ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιάννης Παλαβός γράφει σοβαρά εξαιτίας του ονόματός του

Η βία στην επαρχία, ο Bruce Springsteen και τι σήμαινε για εκείνον το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.
Ήμασταν στην ίδια σχολή, δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, δεν με θυμόταν καν. Eγώ τον θυμόμουν μόνο γιατί κυκλοφορούσε με ένα μπλουζάκι Smiths, το οποίο είχα ζηλέψει τρομερά. Πολλά χρόνια αργότερα, θα ζήλευα και τις συλλογές διηγημάτων του, πρώτα το ‘Αστείο’ και μετά το ‘Παιδί’, τη συλλογή που βγήκε πέρσι. Ειδικά αυτήν.

Ο Γιάννης Παλαβός είναι ένα από τους σημαντικότερους νέους διηγηματογράφους. Το βιβλίο του ‘το Αστείο’ βραβεύτηκε το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και απ’ τον ‘Αναγνώστη’, δηλαδή το παλιό ιστορικό περιοδικό ‘Διαβάζω’. Το 2019 κυκλοφόρησε τη συλλογή ‘το Παιδί’, το οποίο διέφερε αρκετά από την πρώτη και απέσπασε εξαιρετικές κριτικές.

Ξεκίνησα την κουβέντα μας λέγοντας του ποιο βιβλίο του θεωρώ καλύτερο. Αυτό θα πει θράσος.

Νομίζω ότι το ‘Παιδί’ είναι πολύ καλύτερο από το ‘Αστείο’.

Χαίρομαι πολύ που το λες. Και εγώ από το πράσινο και το μπλε βιβλίο, προτιμώ το μπλε.

Έτσι τα λες; “Πράσινο” και “μπλε”;

Σαν κόκκους (γέλια).

Πώς είναι να παίρνεις στα 33 σου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος; Ένα βραβείο που το έχουν πάρει στο παρελθόν ο Καραγάτσης, ο Χειμωνάς…

Ήταν κάτι που ήρθε σχεδόν απ’ το πουθενά. Πιο πριν είχα γράψει μόνο μια συλλογή διηγημάτων που είναι πολύ κακή, είναι κακό βιβλίο, πολύ άγουρο, δεν θα έπρεπε να το έχω βγάλει, και ένα ακόμη μικρό βιβλιαράκι που είχα γράψει μαζί με έναν φίλο. Μετά βγήκε ‘Το Αστείο’, το οποίο το θεωρώ και το πρώτο μου βιβλίο στην πραγματικότητα, εκεί που κάπως βρήκα τη φωνή μου, την οποία θέλω να την εξελίξω. Δεν είναι ότι βρήκα μία φωνή και τελείωσε.

Ήταν πολύ μεγάλη χαρά εννοείται, αν και ήταν και λίγο τρομακτικό, γιατί ξαφνικά απ’ το να μη σε ξέρει κανένας, γράφει για σένα η ‘Καθημερινή’, γράφει ο ένας, γράφει ο άλλος… Ίσως να είμαι και ο νεώτερος που το έχει πάρει, νομίζω.

Έτσι κι αλλιώς το να γράψεις είναι δύσκολο, αλλά παίρνοντας πάνω σου κι αυτό το βάρος, νιώθεις σαν να είσαι μια ατμομηχανή που έχεις να τραβήξεις πολλά βαγόνια και ξαφνικά προστίθενται κι άλλα βαγόνια ακόμη πιο βαριά. Και δυσκολεύεσαι να πας μπροστά.

Δεν είναι αυτός όμως ο λόγος που μου πήρε επτά χρόνια να γράψω το επόμενο βιβλίο.


Αυτό θα σε ρωτούσα τώρα. Αναγκαστικά.

Δεν είναι γι’ αυτό. Πρώτον, δεν ήθελα να κάνω το ίδιο πράγμα και δεύτερον έγινα πιο απαιτητικός από τον εαυτό μου. Έπαιξε ρόλο και το άγχος εκ των πραγμάτων ας πούμε, μετά από αυτά τα βραβεία, αλλά αυτό ήταν το μικρότερο κομμάτι του άγχους. Το πολύ μεγαλύτερο ήταν ότι ήθελα εγώ ο ίδιος να πάω ένα βήμα παρακάτω.

