Ο Γιάννης Νιάρρος δεν έχει πειστεί ότι είναι καλός ηθοποιός
- 5 ΙΟΥΛ 2019
Απέκτησε την πρώτη του επαφή με το χώρο του θεάτρου, δουλεύοντας επαγγελματικά ως κλόουν. Ανεβάζει τη δική του μουσική παράσταση stand up comedy, στην οποία σατιρίζει μια περσόνα που παλεύει να πάρει Grammy στην Ελλάδα του 2019. Πέρασε κάθε βράδυ της περσινής σεζόν πάνω στο σανίδι, υποδυόμενος πότε τον αυτιστικό Κρίστοφερ και πότε τον Γιωργάκη, το μέλος μιας δυσλειτουργικής οικογένειας όπως την φαντάστηκε ο Γιάννης Οικονομίδης.
Κέρδισε το βραβείο Δημήτρης Χορν και ακόμα δεν έχει πειστεί ότι είναι καλός ηθοποιός. Θεωρεί τον εαυτό του σκοτεινό άτομο και ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τα πάντα με μια λεπτή ειρωνεία. Είναι 27 χρονών και μοιάζει με 16. Βαριέται τρομερά τις φωτογραφίσεις αλλά πέρασε μισή ώρα με τη Φραντζέσκα για μερικές πρωτότυπες πόζες. Είναι κολλεγιόπαιδο και δεν μοιάζει να το πιστεύει ούτε ο ίδιος.
Ο Γιάννης Νιάρρος δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση ανθρώπου. Ο ηθοποιός που τράβηξε πάνω του τα περισσότερα θεατρικά φώτα για την σεζόν που τελείωσε, ακόμα πιστεύει ότι ίσως δεν πετύχει στο χώρο και χρειαστεί να κάνει κάτι άλλο για να ζήσει και εξακολουθεί να κάνει περιστασιακά τον κλόουν. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Τον συναντήσαμε στο James, στον Κεραμεικό, ανάμεσα στις πρόβες του για την ‘Ορέστεια’ και στην μιάμιση περίπου ώρα που περάσαμε μαζί, επιβεβαίωσε όσα υποψιαζόμουν για εκείνον: ότι είναι άμεσος, επικοινωνιακός, ειλικρινής στα όρια του κυνικού και τρομερά ορεξάτος να σατιρίσει, ειδικά όταν τα μικρόφωνα κλείνουν.
Δυστυχώς, στο παρακάτω κομμάτι θα βρεις μόνο όσα ειπώθηκαν με ανοιχτά μικρόφωνα. Νομίζω όμως ότι αρκούν για να σχηματίσεις μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον Γιάννη.
Ο Γιάννης που έγινε Πεπίτο
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Μετά την αναγνωριστική κουβέντα για την κοινή μας καταγωγή από την Μυτιλήνη, η επόμενη λογική ερώτηση ήταν για το πώς βρέθηκε να απασχολείται ως κλόουν.
Ήταν κάτι που πάντα ήθελα να κάνω, από μικρό παιδί μου άρεσαν οι κλόουν. Δεν τους φοβόμουν, καταλάβαινα πως είναι ένας άνθρωπος που απλά κάνει κάτι διαφορετικό, ο μεγαλύτερος ήρωας του παιδιού. Αυτή η δύναμη της περσόνας, της αφήγησης, ήταν και η πρώτη μου επαφή με το θέατρο.
Μπαίνοντας στην εφηβεία το ξέχασα, μου άρεσε πάντα βέβαια η κωμωδία και το θέατρο. Μόλις ήρθε λοιπόν η ανάγκη να δουλέψω, σκέφτηκα σε τι θα είμαι καλός και θα μου αρέσει κιόλας για να μην το κάνω μόνο για τα λεφτά, αγαπώ πολύ και τα παιδιά, οπότε διάλεξα να κάνω τον κλόουν για να βγάζω ένα χαρτζιλίκι. Αυτή ήταν η βασική μου δουλειά για σχεδόν επτά χρόνια, ακόμα και αφότου τελείωσα τη σχολή.
