν προκάλεσα, παρόλο που είμαι σημαία για την ΑΕΚ, μπορώ να πηγαίνω άφοβα σε όλα τα γήπεδα και να μου λένε και όλοι πόσο με σέβονται. Στην αρχή το κάναμε δοκιμαστικά, αλλά μου άρεσε και τους άρεσε, οπότε το συνεχίσαμε επαγγελματικά. Περνάω και εγώ πολύ καλά μαζί τους.

Τώρα στο άλλο που λες, είναι αλήθεια ότι πρώτα με την πρόταση της ΑΕΚ και τώρα με τη Nova, έχω αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Αν καθόμουν, πιθανότατα θα είχα και εγώ προβλήματα. Στα Μελίσσια παίζω, γυμνάζομαι και βοηθάω νέα παιδιά και αυτό το λατρεύω. Δεν μπορώ πάντα να είμαι τυπικός, όπως ήμουν στην επαγγελματική μου καριέρα, αλλά όσο μπορώ βοηθώ.

Ο Δημήτρης Μαυροειδής με κουστούμι ως Γενικός Αρχηγός της ΑΕΚ. / Eurokinissi

Με τον μάνατζέρ σου, τον Γιώργο Δημητρόπουλο που έφυγε από τη ζωή φάνηκες λες και είχες πατρική σχέση.

Ναι, είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος που με μεγάλωσε και εμένα. Με έφτασε από το Μαρούσι και τον Πανιώνιο στον Ολυμπιακό και στην EuroLeague και μετά ξανά από την Κηφισιά με πήγε στην ΑΕΚ. Ήταν ένας πραγματικά καλός άνθρωπος, άσχετα από τη δουλειά του που ήταν φανταστικός. Σκέφτομαι τι κρίμα είναι αυτό για τη ζωή. Δεν πρόλαβε να ζήσει όλα αυτά που έφτιαξε και είναι ήταν παιδί με αδαμάντινο χαρακτήρα.

Πώς σε άλλαξε η πατρότητα;

Αλλάζουν οι προτεραιότητες της ζωής σου. Σκέφτεσαι διαφορετικά, πράττεις διαφορετικά. Θα έλεγα και την υπευθυνότητα, αλλά εγώ «γεννήθηκα υπεύθυνος».

Τι θα ήθελες να τους μεταδώσεις;

Αυτό που ήθελε και ο πατέρας μου από εμένα. Ήθελε και αυτός και εγώ όταν ρωτάνε για τον Δημήτρη, να απαντούν «ο Δημήτρης είναι ένα καλό παιδί». Τώρα αν θα πάρει 3 Κύπελλα, αν θα παίξει στην ΑΕΚ ή στον Ποσειδώνα Νέου Ψυχικού που είναι και εδώ κοντά, αν θα βγάλει εκατομμύρια ή ένα ευρώ, μου είναι αδιάφορο. Εμένα με ενδιαφέρει να λένε ότι είναι καλά παιδιά και για αυτό θα είμαι υπερήφανος. Έτσι και ο πατέρας μου, για αυτό ήταν υπερήφανος.

Πριν τελειώσουμε ήθελα να σου δείξω και τρεις ερωτήσεις που μου πρότεινε το ChatGPT για εσένα.

Γίνονται τέτοια πράγματα; Τι μαθαίνει κανείς! Φυσικά, ας δούμε τι ρωτάει.

Ως παίκτης ήσουν γνωστός για τις μάχες σου κάτω από το καλάθι. Τώρα ως σχολιαστής τι είναι αυτό που σου κάνει να νιώθεις την ίδια ένταση και πάθος για το μπάσκετ;

Μου αρέσει να εξηγώ στον κόσμο τι γίνεται στο παιχνίδι και κυρίως γιατί γίνεται. Επειδή ήμουν παίκτης μέχρι πριν από λίγο, μπορώ να καταλάβω τι θέλει ο παίκτης και μπορώ να το πω χωρίς εξεζητημένους όρους στο κοινό.

Έχεις αντιμετωπίσει μερικούς από τους καλύτερους ψηλούς της Ευρώπης. Αν έπρεπε να διαλέξεις τον πιο δύσκολο αντίπαλο, ποιος θα ήταν και γιατί;

Κοίτα ο πιο δύσκολος ήταν σίγουρα ο Ντιρκ Νοβίτσκι γιατί τα είχε όλα. Αλλά έχω παίξει πολλούς σπουδαίους ψηλούς και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Ο Σοφοκλής Σχορτσιανίτης, ο Μάικ Μπατίστ και ο Νίκολα Πέκοβιτς ήταν οι πιο ζόρικοι που μπορώ να θυμηθώ στην Ελλάδα.

Το ελληνικό πρωτάθλημα έχει αλλάξει πολύ από όταν ξεκινούσες την καριέρα σου. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αλλαγές που βλέπεις σήμερα;

Ρε το ChatGPT (γέλια)! Σίγουρα η ταχύτητα και η αθλητικότητα έχει εισέλθει στο παιχνίδι και τα έχει αλλάξει όλα. Η πλειοψηφία των παικτών σήμερα δεν μπορεί να διαβάσει το παιχνίδι. Πιο πολύ τους νοιάζει να τρέξουν και να σουτάρουν, παρά να διαβάσουν το παιχνίδι και να πάρουν μια καλή απόφαση. Το σουτ κανονικά πρέπει να είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να βελτιώσεις. Το να πάρεις ένα κακό σουτ, δεν έχει νόημα. Το μπάσκετ είναι να παίρνεις στον λιγότερο δυνατό χρόνο, την καλύτερη απόφαση.