Μπορείς να μου περιγράψεις τη μέρα που πήγες να πάρεις το βραβείο; 

Κοίτα, τα αποτελέσματα είχαν βγει πέντε μήνες πριν, οπότε το ξέραμε, δεν είναι σαν τα όσκαρ που πας και περιμένεις το όνομα του νικητή. Αυτό θα είχε πολύ άγχος.

Απ’ την άλλη ήταν συγκινητικό, ήρθαν οι γονείς μου απ’ το χωριό, σε ένα περιβάλλον που δεν το ξέρουν καθόλου. Ο πατέρας μου πήγε για πρώτη και τελευταία φορά στη ‘Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών’. Λόγο δεν έβγαλα πάντως (γέλια). Ένα ‘ευχαριστώ πολύ είπα’, με αγχώνουν έτσι κι αλλιώς πολύ αυτά.

Πρέπει όμως να τα βάλουμε στην πραγματική τους διάσταση, που σημαίνει ότι είναι μια επιτροπή στην οποία άρεσε αυτό που έκανες, σε μια άλλη επιτροπή όμως μπορεί να μην άρεσε, οπότε δεν είναι κάτι που αυτόματα αποδεικνύει κάτι.

Η γραφή σου είναι πολύ άμεση, δεν έχει καθόλου επίθετα, πολύ δημοσιογραφική. Πιστεύεις ότι σε έχει επηρεάσει η σχολή (σ.σ. Δημοσιογραφία και ΜΜΕ του ΑΠΘ) που τελείωσες; 

Ως ένα βαθμό έχει σχέση με αυτό που σπούδασα, γιατί αν μάς έμαθε κάτι η σχολή μας είναι να γράφουμε απλά, κατανοητά και λιτά. Αυτό που μας έλεγε η Μυστακίδου (σ.σ. καθηγήτριά μας)… Την πρόλαβες εσυ;

Ναι, ναι.

Αυτό που μας έλεγε στο πιο πρακτικό κομμάτι ήταν να γράφουμε έτσι ώστε να είναι καταληπτό το κείμενο από όλους και να πηγαίνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται στην ουσία. Αυτό είναι κάτι που ενδεχομένως να το πήρα από εκεί αλλά πιο πολύ αυτό που μετράει είναι τα διαβάσματα, είναι οι αναφορές μου. Ο Βαλτινός, ο Χουάν Ρούλφο, συγγραφείς που μ’ αρέσουν δηλαδή και οι οποίοι έγραφαν και μ’ αυτόν τον τρόπο.

Και πάντα όταν ξεκινάς, ξεκινάς θέλοντας να μιμηθείς αυτό που σε εξάπτει, αυτό που σε συγκινεί.

Υπάρχουν άνθρωποι από άλλους χώρους που σε έχουν επηρεάσει στο γράψιμο; Από τον κινηματογράφο, τη μουσική, τις σειρές.

Σίγουρα από το σινεμά. Όσο ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, έγραφα στον ‘Εξώστη’ για σινεμά οπότε έχω δει άπειρο. Σκέψου ότι κάθε βδομάδα γράφαμε κριτική. Από το 2001-2002 και μετά συνεργάζομαι και με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πρώτα ως συντάκτης του περιοδικού του Φεστιβάλ και πλέον τα τελευταία χρόνια ως μέλος της ομάδας του προγράμματος. Οπότε το σινεμά για μένα είναι πολύ μεγάλη αναφορά. Αυτό που θα λέγαμε “ανεξάρτητο σινεμά”…

Όπως;

Ο Κασσαβέτης, ο Μπέλα Ταρ είναι πολύ αγαπημένες μου περιπτώσεις.

Και είναι και δύο μπάντες που είναι πολύ βασικές για μένα, η μία είναι οι Smiths (γέλια) όπως θα ‘χεις καταλάβει, και η άλλη οι Smashing Pumpkins.

Τι είχανε τώρα αυτές. Είχανε πολύ απλές ποπ μελωδίες, έως σαχλές θα λέγαμε, μελοδραματικές, και την ίδια στιγμή οι στίχοι τους ήταν πολύ σκληροί, σαρδόνιοι, σχεδόν βίαιοι με ένα τρόπο.

Αυτή η αντίθεση, το να είναι κάτι εύκολο και να κολλάει στο μυαλό του άλλου, ενώ ταυτόχρονα λέει κάτι σοβαρό ή σκληρό, ήταν ένα μάθημα αισθητικής αγωγής για μένα.

