Ο Γιάννης Μπέζος είναι ο μόνος που πίστεψε στον Σμήναρχο Κάκαλο
Μια συζήτηση για την τηλεόραση, τον Τσιτσάνη και την τέχνη που “πρέπει να ταράζει αλλά και να παρηγορεί”.
- 6 ΑΠΡ 2020
Κρύβεται μία παραδοξότητα πίσω απ’ τη δημοσίευση μίας συζήτησης που συνέβη λίγες μέρες πριν την καραντίνα, όχι μόνο για τους αναγνώστες, αλλά και για σένα τον ίδιο. Πατώντας το Play για να ακούσεις ξανά και να ξεχωρίσεις τι θα μείνει, γυρίζεις μέσα σε λίγα λεπτά σε έναν χρόνο που ο χώρος, είναι ασύγκριτα διαφορετικός με το σήμερα, ασύγκριτα φωτεινός μέχρι την έλευση του κορονοϊού. Κι όμως αυτό το σύμπαν, αυτός ο κόσμος υπήρξε μόλις πριν ένα μήνα.
Κάποια στιγμή, πάνω στην κουβέντα ο Γιάννης Μπέζος, -χωρίς να το γνωρίζει ακόμα- θα σου εξηγήσει μάλιστα, ότι κάτι παρόμοιο με αυτό που μόλις έκανε το μυαλό σου, κάνει και το θέατρο. Φτιάχνει έναν κόσμο μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και μόλις πέφτει η αυλαία, φέρνει και το τέλος του. Βίαια και ξαφνικά. Χωρίς να το ξέρει όπως είπα, ότι εσύ μέρες μετά θα κάνεις αυτήν τη σύνδεση. Γιατί ο κορονοϊός δεν ήταν ακόμα κάτι που μας αφορούσε άμεσα, ούτε είχε ακόμα αλλάξει τον κόσμο για πάντα.
Η συζήτηση, λοιπόν, αυτή έγινε ένα μεσημέρι στα παλιά στούντιο της Finos Film, εκεί όπου σήμερα γυρίζεται η σειρά που πρωταγωνιστεί, το ‘Πέτα την Φριτέζα’. Με αφορμή τον ρόλο του ως μάγειρα μιλήσαμε για τους ‘Απαράδεκτους’, για ‘της Ελλάδος τα Παιδιά’, την Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά και τον Κώστα Γκουσγκούνη.
Ξεκινήσαμε με μια μακροσκελή ερώτηση σε αντίθεση με τις υπόλοιπες -τις περισσότερες έστω.
Προσπαθώ να σκεφτώ άλλον ηθοποιό, τον οποίο, όσοι μεγαλώσαμε στα ‘90s, να τον αγαπήσαμε για τρεις διαφορετικούς ρόλους και όχι μόνο για έναν. Δηλαδή τον Καφετζόπουλο τον αγαπήσαμε ως ‘Ακάλυπτο’, τον Σπύρο Παπαδόπουλο με το όνομά του στους ‘Απαράδεκτους’. Εσείς όμως αγαπηθήκατε και ως ‘Γιάννης’, και ως ‘Κάκαλος’ και ως ‘Ζάχος. Ήταν τρεις χαρακτηριστικοί και τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες.
Προφανώς ήταν αυτό, ότι ήταν διαφορετικοί. Κοιτάξτε. Ο κόσμος δεν ταυτίζει τίποτα. Λέμε καμιά φορά σε ταύτισε με αυτό, με εκείνο… Ο κόσμος δεν έχει την όρεξη τη δική μας πρώτα πρώτα. Το τελευταίο που τον απασχολεί όταν ξυπνάει το πρωί είναι τι θα παίξω εγώ στην τηλεόραση. Το θέμα, λοιπόν, είναι δικό μας. Εάν εμείς έχουμε κατά νου να κάνουμε κάτι σαν να είναι καινούργιο. Και μετά αν είναι πετυχημένο, θα μείνει.
Εγώ είχα την εμμονή να επιμένω να μην τραβάνε πολύ οι σειρές στην τηλεόραση, να μη γίνονται για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Και επίσης οι επιλογές ήταν τελείως διαφορετικές σε ό, τι αφορά το ρεπερτόριο -μιλάω πάντα για το τηλεοπτικό, γιατί δεν είναι σαν το θεατρικό που μπορείς να επιλέξεις μέσα από μια μεγάλη γκάμα κειμένων. Και οι επιλογές μου ήταν και ανάποδες καμιά φορά, είτε σε δραματικές σειρές οι οποίες ήταν πολύ λιγότερες φυσικά…
Στον ‘Απόντα’ για παράδειγμα.
Ναι, στον ‘Απόντα’, στον ‘Βίο Ανθόσπαρτο’, ήταν διάφορες οι σειρές και μάλιστα σε σύγκρουση με τα κανάλια.
