O κιθαρίστας των Onirama είναι πολύ πιο ροκ απ’ όσο νομίζεις
- 21 ΔΕΚ 2012
Τέτοια εποχή πέρυσι, συναντούσα τους Onirama στο καμαρίνι τους στο ‘Αθηνών Αρένα’ και μιλούσαμε για την ιστορία της πιο επιτυχημένης μπάντας της τελευταίας δεκαετίας. Αρκετές φορές μετά τη συνάντηση, πέτυχα τον Γιώργο, τον κιθαρίστα τους, σε συναυλίες, στο Closer που συχνάζουμε και οι δύο, στο δρόμο. Δεν ξέρω αν είναι ο πιο ροκ τύπος της μπάντας, αλλά πριν βρεθούμε για τη συνέντευξη ένιωθα ότι θα μπορούσαμε να λέμε για ιστορίες λάμψης και underground μέχρι την άλλη μέρα. Καθίσαμε στη ‘Ρίζα’ στο Θησείο, ξεκινήσαμε με τσίπουρα και τελειώσαμε με τη φιλμογραφία του Ζακ Τουρνέρ.
Μέσα σε όλα, ο Γιώργος έχει αφήσει μουστάκι. Που του πηγαίνει και χαρακτηριστικά πολύ. Αν όντως αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνει χωρίς την παρέα των Onirama, τότε το ‘γιατί άφησες μουστάκι;’ είναι ένας καλός τρόπος να αρχίσει μια κουβέντα. ‘Εξαιτίας κάποιων θεμάτων μου με την Εφορία, έβγαλα έναν έρπη πάνω από το πάνω χείλος από τη στεναχώρια. Λόγω των εμφανίσεων κάθε Τετάρτη στο Λιμάνι στη Θεσσαλονίκη, άφησα μουστάκι για να μην φαίνεται, αλλά τελικά μου άρεσε και το έχω κρατήσει’. Αν του πάει; Είπαμε, του πάει πολύ.
Δεν θυμάμαι πώς το φέρνει η κουβέντα, αλλά θυμάμαι πόσο δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι ο Γιώργος είναι 40. ‘Στην Αθήνα κατέβηκα στα 32 με τους Onirama. Από τα 28 που παίζαμε στη Θεσσαλονίκη, έκανα δύο δουλειές παράλληλα (σ.σ. δούλευε από τα 19 σε κατάστημα με ανταλλακτικά αυτοκινήτων). Στα live μας πάνω, βγάζαμε ό,τι απωθημένο είχαμε και αυτή ήταν η συνταγή της επιτυχίας. Παίξαμε ακομπλεξάριστα. Είμαστε mainstream με έναν πολύ αληθινό τρόπο, είμαστε μια μπάντα που έχει παίξει τα πάντα, μέχρι και Παντελίδη λέει τώρα ο αδερφός μου’ (σ.σ. ο Δημήτρης, ντράμερ της μπάντας).
O Γιώργος είναι η ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου που -όπως κι εγώ- αντιστέκεται στα smartphones, κυκλοφορεί με κινητό που απλά κάνει τη δουλειά του και πηγαίνει μόνος και μια μέρα νωρίτερα από τους άλλους στις επαρχιακές πόλεις που η μπάντα επισκέπτονται για live. ‘Μου αρέσει πολύ αυτό, ξεκινάω με το ΚΤΕΛ και πηγαίνω’.
Την Αθήνα (τουλάχιστον τα Εξάρχεια) την αγάπησε από νωρίς. ‘Όταν κατεβήκαμε Αθήνα και παίζαμε στη Γλυφάδα, ήθελα μετά το τέλος να πάω κατευθείαν στα Εξάρχεια. Υπήρχε αυτός ο μύθος από τη ‘Γλυκιά Συμμορία’, απ’ τους Last Drive. Τελειώναμε λοιπόν 5.30 το πρωί, έπαιρνα ό,τι έβρισκα για να φτάσω στα Εξάρχεια κατά τις 6-6.30 κι επειδή τα έβλεπα αργά, νόμιζα ότι ήταν όπως στα 80s, ότι εδώ γίνεται επανάσταση. Διατηρήθηκε αυτός ο μύθος στο μυαλό μου για κάποια χρόνια’.
Όταν οι Onirama μετακόμισαν στο Σίνεμα, ο Γιώργος θυμάται ένα βράδυ φορούσε ένα πουκάμισο των Velvet Underground, όταν τον πλησίασε ένας σερβιτόρος, τον ρώτησε αν ακούει ‘τέτοια’ και του πρότεινε να βγουν μαζί εκείνο το βράδυ. ‘Πήγαμε στο MG και μετά με φιλοξένησε σπίτι του. Έμεινα εκεί 3 χρόνια. Σπάνιος άνθρωπος, Χανιώτης τρελός, γίναμε κολλητοί και είναι μες στους 2-3 καλύτερους φίλους που έχω’.
