©Patroklos Skafidas
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

O Ερρίκος Λίτσης κουβαλά την αλήθεια του στους ρόλους

Ένα απόγευμα στο Δώμα του Θεάτρου Νέου Κόσμου με τον εμβληματικό πρωταγωνιστή του Σπιρτόκουτου, που μέσα από την sold out παράσταση Μάκης φιλοδοξεί να αφήσει το στίγμα του στο θέατρο, όπως αντίστοιχα έκανε πριν από 20 χρόνια στο σινεμά, με την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη.
Λίγο πολύ, όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε σκεφτεί να τολμήσουμε την αλλαγή, να κάνουμε αυτή τη χιλιοειπωμένη στροφή στην καριέρα και να ασχοληθούμε με αυτό που μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους για να βρούμε, επιτέλους, τον εαυτό μας – να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. 

Αυτή η σκέψη που για πολλούς μένει πάντα αυτό, σκέψη, για τον Ερρίκο Λίτση έγινε πράξη και μάλιστα, τη στιγμή που είχε διανύσει σχεδόν τη μισή ζωή του. 

Το σπρώξιμο στην πλάτη για την ολική επαναφορά του ήταν το πένθος για τον θάνατο των γονιών του. Στα 42 του, ορφάνεψε, μηδένισε το κοντέρ και είπε ότι θα γίνει ηθοποιός. Πράγματι, έγινε.

Στα 51 του, έχοντας παίξει τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη (ήταν η παρθενική του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη) και αμέσως μετά, στο Ψυχή στο στόμα (ξανά του Οικονομίδη), συνειδητοποίησε ότι ήταν πλέον ηθοποιός – μέχρι τότε, έλεγε ότι απλά ασχολείται με την υποκριτική. 

Σήμερα, ο Ερρίκος Λίτσης έχει διαγράψει μία αξιοπρεπή (του αρέσει να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη) πορεία στον χώρο της ηθοποιίας, δουλεύοντας εδώ και μία εικοσαετία στο θέατρο, το σινεμά και τα τελευταία χρόνια και στην τηλεόραση. Είναι ο κυρ Νίκος στη σειρά Τα καλύτερα μας χρόνια της EΡT1 για τρίτη, συνεχή σεζόν, αλλά και ο Παππούς στην παράσταση Μάκης που ανεβαίνει στο Δώμα του Θεάτρου Νέου Κόσμου. Ένας μονόλογος του Βασίλη Κατσικονούρη, τον οποίο οι δυο τους συνσκηνοθετούν. 

Αυτή η παράσταση είναι μία μεγάλη, συγκινητική στιγμή για τον ίδιο. Ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα, αλλά και ένα στοίχημα που θα ήθελε πολύ να κερδίσει. «Φιλοδοξώ να πετύχω με τον Μάκη ό,τι πέτυχα με το Σπιρτόκουτο στο σινεμά: να αφήσω με την ερμηνεία μου το στίγμα μου στο θέατρο. Θα τα καταφέρω; Ο χρόνος θα δείξει», λέει και πατάω το rec στο μαγνητόφωνο. 


Αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι η πρώτη φορά που σας βλέπουμε στη μικρή σκηνή του Δώματος στο Θέατρο Νέου Κόσμου.

Σωστά, επιστρέφω έξι χρόνια μετά. Είχα παίξει το 2016 στην παράσταση Animals του Alexandrer Wright σε σκηνοθεσία Ευθαλίας Παπακώστα. Ήταν ένα σύγχρονο αντιφασιστικό έργο από αυτά που μου αρέσουν πολύ. Αγαπώ τα σύγχρονα έργα που ασχολούνται με τα σύγχρονα προβλήματα.

Ο Μάκης είναι ένα τέτοιο έργο;

Βέβαια. Είναι ένα έργο που αναφέρεται στον σύγχρονο Έλληνα, στον γείτονα, σε εμάς με τις ματαιώσεις, τις αδυναμίες, τη μοναξιά και την πλάκα μας μέσα από την ιστορία ενός Παππού, που διψά για λίγο ακόμα ζωή, που νιώθει και θέλει να είναι ενεργός ακόμα και σεξουαλικά, την ώρα που η οικογένειά του τού συμπεριφέρεται λες και έχει ήδη ξοφλήσει.  

