Ο Γιάννης Στάνκογλου δεν δείλιασε ποτέ
- 6 ΑΠΡ 2017
Απόμακρος, βλοσυρός, εσωστρεφής. Για κάποιο λόγο, στην εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου για τον Γιάννη Στάνκογλου, τον είχα ζωγραφίσει με αυτά τα τρία επίθετα.
Χρειάστηκαν μερικά μόνο λεπτά κουβέντας μαζί του για να καταλάβω πόσο εντυπωσιακά έξω είχα πέσει, κάτι που δεν δίστασα να μοιραστώ μαζί του.
“Μάλλον φταίνε οι ρόλοι μου γι΄αυτή την εικόνα. Το αντίθετο, είμαι αρκετά εξωστρεφής, μιλάω πολύ και λέω και προσωπικά πράγματα τα οποία μετανιώνω. Όταν θέλω βέβαια να βάλω τα όριά μου τα βάζω, είμαι τέτοιος άνθρωπος”, μου εξηγεί χωρίς να χάσει το χαμόγελό του δευτερόλεπτο και χωρίς την παραμικρή υπόνοια ότι παρεξηγήθηκε. Η ταχύτητα με την οποία μου απάντησε πρόδιδε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτή την τόσο άστοχη περιγραφή της προσωπικότητάς του.
Όχι, ο Γιάννης Στάνκογλου δεν είναι ούτε απόμακρος, ούτε βλοσυρός, ούτε εσωστρεφής. Είναι ένας φωτεινός άνθρωπος που έχει ζήσει και αγαπάει τη ζωή, γουστάρει να δοκιμάζει τα όριά του και θέλει συνεχώς να κινείται, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Ταξιδεύοντας συνέχεια σε όλο τον πλανήτη, για δουλειά, διασκέδαση, εσωτερικό διαλογισμό ή για να είναι μαζί με τον έρωτά του, καλύπτει το κυριολεκτικό κομμάτι της αέναης κίνησης.
Διαβάζοντας τους κλασικούς, επιλέγοντας ξεχωριστούς ρόλους και μεγαλώνοντας μαζί με τη σύζυγό του, Αλίκη Δανέζη-Knutsen (η γυναίκα για την οποία ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη) δύο παιδιά, φροντίζει για το μεταφορικό της κομμάτι.
Τον συνάντησα αμέσως μετά το τέλος των παραστάσεων του Καλιγούλα, την πρώτη ημέρα των ‘διακοπών’ του, όπως ο ίδιος είπε, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ακόμη ταραγμένο από την δυνατή εμπειρία του έργου του Αλμπέρ Καμύ.
Την επόμενη ημέρα θα έφευγε για το Μαρόκο και μετά τη συνέντευξή μας είχε δύο ραντεβού για μελλοντικές δουλειές. Μετά το Πάσχα έχουν ήδη προγραμματιστεί να ξεκινήσουν τα γυρίσματα της νέας του ταινίας, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τον Άρη Σερβετάλη. Μέχρι τότε όμως, σκοπεύει να ξεκουραστεί, να επισκεφτεί τους δικούς του στο Έβρο και το βασικότερο, να βρει λίγο χρόνο για να διαβάσει και να αποφορτιστεί.
“Στις πρόβες ένιωθα ότι δεν ξέρω τι κάνω”
Στη θέα της Φραντζέσκας, ο Γιάννης Στάνκογλου αρχικά αντέδρασε με έκπληξη, αφού δεν θυμόταν ότι θα υπάρχει και φωτογράφιση. Αντιμετώπισε αυτό το απρόοπτο κάνοντας πλάκα ότι έχει ντυθεί σαν λέτσος, προσπάθησε να φτιάξει τα μαλλιά του και παραδόθηκε πλήρως στις οδηγίες της.
