Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Γιάννος Περλέγκας είναι ηθοποιός από κούνια

Ο πατέρας του ήταν ο ηθοποιός Τίμος Περλέγκας. Η μητέρα του, η επίσης ηθοποιός και αργότερα κριτικός Αριστούλα Ελληνούδη. Για τον ίδιο, η ενασχόληση με την υποκριτική ήταν μονόδρομος. 
Τα 21 από τα 41 χρόνια της ζωής του, ο Γιάννος Περλέγκας τα έχει περάσει στο θεατρικό σανίδι, πάνω και κάτω από αυτό. Έχει συμμετάσχει σε 60 περίπου παραστάσεις -κάποιες από τις οποίες έχει σκηνοθετήσει- σε μεγάλες και μικρότερες σκηνές της Αθήνας και στην Επίδαυρο, έχει τιμηθεί το 2007 με το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση Το Γάλα σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και έχει συναντηθεί με ανθρώπους με τους οποίους στην πορεία ανέπτυξε σχέσεις ζωής. 

Η διαδρομή του είναι γεμάτη και ο ίδιος αισθάνεται χορτασμένος. «Ασχολούμαι πολύ με τη δουλειά μου σε βαθμό που πολλές φορές δεν είναι φυσιολογικός. Το παρακάνω. Δεν αφήνω νεκρούς χρόνους εύκολα για ξεκούραση και αποσυμφόρηση. Μεγαλώνω όμως και η επιθυμία να ρίξω τους τόνους γίνεται όλο και πιο έντονη», αναφέρει σε κάποιο σημείο της συζήτησή μας.

Ίσως για αυτό, η ιδέα του να μετακομίσει από την Κυψέλη, όπου μένει σήμερα με την γυναίκα του και την 9χρονη κόρη τους, στο πατρικό του στον Διόνυσο τριβελίζει το μυαλό του όλο και πιο έντονα τον τελευταίο καιρό. 

Τα υπόλοιπα 20 χρόνια, τα πρώτα της ζωής του, είναι επίσης εμποτισμένα με την υποκριτική τέχνη. Οι γονείς του Γιάννου Περλέγκα, ο πατέρας του Τίμος και η μητέρα του, Αριστούλα Ελληνούδη ήταν ηθοποιοί του θεάτρου, της τηλεόρασης του κινηματογράφου (έφυγαν από τη ζωή το 1993 και το 2017, αντιστοίχως).

«Θα ήταν ψέμα να πω κάτι διαφορετικό», παραδέχεται. «Το να γίνω ηθοποιός ήταν κάτι που υπήρχε πάντα μέσα μου». Δεν είναι όμως το μοναδικό πράγμα που κάνει με αγάπη και φροντίδα. 

Η μουσική είναι επίσης ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του, από τις κλασικές μελωδίες του πιάνου, μέχρι το ρεμπέτικο τραγούδι. Με το τελευταίο βρίσκει χρόνο να ασχοληθεί ακόμα και στην πιο θεατρόπληκτη περίοδο που μπορεί να περάσει.

Ο λόγος δεν είναι μόνο ότι του αρέσει να τραγουδά και να παίζει ρεμπέτικα, αλλά κυρίως ότι το κάνει με την μπάντα που έφτιαξε με τους συμμαθητές του από το Λύκειο και δε διαλύθηκε ποτέ.

Η αφορμή για να μιλήσουμε για όλα αυτά και για πολλά ακόμα με τον Γιάννο Περλέγκα δόθηκε μέσα από τη φετινή θεατρική του συμμετοχή στο Πάρτυ Γενεθλίων του Χάρολντ Πίντερ, που ανεβαίνει αυτή την περίοδο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του Βρετανού συγγραφέα, βαθιά υπαρξιακό και ανοιχτό σε κοινωνικοπολιτικές αναγνώσεις, που κινείται ανάμεσα στις πολλαπλές εκφάνσεις του πραγματικού και του μη πραγματικού. 


Νίκος Ρέσκος

Συναντηθήκαμε ένα ζεστό, ηλιόλουστο μεσημέρι του Νοεμβρίου που θύμιζε άνοιξη στο κέντρο του Παγκρατίου. Έφτασε με καθυστέρηση λόγω της κίνησης – η ιστορία της ζωής μας στην Αθήνα. Τα παγάκια από το φρέντο εσπρέσο που του παράγγειλα είχαν αρχίσει να λιώνουν. 