Ποια είναι η υπόθεση της παράστασης; 

Αρχικά, να πούμε ότι ο Μάκης δεν είναι ο Παππούς (δεν έχει όνομα στην παράσταση) είναι το χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα, το κατοικίδιο της οικογένειας του Παππού. Ο γιος, η νύφη και ο εγγονός του έχουν φύγει για καλοκαιρινές διακοπές και τον έχουν αφήσει πίσω, να φροντίζει το χρυσόψαρο και το σπίτι. Η εγκατάλειψη αυτή είναι ακόμα ένα κομμάτι σε ένα παζλ απόρριψης και απογοητεύσεων που του προσφέρει η οικογένεια, καθώς τον αφήνει πάντα απ’ έξω από οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει χαρά, διασκέδαση, κοινωνική ζωή. Ειναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Εγκαταλελειμμένος, όπως τον έχουν κάνει να αισθάνεται, αρχίζει να εξιστορεί τη ζωή του, τα βάσανα και τις απογοητεύσεις του με χιούμορ απευθυνόμενος στον μοναδικό του ακροατή, το χρυσόψαρο. 

Ποια είναι η ιστορία που κουβαλάει ο Παππούς;

Πέρα από την προσωπική -παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, έμεινε χήρος και ζει πια με τον γιο του που δεν τον καταλαβαίνει και δεν αφουγκράζεται τις ανάγκες του-, ο Παππούς κουβαλάει και μία πολιτική ιστορία, που ξεκινάει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, περνάει στο Αντάρτικο, στη Χούντα και στη Μεταπολίτευση. Μιλάει για όλα αυτά όχι σαν ένας αντάρτης, αλλά σαν ένας άνθρωπος που επειδή έχει περάσει όλες αυτές τις ιστορικές στιγμές της παγκόσμιας και της ελληνικής ιστορίας, θεωρεί ότι αξίζει καλύτερης συμπεριφοράς. Όπως ο πατέρας μου που έλεγε για παράδειγμα «Για πρόσεξε πώς μιλάς, εσύ δεν έχεις περάσει Κατοχή, δεν ξέρεις τι σημαίνει πείνα, λίγος σεβασμός παραπάνω δεν βλάπτει». Νόμιζε δηλαδή σαν τον Παππού ότι όταν τον απορρίπτουμε, ότι δεν σεβόμαστε τον αγώνα του. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Θα το δούμε στο έργο.

Ενοχλητικές αυτές οι συγκρίσεις του στυλ «η δική μας γενιά τότε πέρασε αυτό, η δική σας, έλα τώρα, σοβαρέψου, μια χαρά είστε».

Συμφωνώ. Δεν είμαι και εγώ ένας χαρακτήρας που θα πει «εγώ μάγκες έχω περάσει Πολυτεχνείο, αλλά πού να καταλάβετε εσείς οι νεότεροι». Αλήθεια, τώρα; Αυτά τα παιδιά που έχουν ζήσει μία οικονομική κρίση, μετά μία πανδημία, έναν πόλεμο και τώρα μία δεύτερη οικονομική κρίση. 

Οι αναφορές σας στον Μάκη είναι και ο πατέρας σας;

Είναι ναι. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να κουβαλάει κάτι από αυτόν τον Παππού, όπως και εγώ κουβαλάω κάτι από τον γιο του. Αναγνώρισα ας πούμε ένα κομμάτι της δικής μου συμπεριφοράς ως γιος στον πατέρα μου όταν ήμουν νέος, αλλά και αντιστρόφως – πράγματα που εκείνος μου χρέωνε τότε. Κι αυτό είναι από τα στοιχεία που με άγγιξαν στην ψυχή, με συγκίνησαν στο έργο του Βασίλη (Κατσικονούρη). 

Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε; 

Πριν από τρία χρόνια, όταν έπαιξα σε ένα δικό του έργο, το Γκουντ Λακ, που σκηνοθετούσε η Μαργαρίτα Γερογιάννη στο Θέατρο Ραντάρ. Αμέσως, από την πρώτη πρόβα κολλήσαμε. Με καταλάβαινε, τον καταλάβαινα και μου είπε ότι θα ήμουν ο ιδανικός ερμηνευτής σε ένα άλλο έργο, που είχε γράψει πριν από μία δεκαετία περίπου. Αναφερόταν στον Μάκη. Ήθελε πολύ να παίξω τον ρόλο και μου έδωσε να διαβάσω το έργο. Το λάτρεψα και δεν έβλεπα την ώρα να δώσω σάρκα και οστά στον Παππού. Ήταν ένα όνειρο και για τους δυο μας που καταφέραμε φέτος να το πραγματοποιήσουμε. 


Το γεγονός ότι παίζετε σε ένα μονόλογο και είστε μόνος στη σκηνή, σας αγχώνει; Νομίζω ότι είναι και η πρώτη σας φορά.

Είναι πράγματι η πρώτη φορά που είμαι μόνος στο θέατρο, αλλά καλλιτεχνικά δεν είναι. Τι θέλω να πω; Στα 80s, έκανα κάτι σαν stand up comedy – δεν χρησιμοποιούσαμε τότε αυτόν τον όρο. Συμμετείχα σε μία ρεμπέτικη κομπανία στην Κρήτη και επειδή είχα ταλέντο στο να επικοινωνώ με τον κόσμο, έβγαινα στο διάλειμμα και έλεγα κάποια σατιρικά τραγούδια όχι σαν τραγουδιστής, αλλά σαν περφόρμερ, λίγο πιο θεατράλε δηλαδή. Στα 90s ασχολήθηκα ξανά με το stand up, παρουσιάζοντας πλέον κανονικές παραστάσεις σε σκηνή του Ρίου στην Πάτρα. Επίσης, για χρόνια ήμουν dj. Δεν έπαιζα μουσική κάπου ψηλά σε ένα κλουβί μόνος, αλλά μέσα στον κόσμο. Ήθελα να τους μιλάω, να μου μιλάνε, να τους κάνω κόλπα με τα βινύλια. 

Στα λέω όλα αυτά για να σου εξηγήσω ότι δεν με φόβιζε ποτέ η έκθεση και η επαφή με τον κόσμο. Αυτό έκανα πάντα στη ζωή μου. Είχα την ανάγκη να εκτίθεμαι, να κάνω καλαμπούρια και να βλέπω τους γύρω μου να διασκεδάζουν.

Άρα, μηδενικό τρακ όταν είστε πάνω στη σκηνή;

Ε, μία μικρή αγωνία μην κάνω λάθος, ίσως να την έχω στα καμαρίνια, πριν ξεκινήσει η παράσταση, αλλά γενικά όχι, νιώθω καλά. Έχω εξοικειωθεί με το να βγαίνω και να τα λέω στον κόσμο. Βέβαια, ποτέ μην λες ποτέ και με πιάσει κανένα τρακ και ξεχάσω τα λόγια μου, φαντάζεσαι;

Κι αν συνέβαινε, τι θα κάνατε;

Θα ζητούσα συγγνώμη, θα έτρεχα στο καμαρίνι να διαβάσω τα λόγια μου και θα επέστρεφα στη σκηνή. Συμβαίνουν αυτά, ελπίζω να μη συμβούν σε μένα.

Πώς και δεν ασχοληθήκατε νωρίτερα με την υποκριτική;

Από την εφηβεία μου έλεγα ότι θα γίνω ηθοποιός, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι και σπούδασα Στατιστική στην Ανωτάτη Βιομηχανική (σ.σ. το νυν Πανεπιστήμιο Πειραιά). Ο πατέρας μου ήθελε να κάνω, να γίνω κάτι σοβαρό στη ζωή μου. Κάποια στιγμή, θυμάμαι του είχα πει ότι θέλω να γίνω ζωγράφος και να δώσω στην Καλών Τεχνών. «Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα», μου είχε πει. 

