Ο Ερρίκος Λίτσης είναι ένας πολιτογραφημένος 25αρης
- 20 ΔΕΚ 2018
Εμφανίστηκε ξαφνικά το 2001, φέρνοντας μαζί του τη νέα δεκαετία κι ένα σινεμά φρέσκο, με νεύρο και ρεαλισμό στο όριο. Αν και το μεγάλο μυστήριο -ποιος είναι, τι έκανε πριν, γιατί φωνάζει χωρίς λόγο στους ανθρώπους- έχει κατά ένα μεγάλο βαθμό διαλευκανθεί, ωστόσο με κάθε νέα του δουλειά, νιώθεις ότι σου κλείνει το μάτι, ότι σου λέει “πάντα θα ξέρεις για μένα, μόνο όσα εγώ θέλω να ξέρεις”. Και αυτό το κλείσιμο ματιού το είδα και την προηγούμενη Πέμπτη, μέσα απ’ την΄-όχι και τόσο μεγάλη- οθόνη του ‘Δαναού’, στην πρεμιέρα της ταινίας ‘Γυναίκες που περάσατε από δω’ του Σταύρου Τσιώλη. Εκεί που αναγκάζεσαι να ακολουθήσεις βήμα βήμα το στιβαρό και χαμηλόφωνο παίξιμό του, τους ελιγμούς του ανάμεσα στην ποιητική οπτική του Τσιώλη για τον κόσμο και την νευρώδη ιδιοσυγκρασία που νομίζουμε ότι έχει. Και λέω “νομίζουμε”, γιατί όταν συναντηθήκαμε στα Πετράλωνα το μεσημέρι της Δευτέρας, το μόνο που είδα από κοντά ήταν έναν χαμογελαστό άνθρωπο, γεμάτο όρεξη για πλάκα, ο οποίος συνόδευε κάθε κλικ της φωτογραφικής μηχανής και με ένα πείραγμα, είτε σε μένα, είτε στη φωτογράφο, είτε στον παλιό του φίλο που είχε το βιβλιοπωλείο της περιοχής και μας άφησε να σκαλίσουμε τα βιβλία του.
Η συνέντευξη έγινε στο El Camino, μία καφετέρια της πλατείας Μερκούρη, “πρώην μπιλιαρδάδικο, τσιπουράδικο και ό, τι μπορείς να φανταστείς”, όπως μου είπε ο ίδιος, αμετανόητος Πετραλωνίτης.
Η κουβέντα ξεκίνησε με τη νέα ταινία που πρωταγωνιστεί, την επιστροφή του Τσιώλη μετά από 13 χρόνια στον κινηματογράφο και πήγε κάπως έτσι.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson
Γιατί κάποιος να δει το “Γυναίκες που περάσατε από δω”;
Καταρχάς γιατί παίζω εγώ με τον Τζούμα και αυτό από μόνο του είναι ένα καλλιτεχνικό γεγονός (γέλια). Ο Τζούμας, ο οποίος εκπροσωπεί ας πούμε μία γενιά κινηματογραφική της δεκαετίας του ’80 και έχει μια ροκ αισθητική γενικά, συναντιέται με μένα που είμαι ένας ηθοποιός της νέας χιλιετίας ας πούμε, απ’ το 2000 και μετά, όπου κι εγώ έχω μια ροκ αισθητική και κάπου νομίζω ότι αυτό από μόνο του θα έπρεπε να ιντριγκάρει κάποιους σινεφίλ για να πάνε να δουν την ταινία. Αυτό είναι το ένα ζητούμενο. Συν τοις άλλοις έχει υπέροχους και έξοχους ηθοποιούς, όπως τον Σαράντη, τον Χρυσικάκο, τον Σαρηγιάννη, τον Τσιιαμάτη , την Τρίγγου, την Προδρόμου και τόσους ακόμα, δεν θέλω να ξεχάσω κανέναν.
