ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Κώστας Γκελαούζος ήθελε να εγκαταλείψει στο 25ο χιλιόμετρο. Τελικά κέρδισε τον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας.

Ο Έλληνας ρέκορντμαν του Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας μας μίλησε για τα παιδικά του χρόνια στην Άμφισσα, την αγάπη του για τα μηχανάκια, το ταξίδι στην Κένυα, τη μάχη με την υπερκόπωση και το μεγάλο όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων.

«Το κλασικό σημείο που “αδειάζεις” στον μαραθώνιο είναι μετά τα 30 χιλιόμετρα. Στην Αθήνα αυτή τη φορά, μου ήρθε από το 21ο. Δεν ένιωθα καθόλου καλά. Ήμουν χάλια. Δεν ήταν η μέρα μου. Ήθελα να εγκαταλείψω, να σταματήσει όλο αυτό. Στο 25ο είπα μέσα μου “Κώστα τέρμα, αυτό ήταν, σταμάτα, δεν πάει άλλο, δε γίνεται σήμερα. Έχεις αλλά 17 χιλιόμετρα μπροστά σου. Υποφέρεις». 

Κι όμως, ο Κώστας Γκελαούζος τα κατάφερε. Τερμάτισε πρώτος στον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας και έκανε ρεκόρ διαδρομής, με το χρονόμετρο να σταματά στις 2 ώρες, 16 λεπτά και 49 δευτερόλεπτα. Μπήκε, καθόλου άδικα, στο πάνθεον των Ελλήνων δρομέων.

«Μετά το 30ο χιλιόμετρο δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Όλα είναι διαγραμμένα από το κεφάλι μου. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συνάντησα τον προπονητή μου και του είπα πως δεν είμαι καλά. Εκείνος μου είπε να συνεχίσω. Θυμάμαι τον θείο μου κι ένα φίλο που μου φώναξαν αλλά δεν μπορούσα ούτε να γυρίσω να τους κοιτάξω» μου λέει, καθώς μου αφηγείται την υπερπροσπάθειά του.

Πώς όμως ήταν τα τελευταία χιλιόμετρα της διαδρομής; «Στο 38ο χιλιόμετρο ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Όταν έφτασα στην κατηφόρα της Ηρώδου Αττικού ήταν μπροστά μου οι ποδηλάτες και μου φώναζαν “πάμε”. Και εγώ τους απάντησα “δεν μπορώ άλλο, αφήστε με”. Δεν γινόταν να δώσω κάτι παραπάνω. Είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου».

Κανεί δεν γνώριζε αυτές τις σκέψεις του Γκελαούζου που τον συντρόφευαν στα 42 χιλιόμετρα διαδρομής από τον Μαραθώνα ως το κέντρο της Αθήνας. «Τα ‘χα μελετήσει όλα στο μυαλό μου από πριν. Ήξερα σε ποιο σημείο έπρεπε να πάω πιο γρήγορα για να κερδίσω τον χρόνο που θα έχανα στις ανηφόρες. Οι καιρικές συνθήκες ήταν τέλειες για Αθήνα. Ο ρυθμός που ξεκίνησα ήταν για 2:15. Ακολούθησα έναν πολύ γρήγορο ρυθμό στην αρχή. Ξέφυγε λίγο από αυτό που είχα υπολογίσει. Δεν το πολυσκεφτόμουν εκείνη την ώρα. Μου κόστισε, όμως, μετά το 20ο χιλιόμετρο» εξηγεί ο ίδιος, μερικές μέρες μετά το μεγάλο του επίτευγμα.

Όσο για την είσοδό του στο στάδιο; «Μπήκα με πολύ πόνο στο Καλλιμάρμαρο. Αν δεις το βίντεο, την ώρα που έφτασα, έκανα γκριμάτσες. Όλες τις άλλες φορές που τερμάτιζα στο Παναθηναϊκό Στάδιο ήμουν χαρούμενος, ευτυχισμένος. Τώρα δεν μ’ ένοιαζε τίποτα άλλο από το να τελειώσω τον αγώνα και να πέσω κάτω στον τάπητα. Υπέφερα. Τα τελευταία 15 μέτρα, ένιωσα αυτή τη χαρά. Με συγκίνησε ο κόσμος. Κάπου στο 35ο χιλιόμετρο, που ήμουν έτοιμος να εγκαταλείψω, σκέφτηκα αυτή τη στιγμή και δάκρυσα. Το μάζεψα, όμως, γιατί δεν ήθελα να αρχίσω να κλαίω μπροστά στην κάμερα».