Προσπαθούσαν να σας βάλουν σε ένα καλούπι;
Ναι, αλλά δεν πειράζει γιατί η δουλειά μου εμένα είναι να πλακώνομαι. Και γι αυτό μ’ αγαπάνε, γιατί πλακωνόμουνα. Δεν το ‘κανα για πείσμα, το ‘κανα γιατί πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι έτσι είναι καλύτερα. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ότι αυτό που κάνεις, το κάνεις όσο μπορείς καλύτερα, έτσι; Δηλαδή με μόχθο και αγωνία, όχι “μαζευόμαστε, παίρνουμε τα λεφτά και φεύγουμε”. Όχι.
Έχω ολοκληρώσει σειρές, πολύ μεγάλες επιτυχίες, με το ζόρι. Δεν θέλω να αναφέρω ποιες τώρα. Και στο Mega και στον ANT1 γιατί θεώρησα ότι δεν πάνε παρακάτω, ότι θα ήταν ανοησία. Και είχα δίκιο.
Ή δεν θα το μάθουμε ποτέ;
Εγώ το ξέρω όμως (γέλια). Ότι δεν θα το μάθετε εσείς, είναι αυτό που κάνει την επιτυχία (γέλια).
Απαράδεκτοι
Μπορείτε να διαλέξετε στους ‘Απαράδεκτους’ δύο τρία guests που να ήταν απ’ τα αγαπημένα σας;
Να σας πω ότι θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από τους ‘Απαράδεκτους’ και δεν τα παρακολουθώ κιόλας. Εδώ πολλά δεν τα θυμάται η Δήμητρα, εγώ θα τα θυμάμαι;
Πολλοί περάσανε, πάρα πολλοί. Του Άλκη του Παναγιώτιδη θυμάμαι το guest, του Ζανό Ντάνια, της Βάνας Παρθενιάδου.. Όλα μ’ αρέσανε. Δεν έχω να ξεχωρίσω κάτι.
Βαριέμαι τόσο πολύ με όλα αυτά. Μα δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Είμαι αλλού. (γέλια)
Απλά είναι κομμάτι της ποπ κουλτούρας πια. Έχουν ξαναζωντανέψει και με το ίντερνετ.
Το ξέρω, το ξέρω. Κυρίως με το διαδίκτυο έχει αρχίσει όλο αυτό… Ωραία είναι όλα αυτά, ξέρετε τι γίνεται; Εγώ δεν διαφωνώ καθόλου να τα βλέπουμε αλλά είναι παλιά πια, εκ των πραγμάτων, όχι επειδή το λέω εγώ. Πάμε για άλλα. Πρέπει δηλαδή αυτά να τα βλέπουμε, να τα αναπολούμε, αλλά να μη μένουμε προσκολλημένοι εκεί. Είναι λάθος αυτό. Πώς μένουν κάτι τύποι με τη γιαγιά τους μέχρι να γίνουν 60; Πρέπει να φύγουμε.
Επίσης, ξέρετε τι; Τη στιγμή που γινόντουσαν όλα αυτά δεν φανταζόταν κανείς ότι θα γίνει όλος αυτός ο ντόρος.
Όταν παιχτήκανε και αρέσανε στον κόσμο και επικοινωνήσαμε, καταλάβαμε ότι θα έχει ένα μέλλον, ότι θα κρατηθούν στον χρόνο, αλλά τη στιγμή που τα κάναμε δεν ξέραμε ότι θα κάτσει ο κόσμος τώρα να ασχοληθεί με όλα αυτά. Ίσως γιατί εγώ δεν είμαι έτσι, εγώ δεν είμαι ο τύπος, σαν θεατής μιλάω, που θα κάτσω και θα θαυμάζω και θα κάνω εικόνισμα κάτι. Δεν είμαι σ’ αυτή τη λογική.
Δεν είμαι ‘φαν’.
Ούτε με τον Ολυμπιακό;
Όχι, με τίποτα από όλα αυτά. Δεν θα πάω ποτέ να ζητήσω αυτόγραφο ποτέ από κάποιον, να το πω έτσι. Ούτε και δίνω. Δεν είναι η ιδιοσυγκρασία μου τέτοια.
Αν βλέπατε τον Ρόμπερτ ντε Νίρο ας πούμε;
Όχι. Θα ζητούσα για παράδειγμα να μου υπογράψει ένα βιβλίο του ο Άλμπερτ Αϊνστάιν αλλά δεν θα ζητούσα αυτόγραφο από έναν ηθοποιό. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν τον θαυμάζω, έτσι; Και τον θαυμάζω και τον παρακολουθώ και με οδηγεί κάπου το έργο του…
Αλλά θα προτιμούσατε να έχετε μια κουβέντα μαζί του παρά αυτό.
Ακριβώς, ακριβώς. Γιατί αυτός ο μεγάλος θαυμασμός μπορεί πολλές φορές απότομα να μετατραπεί σε φθόνο. Δεν με εμπνέει ιδιαίτερα, δεν μου λέει πολλά πράγματα. Είναι λίγο επιπόλαιος, αυτό θέλω να πω. Και οι άνθρωποι θαυμάζουμε πολλά πράγματα επιπόλαια, θαυμάζουμε εύκολα πράγματα που δεν έχουν κανένα νόημα, είμαστε επιρρεπείς στην ανοησία δηλαδή, και απλώς μας αιχμαλωτίζουν εκείνη τη στιγμή και λίγο καιρό μετά τα ξεχνάμε.
