Ο Γιώργος Παπαδάκης δεν κάνει για τηλεόραση
Μια κουβέντα με τον ‘βασιλιά’ της πρωινής ζώνης, μια συζήτηση με έναν αληθινό άνθρωπο.
- 31 ΟΚΤ 2017
Θα ξεκινήσω αυτό το κείμενο με μια αποκάλυψη στην οποία σκέφτομαι καιρό να προχωρήσω. Στη συντριπτική πλειονότητα των συνεντεύξεων που κάνουμε, η Φραντζέσκα δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο συνεντευξιαζόμενος. Είτε πρόκειται για τραγουδιστή, είτε για ηθοποιό, είτε για οποιοδήποτε άλλο δημόσιο πρόσωπο, κάθε φορά ακούει με απορία το όνομα του ανθρώπου στον οποίο θα μιλήσουμε, τον γκουγκλάρει και παραδέχεται ότι δεν τον ξέρει.
Κι όμως, τον Γιώργο Παπαδάκη τον ήξερε. Και τον ήξερε εδώ και πολλά χρόνια, χάρη στη συνήθεια του πατέρα της να ξυπνάει με το ‘Καλημέρα Ελλάδα’ να παίζει στην τηλεόρασή του. Δεν χάσαμε την ευκαιρία να ενημερώσουμε τον παρουσιαστή για την κοσμοϊστορική αυτή στιγμή, με τον ίδιο να μην δείχνει να εκπλήσσεται. Όχι όμως επειδή θεωρεί τον εαυτό του διάσημο, σε καμία περίπτωση. Η φράση που χρησιμοποίησα για τον περιγράψω και φάνηκε να του αρέσει ιδιαίτερα, ήταν το ‘γνώριμο πρόσωπο’.
“Οι άνθρωποι που δουλεύουν στην τηλεόραση νομίζουν ότι είναι διάσημοι. Η Ελλάδα είναι μια γειτονιά, μια κουτσουλιά, και θεωρούν κάποιοι ότι είναι διάσημοι. Πώς γίνεται αυτό, διάσημοι ηθοποιοί, διάσημοι πολιτικοί, διάσημοι δημοσιογράφοι, μόνο ο Μήτσος στη γωνία είναι άσημος. Θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ απλό και φυσιολογικό να έχεις μια όμορφη και οικεία σχέση με τον κόσμο που εδώ και 26 χρόνια σου κάνει την τιμή να σε βάζει μέσα στο σπίτι του και μάλιστα να σου επιτρέπει να τον δεις με τα εσώρουχα, στο κρεβάτι, στο μπάνιο. Μου αρέσει κι αυτό που μου λένε κάποιες κυρίες, με γοητεύει, ότι είμαι ο πρώτος άντρας που βλέπουν μόλις ξυπνάνε”, θα πει ο ίδιος, πάντα με χαμόγελο, μιλώντας μας στο γραφείο του, εκεί όπου μέχρι να ‘εισβάλουμε’ για την συνέντευξη, προετοίμαζε με τους συνεργάτες του την εκπομπή της επόμενης ημέρας. Γύρω του, φωτογραφίες των αγαπημένων του προσώπων και χιουμοριστικά εξώφυλλα περιοδικών που έφτιαξαν για εκείνον οι συνεργάτες του.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Αυτό ακριβώς είναι ο Γιώργος Παπαδάκης. Ένας άνθρωπος που αισθάνεσαι ότι τον ξέρεις, που σε ξυπνάει εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες, αυτός που πριν από είκοσι χρόνια σε ενημέρωνε ότι δεν έχεις σχολείο επειδή χιονίζει, όπως πολύ γλαφυρά περιέγραψε. Μα κυρίως, ο Γιώργος Παπαδάκης είναι ένας άνθρωπος αληθινός, αυθεντικός, που δεν φοβάται να δείξει αυτό που αισθάνεται και να πει αυτό που σκέφτεται, τόσο μπροστά, όσο και πίσω από την κάμερα.
26 χρόνια μετά την πρώτη καλημέρα, η εκπομπή του παραμένει σταθερά πρώτη στις τηλεθεάσεις και τις προτιμήσεις του κοινού κι ο ίδιος παραμένει πιστός στις συνήθειές του, εκείνες που του έδωσαν την ‘άδεια’ να είναι ο πρώτος άνθρωπος που βλέπουμε μόλις ξυπνάμε.
Χαλαρός, γεμάτος όρεξη και χιούμορ, έκανε για περισσότερη από μία ώρα αυτό που ξέρει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε: δεν σταμάτησε να μιλάει.
Στη δημοσιογραφία λόγω ‘μιμητισμού’
Όπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς του, έτσι κι ο Γιώργος Παπαδάκης αναγκάστηκε να κάνει πολλές δουλειές από μικρός. Σε αντίθεση όμως με τους περισσότερους, ο ίδιος δεν έχει καμία διάθεση ούτε να υπερηφανευτεί γι’ αυτό, ούτε να το παίξει ήρωας.
