Ο Φάνης Μουρατίδης είναι ο κολλητός που θα ήθελες να έχεις
- 3 ΙΑΝ 2020
‘Ζουμπάς’, ‘χαραμοφάης’, ‘προικοθήρας’, ‘σαματατζής’, ‘μανουρογκόμενος’. Ένα μικρό ‘αμούς μπους’ από τους χαρακτηρισμούς που έχει κατά καιρούς προσδώσει στον εαυτό του ο ταλαντούχος -Ποντιακής καταγωγής- γιος του αστυνομικού που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.
“Είναι αυτοσαρκασμός όλο αυτό. Μου αρέσει να παίζω με τη ζωή, δεν μου αρέσει να την παίρνω πολύ στα σοβαρά. Είμαι σαν ένα παιδί που θέλει να ζήσει, να κάνει τα πράγματα που θέλει με το πείσμα που θέλει να τα κάνει, να γκρινιάξει, να είναι αντιφατικός. Θέλω όλο αυτό το πακέτο, σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα που μου αναλογεί, να το ευχαριστηθώ και να φύγω χωρίς να υπάρχει κάτι που να πω ότι δεν πρόλαβα να το κάνω”.
Ένας -ταυτόχρονα τσαμπουκαλεμένος και εκλεπτυσμένος- αυτοσαρκασμός που έχω διαπιστώσει ότι σπανίζει στο χώρο και αποτελεί ένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν, στα κιτάπια μου, ότι ο αξιότιμος κύριος Μουρατίδης είναι φτιαγμένος από άλλη πάστα.
“Είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώνεις με πατέρα αστυνομικό, όταν αυτός -όπως ο δικός μου- είναι στην πρώτη γραμμή. Εκείνος δηλαδή που πάει να πιάσει τον κακοποιό, τον κλέφτη, τον φονιά και πάει λέγοντας. Γιατί αντιλαμβάνεσαι τον κίνδυνο που βάζει κάθε φορά τον εαυτό του και δεν ξέρεις αν θα γυρίσει στο σπίτι ή πως θα γυρίσει”.
Ένας κατά γενική ομολογία ταλαντούχος ηθοποιός που ασχολήθηκε πρώτη φορά με το άθλημα στα 17 του, όταν και ανακοίνωσε στα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου (σ.σ. το Ελλάς Service στην παλαιά λαχαναγορά) στο οποίο δούλευε από τα 11 του, ότι θα ασχοληθεί με την υποκριτική.
Από το συνεργείο στο ΚΘΒΕ
”Δεν ήμασταν εύπορη οικογένεια, αλλά δεν μου είπε ποτέ κανείς ‘πήγαινε να δουλέψεις’. Εγώ ήμουν που γοητευόμουν από αυτούς τους ανθρώπους, ήταν οι μικροί μου ήρωες. Στο συνεργείο πήγα στα 11 μου και έμεινα μέχρι τα 17 μου. Αν και η πρώτη μου επαγγελματική απόπειρα ήταν σε ένα εστιατόριο στην Λεπτοκαρυά Πιερίας στην Δ’ δημοτικού. Τα έκανα όμως μαντάρα. Έπεσα πάνω στο σερβιτόρο, που εκείνη τη στιγμή είχε επτά πιάτα σε κάθε χέρι. Εκείνος άρχισε να φωνάζει. Εγώ πανικοβλήθηκα και έφυγα”.
Με τη μνημειώδη ατάκα του συνεργειατζή Νίκου Ιακωβίδη όταν του είπε ότι θα γίνει καλλιτέχνης, δηλαδή το ‘Γιατί αγόρι μου; Καλλιτέχνης δεν είσαι και εδώ; Με τα χρώματα δεν ασχολείσαι;’ (σ.σ. τότε δούλευε στο βαφείο) να αποτελεί κατ’ εμέ την ιδανική πρώτη σκηνή σε ένα life story που συνεχίζεται με την πολυετή θητεία του στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, την κάθοδό του στην Αθήνα στα 28 του, την γνωριμία του με την -νυν σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του- Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στο Μπαμπά μην τρέχεις και ένα σωρό επιτυχίες σε τηλεόραση (Έτσι ξαφνικά, Επαφή, Η τελευταία παράσταση, Μ+Μ), θέατρο και κινηματογράφο (Πέντε λεπτά ακόμα, Πεθαίνω για σένα, Αν.., Τζαμάικα).
“Όσον αφορά τη δουλειά μου, είμαι πολύ ευτυχισμένος που ο θεός μου έδωσε τη δυνατότητα να ζήσω στιγμές μοναδικές, ήδη από την πρώτη θεατρική παράσταση που συμμετείχα στη ζωή μου, πίσω στο 1988, στις Τρωάδες του Ανδρέα Βουτσινά στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Μια αξέχαστη εμπειρία μέσα μου. Και, στη συνέχεια, από πολλές παραστάσεις όπου είχα την τύχη να δουλέψω με πολύ σημαντικούς ανθρώπους.