Όπως για παράδειγμα με τα ριάλιτι;
Όλες αυτές οι ανοησίες. Και αυτό δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο, είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Όλες οι τηλεοράσεις του κόσμου το κάνουνε.
Της Ελλάδος τα Παιδιά
Ξέρετε στης ‘Ελλάδος τα παιδιά’ ένα απ’ τα πιο ιστορικά guests ήταν αυτό του Γκουσγκούνη. Πώς πείσατε το κανάλι;
Δεν έπεισα κανέναν. Το γύρισα και το ‘στειλα. Αν αρχίσεις τις συζητήσεις για να πείσεις τον καθένα, κάηκες. Το πρώτο που θα σου πούνε είναι “όχι” (γέλια). Εγώ δεν είμαι σ’ αυτήν την κατηγορία. Και αναλαμβάνω και την ευθύνη, δηλαδή άμα θέλετε παίξτε το, αν δεν θέλετε, σταματήστε το.
Και ποιος τον βρήκε;
Είπα στην παραγωγή “πάρτε τον να ‘ρθει”, γιατί ο ρόλος ήταν γραμμένος μόνο για εκείνον. Είχε ως αναφορά εκείνες τις παλιές ταινίες σεξ που κάνανε, και υπήρχε ένα παιχνίδι αστείο και δεν θα μπορούσε να είναι κανένας άλλος πέρα από τον Γκουσγκούνη.
Βέβαια, ο άνθρωπος δεν ήταν ηθοποιός, δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό, και ήταν και λίγο ταλαιπωρία το γύρισμα γιατί δεν μπορούσε να τα πει εύκολα, το γυρίζαμε φράση φράση. Αλλά στο τέλος ήταν πολύ αστείο. Και ήταν και μια χαρά άνθρωπος και πολύ καλός στη συνεργασία.
Θέλω να πω ότι πολλές φορές μας πιάνει μία σοβαροφάνεια, ότι…
“Θα βάλεις τώρα αυτόν να παίξει”…
Ναι… Ενώ την ίδια στιγμή στο κανάλι εμφανίζονται απίστευτοι άνθρωποι. Χειρότεροι απ’ τον Γκουσγκούνη. Μιλάω για όλα τα κανάλια, γενικά.
Δεν τον πήραμε για να κάνει τον Μάκβεθ (γέλια). Τον πήραμε για να κάνει ένα συγκεκριμένο πράγμα. Και το ‘κανε μια χαρά.
Τη σκηνή στης ‘Ελλάδος τα παιδιά’, όπου σας παρουσιάζονται οι σμηνίτες για πρώτη φορά και σας λέει ο Σαββιδάκης “είμαστε συγγενείς, θείο”, τη θυμάστε;
Βεβαίως. Αυτά ήταν όλα αυτοσχεδιαστικά. Αυτά ήταν ευρήματα της στιγμής. Αυτό που μπορώ να σας πω όμως είναι το από πίσω. Είναι ότι κανείς αυτή τη σειρά δεν ήθελε να την κάνουμε, από τον Μίνωα Κυριακού μέχρι τον κλητήρα του ΑΝΤ1. Δεν τους άρεσε.
Ο μακαρίτης ο Μίνως Κυριακού που ήταν φίλος μου και συνομιλητής μου, όταν παρουσιάζαμε το πρόγραμμα του ΑΝΤ1 εκείνη τη χρονιά, μού λέει “εγώ πιστεύω είναι αυτοκτονία, κάν’ το για το γινάτι σου”. (γέλια)
Εσείς τι είχατε δει στη σειρά και επιμείνατε;
Γιατί μου άρεσε και λέω ότι άμα γίνει με τρόπο αστείο και τρελό, θα πετύχει. Και έτσι αποδείχτηκε.
Οι ηθοποιοί ήταν ένας κι ένας. Ποιος τους διάλεξε;
Εγώ.
Και τους σμηνίτες;
Τα πάντα.
Δεν ήταν λίγο μεγάλοι για σμηνίτες;
Δεν έχει σημασία. Ζήτησε κανείς ληξιαρχική πράξη; (γέλια)
Τον Σαββιδάκη ας πούμε πού τον ξέρατε;
Τον ήξερα, ήταν ενεργός ο άνθρωπος, τραγουδούσε.
Έπρεπε πρώτα πρώτα να μη μοιάζουν αυτοί οι τρεις μεταξύ τους. Κατά συνέπεια παίρνεις τρεις ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ο ένας είναι πιο κουλτουριάρης, ο άλλος έχει μια πιο αμερικάνικη φάτσα όπως ο Γιάννης, ο άλλος είναι πιο λαϊκός όπως ήταν ο καημένος ο Κώστας.
Ήταν λίγο καρτουνίστικο.