“Δουλεύω από 12 χρονών, αλλά δεν το θεωρώ σημαντικό, ούτε ηρωικό. Στη γενιά τη δικιά μου, δεν αποτελούσα την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Τα περισσότερα παιδιά προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, κι εγώ από μια τέτοια προέρχομαι και υποχρεώθηκα να κάνω πάρα πολλές δουλειές μέχρι τα 25 μου, που μπήκα πια σ’ αυτό το χώρο κι έπαιρνα κάποια χρήματα. Το να μπεις σ’ αυτή τη δουλειά παλαιότερα, δεν ήταν τόσο εύκολο όσο είναι σήμερα, πριν την κρίση τουλάχιστον. Για να μπεις στο μισθολόγιο μιας εφημερίδας θα έπρεπε να είσαι πέντε χρόνια ως δόκιμος. Αν είχες την πολυτέλεια να διαθέτεις κάποιους πόρους απ’ το σπίτι σου, είχε καλώς, διαφορετικά έπρεπε να κάνεις οποιαδήποτε άλλη δουλειά για να τα βγάλεις πέρα. Αν κάτσω να εξιστορήσω τις εκατοντάδες διαφορετικές δουλειές που έχω κάνει απ’ τα 12 μου θα βαρεθείς να γράφεις”. Οι αλήθειες του δεν σταματάνε εδώ όμως, μόλις αρχίσαμε. Πίνει μια γουλιά καφέ, με κοιτάζει στα μάτια και μου εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο μπήκε στη δημοσιογραφία, μια ιστορία που δεν περιλαμβάνει κλισέ γεμάτα παιδικά όνειρα και άχαρα κείμενα μοιρασμένα σε συγγενείς.
“Οι άνθρωποι που ασχολούνται με την δημοσιογραφία συνήθως λένε ότι από μικροί έβγαζαν μια εφημερίδα στη γειτονιά και θέλανε να γίνουν δημοσιογράφοι. Εγώ δεν τα έκανα αυτά. Απλά είχα έναν αδερφό πέντε χρόνια μεγαλύτερο από μένα κι όταν ήταν φοιτητής στη Νομική, είχε έναν συμφοιτητή που παράλληλα δημοσιογραφούσε. Απ’ όλους τους φίλους του αδερφού μου, εγώ συμπάθησα αυτόν κι όταν μεγαλώσω ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν. Δεν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος δηλαδή, ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν. Αργότερα λοιπόν του ζήτησα να με βοηθήσει να μπω στο χώρο κι έτσι κι έγινε. Φυσικά, μου άρεσε κιόλας, είχα την τρέλα μου”.
Ευνοήθηκα κι απ’ τις συνθήκες. Ανήκω στη γενιά των πολύ τυχερών, που έπεσε πάνω στις αλλαγές. Ιδιωτική ραδιοφωνία, ιδιωτική τηλεόραση. Έχω περάσει βέβαια για χρόνια και απ’ την δημόσια ραδιοφωνία, κάνοντας ζωντανά την εκπομπή ‘Κάθε μέρα παντού’, 7 με 10 το πρωί που είναι το prime time του ραδιοφώνου. Το σήμα της εκπομπής μάλιστα έχει γίνει και τραγούδι
“Μετά είχα την ευτυχία να είμαι στο ‘Τρεις στον αέρα’, μια ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή, που τότε ήταν λιγοστές στην ελληνική τηλεόραση. Μαζί με καταξιωμένους δημοσιογράφους, την Σεμίνα Διγενή, τον Νάσο Αθανασίου και τον Γιάννη Δημαρά, οι οποίοι με βοήθησαν πάρα πολύ με την τεράστια εμπειρία την οποία είχαν. Όλα αυτά με βρήκαν την εποχή που άρχισαν να έρχονται η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση κι ήμουν κι απ’ τα πρόσωπα που με είχαν δει κι είπαν ‘αυτόν τον ξέρουμε, καλούτσικος είναι, ας τον πάρουμε’. Κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα αυτό και δόξα τω θεώ πήγε καλά”.
Καλημέρα Ελλάδα, εκτός εισαγωγικών
Λίγο η συγκυρία, λίγο το ταλέντο, ο Γιώργος Παπαδάκης βρέθηκε από νωρίς στο γυαλί, έστω και σε δεύτερο ρόλο. Με το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης, ήρθε κι η δική του ώρα να περάσει στο προσκήνιο και να ανοίγει το πρόγραμμα, όχι μόνο του ΑΝΤ1, αλλά ολόκληρης της ελληνικής τηλεόρασης. Ποιος άλλος τρελός θα έκανε εκπομπή στις 7 το πρωί εκείνα τα χρόνια;
“Είχα και τρέλα. Την εποχή που το πρόγραμμα της τηλεόρασης ξεκινούσε μετά τις 10 το πρωί, εγώ πρότεινα να ξεκινάει στις 7. Μου είπαν ότι είμαι τρελός κι ότι θα με βλέπει μόνο η μάνα μου. Και πράγματι στην αρχή μόνο η μάνα μου με έβλεπε. Προσπάθησα να πείσω τη διεύθυνση του σταθμού. Ευτυχώς, υπήρχε ένας άνθρωπος που εμένα προσωπικά μου λείπει πάρα πάρα πολύ, ο αείμνηστος Μίνως Κυριακού, ο οποίος πίστεψε σε αυτήν την τρέλα. Μια τρέλα η οποία δεν ωφέλησε μόνο εμένα, αλλά γύρω στα 300 με 400 άτομα”.
“Φτιάχτηκε η πρωινή τηλεοπτική πιάτσα, ο ένας σταθμός μετά τον άλλο, κάθε χρονιά έκανε πρωινό πρόγραμμα, μέχρι που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει σταθμός που να μην έχει πρωινή εκπομπή. Και βέβαια, τα περισσότερα παιδιά που δουλεύουν σ’ αυτές τις εκπομπές αλλά και στα δελτία ειδήσεων και σ’ άλλες εκπομπές, έκαναν τα πρώτα τους βήματα σ’ αυτήν την τρέλα, στο ‘Καλημέρα Ελλάδα’, κι είμαι πάρα πολύ χαρούμενος γι’ αυτό”.