Ο άλλος λόγος είναι ότι θα διασκεδάσει. Η ταινία έχει χιούμορ, έχει έντονα το χιουμοριστικό πνεύμα που έχουν οι ταινίες του Σταύρου Τσιώλη, συν το ότι κουβαλάει παράλληλα και κάτι διαφορετικό. Κουβαλάει μια μπεκετική ατμόσφαιρα θα έλεγα. Ίσως να μην ήταν συνειδητό όταν την έφτιαχνε την ταινία ο Σταύρος ή να μην το είχαμε καταλάβει εμείς που παίζαμε. Άλλωστε όλο το έργο σε ένα πλατό είναι γυρισμένο, είναι λίγο θεατρικό έτσι κι αλλιώς.
Σε ποιο μέρος της Αθήνας ήταν αυτό το ‘πλατό’;
Είναι κάπου πίσω από τον περιφερειακό του Γαλατσίου, κάπου εκεί πέρα. Νομίζω το ότι έχει αυτήν την αισθητική η οποία, ναι δεν είναι τόσο κινηματογραφική από τη μία άποψη, γιατί έχει ένα σετ που λέμε, ένα σημείο που είναι γυρισμένη, αλλά αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργείται, επειδή είναι δύο που κάτι περιμένουνε και -ας κάνουμε και λίγο χιούμορ- ο μεν Μπέκετ λέει ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’, εμείς με τον Τζούμα λέμε ‘Περιμένοντας τον πολεοδόμο’, ο οποίος πολεοδόμος δεν έρχεται ποτέ.
Ειλικρινής δηλαδή τίτλος της ταινίας θα μπορούσε να είναι αυτός.
Ναι, ‘Περιμένοντας τον Πολεοδόμο’. Από όπου αντί γι’ αυτόν περνάνε γυναίκες συνέχεια και άντρες, οι οποίοι βέβαια έχουν προβλήματα με γυναίκες. Πολύς κόσμος περνάει από μπροστά μας, ο μόνος που δεν έρχεται είναι αυτός που φοβόμαστε.
Ο Τζούμας τελικά κολλούσε σε ταινία του Τσιώλη; Οι βαθιά ‘τσιωλικοί΄τον φοβόμασταν λίγο.
Εγώ δεν τον φοβόμουν καθόλου τον Κωνσταντίνο τον Τζούμα γιατί με έναν μαγικό τρόπο και χωρίς να έχουμε συναντηθεί ποτέ στη ζωή μας, με το που βρεθήκαμε μπροστά στον Τσιώλη για να κλείσουμε αυτήν την άτυπη συμφωνία -ότι εμείς δηλαδή θα είμαστε οι δύο βασικοί ηθοποιοί της ταινίας- αμέσως υπήρξε ένα κλικ μεταξύ μας λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Και νομίζω και το αποτέλεσμα αυτό δείχνει. Σαν να είμαστε δυο καλοί παλιόφιλοι. Δεν υποκρινόμαστε, έχουμε γίνει φίλοι έτσι από το πουθενά.
Συμμερίζεστε το πάθος του Τσιώλη για τις γυναίκες, όλη αυτή τη λατρεία για το μυστηριακό γύρω απ’ την ύπαρξή τους;
Εντάξει, είναι γυναικάς ο Τσιώλης. Δεν έχει να κάνει με το αν ταιριάζουμε σ’ αυτό. Τον καταλαβαίνω. Πάντως είναι πολύ ευγενικός με τις γυναίκες, τουλάχιστον απ’ αυτό που γνώρισα εγώ, δεν τις αντιμετωπίζει σεξιστικά. Το ότι θέλει να τις πλησιάζει, να τις περικυκλώνει, ε εντάξει, φυσιολογικό μου φαίνεται, ξέρω γω, τι να πω; Και μένα μ’ αρέσει να είμαι αρεστός στις γυναίκες, το θέμα είναι να κρατάς μια ευγένεια.