Καρτουνίστικο, όπως το λέτε και επεδίωξα να είναι έτσι και αυτό κρατάει την επιτυχία. Και αυτό είναι που το κάνει και νεανικό. Η πιο νεανική σειρά μου είναι αυτή και ας είναι παλιά. Ξέρετε τι έχει; Έχει παιδική διάθεση. Πώς είναι το γέλιο που γελάμε όταν είμαστε παιδιά; Αυτό. Αυτό το ζητάνε όλοι. Από τα παιδιά μέχρι τους μεγάλους, έτσι θέλουν να γελάνε.
Αυτό μου κάνει εντύπωση. Συνήθως με ό, τι γελούσα μικρός, σήμερα δεν γελάω. Με τις σειρές αυτές δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Είναι πρωτογενές γέλιο, είναι αυτό το γέλιο της φάρσας. Δεν είναι “ψαγμένο” που λένε, είναι παθήματα ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα μας. Και δεν ήταν και καμιά παραγωγή τεράστια αυτή τότε, μη φανταστείτε, τα έχετε δει πώς είναι. Και δεν με ενδιέφερε και να ‘ναι κιόλας. Θυμάμαι τότε ήταν ο μακαρίτης ο Δημήτρης ο Σούρτης στη διεύθυνση του προγράμματος και μου ‘λεγε, “μα, είναι δυνατόν; Έχεις βάλει τρεις σμηνίτες και από πίσω δεν υπάρχει κανείς;” Στο στρατόπεδο, στο βάθος δεν υπήρχε άλλος. Και του λέω “εσύ έχεις πάει σε στρατόπεδο; Ξέρεις πόσοι είναι από πίσω; Τουλάχιστον εκατό. Έχουμε εκατό;” “Όχι”, μου λέει. “Κανένας, λοιπόν. Εγώ να βγάλω δύο και να γυρίζουν και να υποδύονται τους σμηνίτες, δεν τα κάνω. Κανένας. Δεν θα ασχοληθεί κανείς με τι γίνεται στο βάθος, θα ασχοληθούν όλοι με το αστείο που γίνεται μπροστά”. Και έτσι έγινε.
Βουτσάς, Χατζηχρήστος και Άντονι Χόπκινς
Πρόσφατα πέθανε ο Κώστας Βουτσάς, με τον οποίο είχατε σχέσεις. Πώς ήταν ως άνθρωπος και τι πιστεύετε ότι προσέφερε, τι δεν θα είχαμε δει χωρίς εκείνον;
Ξέρετε, τι γίνεται; Σ’ αυτήν τη δουλειά τη δική μας αυτό που μετρά περισσότερο είναι ο άνθρωπος ο ίδιος. Δηλαδή όχι τόσο η επίδοση του στο πώς παίζει και αυτά που λέμε, αλλά κυρίως πώς είναι ο ίδιος ως ιδιοσυγκρασία.
Ο Βουτσάς ήταν μια περίπτωση ειδική, ένας άνθρωπος έτσι πολύ ματζόρε, πάρα πολύ εκδηλωτικός, και άνθρωπος τον οποίο τον ενδιέφερε πολύ να ζει καλά. Κι αν έχουμε κάτι στο μυαλό μας είναι η εικόνα ενός ανθρώπου πολύ λαμπερού, ο οποίος γελούσε συνέχεια κτλ. Αυτό είναι που αγαπήσαμε και αυτό είναι τελικά που μένει και σαν αίσθηση.
Και επειδή ήταν και στον χώρο της κωμωδίας -ο Κώστας ήταν ένας γνήσια λαϊκός κωμικός- μένει μία μεγάλη παρηγοριά στους ανθρώπους που τον παρακολουθούσαν. Άλλωστε αυτή είναι και μία αποστολή της τέχνης, να ταράζει αλλά και να παρηγορεί τους ανθρώπους. Αυτό είναι που μένει και αυτή ήταν η μεγάλη του προσφορά.
Θυμάστε πώς τον γνωρίσατε;
Το ‘89 στο θέατρο, παίζαμε μαζί μια επιθεώρηση. Και μετά κάναμε μαζί κάτι στην τηλεόραση, στην πρώτη χρονιά του ΑΝΤ1, τρία τέσσερα επεισόδια αυτοτελή στην ‘Ιστορία χωρίς Δάκρυα’. Αλλά τον ήξερα και κοινωνικά.
Θέλω να μείνουμε λίγο στον παλιό κινηματογράφο. Έχετε συναντήσει τον Χατζηχρήστο, έτσι;
Ναι, μια φορά.
Υπάρχει μια ιστορία που λέει ότι ο Άντονι Κουήν έβλεπε το ‘Της Κακομοίρας’ στην τηλεόραση ενός ξενοδοχείου στην Ελλάδα και ρώτησε να μάθει ποιος ήταν αυτός ο ηθοποιός που έκανε τον ‘Ζήκο’. Και όταν του είπαν, σχολίασε “έχει φοβερό ρυθμό”.