“Είμαι τυχερός γιατί σε αυτό το σταθμό, γι’ αυτό και δεν έφυγα ποτέ από τον ANT1 παρ’ ότι δέχτηκα δελεαστικές προτάσεις, είχα την πολυτέλεια και την ευτυχία να δουλεύω χωρίς επιρροές και περιορισμούς. Κι αυτό το οφείλω και στον αείμνηστο Μίνωα Κυριακού και στον συνεχιστή του, τον Θόδωρο. Με τιμούν και τους τιμώ και γι΄αυτό σκοπεύω να ολοκληρώσω την καριέρα μου εδώ και μπορώ να προσδιορίσω και το πότε: όταν η Ελλάδα ξεχρεώσει”. Και κάτι φήμες που βγαίνουν κατά καιρούς ότι αποφάσισε να σταματήσει;
“Οι άλλοι τις βγάζουν τις φήμες. Δεν είναι κακό να προβλέψουν κάποιοι άλλοι πότε θα σταματήσω εγώ να δουλεύω; Για να το τελειώνουμε αυτό το ζήτημα, εγώ δεν πρόκειται να σταματήσω να δουλεύω ποτέ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα κάνω για πάντα την εκπομπή. Αλλά τον εαυτό μου να μην δουλεύει δεν μπορώ να τον φανταστώ. Η δουλειά του δημοσιογράφου δεν έχει τέλος, αρχή έχει”. Τι θα πρέπει να συμβεί λοιπόν για να τον οδηγήσει στην απόφαση να ρίξει αυλαία στο ‘Καλημέρα Ελλάδα’;
“Διαθέτω μεγάλα ποσοστά αυτογνωσίας. Αν αντιληφθώ ότι δεν έχω τις δυνάμεις για να συνεχίσω αυτό που κάνω ή ότι αυτό που κάνω δεν έχει ανταπόκριση, θα το σταματήσω. Την απόφαση όμως θα την πάρω εγώ, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται. Έχω μια σχέση με τον κόσμο που μου υπαγορεύει να παραμείνω, δεν μου απαγορεύει να μείνω. Στη δουλειά μας, το θέμα είναι να απαιτείς κι όχι να γίνεσαι επαίτης. Αν νιώσω ότι γίνομαι επαίτης, θα τα παρατήσω”.
Δεν με ενοχλεί που δουλεύω πολλές ώρες, δεν με ενοχλεί που κουράζομαι, μπορώ να πω ότι αισθάνομαι πως ανήκω στην κατηγορία των προνομιούχων. Στην Ελλάδα της κρίσης, με το τεράστιο ποσοστό ανεργίας, να έχεις μια πετυχημένη δουλειά, μ’ έναν μισθό ο οποίος είναι ικανοποιητικός και να λες ότι κουράζεσαι; Αν κουράζεσαι, σταμάτα
Ωραία, η κούραση δεν τον ενοχλεί. Δεν έχει αισθανθεί κάποια στιγμή ότι βαρέθηκε, ότι δεν θέλει πια να κάνει το ίδιο πράγμα, δεν έχει νιώσει την ρουτίνα; Χαμογελάει ξανά, τα μάτια του λάμπουν και το ύφος του σχεδόν προϊδεάζει την απάντηση: “Κάθε μέρα είναι εντελώς διαφορετική για εμάς. Η Δευτέρα είναι η μέρα που έρχεται μετά την Κυριακή κι η Τρίτη είναι αυτή που ακολουθεί τη Δευτέρα. Πρέπει να έχεις και μία τρέλα για να κάνεις αυτή τη δουλειά με το ίδιο πάθος, την ίδια ένταση και την ίδια αγάπη κάθε μέρα για τόσα χρόνια. Είναι και το περιεχόμενο της εκπομπής τέτοιο. Αν έκανα μια εκπομπή διαφορετική, στην οποία θα έπρεπε να ασχοληθώ με πράγματα που δεν με εκφράζουν, δεν με αντιπροσωπεύουν και τα κάνω μόνο και μόνο επειδή είναι η δουλειά μου, τότε πραγματικά θα μπορούσα να πω ‘ρουτίνα ρε γαμώτο’. Εδώ όμως είναι πράγματα που έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα και τη ζωή των ανθρώπων κι εγώ τους αγαπάω τους ανθρώπους, την αγαπάω την καθημερινότητα και αγαπάω και την ημέρα, τη διάρκεια της ημέρας”.
“Μ’ αρέσει το ξημέρωμα, το ηλιοβασίλεμα, η ανατολή, η πανσέληνος. Ξέρεις τι είναι να έρχεσαι στη δουλειά σου 4.30 το πρωί με τη μηχανή και να βλέπεις το φεγγάρι; Τραγουδάω στο δρόμο σαν τον παλαβό, έχει τύχει να με σταματήσουν άνθρωποι στο φανάρι. Αυτά μου αρέσουν εμένα, είναι η ζωή μου, με εκφράζει, με αντιπροσωπεύει, μου δίνει δύναμη”. Η τελευταία φράση είναι κι η ιδανική ‘πάσα’ για να του ζητήσω να μου περιγράψει το πρόγραμμά του. Τι ώρα κοιμάται τέλος πάντων το βράδυ για να είναι στο ‘πόδι’ τόσο νωρίς;
“Δεν κοιμάμαι νωρίς το βράδυ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τις εννιά, καταρχήν πρέπει να δω τηλεόραση, βλέπω πολύ τηλεόραση, ενημερωτικές εκπομπές. Πρέπει να δω τη γυναίκα μου, που είναι νέο κορίτσι, 14 χρόνια μικρότερη από μένα, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, πρέπει να πιω κανένα ποτήρι, να πάω θέατρο, κινηματογράφο, πρέπει να ζω. Ξυπνάω 3.30 – 4 παρά είκοσι χωρίς ξυπνητήρι, κοιμάμαι 1-2 ώρες το μεσημέρι κι όλες τις υπόλοιπες δουλεύω. Δουλεύω στο γραφείο, δουλεύω από το σπίτι, τρελαίνω τους συνεργάτες μου, με τρελαίνουν κι αυτοί”.