Μιας και αναφέρατε τη λέξη ‘σεξιστικό’ και μιας και ζούμε σε καιρούς, όπου κάποια πράγματα παρεξηγούνται εύκολα, δεν φοβηθήκατε μη ξεπεράσει κάποια στιγμή τη γραμμή η ταινία; Πχ υπάρχει μια ατάκα, όπου ο Τζούμας λέει ότι “δεν υπάρχει φιλία μεταξύ των γυναικών. Ρίχ’ τους έναν άντρα και αμέσως διαλυθήκανε”. Δεν φοβηθήκατε ότι μπορεί να σας κατηγορήσουν για σεξισμό;
Κοίτα, αυτή είναι η γνώμη του Βασίλη, του χαρακτήρα δηλαδή, δεν σημαίνει ντε και καλά ότι μπορεί να το πιστεύει ο Σταύρος ο Τσιώλης αυτό ακράδαντα. Είναι ένα ερέθισμα που πάνω σ’ αυτό ανοίγει ένας διάλογος και τον αντικρούει ο άλλος χαρακτήρας, ο Παναγιώτης. Λέει ας πούμε “φιλία αντρών υπάρχει”, εγώ του αντιμιλάω πάνω σ’ αυτό και τα λοιπα… Είναι ένα ερέθισμα για διάλογο. Τώρα αν το πιστεύει αυτό ο Τσιώλης σαν συγγραφέας κτλ, αυτό είναι θέμα δικό του, αλλά δεν λέει αυτό η ταινία. Τι να πω. Εδώ έχουμε αρχίσει να φοβόμαστε να κάνουμε φλερτ… Αν είναι κανένας τόσο κουτός, ας το δει έτσι.
Δεν θέλω να κάνω σπόιλερ, αλλά έχετε κι εσείς την αίσθηση ότι η σκηνή με τον Βαλάκη θα γίνει αργότερα ένα τεράστιο hit του Youtube, κάτι σαν το “ήτανε πέναλτι, κύριε Πάνο”;
Δεν ξέρω αν θα συμβεί αυτό, αλλά είναι σίγουρα μία απ’ τις πιο κωμικές σκηνές. Βέβαια, εδώ είναι λίγο πιο σύνθετη γιατί παίρνει την πάσα από μένα ο Βαλάκης. Δεν ξέρω δηλαδή αν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, αλλά σίγουρα είναι απ’ τις πιο αστείες στιγμές της ταινίας.
Ποιον χαρακτήρα του Τσιώλη θα θέλατε να είχατε υποδυθεί σε παλιότερη ταινία;
Αν είχαμε τη δυνατότητα να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, θα μου άρεσε ο ρόλος του Μπακιρτζή στο ‘Ας περιμένουν οι γυναίκες’. Βασικά και του Ζουγανέλη, και του Μπουλά, αυτοί οι ρόλοι είναι ρόλοι που υπό προϋποθέσεις θα μου άρεσε να τους είχα παίξει εγώ, αλλά ως ο ηθοποιός που είμαι σήμερα, όχι να τους έπαιζα εκείνη την εποχή. Σήμερα θα τους έπαιζα με τον δικό μου χαρακτήρα, το δικό μου ταπεραμέντο, είναι ωραίοι ρόλοι αυτοί, είναι κωμικοί, κουβαλάνε ωραία πράγματα.
Τι κοινό θα λέγατε ότι έχει ο Τσιώλης με τον Οικονομίδη; Και ως σκηνοθέτες αλλά και ως ‘παραμυθάδες’, ως σεναριογράφοι.
Ένα κοινό που θα μπορούσαμε να βρούμε άμεσα είναι ότι και στο ‘Ας περιμένουν οι γυναίκες’ και στο ‘Στη ψυχή στο στόμα’, με λένε Παναγιώτη.
Έχω ακούσει ότι ο Τσιώλης, αν και δεν το περιμένεις, είναι πολύ αυστηρός.
Ναι, ναι είναι.
Ενώ αυτό θα το περίμενε κανείς απ’ τον Οικονομίδη.
Είναι αυστηροί και οι δυο τους. Είναι και οι δύο πολύ καλοί καπετάνιοι, ξέρουνε δηλαδή τι ζητάνε αδιαμφισβήτητα, ο καθένας βέβαια στον δικό του τομέα, στο δικό του κινηματογραφικό σύμπαν. Μπορεί να έχουν δύο διαφορετικά κινηματογραφικά σύμπαντα, αλλά και ο Οικονομίδης στήνει ένα σύμπαν που μέσα του κουβαλάει μία αλήθεια, αλλά και ο Τσιώλης, όσον αφορά τουλάχιστον την ταινία που συμμετέχω εγώ, στήνει ένα σύμπαν το οποίο υπό προϋποθέσεις είναι υπαρκτό.
