Ο Γιώργος Κατσής δεν θα κάνει ούτε βήμα πίσω
Μια γενναία κατάθεση σκέψεων και αντιρρήσεων με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης 'Λεόντιος και Λένα'.
- 14 ΦΕΒ 2019
Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, μουσικός. Είναι 26 ετών. Φοράει τζην, πουκάμισο, πουλόβερ και μπουφάν, αλλά είναι πολύ δύσκολο να μην αντιληφθείς ότι κάτω από τα ρούχα του κρύβεται ένα γυμνό καλώδιο. Ο Γιώργος Κατσής είναι ένα ηλεκτροφόρο σύρμα. Δονείται, πάλλεται και σπινθηρίζει. Μεταφέρει φορτίο σε ό,τι κι αν αγγίξει, αλλά πολύ γρήγορα καταλαβαίνεις ότι τον ίδιο τον αγγίζουν περισσότερο τα μεγάλα ζητήματα. Είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να μιλήσει για το θέατρο, την τέχνη, την ύπαρξη, τον έρωτα και τη ματαίωση.
Ακόμα και τώρα, το μεσημέρι της πιο βροχερής Τετάρτης του Φλεβάρη. Έχει μόλις σχολάσει από την παιδική παράσταση στην οποία συμμετέχει και σε λίγο θα ξεκινήσει μια από τις τελευταίες πρόβες για το ‘Λεόντιος και Λένα’. Δείχνει κάπως κουρασμένος, αλλά αυτό δεν πρόκειται να τον εμποδίσει να μιλήσει ασταμάτητα και σε καταιγιστικό ρυθμό για τα επόμενα 50 λεπτά. Χαμηλώνει μόνος του τη μουσική στο καφέ ‘Φάμπρικα’ που μας φιλοξενεί για τη συνέντευξη και ξεκινάει.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
Από τις 07:30 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ ασχολούμαι με το θέατρο. Όλη η μέρα μου περιπλέκεται γύρω απ’ αυτό: παιδική παράσταση, πρόβα, βραδινή παράσταση. Στο ενδιάμεσο στριμώχνονται ραντεβού, συνεντεύξεις, συναντήσεις με τη μοδίστρα για τα κοστούμια. Το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που κάνω καθημερινά είναι να βγάλω βόλτα τον σκύλο μου – όλα τα υπόλοιπα είναι θέατρο.
Η φετινή χρονιά ήταν μια προσωπική επιλογή αντίστασης στο να πάω στον πρώτο πλειοδότη. Ήθελα να δώσω μια ευκαιρία στον εαυτό μου, να περιμένω τη πρόταση που θα με ενδιαφέρει πραγματικά.
Αποφάσισα να επιλέξω τις δουλειές μου χωρίς άλλο κριτήριο, μόνο το αν αυτό που θα μου φέρουν μπροστά μου με αφορά, αν σημαίνει κάτι για μένα. Και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έγινε. Συμμετείχα στο ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’ της Έλενας Μαυρίδου και στο ‘Πιο δυνατός από τον Superman’, δύο τρομερές εμπειρίες για μένα. Και τώρα ήρθε η ώρα για το ‘Λεόντιος και Λένα’, μια παράσταση που τη σχεδιάζω ούτως ή άλλως εδώ και καιρό.
Η δική μου θέση είναι ότι ο καλλιτέχνης δεν οφείλει να ασχοληθεί με το πώς θα εκλάβει το κοινό το δημιούργημά του. Η δική του υποχρέωση είναι να δημιουργήσει κάτι προσωπικό, να αφοσιωθεί και να δουλέψει σκληρά για να εκφράσει αυτό που τον απασχολεί. Προφανώς και η δουλειά του απευθύνεται στο κοινό, αλλά είναι δεδομένο ότι κάποιους θα τους αγγίξει περισσότερο, κάποιους λιγότερο και κάποιους καθόλου. Αυτό, όμως, δεν είναι παράγοντας που επηρεάζει τη διαδικασία της δημιουργίας.
Μια συνταγή επιτυχίας είναι να δίνεις στο κοινό αυτό που ζητάει. Είναι μια χυδαία πράξη, όμως. Όποιος το κάνει, όχι απλώς δεν σέβεται το κοινό του, αλλά το υποτιμά κατάφωρα.