Δεν ήταν ο Άντονι Κουήν, ήταν ο Άντονι Χόπκινς αυτός. (σ.σ. Κάνω ότι ψάχνω τα χαρτιά μου, έξαλλος με αυτόν που ετοίμασε τις ερωτήσεις, δηλαδή με εμένα. Φωνάζω στο κοντρόλ, κάποιος θα χάσει τη δουλειά του σήμερα) Ο Άντονι Κουήν ήταν ένας κακός ηθοποιός πρώτα πρώτα. Ένας ψηλός Μεξικανός ήταν με ωραία φωνή, αυτό μόνο. Μέτριος ηθοποιός. Ο Χόπκινς είναι ένας τεράστιος ηθοποιός, χωρίς σύγκριση.
Γίνεται να καταλάβεις αν ο άλλος είναι καλός ηθοποιός, χωρίς να καταλαβαίνεις τι λέει; Μόνο απ’ τις κινήσεις και το σώμα του;
Η επισήμανση αυτή ήταν όσον αφορά τον ρυθμό του ηθοποιού πάνω στην οθόνη. Το timing. Πώς διαμορφώνεις ένα χρόνο στον κινηματογράφο εν προκειμένω. Σε μια γλώσσα που δεν την γνωρίζεις, αλλά παρόλα αυτά, μπορείς να διακρίνεις ότι κάτι σου ερεθίζει τη φαντασία, κι ας μη καταλαβαίνεις τι ακριβώς βλέπεις.
Αλλά ήταν κακός ηθοποιός ο Άντονι Κουήν.
Ε, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο. Μην κοιτάτε που πήρε Όσκαρ. Αγαπήθηκε εδώ λόγω του Ζορμπά κυρίως…
Επέμεινα για τον Χατζηχρήστο γιατί κάπου είδα ότι είχε πει εσάς και του Φιλιππίδη πως “εσείς σήμερα μπορείτε να παίξετε καλύτερα από μας στο θέατρο αυτά που παίζαμε στον κινηματογράφο”.
Πάντα οι νεότεροι είναι καλύτεροι από τους παλιότερους. Και αυτοί που θα έρθουν μετά από μας θα είναι καλύτεροι. Και αυτό δεν είναι κάτι που θέλει απόδειξη, το αποδεικνύει ο χρόνος. Και η γενιά η δική μας ήταν καλύτερη απ’ την παλιά, και η παλιά ήταν καλύτερη απ’ την πιο παλιά.
Γιατί;
Γιατί αλίμονο αν δεν ήτανε. Γιατί ο πλανήτης έχει ανοίξει, έχει αλλάξει ο ρυθμός του κόσμου, και κατά συνέπεια αλλάζει ο ρυθμός και μέσα μας. Οι ταχύτητες είναι μεγάλες, και το υλικό είναι πολύ, μιλάω για τον χώρο μας πάντα. Μέσα σ’ αυτό το υλικό το πολύ, λοιπόν, σίγουρα θα ξεχωρίσουν άνθρωποι που έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και ξεχωρίζουν ήδη.
Σινεμά
Θα σας πάω λίγο παλιά. Έχει γίνει καλτ μία ταινία που είχατε παίξει το ‘82, το ‘Χούλιγκανς. Κάτω τα χέρια απ’ τα νιάτα’.
Α, ναι αυτό με το ποδόσφαιρο. Ούτε τα θυμάμαι, ούτε την έχω δει αυτήν την ταινία να σου πω την αλήθεια. Κάτι αποσπάσματα. Ούτε τότε δεν την είδα.
Και κάνατε τον ΑΕΚτζή ενώ είστε γνωστός Ολυμπιακός.
Ούτε θυμάμαι τι έκανα (γέλια). Τότε ψάχναμε για να βγάλουμε κανά φράγκο.
Πολύ αργότερα βέβαια παίξατε σε μία ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, το ‘Πάνω κάτω και πλαγίως’. Πώς ήταν να συνεργάζεστε μαζί του;
Τον Μιχάλη τον ήξερα και κοινωνικά, δεν τον ήξερα μόνο απ’ αυτό. Ήταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος και παθιασμένος. Και ακόμα και όταν είχε φτάσει σε μεγάλη ηλικία συνέχιζε να έχει ένα νεανικό σφρίγος, ένα πάθος. Ήταν ένας άνθρωπος του σινεμά, σπουδαία περίπτωση. Με τις δυσκολίες του βέβαια και με τα ελαττώματά του όπως όλοι οι καλλιτέχνες. Για παράδειγμα ήταν ισχυρογνώμων πολύ, αλλά δεν το έκανε από πείσμα, το έκανε από γνήσιο ενδιαφέρον. Και αυτό πρέπει να του το πιστώσουμε.
Μεγάλη περίπτωση στο σινεμά ο Μιχάλης.
Εσείς όμως δεν το αγαπάτε πολύ.
Το αγαπάω, αλλά δεν τρελαίνομαι. Έχει έναν τρόπο δουλειάς ο οποίος δεν μου πολυπάει…
Σκέφτομαι ότι έχετε ένα μεγάλο κενό στην καριέρα σας, ότι ενώ υπάρχουν τόσοι ρόλοι στην τηλεόραση που σας χαρακτηρίζουν, δεν υπάρχει ένας μεγάλος ρόλος και στο σινεμά.