Είμαστε μια ομάδα 5-6 άτομα, που είμαστε ‘συγγενείς’, έχω παντρέψει 2-3. Τι να κάνουν, αν δουλεύουμε 15-17 ώρες τη μέρα ερωτεύονται μεταξύ τους. Εγώ δεν ερωτεύομαι εδώ, κι εγώ βέβαια στον ΑΝΤ1 ερωτεύτηκα τη γυναίκα μου
“Στις διακοπές αργώ να ξυπνήσω, ξυπνάω κατά τις 5.30. Το βιολογικό ρολόι δεν είναι εύκολο να το αλλάξεις, έχει συνηθίσει ο οργανισμός. Μ’ αρέσει όμως, και το Σάββατο και την Κυριακή πάω να ψωνίσω, στην λαϊκή, στον χασάπη, το απολαμβάνω ιδιαίτερα. Μ’ αρέσει να έρχομαι σ’ επαφή με τον κόσμο”. Το ‘γνώριμος’ που λέγαμε, και σε έκδοση εξωτερικού:
“Πριν από χρόνια είχα κάνει ένα ταξίδι με τη γυναίκα μου στο Λονδίνο κι είχαμε πάει να ψωνίσουμε διάφορα πράγματα. Έψαχνε λοιπόν να βρει κάποια συγκεκριμένα εσώρουχα και μου είχε δώσει το νούμερο του σουτιέν για να το εντοπίσω. Καθώς βρισκόμουν ανάμεσα σε εκατοντάδες σουτιέν, πετάγεται μια κυρία και λέει ‘γεια σας κύριε Παπαδάκη, για εσάς είναι;’ Ωραίο δεν είναι αυτό; Γελάσαμε, γνωριστήκαμε”.
Ξύλο, συγκίνηση και μπόλικο σχόλιο
Η εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη έχει απασχολήσει πολλές φορές και λόγω των έντονων στιγμών της. Με τσακωμούς, εντάσεις και όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, μέχρι και ξύλο.
Οι τσακωμοί είναι αυτοί που φαίνονται, υπάρχουν κι αυτά που δεν φαίνονται. Ξύλο έχει πέσει στην εκπομπή. Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, δύο καλεσμένοι, εν ενεργεία πολιτικοί, παίξανε ξύλο μόλις τελείωσε η εκπομπή. Δυστυχώς τους χωρίσανε
“Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει, είναι πολύ φιλικοί στις διαφημίσεις και τσακώνονται κατά τη διάρκεια της εκπομπής. Έχω αρχίσει και το βαριέμαι πια όλο αυτό, είναι αρκετά προβλέψιμοι οι καλεσμένοι. Έχουν στερεότυπες απαντήσεις και πολλές φορές δεν απαντάνε σε αυτά που τους ρωτάς, έρχονται για να πουν τα δικά τους. Δεν με εκφράζουν, δεν με αντιπροσωπεύουν και χαίρομαι πάρα πολύ που το ίδιο αισθάνεται κι ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου. Δυστυχώς όμως, αυτούς έχουμε και για να δούμε και τις ευθύνες μας, εμείς τους ψηφίσαμε”.
“Μερικές φορές, μετά από μια ένταση θα δοθούν εξηγήσεις εκτός αέρα. Αλλά κι αυτές οι εντάσεις δεν οδηγούν πουθενά, γιατί ο κόσμος τις θεωρεί στημένες. Κάποτε, πράγματι αυτές οι εντάσεις θα έφερναν τηλεθέαση. Τα τελευταία 2-3 χρόνια όμως δεν φέρνουν, είτε γιατί οι τηλεθεατές πιστεύουν ότι τις στήνει ο δημοσιογράφος, είτε γιατί θεωρούν τις εντάσεις ψεύτικες”. Η κουβέντα δεν γίνεται φυσικά να μην πάει και στην επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στην Λιάνα Κανέλλη στο πλατό της εκπομπής του. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει, η φωνή του σοβαρεύει.
“Ήταν μια πολύ άτυχη στιγμή. Το έχω πει πολλές φορές, δεν προμήνυε η ατμόσφαιρα πριν τον τσακωμό ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Ήταν η ένταση που δημιουργήθηκε και δυστυχώς δεν μπορούσα να την ελέγξω. Άκου ποιοι συμμετείχαν σ’ αυτή την εκπομπή όμως. Ο Ντίνος Σιωμόπουλος, ο οποίος ήταν εγχειρισμένος, μια συνάδελφός μας η οποία ήταν έγκυος, ο σημερινός πρόεδρος της Δημοκρατίας, η κυρία Δούρου, η κυρία Κανέλλη κι ο κύριος Κασιδιάρης. Την ώρα που σήκωσε το ποτήρι κι έριξε το νερό φοβήθηκα. Είχα στο μυαλό μου την εικόνα του Ζιρινόφσκι, όταν πέταξε το νερό και στη συνέχεια το ποτήρι. Αν εκτοξεύσεις ένα ποτήρι από τόσο κοντινή απόσταση μπορείς να τον τραυματίσεις τον άλλον σοβαρά. Φώναξα αυτό το ‘όχι, όχι, όχι’ που έγινε και viral κι από εκεί και πέρα έγινε ένας χαμός. Είναι μια απ’ τις πιο άσχημες στιγμές που έχω ζήσει στον αέρα της εκπομπής. Θέλω να την ξεχάσω”.
“Εκείνη την εποχή μας είχε γίνει σύσταση από το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο ότι θα φάει πρόστιμο ο σταθμός αν δεν καλέσουμε εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής, ήταν προεκλογική περίοδος. Μετά από αυτή την εμπειρία δεν έχω ξανακαλέσει κάποιον, δεν με σεβάστηκαν, δεν τους σέβομαι”. Εκτός από τους τσακωμούς, δεν έχουν λείψει κι οι συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές.