Το θέατρο δεν είναι απαραίτητα ένας ευχάριστος χώρος. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πας σε μια παράσταση και θα δεις κάτι που θα σε κάνει να γελάσεις ή να κλάψεις ή να περάσεις καλά. Το συναισθηματικό φάσμα του ανθρώπινου ψυχισμού δεν χωράει ολόκληρο σε μερικές λέξεις. Δεν περιγράφονται όλα ως ‘έκλαψα’, ‘μου άρεσε’, ‘δεν μου άρεσε’. Υπάρχουν χορδές που δονούνται κι ενεργοποιούν πολλές περιοχές ταυτόχρονα. Μια παράσταση είναι σίγουρα καλύτερη αν μιλάει για εκατό πράγματα και όχι για ένα ή δύο. Δεν γίνεται να τα ‘μεταφράζουμε’ όλα, να τα δίνουμε στον θεατή με τρόπο περιγραφικό και εύληπτο.
Σε κάποιον βαθμό το θέατρο το κάνεις για τον εαυτό σου, αλλά δεν μπορεί να το κάνεις χωρίς να απευθύνεσαι σε κάποιους.
Το κοινό είναι η επιτομή του θέατρου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα γίνεις υπόλογός του. Δεν προσπαθείς να κατέβεις εσύ στην πλατεία, αλλά να αυξήσεις τον κύκλο τον μυημένων
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, ο κύκλος των μυημένων θα διευρύνεται στο θέατρο Σφενδόνη. Εκεί ο Γιώργος ανεβάζει σε δική του σκηνοθεσία το έργο ‘Λεόντιος και Λένα’, την παρεξηγημένη ερωτική κωμωδία του Γκέοργκ Μπύχνερ. Πριν μιλήσει για τον συγγραφέα που αγαπά και μελετάει με πάθος και για το έργο που προετοιμάζει εδώ και αρκετό καιρό, μας υπενθυμίζει ότι σε απόσταση λίγων μέτρων από εκεί που βρισκόμαστε -στο Σύγχρονο Θέατρο- ξεδιπλώνεται μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεατρικές προτάσεις της σεζόν.
Η ‘Συντεχνία του Γέλιου’ κάνει παραστάσεις με μεγάλο σεβασμό προς τα παιδιά, ακριβώς επειδή δεν απευθύνεται σ’ αυτά ως παιδιά. Δεν το κάνει, δηλαδή, επεξηγηματικά ή υποτιμητικά. Η σκηνοθεσία της παράστασης, η υποκριτική της και γενικώς όλα, διαμορφώνονται σαν να απευθύνονται σε ένα κοινό του οποίου κανείς δεν υποτιμά τις αντιληπτικές δυνατότητες.
Το ίδιο συμβαίνει και στο ‘Πιο δυνατός και από τον Σούπερμαν’, αλλά με μια αναπηροκεντρική οπτική. Η παράσταση πραγματεύεται το θέμα της αναπηρίας και της αντιμετώπισής της, που ειδικά στην Ελλάδα είναι φοβερά προβληματική.
Στην Ελλάδα τους ανθρώπους με αναπηρία ή με προβλήματα υγείας τους κρύβουμε στο σπίτι μας, τους αντιμετωπίζουμε σαν στίγμα. Πολεοδομικά τους έχουμε αποκλείσει εντελώς. Μπαρ; Θέατρο; Σχολείο; Πουθενά δεν υπάρχει προσβασιμότητα. Οι υπάρχουσες δομές προβλέπουν γι’ αυτούς τους ανθρώπους μόνο ‘παραρτήματα’. Ιδρύματα, δηλαδή και ειδικά σχολεία. Σαν να λέμε, οι ανάπηροι με τους ανάπηρους. Οι προβληματικοί με τους προβληματικούς και όλοι οι υγιείς κάπου αλλού.
Ο τρόπος που παρουσιάζεται και αποδομείται αυτή η αντίληψη είναι κάτι πάρα πολύ συγκινητικό και αποτελεί μια έντονη εμπειρία για όλους μας. Είναι ένα έργο για παιδιά και μια παράσταση καθολικά προσβάσιμη για όλους τους ανάπηρους. Το πετύχαμε με πάρα πολλή δουλειά και πάρα πολύ κόπο αυτό, σε συμπαραγωγή με την Κίνηση Αναπήρων.
