Ο Ηλίας Λογοθέτης βρίσκει υπέροχο το θάνατο
- 14 ΦΕΒ 2014
Υπάρχουν δύο κόκκινες λεπτές γραμμές στην ανεπαίσθητη σακούλα κάτω από το δεξί μάτι του Ηλία Λογοθέτη, κι έτσι όπως έχουμε καθίσει όρθιοι και σχεδόν παρατηρητές σε ένα λίγο αφ’ υψηλού πάσου στο Verde στο Άλσος Παπάγου το πρωί της πιο ανοιξιάτικης μέρας για φέτος, τις είχα μπροστά μου και έκανα κάτι περίεργους συνειρμούς, όπως ότι αυτές οι γραμμές δίνουν τη λάμψη στα τα γαλάζια μάτια του ή ότι αποτελείται ολόκληρος από τέτοιες μικρές γραμμές που κρατάνε τη ζωντάνια του στα πιο ψηλά επίπεδα, εξ ου και το γεγονός ότι οι άνθρωποι στα τραπέζια ακριβώς από κάτω, άκουσαν καθαρά και ξάστερα και τα 75 λεπτά της κουβέντας μας.
Μια εβδομάδα πριν, είχα δει τον Ηλία στο διάλειμμα της ταινίας της Μαρίας Ντούζα στο Έλλη στην Ακαδημίας. Φορούσε έναν πράσινο ψηλό σκούφο, κρατώντας την παράδοση του να φοράει πάντα ένα αξεσουάρ στο κεφάλι. Το πρωί που βρεθήκαμε φόραγε ένα μαύρο καπελάκι από το ‘Alegria’ του Cirque du Soleil. O Λογοθέτης σού πιάνει την κουβέντα από το μηδέν σαν να τα λέγατε από πριν και να σας διέκοψε ένα επείγον τηλεφώνημα. Σαν να τα λέγατε από πάντα.
Μιλάει συνεχώς με παραπομπές σε μεγάλους συγγραφείς, μιλάει συνεχώς για ‘Το Αμάρτημα της Μητρός μου’ που ανεβάζει για όγδοη συνεχόμενη χρονιά και παραδέχεται ότι τον έχει αναστήσει. Το ότι συχνά η συζήτηση δεν χωράει σε κανένα πλαίσιο δημιουργεί από μόνο του ένα πλαίσιο που λέγεται ‘κουβέντα με τον Ηλία Λογοθέτη’. Αυτό το πλαίσιο υπακούει μόνο σε μια συνθήκη. Τη συνθήκη ‘Είμαι τυχερός που είμαι εδώ’.
Κατά κάποιο τρόπο μεγάλωσα με τη μορφή του στην τηλεόραση, στην ‘Ιστορία του Ρεμπέτικου’ που έχει δει τόσες φορές ο πατέρας μου που μπορεί να τη διδάξει φαντάζομαι. Εκεί που ο Λογοθέτης ήταν ο αφηγητής, βαλμένος και βγαλμένος από μια άλλη εποχή. Τέλειος, καταλυτικός στην ιστορία.
Η τελευταία φορά που τον είδα σε οθόνη ήταν στο ‘Δέντρο και η Κούνια’. Σε μια ιστορία που χωράει την αποξένωση και την επανασύνδεση ενός πατέρα (Λογοθέτης) με την κόρη του (Αλικάκη) η οποία γυρίζει απ’ την Αγγλία στο χωριό για τις διακοπές του Πάσχα και σκοντάφτει πάνω σε μυστικά του παρελθόντος της οικογένειας, αλλά τρόπον τινά και της Ελλάδας ολόκληρης ιδωμένης μέσα από το πρίσμα των κυμάτων μετανάστευσης του 20ου αιώνα. Σε μια ιστορία ‘κατεστραμμένων ζωών’ όπως λέει ο ίδιος για να με επαναφέρει στην απλότητα.