Μια πολύ δύσκολη στιγμή ήταν η εκπομπή με το ‘Χαμόγελο του παιδιού’, όταν είχα να διαχειριστώ την αγωνία ενός παιδιού, το οποίο με το ζόρι χαμογελούσε, στην προσπάθειά του να δημιουργηθεί ένας σύλλογος για να χαμογελάνε άλλα παιδιά. Ήξερα ότι απέναντί μου είχα ένα ετοιμοθάνατο παιδί, το οποίο πράγματι, 15 ημέρες μετά πέθανε. Ήταν μια φοβερή στιγμή
“Έχω περάσει πάρα πολλές τέτοιες στιγμές, και για την προσέγγιση της επικαιρότητας. Στο ναυάγιο του Σάμινα, θυμάμαι ότι ξημερώματα της ημέρας εκείνης μίλαγα με ανθρώπους που μόλις είχαν βγει απ’ τη θάλασσα κι είχαν σωθεί. Σε σεισμούς, με ανθρώπους που είχαν τους δικούς τους κάτω απ’ τα συντρίμμια και μου έλεγαν την αγωνία τους. Και βέβαια, πολλές, πάρα πολύ απλές ανθρώπινες στιγμές, όχι μόνο για συγκλονιστικά θέματα”.
“Θυμάμαι μια ιστορία που είχε ξεκινήσει η εκπομπή και για μένα ήταν συγκλονιστική, μ’ ένα κοριτσάκι από το Αμύνταιο, με όγκο στο κεφάλι, τυφλό. Για να μπορέσει να καλύψει τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και πόνου, μάζευε ξύστρες κι ήθελε να μπει στο βιβλίο Γκίνες. Βγάλαμε τη Δήμητρα σε ζωντανή σύνδεση, μας είπε την επθυμία της και θυμάμαι έγινε κάτι το συγκλονιστικό: ήρθαν ξύστρες απ’ όλο τον πλανήτη, με αποτέλεσμα στο χωριό της να δημιουργηθεί εκθεσιακό κέντρο με χιλιάδες ξύστρες, καταφέρνοντας να μπει στο βιβλίο Γκίνες”. Τα συναισθήματά του πάντως, δεν κάνει καμία προσπάθεια να τα κρύψει μπροστά στην κάμερα. Τουναντίον, θα πει αυτό που αισθάνεται, χωρίς καμία περιστροφή.
“Δεν μπορώ να προσποιηθώ μπροστά στην κάμερα. Όταν τα πάρω, τελείωσε, δεν θέλω να είμαι ψύχραιμος, θέλω να έχω γήινες, πραγματικές αντιδράσεις. Πριν από λίγες μέρες πήρα τον Ντίνο και τη Μπάγια και φύγαμε, προσπαθούσαμε να κάνουμε συζήτηση κι οι καλεσμένοι τσακωνόντουσαν μεταξύ τους”.
“Είναι η ανθρώπινη αντίδραση, όταν καλούμαι να περιγράψω ας πούμε ένα έγκλημα αποτρόπαιο. Για παράδειγμα, αυτός ο φλαουτίστας, ένας καθωσπρέπει κύριος, πατέρας παιδιών, ο οποίος έκανε ιδιαίτερα σε παιδάκια και τα παρενοχλούσε σεξουαλικά προχωρώντας και σε συγκεκριμένες ενέργειες. Εκεί εκνευρίζεσαι, λειτουργείς ως άνθρωπος περισσότερο, ως πατέρας, ως παππούς πια. Νομίζω ότι είναι φυσιολογικό αυτό, έχει να κάνει περισσότερο με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου”.
“Έχω πει πολλές φορές ότι είμαι αντί-τηλεοπτικός τύπος, κανονικά δεν κάνω για τηλεόραση, δεν μπορώ να πειθαρχήσω σε κανόνες, πνίγομαι. Κανόνες τηλεοπτικούς που λένε ότι ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να βγάζει τις αντιδράσεις του όταν αναφέρεται σε ένα θέμα, ή θα πρέπει να κοιτάει την κάμερα που του λέει ο σκηνοθέτης και να διαβάζει από auto queue ακόμα και το καλημέρα. Δελτίο δεν θα μπορούσα να κάνω, θα έλεγα την είδηση, θα έκανα και το σχόλιό μου”.