Αφού ζήτησε συγγνώμη από έναν θαμώνα επειδή τον ξεβόλεψε για μια πόζα που του ζήτησε η Φραντζέσκα, ήρθε στο τραπέζι, εκδήλωσε την ικανοποίηση του για την τζαζ που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή από τα ηχεία του Blue Bird, άναψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μια ρουφηξιά από τον καφέ του και αρχίσαμε την κουβέντα, ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη εμπειρία του Καλιγούλα. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουμε.
“Βγήκα απ’ αυτό το μεγάλο λούκι, το οποίο ήταν πολύ όμορφο αλλά και δύσκολο. Ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία, ένα έργο που γούσταρα πάρα πολύ και ολοκληρώθηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Το χάρηκα πάρα πολύ, γιατί εκτός απ’ ότι το σκηνοθετούσε η γυναίκα μου, ήταν κάτι πολύ προσωπικό, όλα τα παιδιά περάσαμε υπέροχα. Συνεχίζουμε βέβαια, θα κάνουμε 3 παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής στη Θεσσαλονίκη και υπάρχουν συζητήσεις και για του χρόνου”.
“Ήταν όμορφη εμπειρία αλλά και λίγο περίεργη, όσο ήμουν στις πρόβες μου συνέβη κάτι που δεν μου είχε συμβεί ποτέ όσο κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν ήξερα τι έκανα, αν αυτό που έκανα είναι σωστό ή λάθος, αν είναι ή δεν είναι καλό, αν είναι αλήθεια ή ψέμα. Μόνο όταν παίξαμε με κόσμο στη γενική μας πρόβα άρχισα να συνειδητοποιώ και να βλέπω τι είναι αυτό το πράγμα. Είναι κι έτσι γραμμένο το έργο, πολύ έντονο, πολύ δύσκολο, μπορείς να πέσεις σε πολλές παγίδες, να πέσεις στις ευκολίες σου. Σε παρασύρει το κείμενο, είτε για να το πας κωμικά, είτε παρανοϊκά, κάτι που εγώ δεν ήθελα. Ήθελα να ακουστεί το κείμενο, να καταλάβει ο θεατής τι λέει ο Καμύ. Νομίζω τα καταφέραμε, αυτό έλεγε κι ο κόσμος βγαίνοντας απ’ την παράσταση”.
Νιώθω πολύ χαρούμενος και τυχερός που εκπλήρωσα ένα όνειρό μου. Όταν είχα πρωτοδιαβάσει αυτό το κείμενο στην δραματική σχολή με είχε συγκλονίσει
Ένα όνειρο που το εκπλήρωσε μαζί με τη γυναίκα του, η οποία σκηνοθέτησε το έργο. Πώς είναι πλέον η συνεργασία του ζευγαριού επί σκηνής; “Πια είναι ωραία. Κάποτε ήταν πιο περίεργο, πλέον δεν είναι, έχουμε κάνει τέσσερις δουλειές στο θέατρο, ξέρουμε ο ένας τον άλλο. Όταν τσακωνόμαστε, τσακωνόμαστε δημιουργικά και της έχω πει όποια παρατήρηση έχει να μου τη στέλνει σε sms. Έχουμε βρει κωδικούς και τρόπους να επικοινωνούμε”. Επιλέγει πάντα ρόλους τους οποίους έχει ξεχωρίσει και τον έχουν με κάποιο τρόπο στιγματίσει;
“Κάποιες φορές, όχι πάντα, δεν θέλω πάντα να επιλέγω τους ρόλους μου γιατί έτσι μπαίνεις σε μια μανιέρα την οποία δεν τη θέλω σαν ηθοποιός, την απεχθάνομαι. Υπάρχουν όμως στιγμές τα τελευταία 5-6 χρόνια όπου έκανα πράγματα τα οποία προηγουμένως με είχαν αγγίξει εσωτερικά, όπως ήταν και το ‘Είμαι Ένας ‘Άλλος’. Όταν κάνω κάτι που προέρχεται από μένα, την επόμενη χρονιά μπορεί να κάνω κάτι εντελώς αντίθετο, δεν θέλω να κάνω ίδια πράγματα”. Όσο για τα μελλοντικά θεατρικά του σχέδια;
“Το καλοκαίρι, όπως και πέρσι, θα είμαι στο ‘Επτά Επί Θήβας’, σε σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις, θα ανοίξουμε το Φεστιβάλ Επιδαύρου και στη συνέχεια θα ακολουθήσει περιοδεία ανά την Ελλάδα”.