Στο σπίτι του, λίγα στενά πιο πέρα, συνδυάζει τον υπολογιστή με το βιβλίο, ψάχνοντας για τίτλους που διαβάζει ως αναφορές μέσα σε άλλα βιβλία, ενώ μπαίνει σε όλα τα ‘πρακτορεία ειδήσεων’ (όπως τα λέει) που βρίσκονται online ‘για να βγάλει ένα ρεζουμέ’. Έχει κόψει το κάπνισμα εδώ και 12 χρόνια, παρ’ όλ’ αυτά, όση ώρα μιλάγαμε του έπεσε δύο φορές ο αναπτήρας που έπαιζε στα δάχτυλα. Στο σκαμπό πρέπει να έκατσε βία 10 λεπτά και στο φεύγα, πάλι εκτός context, άρχισε να μου εξηγεί τη σημασία του σωστού μαχαιριού όταν κόβεις το κρέας ή το ψάρι. Μου είπε ότι του αρέσει να μαγειρεύει κι ότι τρώει το ψητό του με γιαούρτι.
Μου είπε επίσης ότι δεν μπορεί να πει κακό λόγο για κανέναν που έχει μοχθήσει για να γράψει, να γυρίσει, να τραγουδήσει κάτι και ότι αγχώνεται υπέρ των ηθοποιών όταν βλέπει μια παράσταση ως θεατής. Και ότι του τη σπάνε οι άνθρωποι που τρώνε σάντουιτς και μασουλάνε στο δρόμο όπως και αυτοί που ρουφάνε τον καφέ τους με το καλαμάκι. Ήταν πραγματικά ενοχλημένος όσο περνούσαν οι εικόνες από τα μάτια του.
Μέχρι να φύγουμε, είχε μοιραστεί μαζί μου κάτι σαν μια αβίαστη σοφία για ένα σωρό εξίσου ενδιαφέροντα θέματα όπως η πολιτική, ο κριτικός της τέχνης, τα σάντουιτς, η μετανάστευση και η ευτυχία. Και ξεχνάω άλλα τόσα.
Πριν πατήσω το rec, λέγαμε ότι τα πάντα είναι μαθηματικά. Και η ζωή η ίδια. “Αλλάζουν οι αριθμοί μέσα σου και αρρωσταίνεις”. Μετά πάτησα το rec.
Ο Ηλίας Λογοθέτης για ‘Το Δέντρο και η Κούνια’
“Τη Μαρία (σ.σ. Ντούζα) τη γνωρίζω αρκετό καιρό. Έχει μια ευαισθησία εξαιρετική που συλλαμβάνει εκπληκτικές λεπτομέρειες. Έχει καλή μπαγκέτα, ξέρει να διευθύνει. Η ταινία είναι μια μεγάλη επιτυχία της και πρέπει να τη χαρεί. Είναι μια ήρεμη και καλή δουλειά που με άγγιξε πολύ συναισθηματικά. Είδα ομοιότητες με τον πατέρα μου και με παλιούς φίλους. Η Αλικάκη και η Μιριάνα ήταν καταπληκτικές. Και τα μικρά κορίτσια επίσης. Η αποξένωση της πατρίδας, η επανασύνδεση, τα κατάλοιπα στη σχέση πατέρα-κόρης, οι εκατέρωθεν εγωισμοί, ο συναισθηματικά ακάλυπτος πατέρας, όλα αυτά είναι θέματα της ταινίας. Και φυσικά, το σενάριο που έχει γραφτεί πολλά χρόνια πριν θίγει το θέμα της μετανάστευσης”
Για την Ελλάδα και τα δανεικά
“Η Ελλάδα πέρασε με δανεικά στη νεότερη ιστορία της και ακόμα δεν ξέρουμε τι χαρτιά έχουν υπογραφεί. Για μένα είναι έντιμο το να πληρώσεις όταν χρωστάς. Ας πρόσεχες, ας διάλεγες κάποιον καλύτερο δρόμο”.
Για την καριέρα
“Την αντιπαθώ αυτή τη λέξη. Ένα ταξίδι, μια περιπέτεια είναι. Το θέμα είναι πώς θα τη διαφυλάξεις ώστε να μη γίνει αγυρτεία. Μέσα στην περιπέτεια αυτή, υπεισέρχεται το ρήμα αποφασίζω που είναι το πιο σπουδαίο. Δεν έγινα αγύρτης, αλλά περιπλανώμενος cavaliere errante. Πολλές φορές χάθηκα στο ταξίδι”.
Για μία από αυτές τις φορές
“Σπαταλήθηκα πολύ καιρό σε κάποια πράγματα που μου εξασφάλιζαν ένα μίνιμουμ διατροφής (βλ. βιντεοκασέτες, τηλεόραση). Δεν νομίζω ότι ήταν σωστό, αλλά δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι διαφυγής απ’ την πείνα και τη μιζέρια. Όταν αποσπάσαι από τη μητρική αγκαλιά, μπορεί να χαθείς. Από έλλειψη φροντίδας χάνονται όλα”.