Κακά τα ψέματα, το παιδικό θέατρο είναι για τα περισσότερα θέατρα μια οικονομική καβάντζα – ένας τρόπος να εκμεταλλευτούν τα σχολεία και να φέρουν σίγουρα εισιτήρια. Με αυτήν την έννοια, δεν με αφορά καθόλου. Δεν θέλω να κάνω κάτι που απευθύνεται στα παιδιά αναμασώντας τα στερεότυπα του πρίγκιπα, της πριγκίπισσας, του κακού λύκου κλπ. Με ενδιαφέρουν μόνο απόπειρες σαν αυτές τις ‘Συντεχνίας του Γέλιου’ με την οποία συνεργάζομαι τα τελευταία τρία χρόνια και γενικώς οι απόπειρες που δεν υποτιμούν τον θεατή.
Όταν η κουβέντα φτάνει στον Μπύχνερ, το γυμνό καλώδιο τεντώνεται. Ο Γιώργος Κατσής ανακάθεται στη θέση του, ισιώνει τη σπονδυλική του στήλη και προσπαθεί να εκτονώσει το ρεύμα που τον διαπερνά μιλώντας με ακόμα μεγαλύτερο πάθος και με ακόμα μεγαλύτερο λόγο. Είναι ένα παιδί που αγαπάει τις μεγάλες έννοιες και δεν φοβάται τις μεγάλες λέξεις. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του Γερμανού συγγραφέα, μοιάζει με κοφτερό, ανοιγμένο ξυράφι που διατρέχει τον κόσμο κόβοντας τα επιδερμικά και τα ασήμαντα για να φτάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στο μεδούλι.
Ο Μπύχνερ είναι σαν τον Μότσαρτ και τον Ρεμπό. Ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν θα μπορούσαν να γεράσουν. Ήρθε στον κόσμο με πυρετό και ήταν αδύνατο να αντέξει για πολύ με όλη αυτή τη θερμοκρασία μέσα του. Έζησε έντονα, ήρθε σε σύγκρουση με σχεδόν τα πάντα γύρω του και πέθανε στα 23.
Το ‘Λεόντιος και Λένα’ είναι το δεύτερο έργο του, αυτό που έγραψε ανάμεσα στον ‘Θάνατο του Δαντόν’ και τον ‘Βόιτσεκ’. Η καθεστηκυία αντίληψη αναφέρει ότι πρόκειται για ένα ρομαντικό παραμύθι, αλλά δυσκολεύομαι να δεχτώ ότι μια τόσο βαθιά πολιτική ύπαρξη, μια ψυχή που έβραζε από την αρχή μέχρι το τέλος έκανε απλώς ένα διάλειμμα για να γράψει ένα ρομάντζο. Ήθελα, λοιπόν, να εξερευνήσω το έργο διεξοδικά, να δω πού υπάρχει ο Βόιτσεκ και ο Δαντόν μέσα στον Λεόντιο, πού κρύβονται αυτά τα στοιχεία. Κι όσο ερευνούσαμε με την ομάδα, όσο κάναμε πρόβες, αυτά τα στοιχεία αποκαλύφθηκαν.
Θεωρώ ότι ο ‘Λεόντιος’ είναι ένα έργο εξίσου σκοτεινό με τον ‘Βόιτσεκ’ και εξίσου πολιτικό με τον ‘Θάνατο του Δαντόν’. Απλά, στο πέρασμα των χρόνων, κάποιες παρεξηγήσεις των θεωρητικών του θεάτρου καθιερώνονται και όλοι οι υπόλοιποι αναμασούν αυτές τις ‘κλειδωμένες’ θεωρητικές αναλύσεις.
Υπάρχει, όμως, μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και στο πώς θα ανέβει ένα έργο, ή στο πώς θα ζωγραφιστεί τελικά ο πίνακας, ή στο πώς θα παίξει ο μουσικός το όργανό του. Κανείς δεν φέρνει πάνω στη σκηνή μια θεωρητική ανάλυση. Ο θίασος συναντά ένα έργο και από αυτή τη συνάντηση γεννιέται κάτι τρίτο, που είναι εντελώς άσχετο και με τους δύο: η παράσταση.