Σεναριακά;
Σεναριακά να σου πω τι θα μπορούσαμε να βρούμε που να τους συνδέει; Στο ότι και οι δύο, και θα σου φανεί λίγο παράξενο αυτό, αγαπούνε πολύ τις γυναίκες. Και ο μεν Οικονομίδης το αποδεικνύει αυτό κατά τη γνώμη μου, δείχνοντας το πόσο χυδαίοι είναι οι άντρες καμιά φορά απέναντί τους, πόσο σεξιστές. Και ξέρεις αυτό είναι το αντίθετο από ότι τον κατηγορούσαν καμιά φορά και κυρίως στην ‘Ψυχή στο στόμα’ που του έλεγαν ότι είναι πολύ σεξιστικό έργο ας πούμε, ενώ στην ουσία -και το πιστεύω αυτό και το είχαμε κουβεντιάσει και με τον Γιάννη- στην ουσία δείχναμε πόσο γαϊδούρια, πόσο μαλάκες είναι ορισμένοι άντρες. Και οι δυο, λοιπόν, με τα πάθη που αφορούν τις γυναίκες ασχολούνται. Αυτό είναι το μόνο κοινό που θα μπορούσα να τους βρω, αλλιώς είναι εντελώς διαφορετικά σύμπαντα. Ο ένας ασχολείται με κωμωδίες, ο άλλος φτιάχνοντας έναν ρεαλιστικό κινηματογράφο στα όρια.
Έχετε δει κανέναν να σας φοβάται επειδή σας έχει ταυτίσει με τους ρόλους σας; Να νομίζει ότι θα αρχίσετε να του φωνάζετε απ’ το πουθενά;
Ναι, συμβαίνει αυτό. Το κάνω κι εγώ βέβαια καμιά φορά για πλάκα, κυρίως σε συναδέλφους, σε νεαρούς, όπως πχ. στον Γιώργο τον Τριανταφυλλίδη, που παίζουμε μαζί στο θέατρο. Του το΄κανα πολύ στην αρχή, μέχρι να καταλάβει ότι είμαι λίγο πλακατζής, αλλά ακόμα και τώρα αν του μιλάω λίγο αυστηρά, με κοιτάει αν το κάνω στ’ αλήθεια ή όχι. Φυσικά ποτέ δεν το κάνω στα αλήθεια. Ψαρώνουν πάντως, δεν ξέρω, μου βγαίνει εύκολα αυτό -σε εισαγωγικά-, ίσως γιατί έκανα πολλές πρόβες τότε με τον Οικονομίδη, και μου έχει μείνει, έχει περάσει στο DNA μου, το να είμαι λίγο ψαρωτικός με τις φωνές. Όσοι όμως με ξέρουν από κοντά καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι έτσι. Άλλωστε το έχω απομυθοποιήσει αρκετά και με τη διαφήμιση για τη ‘Yafka’.
Τι πιστεύετε ότι θα ψήφιζε σήμερα, το 2018, ο χαρακτήρας σας απ’ το ‘Σπιρτόκουτο’, ο Δημήτρης; Είναι ο τύπος που στα χρόνια της Κρίσης θα παρατούσε το μεγάλο μαντρί του ΠΑΣΟΚ και ή της ΝΔ και θα ψήφιζε Χρυσή Αυγή;
Όχι, δεν το πιστεύω αυτό. Για τότε μπορώ να σου πάντως ότι λογικά θα ήταν ένας ψιλοπασόκος. (γέλια)
Σήμερα;
Σήμερα σίγουρα δεν θα ήταν χρυσαυγίτης. Μπορεί να ήταν ΚΙΝΑΛ, μπορεί να ήταν Συριζαίος, πάντως σίγουρα ο Δημήτρης δεν θα ήταν φασίστας, με την πολιτική έννοια. Όσον αφορά όμως μια φασιστική συμπεριφορά, την έχει, όπως άλλωστε και πολλοί πατεράδες και πολλοί άντρες μέσα στην οικογένειά τους. Να τα λέμε κι αυτά. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει όμως ότι θα εκφραζόταν και πολιτικά μέσα από φασιστικά σχήματα.