Για τον πόλεμο του συστήματος στο συναίσθημα
“Είναι δύσκολο να κοροϊδέψει το σύστημα αυτόν που διαβάζει. Εκεί που χτυπάει είναι η συναισθηματική νοημοσύνη, στο πώς θα καταστρέψει το να αγαπιούνται οι άνθρωποι. Είμαστε πιο ευάλωτοι όταν δεν αγαπιόμαστε. Βέβαια, αυτός που σε κυβερνάει είναι αυτός που εξέλεξες και πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τον σεβαστείς. Από την άλλη βλέπεις ότι η ύπαρξή του είναι αφιερωμένη στο πώς θα γλιτώσει την καριέρα του στην πολιτική.
Η μίξη ΠΑΣΟΚ-ΝΔ μπορεί να είναι ό,τι πιο αντιαισθητικό αντίκρισες ποτέ. Ταυτόχρονα, είναι αξιοθαύμαστο το πώς η Αριστερά είναι πάντα σε διαμάχη όταν οξύνονται οι εξωτερικές συνθήκες. Πρέπει να το εξετάσουν οι ιστορικοί. Δεν μπορείς να κινείς ζητήματα εμφυλιακά για να επιφέρεις κέρδη και οφέλη.
Ανήκω στην κατηγορία των αναρχικών του Λουγκάνο. Προσωπικά, δεν με νοιάζει να αλλάξει τίποτα. Τι να αλλάξει, σε τι θα ωφεληθώ εγώ; Κάποτε πρέπει να χρησιμοποιήσω το εγώ μου. Τη θυσία για το σύνολο την έκανα τόσα χρόνια. Ήθελα χρόνια να φτάσω σε μια κατάσταση να πω ‘Σας έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια’. Εγώ ούτε δάνεια πήρα, ούτε χρωστάω σε κανένα. Υπέφερα ουσιαστικά, δεν έφαγα για να υποφέρω μετά. Ήμουν στη νηστεία, τη λιτότητα και στη σκέψη αν πρέπει να αγοράσω κάτι”.
‘Το Αμάρτημα της Μητρός μου’ Ι. Η ιδέα, η έλλειψη στήριξης από το σύστημα και η κριτική
“Την παράσταση την ονειρεύτηκε η Μαρία Ζαχαρή πριν 9 χρόνια. Eγώ λέω πάντα ‘ναι’ γιατί δεν θέλω να στεναχωρώ κανέναν και τελικά της οφείλω την απέραντη ευτυχία της παράστασης. Έχουμε αλλάξει πέντε θέατρα σε 8 σεζόν, αλλά ο κόσμος μάς ακολουθεί παντού. Στο Βιζυηνό δεν είχαμε τη στήριξη που όφειλε το σύστημα να μας παρέχει γιατί αποποιούμεθα τη διασύνδεση των υποκλίσεων”.
“Υπάρχει μια κλίκα στεγανή που δεν δέχεται τίποτα παρά μόνο αυτό που καθορίζει, μια κλίκα που φτάνει στο σολιψισμό. Η σωστή κριτική σύμφωνα με τους μεγάλους συγγραφείς είναι να επισημάνεις τα καλά στοιχεία και να απαλύνεις τα κακά για να δώσεις λίγο κουράγιο. Σε κάποιους κριτικούς οφείλουμε την ύπαρξη κάποιων μεγάλων συγγραφέων. Μην ξεχνάς ότι μέσω του Bielinski γνωρίσαμε τον Gogol”
‘Το Αμάρτημα της Μητρός μου’ ΙΙ. Η παράσταση, ο ίδιος στη σκηνή και η αγάπη του κοινού
“Όλη η παράσταση δουλεύει για τον τελικό μονόλογο της μάνας. Για να καθιερωθεί αυτή η αυθεντία όπως τη λέει ο Βιζυηνός, και να πει αυτό το μυστικό. Η Μαρία εκτελεί τέλεια αυτόν τον μονόλογο.