Κάθε παράσταση πρέπει να αποκαλύπτει κάτι που δεν φανταζόσουν ότι υπήρχε
Αναλισκόμαστε πολύ στο αν αν οι παραστάσεις που βλέπουμε έχουν σχέση με το έργο που διαβάσαμε. Στην τελική, όμως, δεν θα ‘πρεπε να έχουν. Δεν θα ‘πρεπε να έχουν με κανέναν τρόπο. Οι παραστάσεις φτιάχνονται από ζωντανούς ανθρώπους, οι οποίοι κουβαλάνε τις δικές τους αναμνήσεις, τους δικούς τους δαίμονες, τη δική τους ιστορία. Αυτό μας γοητεύει στο θέατρο: το πώς μέσα από τα λόγια του συγγραφέα βλέπουμε τις ιστορίες των ανθρώπων που βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Όλα τα θεατρικά έργα εκεί αποκαλύπτουν την αξία τους – στη σκηνή, όχι στην ανάγνωση.
Ο Λεόντιος και η Λένα δεν είναι μια ερωτική ιστορία, αλλά η διάψευσή της. Ο Μπύχνερ χρησιμοποιεί τον έρωτα δύο ανθρώπων για να αποδομήσει ανελέητα τον έρωτα όπως παρουσιαζόταν στην εποχή του από τους δραματουργούς και τους λογοτέχνες.
Είναι, ίσως, περισσότερο μια ιστορία για τη μοίρα. Ο Μπύχνερ μας αφηγείται ότι όσο κι αν προσπαθήσει ο άνθρωπος, όσο κι αν μοχθήσει ή παλέψει, δεν μπορεί να προσδιορίσει 100% τη ζωή του. Γιατί η ζωή περνάει και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Όσο καλά κι αν τα έχεις υπολογίσει όλα, είναι πολύ πιθανό στο τέλος να βρεθείς στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησες. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, κάθε συγγραφέας και κάθε άνθρωπος στέκεται σαν μαθητούδι μπροστά στην ιστορία. Όλοι οι χαρακτήρες του έργου, λοιπόν, μ’ αυτήν τη σκληρή αλήθεια θα έρθουν αντιμέτωποι. Θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν από μια προδιαγεγραμμένη μοίρα, μόνο και μόνο για να έρθουν τελικά να την επιβεβαιώσουν. Δεν υπάρχει καμία λύτρωση γι’ αυτούς. Στο τέλος νιώθουν εξαπατημένοι.
Προσωπικά, δεν ξέρω αν έχω ερωτευτεί πραγματικά. Το πίστευα σε κάποιες περιόδους της ζωής μου, αλλά τελικά δεν ξέρω τι σημαίνει ‘ερωτεύομαι’. Αν ο ορισμός του έρωτα είναι ότι φτάνεις να αγαπάς κάποιον άλλον άνθρωπο περισσότερο από εσένα τον ίδιο, όχι δεν το έχω αισθανθεί αυτό.
Σε κάποιο σημείο του έργου, ο Λεόντιος θέλει να πεθάνει από έρωτα. Με την ίδια προχειρότητα, όμως, όταν ο φίλος του ο Βαλέριος τον εμποδίζει, λέει ότι του πέρασε η διάθεση. Έτσι απλά, του πέρασε η διάθεση. Αλήθεια λέει και στις δύο περιπτώσεις, γιατί είναι ένας νέος άνθρωπος, όπως και ο συγγραφέας του, ο Μπύχνερ. Απευθύνονται και οι δύο σε εξίσου νέους ανθρώπους, με πυρετό σαν τον δικό τους. Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος 60 χρόνων, πχ, μπορεί να έρθει σε ουσιαστική επαφή με αυτά τα κείμενα.
Το ίδιο ισχύει και για τον Ρωμαίο του Σέξπιρ. Στην πρώτη σκηνή του έργου, είναι έτοιμος να πεθάνει για μια άλλη γυναίκα, με την οποία έχει χωρίσει και δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς αυτή. Μετά συναντά την Ιουλιέτα και ανακαλεί, λέγοντας “Τώρα ερωτεύτηκα πραγματικά”.
Έτσι είναι, δεν μπορείς να είσαι ποτέ βέβαιος. Μπορεί να το πιστεύεις με όλο σου το είναι, μπορεί κάθε ίντσα του σώματός σου να σου λέει ότι είσαι ερωτευμένος και ξαφνικά να συναντάς κάποιον άλλο και να λες “Τώρα συμβαίνει πραγματικά, πριν δεν ήμουν ερωτευμένος”. Ειλικρινά, δεν ξέρω που φτάνει αυτός ο αυξητικός βαθμός.