Υπάρχει κάποιος άλλος σκηνοθέτης που θέλατε πολύ να δουλέψετε μαζί αλλά για κάποιο λόγο δεν συνέβη;
Ήμουν στο παρά πέντε να παίξω στην τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου. Ήμουν μέσα στο cast για έναν μικρό ρόλο, που τελικά δεν προλάβαμε. Ήταν η ταινία που είχε ξεκινήσει να γυρίζει, λίγο πριν σκοτωθεί.
Γιατί παίξατε στο 1968 αφού δεν είστε ΑΕΚ;
Γιατί μ’ αγαπάει ο Μπουλμέτης. Μου το πρότεινε και δεν μπορούσα να αρνηθώ, με εκτιμάει πολύ ο Τάσος.
Όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι που έπαιζαν ήταν ΑΕΚτζήδες. Για εσάς, αν και Παναθηναϊκός, έλεγε κάτι αυτή η ταινία συναισθηματικά;
Βεβαίως, είναι ένα γεγονός που το έζησα εγώ. Ήμουνα στο σπίτι μου, εδώ στα Πετράλωνα με τον πατέρα μου, ακούγαμε τη μετάδοση του αγώνα απ’ το ραδιόφωνο.
Ήσασταν μόλις 13 τότε. Δεν ζηλεύατε και λίγο ως μικρός Παναθηναϊκος;
Όχι ήμουνα πολύ μικρός για να έχω τέτοια, άσε που εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώτικα. Σκέψου ότι έχω έναν πρώτο ξάδερφο, καλή του ώρα, Ολυμπιακό βαμμένο, ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να με κάνει και μένα Ολυμπιακό, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα πήγε στο Γουέμπλεϊ για να δει τον Παναθηναϊκό στον τελικό. Ήταν άλλα τα χρόνια εκείνα, γιατί οι διεθνείς επιτυχίες μας λείπανε. Όταν μία ομάδα έκανε κάτι, ακολουθούσε όλος ο κόσμος. Και ήτανε κι ένας τρόπος για να εκτονωθούμε λίγο και από τη μαυρίλα της χούντας. Ο πανηγυρισμός για την ΑΕΚ, ο πανηγυρισμός για το Γουέμπλεϊ, όλα αυτά από κάτω υπέκρυπταν κι ένα “έχουμε σκάσει λίγο από τη σιωπή, από το καπάκι, από την καταπίεση, πώς το λένε”. Ήταν μια εκτόνωση αυτό, έστω να φωνάξουμε τι καλά περνάμε με τον Παναθηναϊκό, με την ΑΕΚ, που, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών και χωρίς να θέλω να φανώ βέβηλος, ήταν κάτι αντίστοιχο και με όταν ο κόσμος ακολουθούσε τις κηδείες του Σεφέρη, του Γεώργιου Παπανδρέου, από άλλη σκοπιά βέβαια, εκεί ήταν καθαρά πολιτική εκτόνωση. Τι έγινε ξαφνικά; Όλη η Ελλάδα αγαπούσε τον Σεφέρη, όλοι είχαμε διαβάσει Σεφέρη; Όχι, αλλά ο Σεφέρης ήταν ένα σύμβολο και όλη -εντός εισαγωγικών το΄”όλη”- η Ελλάδα βγήκε να ακολουθήσει το φέρετρο. Κάπως έτσι λειτούργησε και η νίκη της ΑΕΚ τότε, όπως αργότερα με τους αρσιβαρίστες το ’90. Ο κόσμος έχει ανάγκη να κρατηθεί από κάποια πράγματα.