Είναι φοβερό ότι η παράσταση τόσα χρόνια δεν φεύγει ούτε δευτερόλεπτο από το μήκος της. Ακολουθεί ένα προσωπικό ταξίδι, δικό της, μοναχικό. Είναι κάτι το μαγικό. Επιπλέον, είναι τεράστιας σημασίας και η γλώσσα του Βιζυηνού. Πόσοι ξέρουν ότι το ‘θύραθεν’ είναι το αντίθετο του ‘ένδοθεν’; Είμαστε η μόνη γλώσσα που έχει άλλη λέξη για τη ζωή και άλλη για το βίο.
Για πρώτη φορά στην πορεία μου στο θέατρο άκουσα το κοινό να φωνάζει ρυθμικά και εν χορώ ‘Σας ευχαριστούμε’. Είτε το παιδί φέρνει τη μάνα ή τη μάνα το παιδί, υπάρχει μια θεϊκιά προσέλευση. Πρώτη φορά μου συμβαίνει να παίζουμε μπροστά σε τόσο νέους ανθρώπους. Λέω στα παιδιά ‘Είστε 50 νέοι, αλλά κάνετε για τρεις χιλιάδες θεατές’. Έχω πάθει μετάλλαξη με αυτήν την παράσταση, η δύναμη που έχω δεν εξηγείται”.
Για τη σχέση με τη μάνα του
Για τα γηρατειά
“Λυπούμαστε που φτάνουμε στο θάνατο που είναι υπέροχος και δε λυπούμαστε τα γηρατειά που είναι ασθένεια. Αρρώστια. Η παράταση της ζωής γίνεται τεχνητά, ζούμε με χάπια, χημικά. Αν δεν έχεις ζήσει από μικρός, δεν έχεις ζήσει ποτέ. Γηρατειά είναι η απώλεια της διάθεσης να κάνεις έρωτα, η έλλειψη ενδιαφέροντος να ανοίξεις ένα βιβλίο, να μαγειρέψεις ένα φαγητό, να βουτήξεις απ’ το χέρι τον άνθρωπό σου να πάτε μια βόλτα, να τον χαϊδέψεις, να του πεις ένα ποίημα. Δεν τα σκέφτομαι τα γηρατειά, εσύ μου θυμίζεις τώρα αυτή τη λέξη”
Για το θάνατο
“Πιστεύω ότι είναι μια μετάβαση σε ένα άλλο μαγνητικό πεδίο. Δεν γίνεται να τελειώνουμε, δεν μπορεί. Πιστεύω πολύ στην ύλη, ‘η αθάνατη ύλη η μαγεμένη’ που λέει ο Attila Jozsef. Δεν ξέρω τι γίνεται μετά όταν διασκορπίζονται τα μόρια της στάχτης σου στο σύμπαν. Η αθανασία του ανθρώπου βρίσκεται εξάλλου και στη μνήμη”.
Για το αν είναι τρελός
“Όλοι οι επιστήμονες και οι μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν τρελοί. Εγώ είμαι κλινική περίπτωση. Η τρέλα είναι μια πολιτική διαμαρτυρία. Δεν έχω πρόβλημα να το δηλώσω. Αν το δήλωνα σε μια άλλη εποχή, θα θεωρούμουν ιερό πρόσωπο. Αν το πω σήμερα, δεν θα το πάρει κανείς στα σοβαρά”.
Για το κόψιμο του τσιγάρου
“Κάπνιζα πάρα πολύ. Ήμουν θεωρητικός και πρακτικός του καπνίσματος. Είχα χαρμάνια δικά μου και ιδιαίτερες συνταγές καπνών ποιότητας. Έκανα πιο πολύ άφιλτρο. Το έκοψα ένα πρωί πριν 12 χρόνια. Είπα ‘Το κόβω’, μειδίασαν όλοι στο σπίτι, αλλά ήμουν αποφασισμένος. Οι ποινές που μου επιβάλλω είναι απόλυτες. Ούτε καν θυμάμαι το πιάσιμο του τσιγάρου. Ελευθερώθηκα από αυτό το μαρτύριο, αλλά έτυχε και κάτι στη ζωή μου που αν κάπνιζα, μπορεί να μην τη γλίτωνα”.