Είχε φτάσει να είναι ο τρόπος ζωής μου αυτός, περνούσα κάθε Σαββατοκύριακο μέσα σε ένα αμάξι, με μπαλόνια και από πάρτι σε πάρτι. Ήταν μια σπουδαία εμπειρία σε σχέση με το θέατρο, γιατί στο θέατρο νιώθεις ότι είσαι πιο προστατευμένος, κάτι που όμως δεν ισχύει. Εν τέλει, με τα δικά σου ρούχα, τη δική σου μούρη, θα αναγκαστείς να πεις μια ιστορία, να εκτεθείς. Υπάρχει πάντα ο φόβος ο άλλος να σου πει ‘βαριέμαι’, όπως το λένε και τα παιδιά.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που με πήρε μαζί του σε πάρτι το αφεντικό σαν βοηθό του. Το όνομά μου ήταν Πεπίτο. Υποτίθεται με πήρε για να μάθω και ξαφνικά γυρνάει στα παιδιά και τους λέει ‘τωρα θα σας πει ο Πεπίτο μια ιστορία’. Χέστηκα πάνω μου εκεί, δεν είχα προετοιμάσει τίποτα, προσπάθησα κάτι να πω. Είδα όμως ότι τα παιδιά είναι πολύ ειλικρινή, αν είσαι σωστός μαζί τους είναι κι αυτά σωστά, δεν έχουν δεύτερη σκέψη, κάτι που το κάνει πιο εύκολο και πιο δύσκολο ταυτόχρονα.
Σιγά-σιγά άρχισα να εφευρίσκω τον δικό μου κλόουν, αυτή είναι και η μόνη διαφορά με το θέατρο, είσαι αναγκασμένος να εφευρίσκεις τη δική σου περσόνα. Επειδή υπάρχει άμεση ανάγκη, ήρθα σε επαφή με τα μέσα μου πολύ έντονα και σε επίπεδο επιβίωσης
Δεν είναι ότι οι κλόουν είναι θλιμμένοι, απλά είναι σαν μια λευκή κόλλα χαρτί, σαν ένα παιδί που μπορεί να πηδήξει από τη χαρά στη λύπη σε χρόνους μη κανονικούς. Αυτό αφορά την πραγματική ταυτότητα του κλόουν, σαν μια καρικατούρα με ακαριαία εναλλαγή συναισθημάτων, που δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, στα πλαίσια του commedia dell’arte.
Στη σύγχρονη μορφή του κλόουν, δηλαδή αυτή του ανιματέρ σε παιδικά πάρτι, υπάρχει μεγάλη θλίψη, γιατί εσύ μένεις ουσιαστικά στάσιμος και βλέπεις παιδάκια, νέους εαυτούς σου, να εξελίσσονται. Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα, 50ρηδες κλόουν που είχαμε στο γραφείο ήταν καταθλιπτικοί και έπιναν πολύ. Γι’ αυτό κι εγώ το σταμάτησα και το κάνω πια μόνο εθελοντικά.
Από τα παιδικά πάρτι στο θέατρο
Όπως από μικρός αγαπούσε τους κλόουν, άλλο τόσο αγαπούσε και το θέατρο. Το να βρεθεί λοιπόν να το υπηρετεί ήταν για τον Γιάννη η πιο φυσιολογική εξέλιξη στον κόσμο.
Ήξερα από μικρός ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, κάποιες συγκυρίες με προετοίμασαν για τη σχολή, όπως η γνωριμία μου με την σκηνοθέτη Αγγελική Γκιργκινούδη. Ήταν πάντα το όνειρό μου όμως, δεν ήταν διαπραγματεύσιμο.
Είχα όλο το κλισέ του ηθοποιού, ήθελα να κάνω τους φίλους μου να γελάνε, έπαιζα σε σχολικές παραστάσεις. Πήγαινα στο Κολλέγιο Αθηνών, όλοι ήθελαν να γίνουν γιατροί και δικηγόροι, ένιωθα ότι δεν είχα καμία θέση εκεί μέσα. Με βοήθησε όμως γιατί είχε ένα μεγάλο θέατρο 1500 θέσεων και με προετοίμασε.