Το Πάρτυ Γενεθλίων και το καλύτερο αύριο


Στο αριστουργηματικό έργο του Πίντερ που σκηνοθετεί ο Γιώργος Παλούμπης, ένας άντρας, ο Στάνλεϊ -που μπορεί να έχει, αλλά μπορεί και να μην έχει γενέθλια- έχει βρει καταφύγιο σε μία παραθαλάσσια πανσιόν για τους δικούς του άγνωστους λόγους, που ο συγγραφέας δεν αναφέρει, μέχρι που δύο άντρες-εισβολείς διαταράσσουν τη φαινομενική του ηρεμία.

Ο Γιάννος Περλέγκας υποδύεται τον έναν από τους δύο εισβολείς, που καταφθάνουν στην πανσιόν για να υπενθυμίσουν στον ήρωα τις υποχρεώσεις του και να τον επαναφέρουν στην τάξη.

«Παίζω τον Εβραίο Γκόλντμπεργκ, ένα φλύαρο, φαφλατά τύπο που δεν παρουσιάζεται ως φασίστας, αλλά ως ένας comme il faut, θρησκευόμενος, τυπολάτρης καταστολέας. Το ενδιαφέρον με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, που ουσιαστικά είναι ο φορέας του κακού, είναι ότι και ο ίδιος καταρρέει στο τέλος μην έχοντας απάντηση για το τι είναι τελικά ο κόσμος μας», αναφέρει. 

Πώς είναι να ερμηνεύει κάποιον που δουλειά του είναι η καταστολή; «Δυσάρεστο», απαντά. «Η καταστολή είναι μία έννοια που πάντα με τρόμαζε. Τελευταία, υπάρχει έντονα γύρω μας. Ζω στο κέντρο και έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Επειδή είμαι σε μία περίοδο, όπως όλοι μας λόγω της πανδημίας, που πάσχω λίγο παραπάνω από το να κλειστώ στην ατομικότητά μου, αυτή η βία και η κρατική καταστολή είναι σαν έχουν επέμβει πάνω μου».

Αυτή την τάση για εσωτερίκευση τη βίωσε ακόμα πιο έντονα μέσα στα lockdowns. «Ευτυχώς δε σταμάτησα να δουλεύω καθ’ όλη τη διάρκεια της καραντίνας. Έκανα πρόβες για την streaming παρουσίαση της παράστασης που σκηνοθέτησα στο Εθνικό Θέατρο, Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια και παράλληλα, δουλεύαμε το έργο Οι ναυαγοί σε σκηνοθεσία της Ηρώς Μπέζου, που ανεβάζουμε φέτος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και στο οποίο συμμετέχω ως ηθοποιός».

Η τέχνη του ήταν εκείνη που, όπως μου λέει, τον κράτησε νηφάλιο. «Διαφορετικά θα είχα αρρωστήσει εντελώς ψυχολογικά. Ανακατεύτηκα σε μορφές συλλογικότητας και δεν έχασα το μυαλό μου, τον εαυτό μου», εξηγεί.

Αυτή είναι η μία από τις δύο φορές, που κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας ο Γιάννος Περλέγκας θα υπογραμμίσει τη μεγάλη σημασία που έχει για τον ίδιο η συνάντηση, η επικοινωνία και η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους, η εξωτερίκευση και η κοινωνικοποίηση για να μην βυθίζεται στα σκοτάδια του. 

Μιλώντας για όλες αυτές τις δυστοπικές ημέρες που ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε, με επιστρέφει στο Πάρτυ Γενεθλίων για να μου σχολιάσει το αύριο που οραματίζεται ο κεντρικός ήρωας του έργου και κατά κάποιον τρόπο θυμίζει το παρόν μας. «Είναι φοβερό ότι ο Στάνλεϊ οραματίζεται ένα αύριο στο οποίο θα είναι κλεισμένος σε μία πανσιόν και δε θα βλέπει άνθρωπο, δε θα βγαίνει από το δωμάτιό του.

Όλος του ο κόσμος θα είναι αυτό το δωμάτιο, με την πόρτα να φαντάζει σαν απειλή. Θα την ανοίξει κάποιος απ’ έξω; Και αν την ανοίξει, ποιος θα είναι αυτός που θα μπει μέσα; Και αυτό δεν είναι κάτι που το βιώνει μόνο εκείνος. Είναι σαν όλα τα πρόσωπα του έργου να θέλουν να κλειστούν σε αυτό το δωμάτιο για να βρουν την ελευθερία τους. Γιατί έτσι και βγουν έξω, δε θα υπάρχει ελευθερία.