Η ζωή μού έφερε στο δρόμο μου αυτούς τους ανθρώπους που ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους και νοιώθω πολύ ευλογημένος για αυτό. Μου άνοιξαν τα μάτια. Ακόμη και οι δύσκολες εμπειρίες. Συνειδητοποίησα εκ των υστέρων πόσο πολύτιμα ήταν αυτά που μου έλεγαν. Το ίδιο συνέβη και στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τη διαφήμιση”.
Μια κάθοδος που θα μπορούσε, μεταξύ μας, να γίνει και χρόνια πριν αν ο Φάνης δεν ήταν τόσο ορκισμένος Θεσσαλονικιός. Ή, από την άλλη, εμείς οι Αθηναίοι πιο αυθόρμητοι.
“Έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στην ΑΣΟΕΕ. Ήρθα, γράφτηκα και στις τρεις μέρες πάνω έφυγα. Φρίκαρα, δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Το ίδιο μου συνέβη και όταν, στα 28 μου, κατέβηκα ως ηθοποιός. Στη Θεσσαλονίκη είμαστε πιο αυθόρμητοι, χωρίς φίλτρο. Εδώ ήταν διαφορετικοί οι άνθρωποι. Κατέβηκα όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε άλλη εξέλιξη για μένα και ότι πάω να γίνω τοξικός και να αρχίσω να μιζερεύω”. Μια καριέρα ’30 και κάτι ψιλά’ χρόνων που ξεκίνησε με εντελώς απρόσμενο τρόπο αφού τα ακούσματα και τα βιώματά του απείχαν πολύ από αυτό το οποίο κατέληξε να κάνει και στο οποίο διαπρέπει.
“Το πρότυπό μου ήταν ο Νίκος Γκάλης”
”Δεν μεγάλωσα ούτε με Καβάφη, ούτε με Μπετόβεν. Μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά, με λαϊκούς ανθρώπους, με λαϊκά ακούσματα. Στο σπίτι μου υπήρχε ο Καζαντζίδης. Ο Νίκος Γκάλης ήταν το πρότυπό μου και αυτό ήθελα να γίνω. Είμαι άλλωστε Αρειανός. Και η ζωή μου στο συνεργείο ήταν εμπλουτισμένη με ελληνική μουσική αφού όταν πήγαινα να βάλω κανένα ξένο, πχ. Michael Jackson, μου έλεγαν ‘χαλάρωσε, τι είναι αυτά;’. Οπότε αυτά ήταν τα ακούσματά μου. Στα μπουζούκια έκανα τις πρώτες μου εξόδους. Μέχρι που μπήκε εντελώς τυχαία στη ζωή μου το θέατρο, το οποίο δεν υπήρχε καθόλου στον ορίζοντά μου. Εδώ διαλέγω μια φράση που είπε ο Κώστας Βουτσάς και την οποία θεωρώ πολύ σοβαρή, ότι ‘την δουλειά αυτή δεν την διαλέγεις, σε διαλέγει”.
Μια στροφή 180 μοιρών που ξεκίνησε όταν, στον χορό του φροντιστηρίου στην Γ’ Λυκείου στο νυχτερινό κέντρο Σαλονικιά, βγήκε στη σκηνή να κοροϊδέψει τους καθηγητές του. Κάνοντας stand up το οποίο είχε γράψει κιόλας. “Εκείνον που είχα κοροϊδέψει περισσότερο ήταν τον μαθηματικό μου, τον Άνθιμο Παπαδόπουλο, που στη δική του επιμονή οφείλω ότι ασχολήθηκα με το θέατρο. Μου το έλεγε συνέχεια και με τόση επιμονή, ότι πρέπει να ασχοληθώ με το θέατρο, που άρχισα να το πιστεύω και εγώ. Όταν βγήκα στη σκηνή και μίλησα, με που τελειώνω σηκώνεται και χειροκροτεί όλο το μαγαζί. Εγώ το θεώρησα αυτονόητο, ότι το κάνουν από υποχρέωση. Το ίδιο συνέβη την 2η φορά. Το ίδιο και την τρίτη, πριν καν μάλιστα μιλήσω. Δεν το αξιολόγησα τότε το πόσο σημαντικό ήταν αυτό. Και σκέψου ότι μέχρι τότε δεν είχα πει στο σχολείο ούτε ένα ποίημα, ούτε καν την προσευχή”.
Ένα γεννημένο πειραχτήρι με αγγελικό πρόσωπο στον οποίο σου βγαίνει η διάθεση να συγχωρέσεις τα πάντα.
“Έχω μια μαγική ιδιότητα να συμμετέχω σε δραστηριότητες που ήταν πέρα από τα καθιερωμένα, χωρίς να φαίνεται. Όπως πχ. στο Αντζούγια club, την μαθητική ‘οργάνωση’ που είχαμε φτιάξει στο λύκειο όπου μαζευόμαστε, καπνίζαμε, πίναμε φραπέδες και ούζα, σπάγαμε κανένα πλακάκι, χορεύαμε, τέτοια φάση. Κάποια στιγμή μας τσάκωσαν και ήρθε η ώρα της αποβολής. Στη δική μου περίπτωση θεώρησαν ότι δεν θα μπορούσα να έχω σχέση, ότι απλά παρασύρθηκα. Έβγαινα πάντα στον αφρό”.