Για τη μουσική στη ζωή του
“Μεγαλώσαμε ακούγοντας όπερα, ήμουν μέλος σε χορωδίες και δεν μπορώ να αποσπαστώ από τη μουσική, τα ξενύχτια και τις καντάδες. Έχω σύνθετα ακούσματα από μικρός. Όπερα, ρεμπέτικα, κλαρίνο, γι’ αυτό τραγουδάω καλά κλέφτικα εκτός από ιταλικά. Έζησα και χόρεψα με τους πιο σπουδαίους οργανοπαίχτες”
Για την ευτυχία
“Η ρέμβη με το βιβλίο, μια βόλτα με τον αγαπημένο σου ή μια συζήτηση δεν ανταλλάσσονται με τίποτα και σπανίζουν. Βλέπω εδώ το υπέροχο τοπίο με τις διαφυγές του φωτός μέσα απ’ τα δέντρα, έχω τη σκέψη στο Βιζυηνό και συνομιλώ μαζί σου. Τι άλλο μπορεί να είναι η ευτυχία; Θα έπρεπε να κυκλοφορούμε ή να είμαστε ξαπλωμένοι στα πάρκα. Γιατί καθόμαστε σε καφετέριες; Κανείς δεν τα παρατηρεί αυτά, καμία εκπομπή, τίποτα”.
Για τη Λευκάδα
“Μέσα μου αυτά είναι τόσο μακρινά και δεν έχω καμία αναπόληση. Όποτε μπορώ, πηγαίνω. Ούτε για τις ωραίες αμμουδιές θα σου πω, ούτε για το ηλιοβασίλεμα. Απουσιάζουν οι μεγαλύτεροι από μένα φίλοι, οι ποιητές που στάθηκαν ως agents provocateurs μου. Όταν πηγαίνω πια, κοιμούνται όλοι απ’ τις 9 το βράδυ, ενώ εγώ έχω μια τάση προς το ξενύχτι και το τραγούδι”. (σ.σ. Ο Λογοθέτης τραγουδάει εδώ και τρεις Δευτέρες στο Ρυθμός Stage στην Ηλιούπολη σε μουσικές βραδιές προς τιμήν του τραγουδοποιού Πάνου Τζαβέλλα).
Τα τσιτάτα και το αγαπημένο του απ’ τα λατινικά
“Είμαι τσιτατολόγος, συλλέκτης τσιτάτων. Όπως λέει ο Walter Benjamin, ‘τα τσιτάτα μου είναι σαν τους ληστές που σε φοβίζουν στο τρίστρατο και σου λένε να αλλάξεις δρόμο’. Το αγαπημένο μου είναι το ‘nulli concedo’, δηλαδή δεν συγκαταβαίνω με κανέναν. (σ.σ. Τον ρώτησα αν το ακολουθεί) Προσπαθώ. Έχω πολλή μεγάλη απόσταση από την τελειότητα. Ούτε θα επιθυμούσα να με πουν τελειομανή. Το λάθος είναι αυτό που σε επαναφέρει στην τάξη. Άμα δεν κάνεις λάθος, δεν μπορείς να δεις το σωστό. Το ένα εμπεριέχεται στο άλλο”.
Για το γιο του, Αλέξανδρο Λογοθέτη
“Έχουμε κοντινοαπόμακρες σχέσεις, έχει μια δικιά του πορεία. Δεν τον συμβουλεύω, μόνο καμιά φορά του κάνω μερικές παρατηρήσεις. Στο ‘Νησί’ που ήταν έξοχος, του είπα να προσέχει λίγο τα χέρια του. Έχει ταλέντο και πιστεύω ότι θα κάνει πολλά πράγματα”.
Για τη σύντροφό του, Μαρία Ζαχαρή
“Είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, το μυαλό της είναι διαστημικό, διαπλανητικό το λέω. Θα έπρεπε να είναι στο Princeton και να χαρτογραφεί τους σχεδιασμούς του εγκεφάλου. Πρέπει να έχει πάνω από 168 IQ. Όλες οι διεργασίες της είναι μυστικές και σκέφτεται πράγματα τα οποία τελικά συμβαίνουν, εκτελούνται την ώρα που τα συλλαμβάνει. Το ίδιο είχε και η μάνα μου. Είναι λίγο τρομακτικό αυτό. Δεν μπορείς να του ξεφύγεις”.
‘Το Δέντρο και η Κούνια’ της Μαρίας Ντούζα παίζεται στους κινηματογράφους Αθήναιον,Τριανόν και Αίγλη 3D Digital.