Η σκληρή προετοιμασία πριν τον μαραθώνιο

Κώστας Γκελαούζος

Συναντήσαμε τον Έλληνα ρέκορντμαν του Αυθεντικού Μαραθωνίου σε ένα καφέ της Αθήνας. Ο Κώστας Γκελαούζος δεν μοιάζει σε τίποτα μ’ εκείνον τον καταπονημένο δρομέα που είδαμε όλοι από τις οθόνες της τηλεόρασης. Είναι ήρεμος, ευδιάθετος και ορεξάτος για συζήτηση. Ο ίδιος, όπως εξηγεί, περνά αυτές τις μέρες τη «μελαγχολία των μαραθωνοδρόμων».

«Μετά το τέλος κάθε μαραθωνίου υπάρχει ένας κανόνας. Για μια βδομάδα δεν πρέπει να κάνεις απολύτως τίποτα. Υπάρχουν πολλοί δρομείς που δεν μπορούν να περπατήσουν. Ευτυχώς σε μένα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ενώ έκανες μια προετοιμασία ασταμάτητη καθημερινά, ξαφνικά έχεις όλη τη μέρα μπροστά σου. Τριγυρνάω, κάνω δουλειές στο σπίτι, πάω βόλτες, περπατάω, πειράζω τη μηχανή μου» εξηγεί.

Η συνθήκη αυτή είναι αντιστρόφως ανάλογη μ’ εκείνη που βιώνει μία βδομάδα πριν από τον αγώνα. Όπως παραδέχεται ο ίδιος, μέσα σ’ αυτές τις μέρες έφτασε να κάνει συνολικά 210 χιλιόμετρα, με διπλές προπονήσεις καθημερινά.

«Η προπόνηση είναι πιο δύσκολη από τον αγώνα. Είναι πολύ οριακό το σημείο από το να πάθεις υπερκόπωση. Κάνω δύο προπονήσεις την ημέρα και συνολικά 13 την εβδομάδα. Πριν από τον αγώνα φτάνω στο σημείο να κάνω 20 χιλιόμετρα το πρωί και 20 το απόγευμα. Ξεκινάω στις 6 τα ξημερώματα και όταν γυρίζω στο σπίτι, το μόνο που θέλω είναι να κάνω ένα ζεστό μπάνιο, να φάω κάτι και να κοιμηθώ. Το απόγευμα έχει ξανά προπόνηση και η μόνη χαλάρωση είναι να δω καμιά ταινία το βράδυ στον καναπέ του σπιτιού μου. Και την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο».

Η καταπόνηση του σώματός του είναι τεράστια. «Έχω πάθει οστικά ραγίσματα στη λεκάνη από την υπερβολική προπόνηση. Το σώμα έρχεται σε σύγκρουση με το μυαλό. Δεν υπάρχει μέρα που να ‘χω ξυπνήσει και να νιώθω καλά. Κάθε πρωί νιώθεις βασανισμένος, ταλαιπωρημένος. Υπάρχουν μέρες που δεν έχεις καθόλου ενέργεια να σηκωθείς από το κρεβάτι. Που περιμένεις να τρέξεις μερικά χιλιόμετρα – τα πρώτα οκτώ που είναι συνήθως το ζέσταμα – για να φτάσεις στο δέκατο και να νιώσεις καλά».

Όπως παραδέχεται, όμως, η προπόνηση αυτή είναι εθιστική για τον ίδιο. Δεν υπάρχει μέρα που να σηκωθεί και να μην θέλει να τρέξει. Το τρέξιμο έχει γίνει η δεύτερη φύση του. Τίποτα, όμως, δεν ήταν έτσι, όταν ξεκινούσε.

Τα παιδικά χρόνια στην Άμφισσα και η αγάπη του για το ποδόσφαιρο

Ο Κώστας Γκελαούζος γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1990 στην Άμφισσα. Ο πατέρας του, πρώην ποδοσφαιριστής και «βαμμένος» Παναθηναϊκός τον έβαλε με μιας στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Όπως θυμάται ο δρομέας, δεν υπήρχε σαββατοκύριακο που η τηλεόραση να μην έδειχνε μπάλα. Μεγάλο του ίνδαλμα ήταν ο Κριστόφ Βαζέχα και στόχος του να γίνει μια μέρα επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.

Οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν από τα ματς που έπαιζε με την παρέα του στους δρόμους της πόλης. «Ήμουν ένα παιδί με πολλή ενέργεια. Έφευγα από το σπίτι μου στις 4 το μεσημέρι και έπαιζα μπάλα μέχρι τις 9 το βράδυ που νύχτωνε και έρχονταν οι γονείς μου να με μαζέψουν με το ζόρι» εξηγεί.

