Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δεν έχει ενδιαφέρον
- 11 ΙΟΥΝ 2015
Κάποτε η συνάντηση με έναν άνθρωπο με γαλάζια μάτια και λευκό δέρμα δεν θεωρείτο ένα απλό καθημερινό περιστατικό. Τουναντίον. Είχε βαρύνουσα σημασία, καθώς ανάλογα τα επίπεδα αισιοδοξίας και «προόδου» της εκάστοτε φυλής αποτελούσε προοικονομία τύχης ή απύθμενης γκαντεμιάς (δεν ξέρω εάν τη χρησιμοποιούσαν τότε αυτή η λέξη).
Με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, συμφωνήσαμε ότι ως κοινωνία-γενιά-είδος(;) έχουμε πλέον εκσυγχρονιστεί, γι αυτό και αποφάσισα να μην λάβω υπόψη μου την ευχή-κατάρα και να τον συναντήσω. Σπίτι του. Ένα μεσημέρι που αν το διπλανό όχημά μου στην πηγμένη και «πνιγμένη» Βασιλίσσης Σοφίας, ήταν η Κιβωτός του Νώε δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση. Ναι, έβρεχε καταρρακτωδώς και όχι, δεν πήγε το μυαλό μου στην πρώτη παράγραφο του κειμένου γιατί όλα αυτά, συνέβησαν πριν του χτυπήσω το κουδούνι. Πριν μου ανοίξει την πόρτα και πριν μου ζητήσει συγνώμη που δεν πρόλαβε να αλλάξει ρούχα από τη γυμναστική και να με υποδεχθεί (να δεις πώς το είπε, α ναι) «κάπως πιο ευπρεπώς» (!).
Μου πρόσφερε καφέ και με ρώτησε πού θέλω να καθίσουμε. Σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη και σαν κατά κάποιον τρόπο να ήξερα το σπίτι (πρώτη φορά τον έβλεπα) διάλεξα το μικρό μπαλκονάκι που βρισκόταν στην κουζίνα. Ξέχασα να βάλω τη λέξη υπέροχο.
Μια φορά και έναν καιρό, στον επιφανειακό και γεμάτο ενδιαφέρον κόσμο του ελληνικού καλλιτεχνικού γίγνεσθαι, εμφανίστηκε ένας άντρας. Ένας μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών και απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου που ομολογουμένως -του το δίνω δηλαδή- προσπάθησε πάρα πολύ να κρατήσει χαμηλό προφίλ. Και δεν ξέρω εάν φταίει το ταλέντο, το ταμπεραμέντο, η δυναμική του προσωπικότητα ή ο συνδυασμός τους, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι απέτυχε παταγωδώς. Όλοι μιλούσαν σαν εκείνον τον πιτσιρικά στο Λόγω Τιμής με τα μπλε μάτια και το λεγόμενο «νεύρο». Όταν δε εμφανίστηκε στο Να με Προσέχεις, στο πλευρό του Αλέκου Αλεξανδράκη, κάποιοι τόλμησαν να τον συγκρίνουν μαζί του. Παρά το νεαρό της ηλικίας του και παρά το κουραστικό αυτό χαρακτηριστικό μας να συγκρίνουμε ανθρώπους και να τους κατηγοριοποιούμε. «Μας αρέσει να βάζουμε ετικέτες γιατί όταν κατηγοριοποιούμε τα πράγματα και τις καταστάσεις, γλιτώνουμε χρόνο» μου εξηγεί ο Κωνσταντίνος παράλληλα με την τηλεόραση, καταχειροκροτείται και στο θέατρο. Σε μία σκηνή που επιλέγει να μην δοκιμάζει μόνο κλασικούς ή συμβατούς με την εποχή ρόλους.
Και κάπως έτσι, ξεκινήσαμε να μιλάμε. Για το θέατρο, την τηλεόραση, την παρουσίαση του Survivor, τη συμμετοχή του στην πολιτική κίνηση της Δράσης και για άλλα πολλά και καθόλου ενδιαφέροντα πράγματα.