Είχα πολλές προτάσεις, αλλά βαριόμουνα. Δεν μου άρεσαν και τα σενάρια, δεν φανταζόμουνα τον εαυτό μου σ’ αυτά. Και έλεγα την αλήθεια εκεί στους ανθρώπους.
Κατ’ επιλογήν δεν είναι ο χώρος μου το σινεμά. Πιο πολύ μου πάει η τηλεόραση. Δεν μου αρέσει αυτός ο τρόπος που γίνεται το γύρισμα το αποσπασματικό, και κυρίως ο τρόπος που γίνεται το γύρισμα στην Ελλάδα, γιατί το σινεμά είναι πολύ κουραστικό εδώ, δεν έχει τις συνθήκες παραγωγής που θα έπρεπε να έχει.
Επίσης δεν πληρώνεται καλά. Και να πληρώνεται καλά, σού βγάζει την ψυχή μέχρι να πάρεις τα λεφτά.
Είναι και η θεματολογία. Όταν βγαίνεις στο σινεμά, όταν βγαίνεις γενικά στη δουλειά αυτή, πρέπει να έχεις κάτι να πεις. Τώρα ας πούμε έχω ένα σενάριο στα χέρια μου, ενός συναδέλφου μου -δεν θα πω ποιου εφόσον δεν το έχει πει ακόμα ο ίδιος- το οποίο είναι μεγάλη παραγωγή και θα γυριστεί μετά από κανά χρόνο, στο οποίο θα συμμετέχω γιατί μ’ άρεσε πολύ. Αυτό όμως είναι κάτι που αξίζει τον κόπο, φαντάζομαι τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό και λέω “ναι”.
Προτιμώ να βοηθάω, να πηγαίνω πολύ ευχαρίστως και σε δουλειές που κάνουν τα νεότερα παιδιά για να παίξω χωρίς χρήματα.
Όπως σε ποια;
Το έκανα και τώρα τελευταία σε μία, δεν βγήκε, δεν βρήκε αίθουσα ο άνθρωπος. Μία ταινία που κάναμε με τον Χάρη τον Φραγκούλη, ένα ωραίο σενάριο.
Για το ‘Πέτα τη φριτέζα’, δεν θεωρείτε ότι έχει παραγίνει όλο αυτό με τη μαγειρική στην τηλεόραση; Δηλαδή πόση μαγειρική ακόμα; Τελειώνει το ένα ριάλιτι και αρχίζει το επόμενο.
Μα δεν ασχολούνται με τη μαγειρική. Ασχολούνται με άλλα πράγματα. Αν ήταν μόνο η μαγειρική θα ‘χε ένα ενδιαφέρον που θα ‘χε εξαντληθεί. Ασχολούνται με το γύρω γύρω. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς εδώ. Τα πρόσωπα ασχολούνται με αυτό, ως επάγγελμα, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Εμένα με ενδιαφέρει να γελάνε οι θεατές, δεν με ενδιαφέρει τι μαγειρεύω και τι κάνω. Με ενδιαφέρει να έχει αστείες καταστάσεις. Γιατί ίσως να έχετε προσέξει κάποιες φορές λένε “κάνουμε κωμωδία, αλλά δεν γελάμε πολύ”. Τι θα πει αυτό; Όταν κάνουμε κωμωδία γελάμε. Το αν θα έχει νούμερα αν θα “ακουμπήσει” πολύ ή λίγο, αυτό είναι άλλη ιστορία. Αυτά τα βαθμολογεί ο χρόνος.
Θέατρο
Είχατε παίξει με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και στην ‘Εβίτα’ το ‘81-82 και αργότερα στην ‘Εύθυμη Χήρα’. Ήθελα να ρωτήσω αν ήταν καλή ηθοποιός τελικά.
Πολύ.
Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει η άποψη ότι μπορεί και να μην ήταν;
Γιατί δεν το ‘δειχνε. Δηλαδή ενώ ήταν επί της ουσίας καλή, όταν έπαιζε έκανε σαχλαμάρες.
Στο σινεμά;
Και στο θέατρο.
Ας πούμε στο σινεμά υπάρχει κάποιος ρόλος όπου εκεί να έδειξε ότι ήταν καλή ηθοποιός;
Στο ‘Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο’. Δεν παίζανε έτσι οι γυναίκες μέχρι τότε. Άμα δείτε τις πιο παλιές ταινίες θα καταλάβετε τη διαφορά. Ήταν ένα κορίτσι που το έβλεπες και έλεγες “ναι, είναι δίπλα μου”. Πρέπει να τα κρίνουμε στον καιρό τους τα πράγματα. Εκ των υστέρων μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε.
Μετά εγκλωβίστηκε μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, το έκανε σαν αποσκευή και το πήγαινε. Δεν ανανεώθηκε καλλιτεχνικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τα παίζει όλα ίδια. Και κυρίως να κολακεύει το κοινό. Δεν ήθελε να το ταλαιπωρεί το κοινό η Αλίκη, ήθελε να παίζει τα ίδια, να την ακολουθούν, να τη θαυμάζουνε.