Ένας πατέρας που προσπαθεί να περνάει όσο περισσότερο χρόνο μπορεί με τα παιδιά του, συνδυάζοντας -εκείνος και η σύζυγός του- εκείνο που αναφέρει ως ‘και σαμπουάν και κοντίσιονερ’, δηλαδή “λίγο καριέρα και λίγο οικογένεια για να κάνει πολύ κάτι. Αρκεί το ένα να μην ρίχνει το άλλο. Εξ ου και συνειδητά δεν κάνουμε 30 πράγματα στο θέατρο και στην τηλεόραση ώστε να υπάρχει χρόνος για την οικογένειά μας.
”Μου είναι πολύ δύσκολο να δίνω συμβουλές στα παιδιά μου. Και αυτό γιατί είμαι ένας άνθρωπος που γοητευόταν πάντοτε από τη ζωή, που ήθελα να χώνω τη μύτη μου παντού. Η περιέργειά μου δεν είχε τελειωμό. Είμαι τυχερός αφού θα μπορούσα κάλλιστα να έχω σπάσει πόδια και κεφάλια, μέχρι και να έχω πεθάνει. Εγώ πχ. από το νηπιαγωγείο πήγαινα μόνος μου σχολείο. Με θυμάμαι με την τετράγωνη τσάντα στο δρόμο να πηγαίνω και να γυρίζω. Στο δημοτικό ήμουν όλη μέρα έξω και γύριζα όταν νύχτωνε σπίτι. Σήμερα μια αντίστοιχη εικόνα μου είναι αδιανόητη. Προφανώς τώρα οι συνθήκες που μεγαλώνουν τα παιδιά μου είναι διαφορετικές. Δεν υπάρχουν αλάνες, τα αυτοκίνητα τρέχουν στα στενά σαν τρελά και γενικά έχει αλλάξει το πακέτο. Οπότε προσαρμόζομαι στις -άγνωστες για μένα- συνθήκες και δεν κάνω αναγωγές στις δικές μου εμπειρίες. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έρθει η εποχή του Fortnite όπου θα μιλάνε μέσα από αυτό”.
Όσον αφορά το ρόλο του ως Μισελενάτος σεφ Κίμωνας Ορλώφ στο ‘Πέτα τη Φριτέζα’ του AΝΤ1, όπου διαπρέπει εδώ και δυο σεζόν, ο Φάνης Μουρατίδης διευκρινίζει -πρώτα από όλα- πως είναι εντελώς άσχετος από μαγειρικη. Αν και η σχέση του με το φαγητό είναι επίσης βαθιά και συναισθηματική. “Υπάρχουν δυο πιάτα που μου ξυπνούν γευστικές αναμνήσεις. Ο τανωμένος σουρβάς, μια απλή ποντιακή σούπα με ένα είδος μυζήθρας και δυόσμο που καθόρισε τα παιδικά μου χρόνια γιατί ήταν αυτό που έτρωγα στο χωριό με τον παππού μου και αυτό που μου έφτιαχνε η μητέρα μου αργότερα. Και ένα δεύτερο αγαπημένο μου, τα μακαρόνια με κρέας που τρώγαμε κάθε Κυριακή στην τραπεζαρία, όλοι μαζί ως οικογένεια, βλέποντας ταυτόχρονα μια ελληνική ταινία στην τηλεόραση. Επίσης το ψάρι στο φούρνο που μου φτιάχνει η γυναίκα μου”.
Τι μένει για το τέλος; Το παρατσούκλι που προσπαθούσε να περάσει μάταια για τον εαυτό του (‘Ζαμπόζα. Ένα αφρικάνικο που άκουσα και που μου άρεσε. Αλλά δεν αγόρασε κανείς’), το πως αισθάνεται μέσα του (‘Μέσα μου μένω ακόμη παιδί‘), το τι του έχει μάθει η ζωή για τις γυναίκες (‘Ότι είναι μοναδικές. Αυτό μου έχει μάθει η ζωή. Μια φράση, αλλά περιεκτική’) και η σκηνή από την οποία επέλεγε να ξεκινήσει την ταινία της ζωής του.
“Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι στο χωριό του πατέρα μου (σ.σ. Την Νικόπολη Λαγκαδά), βλέποντας από το παράθυρο τα αστέρια και ακούγοντας τους λύκους να ουρλιάζουν. Ο συμβολισμός είναι ότι, παρότι οι λύκοι είναι γύρω μου, εγώ κοιτάζω τα αστέρια. Άσε που, αργότερα, για να την σπάσω στους λύκους, για να κοιμηθώ μετράω πρόβατα”.
Φωτογραφίες: Ανδρεάς Παπακωνσταντίνου / Tourette Photography
Ευχαριστούμε το Aperio cucina & vino για την ευγενική φιλοξενία.