Ένας ηθοποιός, για το θέατρο
«Αισθάνομαι ότι ως θεατής, έχω ανάγκη να επικοινωνήσω με μία παράσταση. Το θέατρο κατά βάση, είναι μία ρητορική τέχνη. Μία επιθυμία επικοινωνίας περιεχομένου. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται μία φόρμα. Οι αισθητικές φόρμες αλλάζουν λίγο πολύ όπως η μόδα. Επηρεαζόμαστε πάρα πολύ από τη μόδα. Η αισθητική φόρμα έχει να κάνει με το συρμό της εποχής. Το ’90 στη Γερμανία ήταν πολύ της μόδας η αποδόμηση. Από εκεί μας ήρθε. Και από εκεί άρχισε να υποχωρεί. Και θα αρχίσει να φεύγει και εδώ. Τώρα εκεί επικρατεί ένας μεταρρεαλισμός. Μία επιστροφή στο ρεαλισμό». Ήπια μια γουλιά καφέ και βιάστηκα να τον ρωτήσω για την επικρατούσα τάση της αποδόμησης πριν αυτή -σύμφωνα με τα λεγόμενά του- μας αποχαιρετήσει.
«Δεν είναι του τύπου μου ούτε συμμερίζομαι σκηνοθεσίες που αποτελούν προτάσεις ύφους» μου εξηγεί και καθώς παίρνει ανάσα του αναφέρω την περίπτωση του Βυσσινόκηπου του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Με μια κάποια απογοήτευση, με πληροφορεί ότι δεν πρόλαβε να τη δει και συμπληρώνει: «Παρατηρώ ότι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που βλέπει θέατρο, που είναι ιδεασμένο και έχει την επιθυμία να μπει μέσα στα κύματα της αποδόμησης και της αισθητικής κ.ο.κ. Πολύ συχνά, παίρνει μεγάλη χαρά από παραστάσεις, τις οποίες καταλαβαίνει».
Επικαλούμενος την άποψη του Γκαίτε ότι «Ένα βιβλίο πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα», μου εξηγεί ότι αδυνατεί να καταλάβει το λόγο που ορισμένοι καλλιτέχνες επιθυμούν να βάλουν το θεατή σε μία διαδικασία που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του. Μιλώντας για κείμενα και δυσκολίες «πετάει» και μία ορθότατη κακιούλα για τις θεατρικές κριτικές: «Το βασικό που έχει αρχίσει να χάνεται ενώ πρέπει να συμβαίνει είναι το γεγονός ότι για να γραφτεί μία κριτική οφείλει να καταναλωθεί κόπος ανάλογος με τον κόπο που έχει καταναλωθεί για δημιουργηθεί η παράσταση για την οποία γράφει». Και σταματάει.
Αφήνω μία παύση να «πέσει». Έχει δίκιο. Αν η δεισιδαιμονία ήταν η trend λέξη των περασμένων αιώνων, τότε η μετά-παράσταση είναι σίγουρα αυτού που διανύουμε. ‘Η αμέσως επόμενη, είναι ίσως η λέξη κουλτούρα και η ταύτιση αυτής με το λεγόμενο και ως «βαρύ», σοβαρό περιεχόμενο ενός θεατρικού κειμένου.
Γελάει και με τα δάχτυλά του, υπογράφει τον αέρα: «Και αυτή η ατάκα, είναι δική μου. Μπορείς να γράψεις Κωνσταντίνος». Κάνω αυτό που μου λέει, ενώ ταυτόχρονα, στο μυαλό μου έρχεται η αγαπημένη μου ατάκα του από μια παλιά του παράσταση, το Πέτρες στις Τσέπες τους. «Κομπαρσουλίνια μου, είμαστε έτοιμοι;» τους θυμάμαι να λένε και να ξαναλένε με τον Δημήτρη Λιγνάδη. «Καλά πόσο χρονών είσαι και το είχες δει;» απορεί και εκείνος. «Στο Πέτρες στις τσέπες τους, λέγαμε με το Δημήτρη (Λιγνάδη) ότι πρόθεσή μας είναι να φτιάξουμε ένα πολύ ακριβό κουστούμι με πολύ φθηνά υλικά. Δεν είχε βάθος, δεν είχε υψηλά νοήματα. Ήταν ένα πανηγύρι χαράς. Θυμάμαι πόσο το είχε χαρεί όταν το είδε ο Λευτέρης Βογιατζής. Το θυμάμαι σαν τώρα».