Στο Δημοτικό ξεκίνησε να παίζει σε μια τοπική ομάδα της περιοχής. Ο μικρός Κώστας έπαιζε στη θέση του επιθετικού χαφ. Ο ίδιος λάτρευε να παίζει ως striker, ωστόσο, κάθε φορά που έφτανε μπροστά στο τέρμα, έστελνε τη μπάλα στο Θεό.

Σε μια απ’ τις προπονήσεις της ομάδας, τον προσέγγισε ένας προπονητής στίβου και του ζήτησε να τρέξει σ’ έναν τοπικό αγώνα. Όλοι στην ομάδα γνώριζαν πως του Κώστα του άρεσε να τρέχει και να κυνηγάει τους αντιπάλους, αλλά κανείς δεν είχε αντιληφθεί την τρομερή του κλίση.

Στον αγώνα έτρεξε «για πλάκα», αλλά κέρδισε. Τότε ο πατέρας του αποφάσισε να τον γράψει στο αθλητικό Γυμνάσιο. Ο Γκελαούζος το δέχθηκε, μ’ έναν όρο: να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο.

Χωρίς να το καταλάβει, είχε μπει ήδη σε διπλές προπονήσεις: στίβο το πρωί στο σχολείο και μπάλα το βράδυ στο γήπεδο. Όσο περνούσε ο καιρός, όμως, και φαινόταν το ταλέντο του στις μεγάλες αποστάσεις, ο προπονητής και ο πατέρας του τον πίεζαν να ασχοληθεί αποκλειστικά με τον στίβο. Εκείνος δεν το ήθελε με τίποτα, όμως, σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές πήγαινε κρυφά στις προπονήσεις ποδοσφαίρου.

Και μετά έφτασε το Λύκειο. «Ξέρεις πως είναι η εφηβεία. Μηχανάκια, βόλτες, ξενύχτια. Μπορεί να πήγαινα σε αγώνες και να τους κέρδιζα αλλά παρέμενα αλητάμπουρας. Να φανταστείς είχα παντού στο πρόσωπό μου σκουλαρίκια. Ένα βράδυ, θυμάμαι, είχα κερδίσει το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στα Τρίκαλα και επειδή είχε κίνηση στο δρόμο, φτάσαμε σπίτι στις 3μιση το πρωί.

Τότε ο προπονητής μου μου είπε “Κώστα πήγαινε ξεκουράσου, κοιμήσου και να μην κάνεις αύριο προπόνηση”. Εγώ συμφώνησα. Με το που έφτασα στο σπίτι πήρα το μηχανάκι και έφυγα. Μου την είχε στήσει, όμως, στο επόμενο τετράγωνο. Δεν μου είπε τίποτα εκείνο το βράδυ αλλά την επόμενη μέρα μ’ έδιωξε από την προπόνηση. Στην τρίτη Λυκείου είχα ένα ατύχημα με το μηχανάκι. Νευρίασε και μου ανακοίνωσε πως σταματάμε τη συνεργασία μας».

Η νέα ζωή στην Αθήνα

Την επόμενη χρονιά ο Κώστας Γκελαούζος ήρθε στην Αθήνα, έχοντας σταματήσει κάθε προπόνηση. Οι μόνες αποστάσεις που έκανε με τα πόδια ήταν όταν μοίραζε προωθητικά φυλλάδια από σπίτι σε σπίτι στους δρόμους της πόλης για οκτώ ώρες. Ο ίδιος είχε πάψει να είναι αθλητής. «Έκανα κραιπάλες, ξενύχτια. Η διατροφή μου ήταν πολύ κακή. Έφτασα στο σημείο να ζυγίζω 78 κιλά, από τα 63 που ήμουν όταν έφυγα από την Άμφισσα. Μια μέρα, λοιπόν, ξύπνησα, το σκέφτηκα και είπα πως αυτό δεν είναι ζωή για μένα. Ίσως έπρεπε να μου δώσω μια δεύτερη ευκαιρία».

Ζήτησε από έναν γνωστό προπονητή να τον βοηθήσει να μπει και πάλι σε ρυθμούς πρωταθλητισμού. Είχε χαθεί, όμως, πολύς χρόνος και κανείς δεν γνώριζε εάν θα τα κατάφερνε. Άρχιζε να τρέχει στον Εθνικό Κήπο, την παραλιακή, την Πάρνηθα, τον Υμηττό. Έβρισκε και πάλι τον παλιό του εαυτό.