“Αν είχα φίλο σαν τον Νάκο μπορεί και να του έσπαγα τα μούτρα”
Αυτές τις ημέρες παίζεται στις αίθουσες και η ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Στάνκογλου, το ‘Amerika Square’. Μια ταινία που αγγίζει θέματα όπως ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και το μεταναστευτικό και στην οποία ο ηθοποιός υποδύεται τον Μπίλι, έναν rock n’ roll σαραντάρη που διατηρεί το δικό του μπαρ κι ένα παράνομο tattoo studio στο πατάρι του.
“Ο Μπίλι είναι ένας μοναχικός τύπος, προφανώς του έχουν συμβεί διάφορα στο παρελθόν κι έχει επιλέξει να είναι έτσι. Είναι αυτός που συνδέει στην ουσία τις τρεις ιστορίες της ταινίας”.
“Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, συνεργάστηκα με πολύ ωραίους ανθρώπους, είχα κάνει κι ένα μικρό πέρασμα στην προηγούμενη ταινία του Γιάννη του Σακαρίδη, το ‘Wild Duck’. Τον εκτιμώ γιατί ασχολείται με ευαισθησία με πράγματα πολύ επίκαιρα και άμεσα, μ’ έναν τρόπο πολύ όμορφο, χωρίς μιζέρια. Αλλά και με τους Μάκη Παπαδημητρίου, Βασίλη Κουκαλάνι και Ξένια Ντάνια είχαμε μια εξαιρετική συνεργασία, τους θαυμάζω και τους τρεις”. Όσο για το θέμα που θίγει η ταινία, τον ρατσισμό, ο Γιάννης Στάνκογλου είναι ξεκάθαρος.
“Υπάρχει ρατσισμός και υπάρχει και το αντίθετο πρόβλημα, ότι δεν έχεις την υποδομή να δεχτείς όλους αυτούς τους ανθρώπους, να τους κάνεις να αισθανθούν ότι παραμένουν άνθρωποι. Είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν αφήσει την πατρίδα τους, οι περισσότεροι όχι επειδή το θέλησαν αλλά γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν πια εκεί. Είναι κάτι που καταλαβαίνω απόλυτα, διότι έχω πολλούς συγγενείς οι οποίοι κάποια στιγμή έφυγαν, είτε απ’ τον Έβρο απ’ τον οποίο κατάγομαι, είτε από άλλες περιοχές της Ελλάδας για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Είμαστε ένας λαός που το έχει περάσει αυτό και θα έπρεπε να δείχνουμε κατανόηση. Όλα αυτά είναι σημεία των καιρών, διότι υπάρχει το ακριβώς ανάποδο αυτή την εποχή, η δυσκολία του να ζεις, που οδηγεί σε πιο έντονες, πιο βίαιες αντιδράσεις. Το σιχαίνομαι αυτό το πράγμα κι όποτε μου δίνεται η δυνατότητα παίρνω ξεκάθαρη θέση εναντίον του”. Ο κολλητός του Μπίλι στην ταινία, ο Νάκος τον οποίο υποδύεται ο Μάκης Παπαδημητρίου, μισεί τους ξένους. Αν ο Γιάννης Στάνκογλου είχε έναν τέτοιο φίλο στην πραγματική ζωή, πώς θα αντιδρούσε;
“Καταρχήν θα του μίλαγα, μπορεί όμως και να του έσπαγα τα μούτρα, δεν ξέρω. Δεν είμαι της λογικής βία στη βία, καθόλου μα καθόλου, αλλά είναι κάτι που πραγματικά δεν μπορώ να το καταλάβω. Κατάγομαι από ένα χωριό που είναι ακριτικό, 3 χιλιόμετρα από τα σύνορα, έχω μεγαλώσει με τη φοβία ότι ο Τούρκος είναι απέναντι αλλά την ίδια στιγμή ξέρω ότι έχουν περάσει πάρα πολλοί άνθρωποι από τον Έβρο και άνθρωποι από το χωριό μου τους έχουν βοηθήσει. Γιατί αυτό που μένει και μετράει στο τέλος είναι να μπορείς να είσαι άνθρωπος, όλα τα υπόλοιπα είναι ένα παιχνίδι και μια μπίζνα, όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύει κι ο Γιάννης Σακαρίδης”.