Φέτος έπαιζα κάθε βράδυ, είχα πάνω από 250 παραστάσεις. Αυτή η επιτυχία έχει ακραία σκαμπανεβάσματα. Υπάρχουν στιγμές ευτυχίας, που έχω αυτοπεποίθηση και νιώθω ότι όλο αυτό μου επιστρέφεται και στιγμές μαυρίλας που αισθάνομαι ότι δεν είμαι πια μια λευκή κόλλα χαρτί, ότι όλο αυτό με έχει ‘βαφτίσει’ και κάπως πρέπει να το υποστηρίξω.
Από την αρχή με βοηθούσε η σκέψη ότι στο τέλος μπορεί και να μην το κάνω αυτό, ότι ίσως να μην είμαι και τόσο καλός. Για να καταπολεμήσω το άγχος ότι θα παίξω μπροστά σε 8.000 κόσμο στην Επίδαυρο, προσπαθώ να γειώνομαι, σκέφτομαι ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή μου. Όσο περνάνε τα χρόνια βέβαια αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο γιατί η αλήθεια είναι ότι στη ζωή μου δεν υπάρχουν και πολλά άλλα πράγματα. Υπάρχει το θέατρο, εγώ μέσα σε αυτό και τα παρελκόμενα.
Όλο το καλλιτεχνικό θέμα, και με την μουσική και τα λάιβ μου, έχει μέσα πολλή λύσσα και με πιάνει μια αρρώστια για να είμαι 100% εκεί, κάτι που σημαίνει 24ωρη δουλειά και συναισθηματική επαφή. Αν παίξω καλά γυρνάω σπίτι χαρούμενος κι ανεβασμένος, αν δεν παίξω καλά γυρνάω και λέω ότι δεν έχω ζωή, ούτε είμαι καλός, άρα γιατί το περνάω όλο αυτό. Σίγουρα πάντως υπερνικούν τα ωραία.
2019, η χρονιά του Γιάννη Νιάρρου
Στο ‘Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα’ ο Γιάννης υποδυόταν τον Κρίστοφερ, ένα αυτιστικό παιδί που προσπαθεί να ζήσει με τη διαφορετικότητά του. Τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, ήταν ο Γιωργάκης, το μέλος μιας προβληματικής οικογένειας στο ‘Στέλλα Κοιμήσου’ του Γιάννη Οικονομίδη, για το οποίο ο Γιάννης Νιάρρος κέρδισε και το βραβείο Δημήτρης Χορν.Και για τα δύο, απέσπασε τις καλύτερες κριτικές.
Στο ‘Σκύλο’ με βοήθησε πολύ ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, ο Σωτήρης, που είναι 23 χρονών, στο φάσμα του αυτισμού, έχει κάτι σαν σύνδρομο Άσπεργκερ. Μαζί του εξερεύνησα τον ρόλο επί της ουσίας, κάναμε πρόβα όλο το έργο μαζί, είδα πως αντιλαμβάνεται αυτός τον Κρίστοφερ και εμπνεύστηκα από εκείνον σε μεγάλο βαθμό, κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο, είδα πώς νιώθει εκείνος τη διαφορετικότητα και την περιθωριοποίηση.
Είχα δει τη ‘Λέξη που δε Λες’. Το παιδάκι αυτό ήταν καταπληκτικό, όπως και όλη η σειρά, είχε πάρα πολύ σωστές αναφορές σε σχέση με τον αυτισμό. Σε ένα πλάνο μάλιστα φαίνεται ότι το παιδί διαβάζει το ‘Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα’, ένα βιβλίο που τα αυτιστικά άτομα είτε το αγαπούν πολύ είτε το σιχαίνονται. Πολλοί θεωρούν ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικό της προσωπικότητάς τους, κάτι πολύ σωστό. Για μένα το έργο μιλάει για τη διαφορετικότητα και όχι για τον αυτισμό συγκεκριμένα.