“Η γυναίκα μου, μου λέει καμιά φορά να μιλάω λιγότερο, και μερικοί τηλεθεατές μου το λένε. Προσπαθώ να το ελέγξω, αλλά είναι αυτός που είμαι. Όμως, έχεις και την αγωνία και το άγχος να γεμίσεις τρεις ώρες κι ένα τέταρτο εκπομπής. Αν κάνεις αυστηρή παρουσίαση των θεμάτων, σου βγαίνει δεν σου βγαίνει μία ώρα. Τις υπόλοιπες δύο ώρες κι ένα τέταρτο τι θα κάνεις; Πολλές φορές κι ο ίδιος ο κόσμος θέλει να του εξηγήσεις την είδηση, θέλει πέντε λόγια παραπάνω. Εγώ λέω δώδεκα. Είναι λάθος μου, το ομολογώ, αλλά τι να κάνω”; Θυμάται κάποια φορά που η συναισθηματική φόρτιση αφορούσε μια δική του υπόθεση;
“Το έχω ζήσει αρκετές φορές. Έχω χάσει την αδερφή μου και τον αδερφό μου κατά τη διάρκεια της εκπομπής, γεννήθηκαν δυο παιδιά, δυο εγγόνια. Τη συγκίνησή μου δεν μπορώ να την κρύψω μερικές φορές. Στη γέννηση του δεύτερου εγγονού μου, ο γιος μου ο Κωσταντής μου έστειλε φωτογραφία την ώρα της εκπομπής, τον εγγονό μου, τον Αλέξανδρο. Εκεί με πήραν τα κλάματα, δεν μπορώ. Απλά τους λέω να με βγάλουν απ’ το πλάνο, να μην φανεί ότι είναι ψεύτικο. Έτσι είμαι σαν άνθρωπος, αν είναι να συγκινηθώ, συγκινούμαι, αν είναι να εκνευριστώ, εκνευρίζομαι. Και στη ζωή μου, αν με κλείσει κάποιος με το αυτοκίνητο και ‘μαλάκα’ θα τον πω, όπως θα με πει κι εκείνος. Δεν λέω ‘μαλάκα’ στην τηλεόραση, αυτή είναι η διαφορά, κρατιέμαι, το έχω πει πολλές φορές από μέσα μου όμως”. Γκάφες έχουν υπάρξει;
“Γκάφες γίνονται πολλές, χαρακτηριστική και μεγάλη δεν έχω κάνει όμως, γιατί είμαστε μια ομάδα 5-6 συνεργατών με φοβερή αλληλοκάλυψη. Γιατί η τηλεόραση δεν είναι μόνο το μπροστά, είναι και το πίσω. Όταν υπάρχει αυτή η σχέση, υπάρχει κι η κάλυψη. Η Μπάγια Αντωνοπούλου που σιγά-σιγά ολοκληρώνεται, γιατί είναι μόνο 7 χρόνια στη δουλειά, και γίνεται μια πολύ καλή δημοσιογράφος, ο Ντίνος Σιωμόπουλος που έχει πολύ περισσότερα χρόνια εμπειρίας και τα υπόλοιπα παιδιά στο κοντρόλ που με βοηθάνε. Αν και δεν μπορώ το ακουστικό, την περισσότερη ώρα το έχω κλειστό, όπως δεν μπορώ να κοιτάω και στο μόνιτορ για να βλέπω τι έχουν οι άλλοι. Δεν βλέπω τι έχει ο ανταγωνισμός, μόνο ό,τι δω στα sites”. Ως ένας δημοσιογράφος της παλιάς σχολής, έχει προσαρμοστεί στην νέα, ηλεκτρονική εποχή;
“Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια ήμουν από εκείνους που πίστευαν ότι δεν θα γίνουν υποχείρια της τεχνολογίας. Τρίχες κατσαρές. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τον υπολογιστή μου, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το κινητό μου, με κανόνες όμως. Τα χρησιμοποιώ, δεν με χρησιμοποιούν. Δεν μπορώ ας πούμε να μπω στη λογική του να κάνω Facebook και να κάνω φίλους, εγώ τους φίλους μου θέλω να τους βλέπω από κοντά, να μιλάω και να τους κοιτάω στα μάτια. Εγώ είμαι της γενιάς που ερωτευόμασταν τον άλλο όταν τον κοιτάγαμε στα μάτια, όχι με τα likes”.
Παπαδάκης και πολιτικ(οι)ή, μακριά κι αγαπημένοι
Σχεδόν σε καθημερινή βάση, στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη βρίσκονται καλεσμένοι εκπρόσωποι του πολιτικού βίου του τόπου μας. Έχοντας γνωρίσει εκατοντάδες βουλευτές στην πορεία των χρόνων, πώς κρίνει το σημερινό πολιτικό επίπεδο;
“Βλέπω μια πτώση στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής και γι’ αυτό παίζει ρόλο και το γεγονός ότι τους μάθαμε. Παλαιότερα έναν πολιτικό δεν τον ήξερες και τόσο πολύ, πλέον τον βλέπεις καθημερινά, η έκθεση είναι συνεχής. Η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού είναι τέτοια που οδηγεί τον κόσμο στο να αποστρέφεται απ’ την πολιτική και ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους. Κι αυτό είναι επικίνδυνο, δεν με χαροποιεί. Πολλοί τα βάζουν με τους δημοσιογράφους, επειδή αναπαράγουμε αυτή την κατάντια. Δυστυχώς όμως, αυτοί ψηφίζουν για τη ζωή μας και παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις, είτε υποσχόμενοι σαν αντιπολίτευση, είτε πραγματοποιώντας όταν είναι στην εξουσία. Και βέβαια εναλλάσσονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, άλλα λέγοντας όταν είναι στην αντιπολίτευση κι άλλα κάνοντας όταν γίνουν κυβέρνηση”. Ο ίδιος έχει δεχθεί κάποια κρούση για να πολιτευτεί;
“Είναι απολύτως φυσιολογικό να έχω δεχθεί κρούσεις από τα κόμματα, αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να μου ξανακάνουν. Σιχαίνομαι τις επιλογές που κάνουν τα κόμματα και διαφωνώ με τις επιλογές συναδέλφων μου που ανταποκρίνονται στις προτάσεις αυτές. Δεν θα μπορούσα να δικαιολογήσω στον κόσμο που με παρακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια ότι ήμουν αντικειμενικός, αν κατέβω υποψήφιος με τη Νέα Δημοκρατία, τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ ή τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Θα μου πεις, όλοι οι πολίτες δεν έχουν το δικαίωμα να εκτεθούν; Ναι, εκτίθενται όμως στην κυριολεξία, γιατί δείχνουν ότι όλα αυτά τα χρόνια της καριέρας τους, είχαν συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις κι ότι αυτές μπορεί να εξυπηρετούσαν. Κάποιοι, πραγματικά έχουν αποδείξει ότι ήταν αντικειμενικοί κι ότι στη συνέχεια ασχολήθηκαν με την πολιτική. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω”.