“Δυστυχώς, περνάμε δύσκολους καιρούς κι ελπίζω κάποια στιγμή να φύγουμε απ’ αυτό το πράγμα, δεν βλέπω όμως να υπάρχουν οι υποδομές. Αν δεν στηρίξουμε την Παιδεία και τους νέους ανθρώπους, δεν βλέπω να αλλάζει κάτι. Δεν είμαστε λαός που εμπιστευόμαστε το δικό μας, πρέπει να μας φορεθεί κάτι απ’ έξω. Δεν μπορείς να έχει την ίδια Παιδεία με την Αγγλία και τη Γαλλία, φτιάξε μια δική σου που να ταιριάζει σ’ αυτό τον αέρα, σ’ αυτή τη θάλασσα. Γι’ αυτό όμως χρειάζονται άνθρωποι, και δεν ξέρω πόσοι είναι τελικά”.
“Έχουμε χαθεί λίγο σε πράγματα που είναι ψεύτικα και δεν βλέπουμε την πραγματικότητα. Ζούμε σε μια πόλη που θα μπορούσε να είναι μια απ’ τις ομορφότερες, αλλά δεν είναι, είναι εγκαταλειμμένη. Δεν ακολουθούμε τους νόμους, είμαστε και τέτοιος λαός. Πρέπει κάποια στιγμή να έχεις και συνείδηση των πραγμάτων, όταν αλλάξει αυτό θα αλλάξουν και πολλά άλλα. Το βλέπω απ’ τον εαυτό μου. Όποτε περνάω κόκκινο φανάρι ή παρκάρω τη μηχανή μου κάπου που δεν επιτρέπεται, νιώθω άσχημα. Πρέπει να αλλάξει ο καθένας προσωπικά”. Η Παιδεία όμως ξεκινάει από το σπίτι.
“Βέβαια ξεκινάει και απ’ το σπίτι, όμως αν υπάρχει Παιδεία απ’ το σχολείο, μπορεί το παιδί που γυρνάει σπίτι να ελέγξει και τους μπαμπάδες. Αυτό πρέπει να γίνει τελικά γιατί οι μεγάλοι έχουν μπολιαστεί μ’ όλο αυτό το πράγμα και το βλέπεις παντού, πόσο εύκολα κάνει ο καθένας την μαλακία. Είσαι στην εθνική οδό κι ανοίγει ο άλλος το παράθυρο να πετάξει το κουτάκι. Πρέπει τα παιδιά να αλλάξουν τους γονείς τους τελικά”. Ο ίδιος αντιδράει όταν δει τη λάθος συμπεριφορά;
Αν δω κάτι αντιδράω. Έχω σταματήσει στην εθνική οδό κι έχω τσακωθεί επειδή κάνει αυτό το πράγμα. Και με αστυνομικό έχω τσακωθεί επειδή δεν συμπεριφέρεται σωστά σε μετανάστη ή όπως θα συμπεριφερόταν σ’ έναν Έλληνα. Με ενοχλεί η αδικία, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά
Το πρώτο της ζωής του ταξίδιον
Σε ηλικία 24 ετών, βγήκε για πρώτη φορά απ’ τα σύνορα της Ελλάδας, με προορισμό την Πορτογαλία. Γιατί τη διάλεξε; Επειδή του άρεσε η σημαία της κι επειδή είναι το νοτιότερο άκρο της Ευρώπης. Από τότε, έχει κάνει σκοπό της ζωής του να ταξιδεύει όσο μπορεί.