Ο Γιώργος Κατσής είναι ένας καλλιτέχνης της κρίσης. Δεν του χαρίστηκε τίποτα, δεν θα του χαριστεί τίποτα και ο ίδιος δεν πρόκειται να χαριστεί σε κανέναν. Όταν μιλάει για τον εαυτό του και τη γενιά του, αυτό που εκπέμπεται από τις αφηγήσεις του μοιάζει πολύ με θυμό και απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτοπεποίθηση χτισμένη μέσα από κερδισμένες μάχες. Στα 26 του είναι ένας νεαρός βετεράνος. Έχει παίξει σε ανεξάρτητες και mainstream παραστάσεις, έχει σκηνοθετήσει κάποιες δικές του, έχει ήδη προταθεί για το βραβείο ‘Δημήτρης Χορν’. Μπορεί και να έχει ήδη δώσει περισσότερες μάχες απ’ αυτές που του αναλογούν, αλλά είναι 100% έτοιμος για τις επόμενες.
Δεν είναι ο μόνος από τη γενιά του που έχει κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση, ότι τίποτα δεν θα παραδοθεί από εδώ και πέρα και ότι όλα πρέπει να κατακτηθούν, με πολλή δουλειά και με λιγοστές οικονομικές απολαβές, αλλά είναι ένας από τους πρώτους που διατυπώνουν με τόση γενναιότητα ότι το ίδιο περίπου αναμένεται και από σένα. Θα πρέπει κι εσύ να κερδίσεις τη δική του εκτίμηση. Και είναι βέβαιο ότι θα τον βρεις μπροστά σου, θα έχεις την ευκαιρία να αναμετρηθείς μαζί του σε κάποια από τις παραστάσεις του. Γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι δεν θα σταματήσει να κάνει παραστάσεις.
Είναι πολύ πιθανό να έχω πει μεγάλες μαλακίες στο παρελθόν. Δεν έχω ξανακοιτάξει τις συνεντεύξεις που έδωσα πριν από δύο, τρία ή τέσσερα χρόνια, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα έχω πει κάποιες μεγάλες κουβέντες που μπορεί να μην τις καταλάβαινα πλήρως. Τις αισθανόμουν, όμως, πλήρως. Εκείνη τη στιγμή, τις αισθανόμουν απόλυτα.
Συνεχίζω να πιστεύω πολύ στον συγκρουσιακό άνθρωπο. Πιστεύω στο ερέθισμα και στην πρόκληση και στους διαλόγους που συνεχίζονται επί μακρόν. Οι άνθρωποι έχουν θέματα με τον χρόνο. Θεωρούν ότι αν μια συζήτηση έχει αντίλογο και τραβήξει πάνω από 10 λεπτά, είναι κάτι σαν καυγάς. Δεν ισχύει – μπορεί να συζητήσουμε πέντε ώρες, να μην καταλήξουμε σε κάτι συγκεκριμένο και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας πέντε χρόνια μετά. Οι συζητήσεις δεν είναι απαραίτητα ένα αντικείμενο το οποίο κλείνει.
Δεν έχω κανένα θέμα με τους ηθοποιούς της προηγούμενης γενιάς, αλλά με κάποιες συγκεκριμένες αντιλήψεις. Υπάρχουν βολεμένοι ηθοποιοί που χτίζουν μια ολόκληρη ιδεολογική στάση γύρω από το ξεπούλημά τους, μόνο και μόνο για να μη δαγκώσουν τα χέρια που τους ταΐζουν. Εγώ θα προτιμούσα να μιλάμε λίγο πιο ευθέως για τα πράγματα.
Ένας βολεμένος ηθοποιός, ο οποίος λειτουργεί με κύριο στόχο τα εισιτήρια, δεν δημιουργεί τίποτα. Η δουλειά του είναι η προέκταση της δουλειάς ενός υπαλλήλου.
Το θέατρο, όμως, δεν είναι σαμπουάν. Δεν μπορείς να το αντιμετωπίζεις ως προϊόν ή να το περιγράφεις με όρους της αγοράς. Το ίδιο ισχύει γενικά για τον πολιτισμό και την παιδεία
Υπάρχουν φυσικά και άνθρωποι που θαυμάζω. Είναι αυτοί που τον θαυμασμό και τον σεβασμό τον κερδίζουν καθημερινά, αυτοί που αποδεικνύουν σε κάθε ευκαιρία γιατί βρίσκονται στη θέση την οποία κατέχουν. Δεν μπορώ να εκτιμήσω κάποιον λόγω της σταδιοδρομίας του και μόνο.