Τα ‘ξερε και η ίδια και τα ‘λεγε. Το παραδεχότανε. Αυτό την ταλαιπωρούσε σε όλη της τη ζωή. Και κάθε φορά που έκανε απόπειρα να αλλάξει, το κοινό δεν ακολουθούσε.
Η Αλίκη είχε πολύ ενδιαφέρον στο παρασκήνιο, όχι σε αυτό που βλέπουμε. Το μεγάλο ενδιαφέρον της ήταν η παρέα της. Δεν είναι το θέμα τι έκανε στη σκηνή, αυτό το βλέπουν όλοι.
Θυμάστε αυτό το περιστατικό που ανέβηκε να δώσει ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τη γιούχαρε το κοινό;
Το κοινό θέλει αυτά που βλέπει. Και βλέπετε τι βλέπει. Μην αρχίσω να λέω τι έχει προτιμήσει κατά καιρούς. Είναι απογοητευτικό.
Αυτοί τώρα που πήγανε εκεί ήταν εγκάθετοι. Πήγαν για να κράξουν τη Βουγιουκλάκη. Ήταν κάτι τύποι που δεν κάνανε ποτέ τίποτα στη ζωή τους, κάτι σκηνοθέτες που δεν γυρίσανε ούτε καρέ, κάτι τύποι οι οποίοι ήτανε μέτριοι.
Η ίδια μέσα στο σινάφι σας έχαιρε σεβασμού;
Πολύ. Πρώτα πρώτα ήταν ένας πάρα πολύ καλός συνάδελφος, πάρα πολύ καλή εργοδότρια. Οι παραγωγές της ήταν άρτιες. Είχε κιόλας βοηθήσει και πάρα πολύ κόσμο. Και πολλοί υπήρξαν και αχάριστοι απέναντί της. Ήταν μια πολύ καλή, λαμπερή και χορτασμένη περίπτωση.
Δεν φοβόταν δηλαδή, δεν είχε αντιπάλους. Τον εαυτό της είχε μόνο αντίπαλο.
Η συνεργασία με τον Δεληβοριά για τη μουσική στον ‘Ράφτη κυριών’ πώς προέκυψε;
Του είπα πριν τρία χρόνια και κάναμε μια συνεργασία πάνω στους ’Γαμπρούς της Ευτυχίας’ του Τσιφόρου και το Βασιλειάδη και θεώρησα ότι μπορούσε να επέμβει και τώρα μουσικά και τραγουδιστικά πάνω στο έργο. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά έργα τα οποία σηκώνουν τέτοια παρέμβαση, το ‘χω κάνει κατά καιρούς και με άλλους μουσικούς, και με τον Παπαδημητρίου και με τον Μαραβέγια… Εξαρτάται πώς γίνεται κι αυτό.
Και το καλό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι ο μουσικός ο οποίος εμπλέκεται πρέπει να υπηρετεί αυτό το κείμενο, την παράσταση και όχι τη δισκογραφία του ας πούμε, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο ωραίο το έργο τους γιατί το κάνουν απενεχοποιημένα και δεν έχουν να δώσουν και λογαριασμό και στο κοινό τους.
Η συνεργασία με τον Φοίβο ήταν άψογη. Και πολύ πιθανό να κάνουμε μία συνεργασία και τον μεθεπόμενο χρόνο σε κάτι πιο μεγάλο. Θεατρικό.
Είχατε πει ότι στο Γυμνάσιο σας πήγαν οι γονείς σας στο θέατρο να δείτε ένα έργο του Μπόγρη και μαγευτήκατε μόλις έπεσε η αυλαία. Ότι εκείνη ήταν η στιγμή που αρχίσατε να σκέφτεστε να γίνετε ηθοποιός.
Σβήσαν τα φώτα, ανοίγει η αυλαία, μιλάνε, παίζεται το έργο, τελειώνει, χαιρετάνε οι ηθοποιοί, κλείνει η αυλαία. Και λέω εγώ τότε με το παιδικό μυαλό μου “τώρα από πίσω τι γίνεται;”. Αυτό που έζησα μπροστά μου επί δυο ώρες ήταν ένας κόσμος διαφορετικός, άσχετος, στον χώρο της εξαίρεσης από την πραγματικότητα που ζούμε εμείς. Κλείνει η αυλαία και λες “τελείωσε αυτό ή έχει κάτι άλλο;”. Δηλαδή πώς δημιουργήθηκε αυτό το πράγμα; Αυτό ήταν το ερέθισμα. Πώς αποφασίζω να δημιουργήσω έναν κόσμο σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, 9 με 11 το βράδυ, και λέω στον θεατή φέρε και είκοσι ευρώ μαζί για να το δεις. Αυτό είναι η δουλειά μας.