Και τελικά; 

Τελικά, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου με τον θάνατο των γονιών μου. Ο πατέρας μου πέθανε το 1996 και ένα χρόνο μετά, έφυγε και η μητέρα μου. Στα 42 μου, έμεινα ξαφνικά ορφανός. Κλονίστηκα. Ο θάνατός τους εκτός από απέραντη θλίψη μου δημιούργησε και υπαρξιακά ερωτηματικά. Κατάλαβα ότι πάνω από το κεφάλι μου υπάρχει μία οροφή. Δεν μπορούσα να είμαι μία ζωή στα όσα πάνε και όσα έρθουν. Εκείνη την εποχή, δούλευα ως dj σε ένα ελληνάδικο στα Πετράλωνα και ζούσα μέσα στη νύχτα, με τσιφτετέλια, ουίσκια και ξενύχτια. 

Το πένθος με κυρίευσε και με έφερε μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Δεν είχα πια διάθεση να πάω να παίξω και να διασκεδάσω τον κόσμο, αλλά ούτε και να συνεχίσω τη ζωή που έκανα. 

Με παρότρυνση του καλού μου φίλου και θεατρικού συγγραφέα, Γιάννη Τσίρου και της συζύγου του, Βίλιας Χατζοπούλου, που εκείνη την περίοδο ξεκινούσε Το Θέατρο των Αλλαγών, αποφάσισα να ανακατευτώ με τον κόσμο του θεάτρου και της υποκριτικής και να ξεκινήσω μαθήματα, πιο πολύ για να ξεφύγω από το πένθος μου. Πιο γρήγορα από ότι πίστευα, το πένθος έγινε παρελθόν και κάπως έτσι, λίγο πριν τα 44, ξεκίνησε η περιπέτεια μου ως ηθοποιός. 

Είναι σημαντικό για μένα να αναφέρω ότι σε όλη αυτή τη διαδρομή είχα την αμέριστη υποστήριξη από την πρώην σύζυγό μου, την οποία πάντα θα ευχαριστώ γι’ αυτό.

Πώς είναι να κάνεις restart στα μισά ουσιαστικά της ζωής σου;

Δεν ξέρω. Δεν το συνειδητοποιούσα εκείνη τη στιγμή ότι συνέβαινε αυτό που συνέβαινε. Προχωρούσα μπροστά μέρα με τη μέρα και ξαφνικά βρέθηκα από «μαθητής» του Θεάτρου των Αλλαγών να κάνω γκεστ ρόλους σε μία σειρά με τη Ζωή Λάσκαρη, σε μία ταινία μικρού μήκους που είχε γράψει το σενάριο το Γιάννης (Τσίρος), σε μία σειρά με τον Τάκη Μόσχο και σε μία τηλεταινία με τον Στέλιο Μάινα

Αν και οι συμμετοχές μου ήταν μόλις μερικών λεπτών ή ακόμα και δευτερολέπτων, ένιωθα ότι τα πήγαινα καλά, μου το έλεγαν και οι γύρω μου. Άρχισα λοιπόν να αισθάνομαι κι εγώ καλά με όλο αυτό που ζούσα, μέχρι…

… μέχρι που ήρθε πρώτα, η γνωριμία με τον Γιάννη Οικονομίδη και μετά, ο πρώτος πρωταγωνιστικός σας ρόλος σε μία ταινία που έμελλε να γίνει ορόσημο του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, το Σπιρτόκουτο.