Ο Γκελαούζος κατέβηκε σε αγώνες τρία χρόνια αργότερα, κάνοντας τη μεγάλη έκπληξη, κερδίζοντας το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στα πέντε χιλιόμετρα. Είχε βρει πια τι ήθελε να κάνει στη ζωή του.

Τα επόμενα χρόνια, μαζί με την κοπέλα του, επίσης δρομέα μεγάλων αποστάσεων, γύρισαν όλον τον κόσμο – έτρεξαν από τα Πυρηναία Όρη στη Γαλλία μέχρι την Κένυα. Εκεί είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά μερικούς από τους πιο σημαντικούς δρομείς μιας χώρας που διαθέτει τεράστια παράδοση τους μαραθωνίους.

«Αυτό που ζούμε εδώ, δεν υπάρχει εκεί. Όταν τελειώνουν την προπόνηση, μαζεύονται όλοι μαζί, τρώνε τις μπανάνες τους, φτιάχνουν μόνοι τους τσάι ή καφέ για να χαλαρώσουν. Όλα είναι πιο απλά και ταπεινά. Η ζωή είναι πιο ήσυχη, πιο ήρεμη. Αν κάτσεις και μιλήσεις μ’ έναν Κενυάτη δρομέα, παθαίνεις πλάκα με το πόσο ήρεμος είναι. Εμείς είμαστε μέσα στην τσίτα. Αυτοί τρέχουν, βέβαια, και στα 2.500 μέτρα υψόμετρο. Εδώ στην Ελλάδα δεν μπορείς να βρεις πουθενά τόσο καθαρή ατμόσφαιρα» σημειώνει.

Έτρεξε τον πρώτο του Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας το 2017. Όπως εξηγεί ο ίδιος, ο συγκεκριμένος αγώνας είναι ένας από τους πιο δύσκολους στον κόσμο. «Είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη, ο οποίος δεν είναι κυκλικός. Ξεκινάς με ευθεία, συνεχίζεις με ανηφόρα και στο τέλος έχεις κατηφόρα. Και η κατηφόρα μετά από 30 χιλιόμετρα είναι ό,τι χειρότερο. Να ‘σαι τόσο ταλαιπωρημένος και να πρέπει να βάζεις συνεχώς κόντρα στα πόδια σου. Είναι πολύ δύσκολο».

Στον αγώνα τερμάτισε δεύτερος, καθώς ο Χριστόφορος Μερούσης τον προσπέρασε στα δύο τελευταία χιλιόμετρα. «Με πέρασε μπροστά από το Μέγαρο Μουσικής. Δεν μπορούσα, όμως, να τον προσπεράσω ξανά. Στον Μαραθώνιο παλεύεις με τον εαυτό σου και όχι με τον αντίπαλο. Δεν μπορείς εκεί που έχεις “καρφώσει” να δώσεις ξανά. Είναι αδύνατο. Αν έχεις αδειάσει από γλυκογόνα, δύο είναι οι επιλογές: να συνεχίσεις στο ίδιο βήμα για να τερματίσεις ή να λιποθυμήσεις».

Η αγάπη του για τον Παναθηναϊκό


ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ / EUROKINISSI

Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, μέχρι τον φετινό, συνέβη το 2019, στον τελευταίο αγώνα πριν από τον κορονοϊό. Κατά τη διάρκεια αυτού, έλαβε χώρα και μια σκηνή που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του, όταν δεκάδες οπαδοί του Παναθηναϊκού βρέθηκαν στη Μεσογείων, άναψαν πράσινα καπνογόνα και φώναξαν συνθήματα υπέρ του, καθώς αγωνιζόταν με το σήμα του τριφυλλιού στη μπλούζα του.

«Δεν το γνώριζα. Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να παίξω στον Παναθηναϊκό. Μου έδωσε μεγάλο κίνητρο. Είπα “κοίτα, ο κόσμος του Παναθηναϊκού με αγαπάει”». Την εκτίμησή του στο τριφύλλι την έδειξε και εκείνος φέτος, όταν μετά το τέλος του μαραθωνίου φίλησε το σήμα και κράτησε μια πράσινη σημαία.

Η ιστορία πίσω από το πώς έφτασε αυτή η σημαία στο Καλλιμάρμαρο είναι ιδιαίτερη. «Είχα κανονίσει να μου την πετάξει ένας φίλος στο 41ο χιλιόμετρο. Ήμουν τόσο ταλαιπωρημένος, όμως, που δεν τον κατάλαβα. Εκείνος τότε πήρε ένα πατίνι, με ακολούθησε, μπήκε στο Καλλιμάρμαρο, με βρήκε στον τερματισμό και μου την έριξε».