“Από τη στιγμή που άρχισα να ταξιδεύω και μετά το πρώτο μου ‘εξωτικό’ ταξίδι που ήταν στο όρος Σινά το 2000, το έβαλα στόχο της ζωής μου, όσο μπορώ και βγάζω χρήματα να βλέπω καινούρια πράγματα για να μην μένω στάσιμος. Νομίζω ότι αυτό με έχει καθορίσει, όπως με έχουν καθορίσει και τα βιβλία. Τόσο αυτά που διάβαζα πιο μικρός όσο κι αυτά που διαβάζω τώρα, αν και δεν διαβάζω πια με το ίδιο πάθος, δεν έχω τον ίδιο χρόνο. Εκτός από τα κανονικά ταξίδια, τα βιβλία κι οι μουσικές λειτουργούν επίσης σαν τα ταξίδια”.
“Είχα πάει στη Συρία πριν τον πόλεμο κι είχα πάθει πλάκα, μιλάμε για πολιτισμό. Υπέροχοι άνθρωποι, αραβική χώρα με χριστιανισμό, ένα συνονθύλευμα πολιτισμών με τρομερά μνημεία. Ιστορικός λαός. Βλέπω τώρα φωτογραφίες από μέρη που έχω περάσει και δεν υπάρχει πλέον τίποτα και με πιάνει η ψυχή μου. Είναι δίπλα μας όμως, δεν χρειάζεται να δούμε και την Αθήνα κατ΄αυτόν τον τρόπο για να συνειδητοποιήσουμε κάποια πράγματα”.
“Τους προορισμούς συνήθως τους επιλέγω από κάτι που δει, έχω διαβάσει. Εντάξει στη Νέα Υόρκη βρέθηκα επειδή ερωτεύτηκα κι έμεινα εκεί δύο χρόνια, αλλά από εκεί ταξιδέψαμε αρκετά στην Κεντρική Αμερική”. Του ζητάω να σταθούμε λίγο στο γεγονός ότι έκανε ένα ταξίδι μόνο και μόνο για να είναι μαζί με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Κάτι που το αναφέρει σαν ένα καθημερινό γεγονός, αποτελεί όμως δείγμα της γενικότερης κοσμοθεωρίας του ηθοποιού.
“Μόλις είχα γνωρίσει την Αλίκη, είχε πάρει υποτροφία για να σπουδάσει εκεί φιλοσοφία κι έπρεπε να φύγει. Μου είπε μήπως δεν πάω αλλά δεν υπήρχε περίπτωση, ακολούθησα χωρίς πολλά λεφτά, αλλά τη βρήκα την άκρη κι όλο αυτό μου έδωσε πάρα πολλά πράγματα. Εμπειρίες, δύναμη, γνώρισα ανθρώπους”.
Δεν ήταν μόνο μια γυναίκα αυτό τα ταξίδι, ήταν γι’ αυτό που ένιωθα, σίγουρα προσωποποιήθηκε προς την Αλίκη, αλλά αυτό ένιωθα και δεν το εγκατέλειψα, έτσι λειτουργώ από μικρό παιδί και με ακραία πράγματα, αλλά αυτό με έχει στηρίξει και μ΄έχει σώσει από πολλά άλλα
“Η Νέα Υόρκη μου άνοιξε πεδία σκέψης. Δεν μπορείς να κάθεσαι σε αυτή την πόλη, πρέπει να είσαι σε ενέργεια και κάτι να κάνεις συνέχεια, δεν σ’ αφήνει να κλειστείς. Γνώρισα και σημαντικούς ανθρώπους του χώρου, όπως τον Αρονόφσκι αλλά και καθημερινούς ανθρώπους, είδα πολύ ωραίες συναυλίες. Κυρίως όμως κρατάω ότι ένιωσα ξένος, για εμένα αυτό ήταν πολύ μεγάλο μάθημα, γι’ αυτό μ’ αρέσει και ο Καμύ, έχει μεγάλη αξία αυτό το πράγμα. Μου λείπει πάρα πολύ, έχω να πάω 8 χρόνια, θα ήθελα να πάω να κάτσω ένα μήνα”.