Οι δύο ρόλοι έχουν κάποια κοινά, την προβληματική οικογένεια και το πρίσμα της αντίληψης που έχουν, τη διαφορετικότητα. Ο Γιωργάκης, όντας κι εκείνος ευνουχισμένος από τον πατέρα του και λόγω των ναρκωτικών, αντιλαμβάνεται διαφορετικά συναισθηματικά τις σχέσεις με τους ανθρώπους. Εμένα σαν Γιάννη, αυτοί οι ρόλοι με συγκινούν παραπάνω από το κανονικό γιατί το θέατρο έχει νόημα μόνο αν βλέπεις μια ακραία μορφή συναισθήματος σε μια απλοϊκή κατάσταση, είτε το αντίθετο. Η καθημερινότητα είναι βαρετή.
Σαν ηθοποιός, αυτοί οι δύο ρόλοι μου έδωσαν μια μεγάλη ευκαιρία να δώσω ό,τι έχω. Στον Κρίστοφερ σωματικά και πνευματικά, στον Γιωργάκη εμπνεόμενος κι από τα δικά μου βιώματα, γιατί κι εγώ είμαι από μια οικογένεια που είχε λεφτά και μετά ξαφνικά δεν είχε, οπότε τέθηκαν αναγκαστικά θέματα εξουσίας.
Είναι αρκετά εύκολο το ένα βράδυ να είμαι ο Κρίστοφερ και το επόμενο ο Γιωργάκης. Όσο εύκολο να πεις δυο διαφορετικές ιστορίες στην ίδια παρέα. Αν τις ξέρεις καλά, θα τις πεις και τις δύο εξίσου πετυχημένα. Το δύσκολο ήταν ότι δεν είχα χρόνο να είμαι ο Γιάννης.
Ούτε Κρίστοφερ, ούτε Γιωργάκης. Γιάννης
Μιας και ο ίδιος εξέφρασε το παράπονο του ελεύθερου χρόνου για να ασχοληθεί με τον εαυτό του, ήταν η κατάλληλη ώρα να μιλήσουμε λίγο και για τον Γιάννη μακριά από ρόλους, μακιγιάζ και περσόνες, έστω κι αν κάποια στιγμή η κουβέντα μοιραία επέστρεψε σε αυτά.
Όταν δεν είχα υποχρεώσεις ξέδινα με γυμναστική, έπαιζα πολύ πιάνο, έτρωγα καλά, είχα μετατρέψει τις καθημερινές μου ασχολίες σε χόμπι, για να αποφύγω όσο μπορούσα την κατάθλιψη.
Μπορώ να βρεθώ και σε απόλυτη χαζομάρα και χαρά αλλά πολύ συχνά είμαι και πιο σκοτεινός. Ένα στοιχείο που με βοηθάει πάντα, είναι πως τα πράγματα δεν τα αντιλαμβάνομαι σκοτεινά, αλλά με την ειρωνεία και την ματαιότητα που έχουν, κάτι που είναι αστείο και τραγικό ταυτόχρονα. Με αυτό το δίπολο λειτουργώ και στη ζωή μου.
Όταν κάτι μου τη σπάει, θα μου τη σπάει πάρα πολύ αλλά αν με παρατηρήσει κάποιος να μιλάω γι’ αυτό θα γελάσει. Κάπως έτσι αντιμετωπίζω και τους χαρακτήρες που υποδύομαι
Δεν έχω καθόλου στο μυαλό μου το γράψιμο, θεωρώ ότι είναι μια τέχνη που θέλει ατελείωτο χρόνο, όπως κι η μουσική και το θέατρο. Δεν πιστεύω στους ‘multi’ καλλιτέχνες, έχω υπάρξει μουσικός και ηθοποιός ταυτόχρονα αλλά μουσικός θεωρώ ότι είμαι ερασιτέχνης, αν θες να δηλώνεις μουσικός πρέπει να αφιερώνεις το 24ωρο σου σε αυτό. Πρέπει να δίνεσαι σε αυτό που κάνεις.