Υπέρμαχος της ελευθερίας, ο Πίντερ οραματίζεται το καλύτερο αύριο όχι ως μία Εδέμ, αλλά ως μία μορφή αντίστασης σε οτιδήποτε μας ωθεί να γονατίσουμε και να παραιτηθούμε από τον εαυτό μας, τους γύρω μας, την ίδια τη ζωή. Ένα αύριο δηλαδή που μας καλεί να μην περιχαρακωνόμαστε, όπως κάνουμε ολοένα και περισσότερο πλέον».

Τον ρωτώ αν σε αυτό, το καλύτερο αύριο, υπάρχουν οι οθόνες στη ζωή μας. «Δεν ξέρω αν υπάρχουν, σίγουρα όμως δεν θα πρέπει να έχουμε σχέση εμμονής μαζί τους. Αυτή η επικοινωνία και η κοινωνικοποίηση μέσα από τα social media είναι μία πλάνη. Με τρομάζει που η εκτόνωσή μας αρχίζει και τελειώνει εδώ», μου λέει δείχνοντας την οθόνη του κινητού του.

«Όταν μας πιάνει η κοινωνική μας ευαισθησία, γράφουμε την αποψάρα μας στο Facebook και νομίζουμε ότι εκτονώνουμε ό,τι νιώθουμε. Αυτό για μένα είναι άρρωστο». Το έχει κάνει όμως και ο ίδιος, όπως παραδέχεται, ούτε μία, ούτε δύο φορές. «Είναι τρομακτικό ότι χρειαζόμαστε αυτή τη διαμεσολάβηση και δεν μπορούμε να πάρουμε το ρίσκο της κοινωνίας». 

Ο ίδιος έχει «δυστυχώς» και Facebook και Instagram. «Τον λογαριασμό μου στο Instagram τον άνοιξα το 2016. Μέχρι τότε, δεν είχα και να σου πω την αλήθεια, δεν θα άνοιγα και ποτέ αν δεν μου το πρότειναν από το Εθνικό Θέατρο, όπου εκείνη την περίοδο σκηνοθετούσα το Ο Αδαής και ο Παράφρων στην Πειραματική Σκηνή, για να ανεβάσω καμία φωτογραφία από την παράσταση. Είτε το πιστεύεις, είτε όχι, από το 2016 έκανα ξανά ανάρτηση τον περασμένο Ιούλιο». 

Και όταν η κόρη του, ζητήσει κινητό, Facebook, Instagram; «Κάτσε, έχω καιρό ακόμα για αυτές τις ερωτήσεις», απαντά με ένα πλατύ χαμόγελο, μάλλον γιατί μπήκε στην κουβέντα η 9χρονη Μαρίνα. «Όταν θα έρθει εκείνη η στιγμή, θα δούμε. Όλα επιτρέπονται, αρκεί να υπάρχει μέτρο».

Μπορεί να είναι εργασιομανής, μπορεί να λατρεύει το θέατρο όσο τίποτα άλλο, αν και δεν το απολαμβάνει πάντα το ίδιο («Η δουλειά θα έπρεπε να είναι απόλαυση, κάτι που φαντάζει πολυτέλεια στις μέρες μας.

Δεδομένου ότι βιοπορίζομαι ως ηθοποιός, δεν έχω την πολυτέλεια να δουλεύω όποτε θέλω και σε όποια δουλειά θέλω»), η αγάπη για το παιδί του όμως είναι μία άλλη ιστορία. Ένα συναίσθημα, ένα δέσιμο πρωτόγνωρο. «Θυμάμαι όταν γεννιόταν, ήμουν βαθιά συγκινημένος, σχεδόν συντετριμμένος. Εκείνη τη στιγμή, ένιωθα ότι κάτι εκπληρωνόταν μέσα μου».

Σήμερα, ο Γιάννος Περλέγκας είναι σύζυγος και πατέρας, ηθοποιός και σκηνοθέτης με μία μακρά διαδρομή στο θέατρο και συμμετοχές στον κινηματογράφο, προσφάτως και στην τηλεόραση (πέρυσι, συμμετείχε στη σειρά Σιωπηλός Δρόμος στο Mega Channel και φέτος στη σειρά Καρτ Ποστάλ της ΕΡΤ). Πώς ξεκίνησαν όμως όλα;

Το μιούζικαλ, τα ρεμπέτικα και το μικρό καδράκι των γονιών του


Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Του ζητώ να με ταξιδέψει πίσω στα παιδικά του χρόνια και να μου περιγράψει πώς βρήκε τον επαγγελματικό του δρόμο. «Το ότι θα γινόμουν ηθοποιός υπήρχε στα αλήθεια από πάντα σαν σκέψη. Ήταν αναπόφευκτη απόρροια των οικογενειακών μου επιρροών. Συγκεκριμένα, ήθελα να γίνω ηθοποιός του μιούζικαλ. Ο πατέρας μου είχε παίξει σε αρκετά μιούζικαλ και μυήθηκα στο συγκεκριμένο είδος από παιδί, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο.