Ακριβώς. Ήταν το 2000 όταν έπεσα πάνω σε μία αγγελία της Ordino, όπου ο Γιάννης Οικονομίδης -δεν είχα ιδέα ποιος ήταν- αναζητούσε ηθοποιούς ηλικίας μεταξύ 40 με 45 ετών. Τότε, ήμουν 45. Πήγα λοιπόν στα γραφεία της εταιρείας να αφήσω το βιογραφικό μου και στάθηκα κάτι παραπάνω από τυχερός. «Ο κύριος Οικονομίδης τυχαίνει να είναι εδώ, σε εκείνο το δωμάτιο. Αν θέλετε χτυπήστε την πόρτα μήπως μπορέσετε να του μιλήσετε», μου είπε η κοπέλα που εργαζόταν στη γραμματεία ενώ καταχωρούσε το βιογραφικό μου μαζί με τα υπόλοιπα.

Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις με τον Γιάννη, ρώτησε τον βοηθό του: «Έχουμε κάτι για τον κύριο;». «Έχουμε έναν ρόλο, μικρό, του σουβλατζή, μόνο για δύο σκηνές δηλαδή», του απάντησε. Δέχτηκα αμέσως. Ο ρόλος δεν ήταν για το Σπιρτόκουτο, αλλά για μία άλλη ταινία που ετοίμαζε τότε και δε γυρίστηκε τελικά ποτέ. Μετά από δύο μήνες προβών, σταμάτησε.

Και το Σπιρτόκουτο, πώς προέκυψε; 

Μέσα από αυτή τη μικρή πορεία, ο Γιάννης κάτι είδε σε μένα και λίγο καιρό μετά, μου πρότεινε να γίνω ο πρωταγωνιστής του, ο Δημήτρης στο Σπιρτόκουτο, σε αυτή την ταινία που θα μας απασχολεί διαχρονικά στο διηνεκές. 

Θα έχετε κουραστεί να το απαντάτε, αλλά «γιατί»; 

Πρώτον, γιατί έφερε ένα νέο στυλ κινηματογραφικού παιξίματος: το απόλυτα ρεαλιστικό παίξιμο. Ο θεατής έβλεπε τους ηθοποιούς να παίζουν και αναρωτιόταν αν αυτοί είναι ηθοποιοί ή άνθρωποι της διπλανής πόρτας που κάνουν τους ηθοποιούς. Έξω το είχαμε δει αυτό, αλλά στην Ελλάδα συνέβη για πρώτη φορά τότε. Μόνο και μόνο για αυτό, δεν μπορεί το Σπιρτόκουτο να μην είναι μία ταινία σημείο αναφοράς, που η επιτυχία της συμπληρώθηκε με την αμέσως επόμενη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη το Ψυχή στο Στόμα

Δεύτερον, μας αποκάλυψε στα μούτρα την ελληνική, μικροαστική οικογένεια, που δεν είναι άγια και καθωσπρέπει. Δε ζει σε ένα λουστραρισμένο διαμέρισμα, όπως αυτά που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε μέχρι τότε, ούτε εκφράζεται με το σεις και με το σας. Φαινόμενα σαν αυτά που παρακολουθούμε στο Σπιρτόκουτο, θα υπάρχουν και λυπάμαι για αυτό -όλοι λυπούμαστε για αυτό- για πολλά μα πολλά χρόνια ακόμα στην ελληνική οικογένεια.

Πώς εξηγείτε τη δική σας επιτυχία; 

Όλα τα κρέντιτς ανήκουν στον Γιάννη Οικονομίδη, που όντας ουσιαστικά αυτοδίδακτος με δίδαξε πώς να παίζω ρεαλιστικά. Ήταν σχολείο για μένα. Μία σπουδή που ολοκληρώθηκε με το Ψυχή στο Στόμα. Έτσι, έμαθα λοιπόν να παίζω. Να μην παριστάνω κάποιον, αλλά να γίνομαι αυτός ο κάποιος. Να κουβαλάω την αλήθεια μου στους ρόλους.

Τότε, νιώσατε ότι τα καταφέρατε, ότι είστε στ’ αλήθεια, ηθοποιός;

Το είπα όταν τελείωσα το ντοκτορά μου (γελάει). Με το Ψυχή στο Στόμα ολοκλήρωσα τον κύκλο των σπουδών μου. Μέχρι τότε, έλεγα ότι ασχολούμαι με την υποκριτική. Όταν βγήκε η Ψυχή στα σινεμά, είπα «ναι, τώρα είσαι ηθοποιός, τώρα πατάς γερά στα πόδια σου». 