“Δεύτερο και πιο σημαντικό: δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να είναι μέσα στη βουλή και να λειτουργώ με τον τρόπο που λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι. Με τίποτα. Την τρίτη μέρα θα είχα φύγει, δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω. Υπάρχουν λίγοι άνθρωποι, συνάδελφοί μας, οι οποίο μπήκαν για συγκεκριμένους λόγους στη Βουλή και το μετάνιωσαν πολύ γρήγορα. Θα μιλήσω για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν είναι πια στη ζωή, τον Άρη Σταθάκη, έναν εκπληκτικό συνάδελφο. Ο Άρης Σταθάκης είχε σαν στόχο κι όραμα στη ζωή του να ασχοληθεί με την οδική ασφάλεια, γι’ αυτό και μπήκε στην πολιτική. Ένα μήνα μετά το μετάνιωσε. Δεν κατηγορώ συλλήβδην το πολιτικό σύστημα, αλλά δεν θα μπορούσα να συνυπάρχω”.
“Ψήφισα και μετάνιωσα για την επιλογή μου, οπότε κατάλαβες περίπου και τι ψήφισα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι προσεκτικός. Και βέβαια ψηφίζω με το φίλτρο το δικό μου, αλλά προσπαθώ αυτό το φίλτρο να μην είναι και φίλτρο στην οθόνη την ώρα που κάνω την εκπομπή. Προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός, αν και έχει χάσει την έννοια της αντικειμενικότητας η δουλειά μας. Υπάρχουν δυστυχώς κάποιοι συνάδελφοι που περισσότερο εξυπηρετούν ανάγκες συγκεκριμένων συστημάτων και λιγότερο αυτές της αλήθειας και της ενημέρωσης του κόσμου”. Ο χαμογελαστός και χαλαρός Γιώργος Παπαδάκης έχει πια σοβαρέψει. Του ζητάω να μου πει αν θαυμάζει κάποιον πολιτικό και ευτυχώς, επιστρατεύει και πάλι το χιούμορ του.
“Θυμάμαι μια ταινία με την αείμνηστη Ρένα Βλαχοπούλου, στην οποία έκανε την βουλευτίνα κι είχε βγάλει έναν λόγο καταπληκτικό. Πέρα από την πλάκα, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους. Παλαιότερα οι πολιτικοί, ακόμα κι αν δεν ήταν της κομματικής σου προτίμησης, ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούσαν να εκθέσουν τις απόψεις του, έβγαζε μια γοητεία. Τώρα δεν μπορώ να το πω αυτό, περισσότερο μου θυμίζει σόου. Έχω προτείνει μάλιστα να αντικαταστήσει τον πρόεδρο της Βουλής η Ζέτα Μακρυπούλια και να δίνει το λόγο όπως στο Ρουκ-Ζουκ. Αυτή δεν είναι απαξίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος και του κοινοβουλευτισμού, είναι ένα καμπανάκι, με την ιδιότητα του πολίτη, ώστε να αντιληφθεί το πολιτικό σύστημα ότι έχει υποβαθμιστεί κι ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα μεγάλα θέματα δεν εκφράζει τον Έλληνα πολίτη”. Όσο για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής;
“Δεν θα μπω στη διαδικασία του πώς θα πρέπει να ξεγυμνώσω τη Χρυσή Αυγή και την κάθε Χρυσή Αυγή. Εγώ σέβομαι τους ανθρώπους οι οποίοι σέβονται τους δημοκρατικούς θεσμούς. Σε ό,τι αφορά τις αιτίες που έχουν οδηγήσει στην άνοδο της Χρυσής Αυγής, να τις αναζητήσετε και να τις δείτε και στην Ευρώπη, με την άνοδο των ακραίων κομμάτων. Οι πολιτικές οι οποίες ακολουθούνται, σπρώχνουν τους ανθρώπους σε τέτοιου είδους ακραίες επιλογές. Ας προβληματίσει λοιπόν αυτούς που καταδικάζουν τις ακραίες επιλογές, αν οι δικές τους επιλογές είναι εκείνες που σπρώχνουν τον κόσμο προς αυτή την κατεύθυνση”.
Η τηλεόραση κι η δημοσιογραφία του σήμερα
Δεν είναι μυστικό ότι μεγάλη μερίδα του κοινού έχει γυρίσει την πλάτη του στην τηλεόραση. Χαμηλότερα νούμερα, σειρές και εκπομπές που ‘πατώνουν’, στροφή στις ξένες σειρές. Πώς σχολιάζει το φαινόμενο μια παλιά ΄καραβάνα’ του μέσου;
“Πέρασαν τα πρώτα χρόνια της έκπληξης και του αιφνιδιασμού. Τώρα ο κόσμος είναι υποψιασμένος. Ζητάει συγκεκριμένα πράγματα για την ενημέρωση, για την ψυχαγωγία. Πρέπει και τα κανάλια να ανταποκριθούν, δεν μπορούν να του πλασάρουν το οτιδήποτε και να θέλουν να έχουν και τηλεθέαση και διαφήμιση. Δεν θα κάνουμε στροφή στην ποιότητα, γιατί η ποιότητα είναι συνυφασμένη και με την τηλεοπτική άνεση κι η τηλεόραση είναι πάρα πολύ ακριβή. Θα πρέπει η διαμόρφωση ενός προγράμματος να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Πάει η εποχή που πούλαγες οτιδήποτε στον κόσμο κι αυτός καθόταν σαν χαζός και το έβλεπε. Την κλείνει την τηλεόραση”. Όσο για τον νόμο Παππά και την νέα πραγματικότητα στις τηλεοπτικές άδειες;
“Κάποια στιγμή πρέπει να μπει μια τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο, κανένας δεν το αμφισβητεί αυτό. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με έναν πλειστηριασμό που διεξάγεται άκριτα σε μια αγορά η οποία είναι πεσμένη. Βεβαίως θα πρέπει να πληρώνεις για την άδεια γιατί είναι εθνική περιουσία, αλλά όχι να γίνεται εκμετάλλευση. Το θέμα δεν είναι κομματικό, είναι εθνική περιουσία την οποία θα πρέπει να δώσεις τη δυνατότητα σ’ έναν επιχειρηματία να την εκμεταλλευτεί, πειθαρχώντας σε κάποιους κανόνες. Είμαι κατά της υποκρισίας και των δύο πλευρών”. Εκτός από πολιτικό, του ζητάω να μου πει ποιον δημοσιογράφο θαυμάζει ή έστω θαύμαζε μεγαλώνοντας. Αυτή τη φορά, δεν απαντάει με χιούμορ, αλλά με σιγουριά.