“Πολλά ταξίδια έτυχαν και με τη δουλειά, με τον Θόδωρο τον Τερζόπουλο και την ομάδα Άττις πήγαμε σε 1,5 χρόνο Κολομβία, Βραζιλία, Κίνα, Ρωσία. Και φυσικά ταξιδέψω και για κινηματογραφικά φεστιβάλ, μ’ αρέσει πολύ αυτή η φάση, πάρτι, ευκαιρία να δεις καινούριες ταινίες, να γνωρίσεις ανθρώπους”.
“Απ’ όλα τα ταξίδια μου ξεχωρίζω τη Γουατεμάλα, γιατί έκατσα πολύ και τη γύρισα όλη μέσα σε 1,5 μήνα. Το Λάος μου άρεσε επίσης πάρα πολύ, το όρος Σινά επειδή έμενα με βεδουίνους σε παράγκες”.
Φυσικά και θα έλεγα σε έναν νέο ηθοποιό να φύγει, είναι πολύ σημαντικό, ανοίγει τους ορίζοντες. Να μπορέσει να κάνει σεμινάρια, να πάει σε σχολές, να δουλέψει. Πλέον υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί οι οποίοι πάνε έξω, κάνουν θέατρο, σινεμά.
Συλλέκτης εμπειριών
Μπορεί να έπεσα συντριπτικά έξω στις προβλέψεις μου για την ιδιοσυγκρασία του Γιάννη Στάνκογλου, όμως υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά: έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή. Αυτή τη φορά, συμφώνησε και άρχισε ένα διαφορετικού είδους ταξίδι, με κατεύθυνση το παρελθόν του.
“Είμαι χορτασμένος άνθρωπος, έχω ζήσει πράγματα και θα μπορούσα να μην τα είχα ζήσει. Στάθηκα και τυχερός αλλά νομίζω είναι και θέμα χαρακτήρα”. Του ζητάω να μου εξηγήσει ποια είναι αυτά τα οποία θα μπορούσε να μην έχει ζήσει.
“Να πηγαίνω γήπεδο με τον Παναθηναίκό, να τρέχω με τις μηχανές, να πίνω, να καπνίζω, όλα. Μεγάλωσα στον Περισσό, ήταν πολλά τα κινήματα τότε, απ’ το new wave και το grunge μέχρι το punk, οπότε το έζησα όλο αυτό”. Και το έζησε στα άκρα;
Πάντα είχα δίχτυ ασφαλείας. Ήμουν πάντα ο πρώτος που δοκίμαζα κάτι, όμως δεν έμενα, το έκανα κι έφευγα. Όλα ήταν στο πλαίσιο των εμπειριών, με προσοχή όμως
Οι γονείς του τι έλεγαν για όλα αυτά; “Με βλέπανε ότι είμαι ανήσυχος, δεν καθόμουν ποτέ στον τόπο μου, άλλαζα δουλειές συνέχεια, στο σχολείο ήμουν μέτριος μαθητής, χωρίς να ανοίξω ποτέ βιβλίο. Όλο αυτό άλλαξε όταν με είδαν πρώτη φορά στο θέατρο, κατάλαβαν ότι βρήκα αυτό που ήθελα να κάνω και μου ταιριάζει κι αυτό είναι πολύ ωραίο να συμβαίνει στον άνθρωπο”. Αυτή η διαδικασία τον έκανε πιο σκληρό;
“Πιο σκληρό δεν ξέρω αν μ’ έχει κάνει, σίγουρα όμως δεν με νοιάζουν τόσο οι δυσκολίες, ξέρω ότι θα επιβιώσω. Είναι ένα μάθημα αυτό, να μπορείς να επιβιώσεις όπου σε βάλουν. Δεν θεωρώ ότι ήταν δύσκολα αυτά που πέρασα, υπάρχουν άλλοι που πέρασαν πολύ πιο δύσκολα. Εκτίμησα αυτά που είχα κι αυτό είναι κάτι που θέλω να περάσω στα παιδιά μου, να εκτιμήσουν αυτά που έχουν, ότι ζουν, να εκτιμήσουν τη ζωή”.