Το είδαν και οι συνάδελφοί μου. Κατάλαβαν ότι έχουν να κάνουν με έναν καλό ηθοποιό που ήταν κρυμμένος για καιρό και βγήκε επιτέλους στο φως. Όλο αυτό μου έδωσε απίστευτη ώθηση, με γέμισε ενέργεια. Εκείνη τη χρονιά, ήρθε για πρώτη φορά το θέατρο στη ζωή μου, το οποίο έκτοτε, υπηρετώ ανελλιπώς, σχεδόν κάθε χρόνο.

Σας ενοχλεί αν ο κόσμος σας θυμάται για πάντα ως τον Δημήτρη από το Σπιρτόκουτο

Όχι, μωρέ δεν έχω τέτοια θέματα. Ρόλους κάνω και τυχαίνει αυτός να έχει καταγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του κόσμου. Αυτός ο φωνακλάς, επιθετικός τύπος, ένας δήθεν αρσενικός που νομίζει ότι με τις βρισιές και την αγριοφωνάρα του και με ένα χαστούκι που θα δώσει, ότι τους ψαρώνει όλους και τελικά δεν ψαρώνει κανέναν. Ούτε τη γυναίκα, ούτε τον γιο του. Γραμμένο τον έχουν. Μόνο τους θεατές που αναγνωρίζουν σε αυτόν ίσως τον πατέρα τους ή τον θείο τους καταφέρνει να ψαρώσει. 

(Κάνει μία παύση, πίνει νερό, παίζει με τα δάχτυλά του κάτι που ήταν τοποθετημένο στο τραπέζι, αλλά αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει και συνεχίζει)

Ξέρεις, ο κόσμος μπορεί να πιστεύει ότι είμαι τέτοιος τύπος που έχει εύκολα και στη ζωή τις φωνές και το βρισίδι. Υπάρχει όμως ένα στερεότυπο εδώ. Δεν είμαι ο Δημήτρης του Σπιρτόκουτου, όπως δεν είμαι και ο Τάκης του Ψυχή στο Στόμα να ανέχομαι όλη αυτή την αδικία και τη βρωμιά. Όπως δεν είμαι και τόσα άλλα πράγματα που έχω κάνει σε ρόλους. Όμως και όλα μαζί, είμαι. Κανένας από όλους αυτούς δεν είμαι μεμονωμένα, αλλά όλους αυτούς τους κουβαλάω μέσα μου. 

Και τους χρησιμοποιείτε αναλόγως στον εκάστοτε ρόλο; 

Ναι, ανάλογα με το τι χρειάζεται να φωτίσω σε κάθε ρόλο σκαλίζω και λίγο μέσα μου. Εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δηλαδή; Φυσικά και μπορώ. Δεν μπορώ να ταπεινωθώ; Φυσικά και μπορώ, όπως και να ταπεινώσω. Να τρομοκρατήσω και να τρομοκρατηθώ. Ψάχνω στο είναι μου και αρχίζω όλα αυτά τα κομμάτια να τα προσαρμόζω στους ρόλους που καλούμαι να παίξω. 


Ο κυρ Νίκος που ερμηνεύετε στη σειρά Τα καλύτερα μας χρόνια της ΕΡΤ1 και προβάλλεται φέτος για τρίτη σεζόν, τι τύπος είναι;

Είναι ο περιπτεράς της γειτονιάς, που κανονικά θα έπρεπε να είναι ένας αντιπαθής χαρακτήρας, γιατί είναι φιλοχουντικός. Κι ενώ τις περισσότερες φορές βγάζει προς τα έξω ένα σκληρό και αυστηρό πρόσωπο, έχουν υπάρξει πολλές φορές που είναι τρομερά ευαίσθητος και συναισθηματικός. Αυτό ήταν και η πρόκληση και το στοίχημα: να καταφέρουμε να φανερώσουμε τις γλυκές πτυχές και ευαισθησίες του.