Έστω ότι έχεις ένα αγαπημένο διήγημα στην τελευταία σου συλλογή. Θα το άλλαζες με το να είχες γράψει τους στίχους του ‘There’s a light that never goes out’;

Το έλεγα με ένα φίλο μου αυτό, ότι θα θέλαμε αυτό που κάνουμε να είναι σαν δίσκοι. Δηλαδή αντί για 12 διηγήματα, να ήταν 12 τραγούδια σαν ένα βινύλιο, έξι τραγούδια στη μία πλευρά, έξι στην άλλη.

Μ’ αρέσει πολύ αυτή η λογική του τραγουδιού, αυτό το τρίλεπτο, το σύντομο. Πώς το έλεγε ο Springsteen κάπου:

We learned more from a three-minute record

Baby, than we ever learned in school.

Θα ‘θελα πολύ να παίζω μουσική, αλλά δεν παίζω. Και ναι, εννοείται θα το άλλαζα. Ειδικά γι’ αυτό το τραγούδι.

γιαννης παλαβος συγγραφεας

Υπάρχει κάποιος τραγουδοποιός που πιστεύεις ότι τα τραγούδια του θα μπορούσαν να σταθούν και ως διηγήματα;

Κοίτα, εμένα μ’ αρέσει πολύ ο Springsteen. Είναι κάποιοι δίσκοι του μίας συγκεκριμένης περιόδου, που είναι σπουδαίοι όπως είναι το ‘Nebraska’ ή το ‘The River’.

Στο ‘Nebraska’ είναι σαν κάθε τραγούδι να είναι ένα μικρό διήγημα.

Ακριβώς. Και ειδικά για μένα αυτός ο δίσκος είναι μεγάλη αναφορά στο ‘Παιδί’.

Σε τι του μοιάζει δηλαδή;

Του μοιάζει καταρχάς στο φόντο, όπως στα τραγούδια αυτού του δίσκου είναι όλα στην επαρχία, σε αυτό που λέμε “heartland America”, με τους χωριάτες, που είναι χαμένοι μέσα στα βουνά και τις πεδιάδες, σε μέρη που δεν βρίσκονται στην ανατολική ή δυτική ακτή, εκεί όπου ζουν οι προοδευτικοί Αμερικανοί. Έτσι και στο ‘Παιδί’ υπάρχει αυτή η επαρχία. Η χαμένη και ξεχασμένη.

Μετά είναι και η βία.

Και νομίζω ότι βγάζουν και τα δύο αυτήν την ησυχία, ότι ποτέ δεν συμβαίνει κάτι σημαντικό εκεί, κι όταν έρχεται ένα μικρό γεγονός, τα διαλύει όλα.

Ναι, και υπάρχει και το κάπως λανθάνoν θρησκευτικό στοιχείο. Για παράδειγμα στο ‘Nebraska’, είχε αυτά τα τραγούδια τα οποία είναι μέσα στη βία, και στη θλίψη, αλλά με αυτόν τον ήσυχο τρόπο που λες. Και έρχεται το τελευταίο τραγούδι που είναι το ‘Reason to Believe’, το οποίο ας πούμε τελειώνει τον δίσκο με τρυφερότητα και αγάπη για όλους αυτούς τους απόκληρους χαρακτήρες που είχαμε στα προηγούμενα τραγούδια.

Δεν είναι τυχαίο δηλαδή που έτσι τελειώνει και το ‘Παιδί’, με ένα διήγημα λίγο θρησκευτικής χροιάς;

Καθόλου. Το έβαλα αυτό το διήγημα στο τέλος ακριβώς για να μαλακώσω, να λειάνω κάπως όλη αυτήν τη σκληρότητα που είχε το βιβλίο, αλλά και ως μια έμμεση αναφορά στο ‘Nebraska’.


Η ιστορία ‘Μάτια’ είναι η αγαπημένη μου. Ήθελες να πεις κάτι συγκεκριμένο;

Χαίρομαι, γιατί δεν το λέει κανείς αυτό (γέλια).