Μου είναι πιο εύκολο να σκηνοθετώ τον εαυτό μου παρά τους άλλους. Ίσως επειδή ξέρω από την αρχή πού βρίσκονται κάποια όριά μου. Τι ντρέπομαι, τι είναι αυτό που δεν θέλω να δείξω, αλλά πρέπει να φέρω στη σκηνή. Όταν σκηνοθετείς άλλους, η διαδικασία είναι διαφορετική. Με κάποιον τρόπο πρέπει να τους ξεγελάσεις, να στήσεις ερήμην τους ένα σκηνικό, στο οποίο θα μπουν αβίαστα και θα συναντηθούν μ’ αυτό που κάνεις κι εσύ για τον εαυτό σου.
Αυτή είναι η δουλειά μας: πρέπει να ξεβολευτούμε και να γδυθούμε μπροστά στον άλλο, όποια κι αν είναι η αντιμετώπισή του – είτε αποφασίσει να βγάλει το κινητό του και να χαζέψει κάτι άσχετο είτε αποφασίσει να μείνει εκεί για να εκτεθούμε παρέα.
Εύχομαι με όλη μου την ψυχή να πηγαίνουν καλά οι δουλειές που κάνω, αλλά δεν φοβάμαι καθόλου το να μην πηγαίνουν. Και στο λέει αυτό ένας άνθρωπος χωρίς καμία καβάντζα.
Ειδικά φέτος που ήθελα να κάνω κάποιες προσωπικές επιλογές γιατί το είχα ανάγκη, επιβίωσα πάρα πολύ δύσκολα.
Ποτέ δεν είχα καβάντζα, έτσι κι αλλιώς. Η μάνα μου, που είναι μετανάστρια από την Αλβανία, μας μεγάλωσε εμένα και τον αδερφό μου μόνη της, πλένοντας πιάτα και σκάλες. Και ξαφνικά, στα 18 μου, άκουσε ότι θέλω να γίνω ηθοποιός.
Είχα πάντα μια έφεση προς τα καλλιτεχνικά. Κάποτε αγόρασα μια κιθάρα, άρχισα να τη γρατζουνάω μόνος μου κι αυτό γέννησε μια αγάπη γενικά για τη μουσική, να ακούω και να παίζω. Αργότερα, στην εφηβεία, άρχισα να παίζω κι άλλα όργανα, αυτοδίδακτος πάντα. Κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έβλεπα ταινίες. Μανιωδώς, όμως. Κασέτες, DVD, σινεμά, τα πάντα. Το σινεμά έχει επηρεάσει σημαντικά το πώς βλέπω τον κόσμο.
Το θέατρο προέκυψε εντελώς κατά τύχη. Τελείωσα το Λύκειο χωρίς να έχω καμία ιδέα για το τι θα κάνω στη ζωή μου. Δεν ήμουν καλός μαθητής, έδωσα πανελλαδικές αλλά δεν συμπλήρωσα καν μηχανογραφικό. Δεν ήμουν η εξαίρεση. Οι παρέες μου στο σχολείο ήταν αντίστοιχες προσωπικότητες. Παιδιά που με αφέλεια αλλά και με τρομερή οργή δεν φοβόντουσαν να πουν “Γάμησέ με τώρα, τι πανελλαδικές… πάμε να ζήσουμε κι ό,τι γίνει”.
Γεννάει κι έναν τρόμο αυτό, ειδικά όταν η πλειοψηφία σε πιέζει να ακολουθήσεις την πεπατημένη.
Η ζωή, όμως, τα ‘φερε έτσι ώστε οι φίλοι μου από το σχολείο που ήθελαν να μου δώσουν μαθήματα και αναμασούσαν αυτά που άκουγαν από τους γονείς τους περί σπουδών, υπευθυνότητας και ωρίμανσης, είτε δεν έχουν τελειώσει ακόμα τις σχολές τους, είτε δουλεύουν σε χώρους άσχετους μ’ αυτό που σπούδασαν. Κάνουν πράγματα που απεχθάνονται, καθαρά για τα λεφτά, ενώ με έναν μαγικό τρόπο εγώ, ο αντιρρησίας, ο πουθενάς, ο τίποτα, τα τελευταία πέντε χρόνια ζω αυστηρά απ’ το θέατρο, κάνοντας αυτό που αγαπώ.