“Τον Φρέντυ Γερμανό θαύμαζα φυσικά, με διαφορά από τους άλλους. Αλλά όλα τα χρόνια τα οποία είμαι ενεργός, αποφεύγω να κρίνω συναδέλφους μου. Και βέβαια υπάρχουν πρόσωπα που σιχαίνομαι κι αντιπαθώ, όπως κι εκείνα εμένα, και βέβαια υπάρχουν πρόσωπα τα οποία θαυμάζω, αλλά δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία αυτή της ανθρωποφαγίας των ανθρώπων της τηλεόρασης, που συντηρούν μια εικόνα ανθρώπων οι οποίοι χάνουν τον έλεγχο και πιστεύουν ότι τα πάντα περιστρέφονται γύρω απ’ αυτούς. Εγώ δεν θεωρώ ότι ανήκω σ΄ αυτή την κατηγορία, προσπαθώ να είμαι αθόρυβος”. Δεν έχει τσακωθεί ποτέ με κάποιον συνάδελφο δηλαδή;
Έχω τσακωθεί και εντός αέρα και εκτός, αλλά τα έχουμε ξαναβρεί. Συμβαίνουν αυτά, αρκεί να μην είναι πράγματα που θέλεις να δημοσιοποιήσεις, επειδή πιστεύεις ότι αυτό θα σε βοηθήσει στη δουλειά σου. Τρίχες κατσαρές. Στημένα πράγματα από σταρίσκους όλων των κατηγοριών για να μείνει το όνομά τους. Με συγχωρείτε που θα σας το πω, αλλά ‘χέστηκα’ γι’ αυτού του είδους τη δημοσιότητα
Εκτός απ’ την τηλεόραση, έχει αλλάξει κι η δημοσιογραφία; “Κακά τα ψέμματα, η δημοσιογραφία αλλάζει γιατί έχει αλλάξει κι ο χρόνος μετάδοσης της πληροφορίας. Η ταχύτητα με την οποία μεταδίδεται μια πληροφορία, αλλάζει και τη δουλειά μας, παραμερίζει τον γραπτό λόγο. Ο γραπτός λόγος για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικός. Για να κάτσεις να γράψεις ένα κείμενο, θα πρέπει να ξέρεις να γράφεις, να ξέρεις ελληνικά. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζεις κάποια πράγματα, κι αν δεν τα γνωρίζεις, να ψάξεις να τα μάθεις. Παλαιότερα, τα δημοσιογραφικά κείμενα στις εφημερίδες θα μπορούσαν να διδάσκονται στα σχολεία. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Έχω την εντύπωση ότι το παιχνίδι χάθηκε όταν η εφημερίδα δεν άντεξε στον ανταγωνισμό της τηλεόρασης. Αν και ο αείμνηστος Φρέντυ Γερμανός είχε πει το αμίμητο ‘η τηλεόραση δεν θα επηρεάσει την κυκλοφορία των εφημερίδων, γιατί με έναν τηλεοπτικό δέκτη δεν μπορείς να τυλίξεις τίποτα“.
“Η συμβουλή που δίνω στους νέους δημοσιογράφους είναι να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατάρτιση, πολύπλευρη ενημέρωση, με όποιο αντικείμενο κι αν ασχοληθούν. Ο δημοσιογράφος πρέπει να καταρτισμένος, ενημερωμένος, με ανοιχτά μάτια και αντίληψη και μακριά από εξαρτήσεις, από οποιοδήποτε κέντρο εξουσίας, κομματικό, επιχειρηματικό ή γκομενικό. Θα πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς στον κόσμο ότι αξίζει να δημοσιο-γραφεί”. Για το τέλος, ζητάω από τον Γιώργο Παπαδάκη να μου πει αν προσπάθησε να φέρει τα παιδιά του στον χώρο. Απαντάει αποφασιστικά, αλλά η φωνή του γεμίζει ζεστασιά κάθε φορά που αναφέρει τα ονόματα των τριών του παιδιών.
Τα παιδιά μου κάνουν από μόνα τους τις επιλογές τους κι εγώ προσπαθώ να τους δώσω τη δυνατότητα να κάνουν αυτό που τους εκφράζει και τους αντιπροσωπεύει, ακόμη κι αν εγώ διαφωνώ, που ευτυχώς δεν διαφωνώ. Δεν προσπαθώ να είμαι καλός πατέρας, προσπαθώ να είναι καλά τα παιδιά μου
“Και τα τρία παιδιά μου, ο Κωνσταντής, ο Φοίβος κι ο Ιάσονας, είναι παιδιά με προσωπικότητα, αυθύπαρκτα, δεν πιστεύουν ότι ο πατέρας τους είναι σημαντικός”.
Θέλησα να του πω ότι το πιστεύει όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά δίστασα. Έκλεισα το μαγνητοφωνάκι, τον ευχαρίστησα και συνεχίσαμε για λίγο την ευχάριστη κουβέντα off the record. Αν με ρωτάς, θα μπορούσε να συνεχίσει να μιλάει για ώρες. Κι εγώ, θα μπορούσα να συνεχίσω να τον ακούω.