Έλεγε ο Ρέι Μπράντμπερι που είναι πολύ σπουδαίος συγγραφέας -και παρεξηγημένος πολύ- ότι “το νοητικό στοιχείο συνιστά πολύ μεγάλο κίνδυνο για τη δημιουργικότητα”. Αν ξεκινάς να γράψεις ένα τραγούδι ή ένα διήγημα ας πούμε, με σκοπό “να πω αυτό ή να πω εκείνο, να το εκφράσω ως ιδέα”, καλύτερα γράψε ένα δοκίμιο ή ένα άρθρο. Ξεκινάς από αλλού, πώς να στο πω, είναι σαν να βγαίνει μια μορφή απ’ την ομίχλη και να λες “ωπ, με ενδιαφέρει αυτή η μορφή, τι να είναι αυτό;”, και ξεκινάς τη διαδικασία του ‘what if’, ‘τι θα συνέβαινε αν’.

Σαν να ανακαλύπτεις κι εσύ μαζί με τον χαρακτήρα τι συμβαίνει.

Ακριβώς, γιατί αν το ξέρεις από πριν, πρώτον δεν έχει κανένα νόημα, και δεύτερον θα είναι μια σούπα, ένα πράγμα το οποίο θα είναι νοητικό. Αλλά δεν ακούμε μουσική ούτε διαβάζουμε για να αποφασίσει το μυαλό μας. Διαβάζουμε με την καρδιά, με το στομάχι, με τα σπλάχνα, να νιώθουμε ότι μας ταράζει κάπως. Αυτή είναι η δική μου αίσθηση τουλάχιστον.

Γιατί κυριαρχεί τόσο ο θάνατος σε αυτές τις ιστορίες; Μοιάζει σαν να έρχεται και όχι απλά να δίνει ένα ενδιαφέρον στην ιστορία ή μια απροσδόκητη τροπή. Μοιάζει σαν να σου εξηγεί τι διάβαζες τόση ώρα. 

Είναι όπως στη ζωή. Είναι σαν ένα κλάσμα που στον αριθμητή έχει τη ζωή και στον παρονομαστή έχει τον θάνατο. Και την αξία του κλάσματος την έχει πάντα ο παρονομαστής -από όσο θυμάμαι από το σχολείο- δηλαδή ο θάνατος εδώ.

Οπότε και στα κείμενα δεν μπορεί να μην υπάρχει αυτό το στοιχείο, ακόμα και για να το ειρωνευτείς όπως γίνεται και στο πρώτο βιβλίο. Το ‘Αστείο’ και πάλι κάνει διάλογο με την απώλεια, τη φθορά και τον θάνατο, αλλά εκεί γίνεται με έναν πιο παιγνιώδη τρόπο. Εδώ μάλλον επειδή μεγαλώνω ή γίνομαι πιο απαισιόδοξος μεγαλώνοντας, δεν ξέρω, η σχέση με τον θάνατο είναι κάπως πιο γυμνή.

Η ιστορία ‘Μάτια’ είναι αληθινή;

Όχι, θα σου πω πώς γράφτηκε αυτή η ιστορία. Μια φίλη μού είχε πει “πρέπει να διαβάσεις Φλάνερυ ο’Κόνορ”. Την ήξερα ως όνομα, είχα διαβάσει και δύο διηγήματα αλλά δεν την είχα διαβάσει σοβαρά. Και μου δίνει το ‘Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος’ και παθαίνω την πλάκα μου. Και απ’ τον ενθουσιασμό μου που διάβασα κάτι τόσο σπουδαίο και υπό την επήρεια του κλίματος της ο’Κόνορ, προσπάθησα να γράψω κάτι που να είναι στο δικό της μήκος κύματος. Και γράφτηκε αυτή η ιστορία, στο κλίμα του ‘Παιδιού’ όμως, στο Βελβεντό.

Και μάλιστα το γεφυράκι που περνάνε αυτοί (σ.σ δεν κάνουμε σπόιλερ), είναι το γεφυράκι πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται το άλλο διήγημα, το ‘Ελάφι’.

Οι ιστορίες διαδραματίζονται όλες στο Βελβεντό. Ποια πιστεύεις είναι τα χαρακτηριστικά της επαρχίας που μεγάλωσες;

Δεν μπορώ να βγω πολύ έξω απ’ αυτό να το δω κι εγώ σαν αναγνώστης, γιατί για μένα η επαρχία είναι η ζωή μου. Εκεί μεγάλωσα, εκεί είναι οι γονείς μου, στην Κοζάνη δίπλα είναι η αδερφή μου, τα ανίψια μου… Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου για να μπορέσω να αποστασιοποιηθώ απ’ αυτό και να σου πω “η επαρχία είναι έτσι”.