Έβλεπα φανατικά ταινίες, χόρευα, τραγουδούσα, σε βαθμό που ειλικρινά μιλώντας πρέπει να έχω δει το Singing in the Rain 400 φορές στη ζωή μου και άλλες τόσες το All that jazz, κατ’ εμέ ένα από τα σημαντικότερα φιλμ». Κάπως έτσι εξηγείται η επιλογή του να σκηνοθετήσει το 2019 το Ωραία μου κυρία για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής. 

Η υποκριτική τέχνη και η μουσική συνδιαλέγονταν στα παιδικά του χρόνια, μέχρι που κέρδισε η μία από τις δύο, τουλάχιστον επαγγελματικά. Σε ερασιτεχνικό επίπεδο, ασχολείται ακόμα με τη δεύτερη. Μου εξηγεί ότι η αρχική προοπτική ήταν να γίνει πιανίστας. «Αυτή ήταν η επιθυμία της μητέρας μου, γιατί έβλεπε ότι ήμουν καλός και ήθελε να συνεχίσω. Με τα χρόνια όμως και κυρίως μετά τον θάνατο του πατέρα μου, θέλησα να απαλλαχθώ από τη μοναξιά του πιάνου, να μην παίζω μόνος μου, αλλά μαζί με άλλους, να ανήκω σε μία ομάδα.

Έτσι, ξεκίνησα να παίζω ρεμπέτικα, τη μουσική που εκείνος λάτρευε, με φίλους από το σχολείο. Αυτό στοίχισε πολύ στη μητέρα μου. Και ενώ κόντευα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στο πιάνο, τα παράτησα και της είπα αρχικά ότι θα πάω στο Παρίσι να γίνω σκηνοθέτης. Τελικά, της ξεφούρνισα κάποια στιγμή ότι θα δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έγινα δεκτός και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα και τράβηξα τον δρόμο μου στο θέατρο».

Φοβήθηκε άραγε τουλάχιστον στην αρχή τη σύνδεση με τους γονείς του, μιας και οι δύο ήταν άνθρωποι του χώρου; «Θέλοντας και μη, η σκέψη ότι ο κόσμος ή οι συνάδελφοι θα με ταύτιζαν με τον πατέρα ή την μητέρα μου περνούσε από το μυαλό μου.

Από εκεί και πέρα, πιστεύω ότι πλέον κατά ένα τρόπο έχω τη δική μου σύνδεση με την ηθοποιία και το θέατρο -την ταυτότητά μου ελπίζω να την ανανεώνω συνέχεια, δεν θέλω να είναι μία, συγκεκριμένη- και έχω καταφέρει να χτίσω μία αυτόνομη σχέση μαζί τους. Το ζητούμενο άλλωστε δεν είναι να ξεκινάς, αλλά αν αντέχεις να παραμείνεις και εγώ έχω τον δικό μου λόγο να παραμένω στη δουλειά».

Έχει ακολουθήσει τον δικό του δρόμο και χαίρεται γι’ αυτό. Πιο πολύ ίσως όμως χαίρεται, που έχουν περάσει τα χρόνια και δεν αποποιείται και τη σύνδεση των γονιών του με τη συγκεκριμένη δουλειά. «Η αλήθεια είναι ότι την έχω κριτικάρει πάρα πολύ.

Ξέρεις ήταν πολύ έντονο για μένα που ερχόμουν από μία τέτοια οικογένεια, ιδίως τα πρώτα χρόνια και κυρίως λόγω της μητέρας μου, επειδή από ηθοποιός έγινε κριτικός. Ε, το τελευταίο πράγμα που θέλεις είναι να σε κριτικάρει η μητέρα σου όχι μόνο μες στο σπίτι, αλλά και στη δουλειά σου». 

Τους γονείς του, τούς έχασε και τους δύο, με διαφορά 24 ετών. Η απώλεια του πατέρα του, Τίμου Περλέγκα ήρθε νωρίς, λίγο πριν την εφηβεία του, σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη του παππού του, του πατέρα της μητέρας του. «Ξαφνικά έφυγαν αυτοί οι δύο άντρες, που ήταν τόσο σημαντική στη ζωή μου και έμεινα με τη μητέρα μου, μόνοι μας.