“Στη δραματική σχολή μπήκα για την εμπειρία, δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πόσο αγαπάω το θέατρο και κατάλαβα ότι με αυτό θέλω να ασχοληθώ”.
“Πριν δεν ήξερα καθόλου τι θέλω να κάνω, έκανα ό,τι ερχόταν κι ίσως αυτό ήταν που με βοήθησε να κάνω τον κύκλο μου και να ανακαλύψω από μόνος μου αυτό που ήθελα να κάνω. Νομίζω ότι το διάβασμα με οδήγησε προς τα εκεί, το άνοιγμα του μυαλού. Είχα δοκιμάσει και μικρότερος με ελληνική λογοτεχνία, όμως έπεσα σε μέτριους συγγραφείς και τα πέταγα στον τοίχο, έλεγα ‘αυτό είναι το διάβασμα, δεν το θέλω’. Γύρω στα 22 όμως έπιασα Ντοστογιέφσκι, Καμύ, Κάφκα και μ’ επηρέασαν πολύ, ειδικά ο Ντοστογιέφσκι μου άλλαξε τη ζωή, για τους ηθοποιούς είναι ιδανικός γιατί αναλύει τρομερά τους χαρακτήρες”. Αν δει τα παιδιά του να κυνηγάνε τις εμπειρίες με την ίδια ζέση που εξακολουθεί να το κάνει κι εκείνος, θα τα αφήσει;
“Νομίζω πως θα τα αφήσω, θέλω όμως να δω τη συνείδηση του να κάνεις αυτό το πράγμα, όχι το χάσιμο του το κάνω απλά για να το κάνω. Για μένα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η αγάπη, ο σεβασμός και το πόση ασφάλεια νιώθει το παιδί. Από εκεί και πέρα όλα τα αντιμετωπίζεις, δεν ξέρεις τι σου φέρνει η ζωή. Θα ήθελα όμως να είμαι ένας γονιός που έχει δώσει ελευθερία στα παιδιά του κι έχει δώσει βάσεις για να παίξουν με τη ζωή, μ’ ένα δίχτυ ασφαλείας”.
“Αλίμονο αν δεν αγαπάς τη ζωή, είναι μεγάλο δώρο, είναι μικρή αλλά μπορείς να τη ζεις καλά. Όλοι την αγαπάνε αλλά κάπου χάνονται μέσα στη ρουτίνα τους, τη δυσκολία, την ψυχολογία, είμαστε πολύ συμπλεγματικοί όλοι οι άνθρωποι, είναι εύκολο να χάσεις το δρόμο σου. Μαθαίνεις όμως, αρκεί να είσαι ανοιχτός στα λάθη σου, η ίδια η ζωή σε οδηγεί στο να κλείνεσαι, να μην είσαι ακριβώς ο εαυτός σου”.