Μ’ αρέσει πάντως ο τρόπος που παρουσιάζεις την επαρχία. Οι περισσότεροι που έχουν μεγαλώσει σε πόλη, όταν θέλουν να μιλήσουν για την επαρχία, στέκονται πάντα στο κουτσομπολιό, στο ότι είναι μια μικρή κοινωνία γεμάτη ίντριγκες. Εσύ τη δείχνεις αλλιώς. Δεν την ηρωωποιείς σίγουρα, απλά δείχνεις πόσο πεζή είναι η άποψη που έχουν τα παιδιά της πόλης γι’ αυτήν.

Στο βιβλίο η επαρχία υπάρχει πιο πολύ ως ένα φόντο. Αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να βάλω το αίσθημα μου απέναντι στη ζωή και στον θάνατο -όσο μεγαλόσχημο και αν ακούγεται και λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά δεν μπορώ να το πω αλλιώς- να το βάλω πάνω σε ένα board επιτραπέζιου παιχνιδιού. Πώς βάζεις τα πιόνια σου πάνω σε ένα board και παίζεις; Έτσι ήθελα να απλώσω κι εγώ τα δικά μου πιόνια πάνω σε ένα αναγνωρίσιμο πλαίσιο, σε έναν καμβά. Και αυτόν τον καμβά ξέρω και αυτόν χρησιμοποίησα. Αν ήμουν από την Αθήνα ας πούμε, μπορεί να έβαζα την Αθήνα.

“Πέτρα είχαμε, πέτρα δουλεψάμε”, λέγανε σε ένα χωριό δίπλα σε μας, στον δήμο Βοΐου οι πετράδες, αυτοί που φτιάχνουν με πέτρα γεφύρια κτλ.

Όλα αυτά τα ένστικτα και αυτή η βία μπορεί να είναι πιο έντονα στην επαρχία, αλλά μπορεί και όχι. Δεν τοποθέτησα τα γεγονότα εκεί γιατί στην επαρχία σφάζουν ζώα ή μιλάνε άσχημα πχ. Πιστεύω ότι έτσι είναι οπουδήποτε, απλώς εκεί ίσως είναι λίγο πιο εμφανές.

Τα χαρακτηριστικά του Βελβεντού ποια είναι;

Κοίταξε, το Βελβεντό είναι κεφαλοχώρι και είναι γενικά εύπορο μέρος, γι’ αυτό και η Κρίση το χτύπησε πολύ λιγότερο. Ο πρωτογενής τομέας είναι πάρα πολύ δυνατός, υπάρχουν πολύ καλής ποιότητας ροδάκινα για παράδειγμα. Και εκεί υπάρχει κι ένας συνεταιρισμός που έχει οργανώσει πάρα πολύ καλά, σχεδόν σοσιαλιστικά τους αγρότες. Αυτό έχει επιτρέψει να υπάρχει ένα επίπεδο εκεί -είχε σχολείο το χωριό απ’ τον 18ο αιώνα πχ. Είναι λίγο καλύτερα από ό, τι στη μέση ελληνική επαρχία, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Οπότε και βιβλιοθήκες είχαμε, και κινηματογραφική λέσχη…

Παρ’ όλα αυτά είναι ένα μικρό μέρος με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.

Σου έχουν ζητήσει να μεταφράσουν τα βιβλία σου;

Το ‘Αστείο’ πέρσι κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία και πριν από τρεις μήνες κυκλοφόρησε στη Γαλλία. Και πάει και πολύ συμπαθητικά κιόλας.

Από εκεί και πέρα διηγήματα και από τα δύο βιβλία έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες από ό, τι ξέρω, και κυκλοφορούν σε περιοδικά, ανθολογίες κλπ.

Σε ποια έκδοση έχουν φτάσει στην Ελλάδα;

Το ‘Αστείο’ είναι στην 7η χιλιάδα και το ‘Παιδί’ στην 4η χιλιάδα.

Ήδη στην 4η; Και σκέψου ότι το ‘Αστείο’ είχε βγει τόσα χρόνια πριν απ’ αυτό.

Ναι μωρέ γιατί αυτό το βιβλίο είχε τη φόρα του προηγούμενου. Αυτό όμως μου μεγάλωνε και το άγχος γιατί μπορεί να το έπαιρνε κάποιος που του άρεσε το ‘Αστείο’ και να απογοητευόταν γιατί είναι σχετικά διαφορετικά βιβλία.