Ήταν τότε βαμμένα πράσινα τα Πετράλωνα;
Εδώ τότε ήταν κυρίως Παναθηναϊκοί και Αεκτζήδες, γιατί έχουμε και πολλούς πρόσφυγες εδώ, αλλά είναι και πολλοί “Γου Σου Πετραλώνων”, όπως ο Γιώργος ο Γεωργίου, προωθεί την ομάδα ο Γιώργος. Κανά απόγευμα τον ακούω ακόμα.
Συνέχεια παίζετε χαρακτήρες του περιθωρίου.
Όχι μωρέ που παίζω χαρακτήρες του περιθωρίου. Έχω κάνει πολλά.
Παίζετε όμως κι αυτούς τους μικροαπατεώνες, αυτούς που προκαλούν και μια συμπάθεια, που πάντα καταλήγουν να είναι και τα θύματα. Γιατί ασχολείστε τόσο μ’ αυτούς τους χαρακτήρες; Σας έχουν κατατάξει εκεί; Πιστεύουν ότι ταιριάζει το φιζίκ σας; Ή είναι κάτι που το κυνηγάτε κι εσείς;
Δεν το κυνηγάω, αλλά ίσως η φάτσα μου κουβαλάει κάτι που να ταιριάζει με αυτό. Προσπαθώ πάντως να παίζω πολλούς χαρακτήρες. Σε λίγο καιρό θα βγει στις αίθουσες και το ‘Λούγκερ’, ένα οικογενειακό δράμα, κι εγώ εκεί είμαι ένας τρόφιμος νοσοκομείου, που είμαι λίγο εκνευριστικός… ενώ δηλαδή είναι δραματική η ταινία, η παρουσία η δική μου είναι στα όρια του να σπάσει τη δραματικότητα, στα όρια του κωμικού. Και έχω παίξει κι άλλα κωμικά πράγματα στο σινεμά.
Γενικά πάντως καλό είναι να στηρίζει και η τηλεόραση λίγο το ελληνικό σινεμά, να μην είναι συναισθηματικά τσιγκούνα, να δείχνει τις ελληνικές ταινίες και όχι μόνο μία και δύο φορές, να τις δείχνει πολλές φορές, να εξοικειώνεται ο κόσμος μαζί της, όπως έχει εξοικειωθεί ας πούμε με τις ξένες ταινίες.
Κάπου διάβασα ότι έχετε γύρω στους 3.000 δίσκους στο σπίτι σας.
Λυπάμαι. Είχα πει ένα ψέμα. Τους μέτρησα και τελικά είναι κάπου 2.500.(γέλια)
Αν έπιανε φωτιά το σπίτι σας, ποιον θα τρέχατε να σώσετε;
Να καιγόμουν στην προσπάθεια να σώσω δίσκους;;; Χα, όχι.
Οπότε κάποια αγαπημένα συγκροτήματα, για να καταλάβουμε περίπου τι ακούτε;
Κοίτα, υπάρχουν πολλοί αγαπημένοι καλλιτέχνες, ειδικά από τη ροκ σκηνή, πχ. Pink Floyd, Frank Zappa, αλλά και ποιον να εξαιρέσω; Να εξαιρέσω τους Beatles; Τους Doors; Τους Rolling Stones;
Αν όμως ο τρελός πυρομανής ξαναχτυπούσε και αντί για δίσκους, είχατε 2.500 dvd, ποιες ταινίες θα σώζατε;
Και εδώ είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μ’ αρέσει και Κόπολα, και Σκορτσέζε, και Σπίλμπεργκ και Ιναρίτου, είναι τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω… Ο παλιός ιταλικός κινηματογράφος, τι να πω γι’ αυτούς, για τον Σκόλα; Είναι ταινίες της δεκαετίας του ’70, είναι πράγματα με τα οποία μεγάλωσα, που με έχουν θρέψει και έχουν και ρίζες στην υποκριτική μου δηλαδή, στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω, έχω αναφορές σε όλα αυτά που έβλεπα μικρός.
Αλλά αργήσατε να το πάρετε απόφαση να γίνετε ηθοποιός.