Η σκληρή ζωή ενός μαραθωνοδρόμου στην Ελλάδα

Μεγάλος στόχος του ίδιου είναι η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024 στο Παρίσι. Ο Γκελαούζος το προσπάθησε τόσο το 2016, όσο και το 2020, ωστόσο και τις δύο φορές στάθηκε άτυχος. «Το 2016, το όριο ήταν στις 2 ώρες και 19 λεπτά. Εγώ έκανα 2:21. Όσον αφορά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020 έκανα τρεις φορές κάτω από 2:19, έφτασα στο 2:14, αλλά, άλλαξαν, ξαφνικά, τα όρια και τα πήγαν στο 2:11:30. 8 λεπτά είναι μεγάλη υπόθεση».

Ο ίδιος, όμως, νιώθει έτοιμος να πιάσει κι αυτόν τον στόχο. «Είμαι πεισματάρης. Μέσα στον επόμενο χρόνο θα φτάσω στο 2:13 και, αν είμαι υγιής, θα πιάσω το 2:11».

Το κυνήγι του χρόνου και της καλύτερης επίδοσης, όμως, δεν ήταν ποτέ εύκολο στην Ελλάδα. «Είναι απογοητευτικά δύσκολο αυτό που κάνουμε εδώ. Έχουν υπάρξει αρκετές φορές που έχω σκεφτεί να τα παρατήσω. Αν δεν υπήρχαν οι γονείς μου δεν θα είχα φτάσει εδώ που έχω φτάσει. Μέχρι τα 26 με συντηρούσαν μόνο εκείνοι.

Είναι παράλογο αυτό που συμβαίνει. Χάνεις τις σπουδές σου, ανθρώπους από την καθημερινότητά σου. Και δεν σου γυρνάνε ποτέ πίσω, τις περισσότερες φορές. Έτυχε εγώ να έχω λύσει το βιοποριστικό ζήτημα. Πίστεψε με, του ίδιου επιπέδου με μένα αθλητές σε άλλες αποστάσεις, δεν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. Υπήρξαν μέρες που την έβγαζα με δύο ευρώ. Έτρωγα κάθε μέρα μακαρόνια και πήγαινα στο σούπερ μάρκετ για να αγοράσω τα πιο φθηνά. Έσπαγα το φαγητό σε δυο μερίδες. Εγώ το άντεξα. Δεν ξέρω αν θα έλεγα σ’ ένα παιδί να τα περάσει όλα αυτά, όμως».

Οι σκέψεις για αποχώρηση είχαν γίνει έντονες το περασμένο καλοκαίρι. «Ήταν 10 Ιουνίου και στην Αθήνα είχε πάνω από 30 βαθμούς. Πώς να βγεις να κάνεις 20 χιλιόμετρα προπόνηση; Και ποιος θα το δει; Ποιος θα το καταλάβει;».

Όλος αυτός ο αγώνας του Κώστα Γκελαούζου προς το αδύνατο παρουσιάζεται στην νέα ταινία μικρούς μήκους που είναι αφιερωμένη σ’ αυτόν. Από τις προπονήσεις, αχάραγα στο βουνό, μέχρι την μεγάλη ημέρα του Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας απεικονίζεται όλη η μάχη που έδωσε και συνεχίζει να δίνει ο Έλληνας δρομέας προκειμένου να καταφέρει έναν στόχο που για τους περισσότερους θα έμοιαζε ανέφικτος. Για ‘κεινον, όμως, δεν ήταν.

Δημιουργός αυτής της ταινίας είναι η adidas, η οποία πίστεψε στο όραμά του και στέκεται στο πλευρό του σ’ όλες τις μάχες που πρόκειται να δώσει στο μέλλον. «Ήθελα να βρεθεί κάποιος να μου δώσει κίνητρο. Το να σε εκτιμά να σε πιστεύει και να επενδύει σε εσένα μια τέτοια εταιρεία είναι μεγάλο πράγμα. Με κέρδισε ο τρόπος προσέγγισης των ανθρώπων της adidas και από εκείνη την στιγμή έβαλα στόχο να κάνω ρεκόρ στον Αυθεντικό Μαραθώνιο της Αθήνας» καταλήγει ο δρομέας.

Όταν πια το ρεκόρ είχε επιτευχθεί, ο Κώστας Γκελαούζος γύρισε σπίτι, ξεκουράστηκε για μερικές ώρες, και ξαναβγήκε για περπατήσει με τα πόδια από το Καλλιμάρμαρο ως την Ακρόπολη για να χαλαρώσει, πίνοντας μια μπύρα, μετά από τόσο καιρό. Ένας από τους πιο σκληρούς αγώνες στη ζωή του ήταν πια παρελθόν.