Η τηλεόραση μπήκε τελευταία στη ζωή σας, σωστά; 

Ναι, κοίτα είχε δημιουργηθεί ένας μύθος ότι «ο Λίτσης δεν κάνει τηλεόραση, ο Λίτσης είναι του Οικονομίδη, μόνο τέτοια πράγματα κάνει, αυτά του Σπιρτόκουτου. Θα μας σνομπάρει». Εγώ να σνομπάρω; Δεν έβαζα και δε βάζω ταμπέλες, ούτε στον εαυτό μου, ούτε στους άλλους. Με χαρά να παίξω σε οτιδήποτε μου προταθεί αρκεί να αισθανθώ ότι πρόκειται για μία αξιοπρεπή δουλειά και δόξα τω Θεώ, γυρίζοντας πίσω δεν υπάρχει ούτε μία δουλειά για την οποία να ντρέπομαι.

Από την άλλη, μπορεί η τηλεόραση να μπήκε στη ζωή μου τα τελευταία χρόνια, εγώ δε θεωρώ όμως ότι έχω μπει στην τηλεόραση. Υπάρχει κάτι το εφήμερο, γιατί όπως και να το κάνουμε δεν είμαι σταρ.

Αναγνωρίζω επίσης ότι με την τηλεόραση ανέπνευσα οικονομικά. Πέρασα πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Με μία παράσταση ή μία ταινία, πώς να βγουν 12 μήνες; 

Τι παίζει πρωταρχικό ρόλο για να πείτε το «ναι» σε μία δουλειά στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση; 

Θα στο πω πολύ λαϊκά: να ταιριάζουν τα χνώτα μου με τον σκηνοθέτη. Ξεκινώντας αργά στην υποκριτική και έχοντας περάσει προηγουμένως πολύ δύσκολα επαγγελματικά, κάνοντας δουλειές που δε μου άρεσαν μόνο και μόνο για να βγάλω χρήματα και να μπορέσω να ζήσω, αποφεύγω πλέον όπως ο διάολος το λιβάνι το να κάνω αυτό που αγαπώ χωρίς να το πιστεύω και να νιώθω καλά μέσα στην εκάστοτε συνθήκη.

Έχει τύχει να μη νιώσετε καλά; 

Ήμουν τυχερός και ως ηθοποιός δεν το ένιωσα ποτέ. Αν συνέβαινε όμως, θα έφευγα αμέσως, όχι αύριο ή θα δούμε πότε. Εκείνη τη στιγμή. Είναι πολύ σημαντικό για μένα στα 67 μου να είμαι καλά. Δεν κυνηγάω πια κάτι άλλο από αυτό. Να βιοπορίζομαι αξιοπρεπώς από τη δουλειά μου, να είμαι καλά με τους αγαπημένους μου ανθρώπους, να με αγαπούν και να τους αγαπώ. Να τα ‘χω καλά με μένα. 

Ούτε για τα αντικείμενα πια ενδιαφέρομαι. Μόνο για τους δίσκους μου (σ.σ. έχει περί τις 2.500 χωρίς υπερβολή στο σαλόνι του). 

Μετά από εδώ, δεδομένου ότι δεν έχετε παράσταση το βράδυ, τι θα κάνετε; 

Θα καβαλήσω τη μηχανή μου (σ.σ. δεν έχει αυτοκίνητο), θα πάω σπίτι στα Πετράλωνα, θα βάλω ένα ουισκάκι και ένα δίσκο μπλουζ να παίζει, θα ανοίξω την μπαλκονόπορτα και θα απολαύσω τη βραδιά με το κορίτσι μου. 

*** 

Info

Μάκης

Θέατρο Νέου Κόσμου-Δώμα (Αντισθένους και Θαρύπου, Αθήνα, 210-9212900)

Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21.15, Κυριακή στις 19.00

Προπώληση εδώ

Exit mobile version