Γι’ αυτό η δουλειά μας πρέπει να πληρώνεται, όχι να γίνεται ερασιτεχνικά. Είναι λάθος αυτό, ότι “παιδιά ελάτε και δεν πειράζει και δώστε μας κάτι και…”. Όχι, γιατί υποτίθεται ότι λέω μια ιστορία σε έναν θεατή, αυτός μπαίνει σε μια σύμβαση, έρχεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, πληρώνει και το βλέπει. Και κάνει ότι δεν ξέρει ότι εγώ έχω αφήσει το αυτοκίνητό μου κι έχω πάει στο καμαρίνι κι έχω αλλάξει. Το κάνει ο θεατής αυτό, αφήνει τη φαντασία να τρέξει. Και ενώ το κάνει ο θεατής, πολλές φορές δεν το κάνουμε εμείς.
Τι εννοείτε;
Δεν το κάνουμε και λέμε “ναι, είμαστε όλοι το ίδιο”. Όχι, δεν είσαι το ίδιο με τον θεατή, είσαι πιο πάνω με τον θεατή αλλιώς δεν θα σε δει. Όχι πιο πάνω με την αλαζονική έννοια. Με την τάση ότι την ώρα της παράστασης είσαι πιο πάνω, έρχεται για να σε θαυμάσει και να πάρει κάτι από σένα. Δεν έρχεται για να του δείξεις ότι είσαι ίδιος με αυτόν. Έρχεται να του δείξεις πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την πραγματικότητα. Αλλιώς δεν θα ‘ρθει στο θέατρο ο θεατής, θα δει τη ζωή δίπλα του. Θέλει να δει όμως κάτι που να του θυμίζει την πραγματικότητα, αλλά να έχει και την πινελιά της ποίησης επάνω του.
Αυτή είναι και μια παρανόηση για το λαϊκό θέατρο, ότι είμαστε όλοι μαζί. Λαϊκός καλλιτέχνης ήταν ο Τσάπλιν, πιο σνομπ δεν υπήρχε. Ε, βέβαια. Υπήρχε πιο επηρμένος και αλαζονικός άνδρας απ’ τον Τσάπλιν; Όμως ήταν τεράστιος καλλιτέχνης.
Ο Τσιτσάνης ας πούμε, δεν τον πλησίαζες. Πιο σνομπ, πέθαινες. Ναι, αλλά ήταν λαϊκός καλλιτέχνης. Τον ακούς και λες “είναι δίπλα μου. Κάτι μου λέει”. Δεν σημαίνει όμως επειδή είναι λαϊκός πρέπει να έρθει στο σπίτι σου να σου πλύνει τα πιάτα. Όχι, πρέπει να πει την αλήθεια του. Εξυπακούεται, βέβαια, ότι έχει ταλέντο. Γιατί άμα δεν έχει, άστο (γέλια).
UPDATE
(Λίγες ημέρες πριν βγει η συνέντευξη μιλήσαμε ξανά, τηλεφωνικά αυτήν τη φορά, για την καραντίνα, την καθημερινότητα και τις νέες -περιορισμένου τύπου- συνήθειές της, αλλά και για τις μέχρι τότε επιλογές της κυβέρνησης)
Πώς περνάτε τώρα τον χρόνο σας;
Όπως όλος ο κόσμος. Λίγο διάβασμα, λίγη συγκέντρωση, αρκετά περισσότερος ύπνος, τηλεόραση… Αλλά ο περισσότερος χρόνος είναι στο διάβασμα.
Και εγώ ζορίζομαι. Και εγώ θα ‘θελα να είμαι έξω, αλλά απ’ την άλλη να είσαι έξω και να πας πού; Με το που βγαίνεις έξω, θες να ξαναμπείς μέσα. Αν δεν γίνει κοινό κτήμα η επικοινωνία, η διασκέδαση, η αγορά, δεν έχει νόημα να βγεις μόνος σου. Όλα τα άλλα είναι για να κάνουμε τον έξυπνο.
Πότε καταλάβατε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά;
Ξέρετε, αυτό το καταλαβαίνεις απ’ τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όταν βγήκαν στην τηλεόραση ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας κλπ, κατάλαβα απ’ το ύφος ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Απ’ την πρώτη ανακοίνωση του πρωθυπουργού, αναλύοντας λίγο το ύφος του καταλάβαινες ότι τα πράγματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα.
Οι χειρισμοί της κυβέρνησης;
Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, κι εφόσον λοιπόν κυλούν μέχρι την ώρα που μιλάμε σε έναν δρόμο σχετικά καλό, νομίζω ότι οι αποφάσεις της κυβέρνησης ήταν πολύ σωστές και κυρίως στον χρόνο που έπρεπε.
Τι συμβουλεύσατε τους δικούς σας ανθρώπους;
Υπομονή. Υπομονή και χρειάζεται να παραμείνουμε λιγότερο ομιλητικοί από όσο ήμασταν τόσο καιρό. Και να μετράμε και τι λέμε γιατί υπάρχει μια τάση να λέει ο καθένας ό, τι του κατέβει. Τζάμπα είναι τα λόγια, αλλά όταν έρθουν τα δύσκολα θέλουμε κάποιον να μας κρατάει τα λουριά. Πρέπει να καταλάβουμε ότι μαζί με τη λέξη ελευθερία υπάρχει και η λέξη ευθύνη, αλλιώς δεν έχει νόημα το πρώτο.