Εκείνη στ’ αλήθεια δε συνήλθε ποτέ από όλο αυτό, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω πριν την ώρα μου και οι συγκρούσεις μας να είναι συχνές και έντονες. Υπήρχε μία αγριότητα και ταυτόχρονα μία απέραντη θλίψη». 


Πού βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από τη «λυπημένη του εφηβεία», όπως την χαρακτηρίζει; «Παλεύοντας με το πένθος μέσα από ομαδικά, όχι ατομικά πράγματα». Αυτή είναι η δεύτερη φορά, όπως προανέφερα στην αρχή, που μου τονίζει ότι η ένταξή του σε μία ομάδα τον έσωσε.

«Πρώτα βρήκα διέξοδο στο να παίζω ρεμπέτικα με τους φίλους μου και όχι να κάθομαι στη μοναχικότητα του πιάνου και έπειτα, μέσα από την οργάνωσή μου στην Κομμουνιστική Νεολαία της Ελλάδας». Μία ακόμα απόρροια των γονιών του, συγκεκριμένα της μητέρας του, Αριστούλας Ελληνούδη, που ήταν κόρη αγωνιστών του ΚΚΕ, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και υπήρξε μέλος του ΚΚΕ.

Μου εξηγεί ότι αν και δε γνωρίζει πώς μεταφράζεται αυτό σε ψήφο, γιατί κάθε φορά μπερδεύεται όταν βρίσκεται στην κάλπη, ωστόσο δεν μπορεί να διανοηθεί τον εαυτό του τοποθετημένο κάπου αλλού πολιτικά εκτός της Κομμουνιστικής Αριστεράς.

«Ελπίζω σε μία Αριστερά που θα ξανακερδίσει τον διαφωτιστικό της ρόλο, αυτόν που είχε παλαιότερα σε εποχές που η γενιά μας δεν τις έχει ζήσει και ο οποίος πρέπει να ανακτηθεί με καινούργιους όρους βάσει του δυστοπικού τοπίου που έχει διαμορφωθεί γύρω μας». 

Και ενώ μου μιλάει για όλα αυτά, αναρωτιέμαι αν ξεπερνιέται τελικά ποτέ η απώλεια των γονιών. «Ελπίζω ότι με τα χρόνια, οι γονείς που φεύγουν γίνονται ένα πολύ όμορφο, περιποιημένο μικρό καδράκι. Το θέμα είναι αυτό το κάδρο της απώλειας να μην είναι τεράστιο και να στέκει επιβλητικό πάνω από το κεφάλι σου, ως κάτι αξεπέραστο. Κατά ένα τρόπο, πρέπει να τους ξεπερνάμε. Δε γίνεται αλλιώς να προχωρήσουμε μπροστά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τους ξεχνάμε».

Και όταν έγινε ο ίδιος γονιός; «Με το που έγινα πατέρας κατάλαβα τη γλύκα και την αγάπη που ένιωθαν οι γονείς μου για μένα. Ένιωσα την ευλογία που αισθάνονταν, μιας και ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να με αποκτήσουν.

Δεν τους κατάλαβα όμως πραγματικά τότε, γιατί συνέχιζα να συγκρούομαι με τη μητέρα μου λες και ήμουν έφηβος. Άρχισα να μπαίνω στη θέση τους, όταν εκείνη έφυγε. Να αναγνωρίζω τα λάθη τους, να πω τελικά ότι αυτό μπορούσαν, αυτό έκαναν ως γονείς και τους αγαπώ για όλα», λέει και πίνει την τελευταία γουλιά εσπρέσο.

Μετά από μία παύση αρκετών δευτερολέπτων, μου μιλά ξανά για τα ρεμπέτικα. «Με τους συμμαθητές μου, τον Στράτο και τον Μπάμπη, που παίζαμε έφηβοι ρεμπέτικα ως οι Ραστ Χιτζάζ, συνεχίζουμε μέχρι σήμερα. Φέτος, κλείνουμε 25 χρόνια μίας φανταστικής διαδρομής, που δεν θα σταματήσει ποτέ».

 

Info

Πάρτυ Γενεθλίων

Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης Πειραιώς 206,Ταύρος, Τηλ.: 2103418550

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

  • Τετάρτη & Κυριακή 7μμ
  • Πέμπτη & Παρασκευή 9μμ
  • Σάββατο 8μμ

ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

  • Α’ ζώνη: 25€ / Μειωμένο: 20€
  • Β’ ζώνη: 20€ / Μειωμένο: 15€

ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: VIVA.GR – TICKETSERVICES.GR – ARTINFO.GR

*** Η φωτογράφιση πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Exit mobile version