Μετά το Σίνεμα, τον έβρισκα και πηγαίναμε με την παρέα του (που έγινε και δικιά μου) στο L.A. στα Εξάρχεια μέχρι το πρωί. Ο Λάκης, ο ιδιοκτήτης, έπαιζε μόνο Stones από την ώρα που σούρωνε και μετά. Με την συγκεκριμένη παρέα πέρασα μια δεύτερη εφηβεία. Όλα τα παιδιά σπούδαζαν, ήταν ακόμα 22-23 και από το πουθενά βρεθήκαμε να μιλάμε για μουσικές, για Φασμπίντερ’. Ξέχασα να σημειώσω. Τεράστια η μανία του Γιώργου με τον κινηματογράφο.
‘Έχω μεγαλύτερο κόλλημα με το σινεμά απ’ ό,τι με τη μουσική. Ένα διάστημα νοίκιαζα όσες βιντεοκασέτες μπορούσα κι επειδή δεν έφτανε ο χρόνος, για να πω στον εαυτό μου ότι τις έχω δει, έβλεπα κάποιες στο fast fowrard. Για να είμαι καλυμμένος με μένα, να πω ότι είδα και Ντράγιερ’.
Μέχρι τη Β’ Γυμνασίου, ο Γιώργος άκουγε ρεμπέτικα και μάθαινε να παίζει τρίχορδο. Μια μέρα, η ΕΡΤ έβαλε το γουέστερν ‘Pat Garrett and Billy the Kid’, στο οποίο πρωταγωνιστούσε και έγραψε τη μουσική ο Bob Dylan.
‘Στην κιθάρα είμαι αυτοδίδακτος, επιτόπου γράφω μουσική. Ανέκαθεν προτιμούσα να ακούω παρά να παίζω. Όλα τα λεφτά μου πήγαιναν στους δίσκους. Τους αγόραζα το μεσημέρι, τους έκρυβα στα ντουλάπια της πολυκατοικίας και το βράδυ ‘ασανσέρ κάτω και δίσκος πάνω’. Αυτή ήταν η ιστορία. Το περιοδικό ΠΟΠ&ΡΟΚ ήταν το ευαγγέλιο
Οι τελευταίες μπάντες που αγάπησα ήταν οι REM και οι Pixies. Nirvana όχι, προτιμώ τους Wipers ή τους Vaselines’.
Παραδέχεται ότι δεν έχει μελετήσει κανέναν κιθαρίστα, αν και εκτιμά απεριόριστα τον Johnny Marr των Smiths. ‘O Marr δεν είναι για μελέτη. Είναι για να κλειστείς μέσα 5 μήνες και να πεις ότι έπαιξες μερικά ακόρντα του. Μεγάλο ταλέντο, είχε τη δική του τεχνική στο new wave. Εγώ ακούω περισσότερο αμερικάνικο ήχο, ήμουν περισσότερο των Stooges ή αργότερα των Ramones.
Πέρασα και περίοδο κολλήματος με τους Stones. Πηγαίναμε με την παρέα μου στη Θεσσαλονίκη στο Berlin και όταν ο dj έβαζε Stones κυριολεκτικά πέφταμε από τα σκαμπό’.
‘Το κάναμε απλά για να κερδίσουμε τα βλέμματα. Άσε, μεγάλη βλακεία’.
Ανάμεσα στην αγάπη του για το σινεμά και τη μουσική, ο Γιώργος στριμώχνει κι εκείνη για το ποδόσφαιρο και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς. ‘Έπαιζα τερματοφύλακας στον Απόλλωνα μικρός. Πήγαινα πολύ γήπεδο. Προσπαθώ να πηγαίνω και τώρα. Φέτος δεν έχω προλάβει, αλλά θέλω να πάρω και διαρκείας’.
Τελειώνοντας τα τσίπουρα με τον Γιώργο που μεταξύ όλων των παραπάνω έχει γράψει και δικά του νουάρ σενάρια, ενώ συζητάει και με έναν φίλο για ένα ντοκιμαντέρ γύρω από το ελληνικό ροκ, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς και να αποδεχτείς τις τόσες διαφορετικές αποχρώσεις του τι είναι mainstream, τι είναι ροκ, τι είναι και πόσο (δεν) κοστίζει τελικά να είσαι ο εαυτός σου.
Όπως τότε που ο Γιώργος έφαγε 20 μέρες φυλακή στο στρατό, επειδή απλά πεινούσε τόσο στη σκοπιά, που έφαγε το ψωμοτύρι ενός αξιωματικού. Αν ζούσε στην Αμερική, θα τον φωνάζανε ‘The Real Deal’. Δεν το είπε εκείνος, δικό μου ήταν αυτό.