Απλά ήμουν πιο μεγάλος, δεν άργησα. Οι συνθήκες ήταν τέτοιες. Ήμουν έτοιμος την κατάλληλη στιγμή. Ήμουν λίγο πριν το ‘Σπιρτόκουτο’. Στα 45 ξεκίνησα, στα 43 κάπου εκεί. Είχα προσπαθήσει ξανά κάποιες άλλες φορές, αλλά δεν ευόδωσε. Κάθε εμπόδιο για καλό τελικά.
Έχετε παίξει σε τρεις ταινίες εμβληματικές για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: ‘Σπιρτόκουτο’, ‘Ψυχή στο στόμα’ και ‘Τσίου’. Αν προσθέσετε τα λεφτά που έχετε βγάλει από αυτές τις τρεις ταινίες, τι θα μπορούσατε να αγοράσετε;
Ίσως ένα μεταχειρισμένο Φίατ Πούντο (γέλια). Μπορώ να σου πω και ένα ανέκδοτο που λέμε μεταξύ μας οι ηθοποιοί, μπορείς να βάλεις κι αυτό ως απάντηση. Λέει ο Αμερικανός ηθοποιός “εγώ με τη νέα μου ταινία αγόρασα μία βίλα στο Μπέβερλι Χιλς και τα υπόλοιπα τα έκανα μετοχές”, λέει ο Άγγλος “εγώ πήρα ένα διαμέρισμα στο City και με τα υπόλοιπα μια Rolls Royce και λέει και ο Έλληνας, “εγώ με τα λεφτά αγόρασα ένα κασετόφωνο”. “Και τα υπόλοιπα”, τον ρωτάνε; “Τα υπόλοιπα τα έβαλε η μάνα μου”. Κάπως έτσι είναι η κατάσταση για μας.
Σας κάνει εντύπωση που είστε πιο γνωστός στη νεότερη γενιά και όχι τόσο στη δική σας; Ότι δηλαδή μπορεί να βρεθείτε σε μια παρέα με 60αρηδες και να χρειαστεί να τους εξηγήσετε τι δουλειά κάνετε, ενώ σε μια παρέα με 20αρηδες θα σας σηκώσουν στα χέρια;
Είναι φυσιολογικό, είμαι ηθοποιός της γενιάς του 2000 και μετά. Ακόμα και ο κύκλος μου, οι ηθοποιοί, οι φίλοι που συναναστρέφομαι είναι από δέκα χρόνια μικρότεροι και πίσω, 50άρηδες δηλαδή και πίσω. Δεν έχω σχέση με της ίδια ηλικίας ηθοποιούς, όχι για κανάν άλλον λόγο, απλά δεν γνωριζόμασταν. Είπαμε, μπήκα αργά στον χώρο, μπήκα στον κινηματογράφο με τη γενιά που ήταν τότε 25 -30.
Τα πράγματα που με έχουν κάνει κατά κάποιο τρόπο αναγνωρίσιμο απευθύνονται σε πιο νεανικό κοινό, και δεν έχω κάνει και τόσο πολύ τηλεόραση, ώστε να γίνω αναγνωρίσιμος στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ας πούμε. Αν και στο θέατρο κρατάω μια καλή επαφή.
Να κλείσουμε με δυο λόγια και για την παράσταση που πρωταγωνιστείτε.
Αντικειμενικά είναι μια πάρα πολύ καλή παράσταση, την αγαπώ πολύ, είναι η δεύτερη χρονιά που παίζεται, είναι η ‘Λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας” του Κόνορ Μακφέρσον, το αγαπάμε πολύ το έργο όλοι οι ηθοποιοί που συμμετέχουμε και έχει μεγάλη σημασία αυτό, είναι κάτι που βγαίνει και στον κόσμο, καταλαβαίνουν ότι έχουν να κάνουν με μια ομάδα ηθοποιών, που γουστάρει πολύ το έργο. Κατά τ’ άλλα έχει μια κινηματογραφική δομή, είναι μια ιστορία με εξέλιξη σκηνών, με περάσματα χρόνου, και είναι κάτι πολύ σύγχρονο. Έχει χιούμορ, έχει αίσθημα, έχει συγκίνηση, έχει ωραία πράγματα.