Στο πρώτο βιβλίο είχες έντονα το μεταφυσικό στοιχείο. Στο δεύτερο βιβλίο το συναντάμε μόνο λίγο στο τέλος. Γιατί;

Αφενός δεν ήθελα να κάνω άλλο ένα ίδιο βιβλίο, δεν ήθελα να γράψω ένα ‘Αστείο no 2: Η επιστροφή’ ξέρω γω ή ‘η Εκδίκηση’ (γέλια), ήθελα να κάνω κάτι άλλο. Οπότε αναρωτήθηκα πώς μπορώ να μην επαναλάβω αυτό που έκανα. Ήδη όμως τα τελευταία δύο διηγήματα που έγραψα για το ‘Αστείο’ είναι αυτά που δεν έχουν μεταφυσικό στοιχείο.

Κι αφετέρου όπως έλεγε και ένας φίλος μου, πολύ καλός συγγραφέας, ο Πάνος Τσίρος, στο πρώτο του βιβλίο που έχει το μεταφυσικό στοιχείο, το ‘Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα’, είναι σαν οι ήρωές μου να είναι φυλακισμένοι και εγώ να παίρνω μια κιμωλία, να ζωγραφίζω στον τοίχο του κελιού μια πόρτα και ξαφνικά η πόρτα να ανοίγει και να βγαίνουν.

Έχει μια ευκολία δηλαδή αυτό το μεταφυσικό. Είναι πιο δύσκολο αυτό που έχεις κάνει στο δεύτερο βιβλίο, να φτιάξεις μια κατάσταση και να δραπετεύσει ο άλλος μέσα απ’ αυτήν με λογικό τρόπο και όχι να αναληφθεί “ξαφνικά” στους ουρανούς.

Και πιστεύω είναι και πιο κοντά στη ζωή. Στη ζωή δεν υπάρχει αυτή η μεταφυσική έξοδος. Δεν υπάρχει διέξοδος, πρέπει να ζήσεις με αυτό και δεν θα γίνει κανένα μαγικό όπως στα βιβλία. Θα πρέπει να κοιτάξεις την πραγματικότητα κατάματα.

Ίσως και να έχει να κάνει με την ηλικία, ίσως τα βλέπω έτσι τώρα που μεγαλώνω.

Μιας και είπαμε για μουσική προηγουμένως, ποιον δίσκο θα έλεγες να ακούσουμε οπωσδήποτε. 

Phil Ochs, αγαπώ πολύ το ‘Pleasures of the Harbor’, είναι από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους, τον ανακάλυψα μεταφράζοντας έναν συγγραφέα, τον Μπρις Ντι Τζέι Πανκέικ. Έχει μια λύπη που ποτίζει τα πάντα, παράλληλα με αυτό το χαρακτηριστικό του χιούμορ. Τον προτείνω σε όποιον έχει αυτιά να ακούσει που λένε.

Θα σε ρωτήσω κάτι τελευταίο και δεν θέλω να παρεξηγηθείς. Είχες σκεφτεί να χρησιμοποιήσεις άλλο επίθετο; Κάποιο ψευδώνυμο; 

(σ.σ. γελάει) Όχι ρε συ. Εγώ μέχρι να φύγω πρώτη φορά απ’ το Βελβεντό, να πάω κατασκήνωση ας πούμε, δεν πίστευα ότι το επίθετό μου είναι παράξενο, γιατί στο χωριό είμαστε τρεις οικογένειες Παλαβών, είναι συνηθισμένο όνομα. Πίστευα ότι είμαι ένας άνθρωπος με κανονικό επίθετο. Μετά άρχισα να το καταλαβαίνω, και έχω συνηθίσει πια να γελάνε μ’ αυτό και κάπως να βρίσκομαι σε θέση άμυνας. Δεν πειράζει όμως γιατί αν προσπάθησα να γράψω “σοβαρά”, μπορεί να το χρωστάω σε ένα βαθμό και σ’ αυτό το επίθετο, το οποίο με έφερνε πάντα σε μία θέση να αποδείξω ότι δεν είμαι τρελός.(γέλια)

Κάποιος γενάρχης της οικογένειας πριν από 4-5 γενιές θα ήταν τρελός ή οτιδήποτε και του κόλλησαν το παρατσούκλι. Δεν θα το άλλαζα το όνομα. Είναι κομμάτι της προσωπικότητάς μου πια.

Exit mobile version