Καταφέρνω ό,τι καταφέρνω με πολύ κόπο και δεν φοβάμαι να έρθει η στιγμή που δεν θα ζω από το θέατρο και θα χρειαστεί να κάνω μια άλλη δουλειά. Είναι κι αυτό κομμάτι στη συλλογή των εμπειριών
Η τηλεόραση και η διαφήμιση με τους όρους που γίνονται σήμερα δεν με ενδιαφέρουν. Μου έχουν γίνει κάποιες προτάσεις, προσοδοφόρες οικονομικά, αλλά ο κόπος που χρειάζεται να αφιερώσεις σ’ αυτές τις δουλειές είναι πολύ άνισος σε σχέση μ’ αυτά που εισπράττεις τελικά. Παίρνεις καλύτερα λεφτά απ’ αυτά που παίρνεις στο θέατρο, αλλά όχι και τόσο καλύτερα πλέον.
Αν με φωνάξει το Netflix, ναι, με ενδιαφέρει.
Υπάρχει ένα σύμπτωμα στο θέατρο: Πλέον δεν ακούς ανθρώπους να σου λένε “θέλω να δουλέψω με τον τάδε ηθοποιό”. Εγώ θα σου πω ότι θέλω πολύ να παίξω με κάποιους ανθρώπους. Με τον Ακύλλα Καραζήση, με τον Χάρη Φραγκούλη που τον εκτιμώ πολύ και ως σκηνοθέτη, με τον Γιάννο Περλέγκα. Θαυμάζω ειλικρινά τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι. Η Χαρά-Ματα Γιαννάτου, ο Πάνος Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης, η Νατάσα Εξηνταβελώνη, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος, όλοι παιδιά της δικής μου γενιάς, με πολύ ταλέντο. Από σκηνοθέτες θα ήταν μια πάρα πολύ ευτυχής συγκυρία ο Μαρμαρινός – θαυμάζω πάρα πολύ τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει τα κείμενα. Αλλά κυρίως αναζητάω ηθοποιούς. Και να βλέπω, αλλά και να εύχομαι ότι κάποια στιγμή θα συναντηθούμε στη σκηνή.
Δεν έχω ιδέα που θα βρίσκομαι σε πέντε χρόνια από σήμερα. Ίσως θα ήθελα να έχω ταξιδέψει λίγο περισσότερο. Δεν το έχω κάνει όσο θα ήθελα, λόγω εντατικής δουλειάς. Θα ήθελα να δω ένα μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου. Άλλους ανθρώπους, μουσεία, πίνακες ζωγραφικής που δεν έχω δει από κοντά. Θα ήθελα πολύ να δω το Άουσβιτς.
Θα ήθελα, επίσης, το πολύ απλό και την ίδια στιγμή χαώδες, απόπειρες σαν αυτή που κάνουμε τώρα με το ‘Λεόντιος και Λένα’ να μας αποφέρουν κάποια στιγμή και τα προς το ζην. Να έρθει μια μέρα που θα μπορέσουμε να αφοσιωθούμε σε μια δουλειά χωρίς να μας αποσπά την προσοχή τίποτε άλλο.
Info
> Λεόντιος και Λένα. Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Σφενδόνη. Η παράσταση ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κατσή, ο οποίος πρωταγωνιστεί δίπλα στους Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Γιάννη Καράμπαμπα, Πάνο Παπαδόπουλο, Γιώργο Τριανταφυλλίδη.
> Πιο δυνατός και από τον Σούπερμαν. Στο Σύγχρονο Θέατρο, κάθε Κυριακή στις 14:30. Σκηνοθεσία: Βασίλης Κουκαλάνι, Αντώνης Ρέλλας. Ηθοποιοί: Γιώργος Κατσής, Βασίλης Κουκαλάνι, Μαρία Μοσχούρη, Τάνια Παλαιολόγου, Μιχάλης Τιτόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης.
> Η συνέντευξη με τον Γιώργο πραγματοποιήθηκε στον πολυχώρο Φάμπρικα, στον Κεραμεικό. Διεύθυνση: Μεγάλου Αλεξάνδρου 125 & Ευρυμέδοντος. Τηλέφωνο: 210 3411651.
> Για τη φωτογράφηση, ευχαριστούμε θερμά το αμαξοστάσιο του ΟΣΥ στου Ρέντη που μας φιλοξένησε στους χώρους του.