“Δεν ξέρω τι σκατά συμβαίνει με το Survivor”
Δεν κρύβει ότι ορισμένα σπουδαία βιβλία του άνοιξαν τους ορίζοντες και τον διαμόρφωσαν σε αυτό που είναι σήμερα. Ο ίδιος θα επιχειρούσε ποτέ να περάσει στην άλλη πλευρά, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στο γράψιμο;
“Με τη γραφή δεν το έχω πολύ, παλιότερα έγραφα κάποια ποιήματα αλλά μέχρι εκεί. Είμαι πιο πολύ της πράξης. Σε σκηνοθετικά χωράφια ίσως μπω αλλά αργότερα και θα πρέπει να είναι ανάγκη μου, δεν θα το κάνω απλά για να το κάνω. Προς το παρόν δεν την έχω αυτή την ανάγκη”. Στους ρόλους που επιλέγει αισθάνεται την ανάγκη να είναι κάπως εκλεκτικός;
Προσπαθώ να είμαι εκλεκτικός, έχω κάνει βέβαια και πράγματα που θα μπορούσα να μην είχα κάνει. Ξέρω όμως γιατί τα έχω κάνει και τα έχω κάνει με το ίδιο πάθος και τον ίδιο σεβασμό που ‘χω κάνει κι άλλα που μ’ άρεσαν εξαρχής
“Πρέπει να κάνεις πολλά πράγματα για να επιβιώσεις, είναι πολλές οι δυσκολίες, δουλεύεις ως συνέταιρος του κράτους, το έχουν ξεφτιλίσει. Παλιότερα έκανα ένα θέατρο και τα έβγαζα πέρα, δεν είχα μεν οικογένεια και παιδιά αλλά μου έμεναν λεφτά για ταξίδια”. Μέσα από όλες αυτές τις δυσκολίες, ο ελληνικός κινηματογράφος όμως μεγαλουργεί.
“Είμαι πολύ χαρούμενος γιατί αισθάνομαι και μέρος όλου αυτού του πράγματος. Πολλές ταινίες πάνε σε φεστιβάλ του εξωτερικού και βραβεύονται κι είναι και πολύ ωραίες ταινίες. Το ‘Suntan’ του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι εξαιρετική ταινία και παίζεται σ’ όλο τον κόσμο, το ‘Xenia’ του Κούτρα, ο Λάνθιμος βλέπεις τι κάνει. Υπάρχουν σενάρια πια, κι αυτό είναι πολύ ωραίο, έχουν εξελιχθεί. Έχει να κάνει και με όλο αυτό που γίνεται στην Ελλάδα αλλά κι επειδή πολλοί άνθρωποι βγήκαν έξω, σπούδασαν, είδαν πράγματα. Συμβαίνουν πράγματα τα οποία μπορείς να τα δεις μυθοπλαστικά, έχεις ιστορίες να αντλήσεις. Έχουν στρέψει και τα βλέμματα από έξω προς τα εμάς. Μιλάνε για τον Λάνθιμο με τεράστιο θαυμασμό, έχει δώσει πράγματα, μακάρι κάποια στιγμή να κάνει ξανά μια ταινία με ένα θέμα από εδώ”. Όσο για την τηλεόραση:
“Τηλεόραση δεν βλέπω, δεν έχω καν το ψηφιακό σήμα. Ακούω τι γίνεται με το Survivor, και δεν ξέρω τι σκατά συμβαίνει, είναι κρίμα. Όταν κάνει τέτοια νούμερα το Survivor, καταδικάζει τις σειρές. Εγώ έχω να κάνω απ’ το ‘Νησί’ σειρά. Ήταν υπέροχο, αλλά η τηλεόραση θέλει εύκολο χρήμα. Για να γίνει σωστή τηλεόραση θέλει μάστορες, χρήμα κι ιστορία. Έχουμε πάρα πολλά βιβλία απ’ τα οποία μπορείς να αντλήσεις υλικό για τρομερές σειρές. Το θέμα είναι να ρίξει χρήμα ο παραγωγός ή ο καναλάρχης και να ρισκάρει. Το ΄Νησί’ ας πούμε πουλήθηκε κι έπαιξε και στην Λατινική Αμερική, την Σουηδία, τη Φινλανδία, τα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Ρωσία. Η τηλεόραση θέλει ανθρώπους που αγαπάνε αυτό που κάνουν. Είναι γρήγορο πράγμα, ο Παπαδουλάκης δεν το έκανε καθόλου έτσι, πρόσεχε τρομερά αυτό που έκανε”.
*Το ‘Amerika Square’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Feelgood.