Η Ορέστεια και οι ρόλοι των ονείρων του
Πριν μερικές ημέρες, ο Γιάννης συμμετείχε στην ενιαία παράσταση της ‘Ορέστειας’ στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο. Μετά από ένα ταξίδι στο Βιετνάμ, τις πρώτες του διακοπές εδώ και ένα χρόνο, θα επιστρέψει για την περιοδεία σε όλη την Ελλάδα.
Ανεβάζουμε με το Εθνικό την ‘Ορέστεια’ από τρεις διαφορετικές σκηνοθέτιδες. Στον Αγαμέμνονα σκηνοθετεί η Ιώ Βουλγαράκη, στις Χοηφόρους που είμαι κι εγώ και παίζω τον Ορέστη, η Λίλλυ Μελεμέ και στις Ευμενίδες η Γεωργία Μαυραγάνη.
Είναι ένα δώρο, μια θεατρική γιορτή για εμάς, γιατί βλέπεις τρεις αισθητικές διαφορετικές που ενώνονται, όπως ενώνονται και όλοι οι ηθοποιοί στη σκηνή με έναν τρόπο συναδελφικότητας, ο καθένας κάνει το ταξίδι του μόνος του και τώρα θα συναντήθουμε, είναι ένας τρόπος που λειτουργούμε σε αυτό το επάγγελμα. Από τα πιο ωραία πράγματα που έχω βιώσει είναι η συναδελφικότητα, το πόσο νιώθεις συγγενής με τους άλλους ηθοποιούς, αισθάνεσαι ότι τραβάτε το ίδιο ζόρι.
Όταν δουλεύω με παιδιά της γενιάς μου νιώθω ότι επικοινωνώ πολύ πιο εύκολα και άμεσα, καταλαβαινόμαστε, είναι μεγάλο δώρο αυτό. Χάνεις βέβαια άλλα πράγματα γιατί είσαι πια σε ίσους όρους, η ηλικία πάντα θέτει κάπως την εξουσία, σέβεσαι τον μεγαλύτερο, εκείνος θέλει να σε βοηθήσει, οι ρόλοι ορίζονται αυτομάτως. Με έναν συνομήλικο πρέπει να διαπραγματευτείς αλλιώς αυτή τη σχέση.
Στο χώρο υπάρχει πολλή μαυρίλα και ανταγωνισμός, όμως με αυτούς που έχεις δεθεί τους βλέπεις μετά από μερικά χρόνια σε μια άλλη δουλειά και είναι πολύ συγκινητικά. Κάνουμε μια δουλειά που θα είμαστε χαζοί αν την κάνουμε μόνο για βιοπορισμό, μοιραζόμαστε και βαθύτερα πράγματα, την έκθεση, το φόβο, τις ανασφάλειες, τη χαρά, συναισθήματα που δεν μπορείς να μοιραστείς εύκολα με άλλους, ούτε καν με άλλους καλλιτέχνες.
Οι ηθοποιοί στην Ελλάδα είναι μια οικογένεια ανθρώπων που έχουν ίδια βιώματα, είναι σαν να βρίσκεσαι με άτομα από τον στρατό, έχετε περάσει κάτι τόσο έντονο, έτσι νιώσαμε και με τους συναδέλφους στην Ορέστεια.
Από τη νέα γενιά εκτιμώ πολύ τον Βασίλη Μαγουλιώτη, ήμασταν μαζί στη σχολή, είναι γαμώ τα παιδιά και δεν έχουμε δουλέψει ποτέ μαζί, θα το ήθελα πολύ.
Θέλω πολύ να κάνω καθαρή κωμωδία, μου έχει λείψει πάρα πολύ. Είναι ο λόγος που ασχολήθηκα με το θέατρο κι ακόμα δεν έχω βρει τον τρόπο να το κάνω όπως θέλω.
Όλους τους μεγάλους ρόλους θέλω να παίξω, το θέμα είναι τη στιγμή που θα μου έρθει ο ρόλος να τον δουλέψω με όρεξη, γιατί μόνο όταν δουλεύω με όρεξη το απολαμβάνω.
Ευχαριστούμε το ‘James‘, Λεωνίδου 79, Κεραμεικός, για την φιλοξενία.