Ένα μεγάλο χαμόγελο του ξέφυγε και σχεδόν μου «άνοιξε την πόρτα» να του ζητήσω να μου μιλήσει λίγο ακόμα για τα «κομπαρσουλίνια». Για τον ηθοποιό, ως ιδιότητα και ως τέχνη.
Παίρνει ανάσα και συνεχίζει: «Ο ορισμός του ηθοποιού περιλαμβάνει και δύο άλλα πράγματα: Ότι πληρώνεται -λίγο, πολύ δεν έχει σημασία. Και ότι το κάνει κάθε βράδυ σε συγκεκριμένη ώρα. Παίζει κάθε βράδυ μπροστά σε κοινό στις 21.00». Κοντοστάθηκε στο θέμα του κοινού.
Με κοίταξε με ένα κάποιο παράπονο (τύπου: είναι άδικο) και συμπλήρωσε: «Ένας συγγραφέας μπορεί να κάψει ένα διήγημα που το θεωρεί κακό. Εμείς δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Τις αποτυχίες μας, εσείς τις βλέπετε. Θέλει ένα θάρρος όλο αυτό. Οι ηθοποιοί δεν είμαστε πρωτογενείς δημιουργοί, είμαστε δευτερογενείς. Είμαστε μεταπράττες. Παίρνουμε το έργο κάποιου και το φτιάχνουμε. Άρα τι βάζουμε από τον εαυτό μας; Ειδικά όταν κάνουμε ρόλους εντελώς διαφορετικούς. Όταν τη μία κάνεις το Φιλοκτήτη, την άλλη τον Πουπουλένιο, την άλλη τον Οιδίποδα, μετά το Σικάγο».
Μύθος δηλαδή η άποψη ότι «όσο πιο πολύ καταφέρει να βγει από τον εαυτό του ένας ηθοποιός για να υποδυθεί ένα ρόλο, τόσο πιο επιτυχημένη είναι η ερμηνεία του»; Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο, ναι. «Ένας ηθοποιός είναι φτιαγμένος για να πει ορισμένες συγκεκριμένες ιστορίες που τον αφορούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η επιτυχία ενός ηθοποιού είναι να πετύχει να υποδυθεί έναν άλλο ρόλο μιλώντας για τον εαυτό του».
Πολιτική και προκατάληψη
Εκείνη την ώρα συνέβησαν δύο πράγματα -ταυτόχρονα. Ο υπέροχος κανελί γάτος του (του οποίου το όνομα δυστυχώς, δεν θυμάμαι) ήρθε στην παρέα μας και η λέξη θαυμασμός μου έδωσε την ιδανική πάσα για την εξής ερώτηση: «Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να απολαμβάνει την αγάπη του κοινού να επιλέγει να ενταχθεί στην πολιτική; Σε μία επιστήμη που δεν τη λες και τόσο προσφιλή προς τον κόσμο» (σ.σ.: Το 2009, υπέγραψε την ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος Δράση);
«Δεν αποφάσισα ποτέ να αφήσω την υποκριτική ή κάτι τέτοιο για να μπω στην πολιτική. Απλώς, σε μία συγκεκριμένη εποχή που μας φαίνεται πάρα πολύ μακρινή ενώ δεν είναι, το 2009, κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι διατύπωσαν έναν δημόσιο λόγο με τον οποίο συμφωνούσα απολύτως και θεώρησα ότι έπρεπε να συνταχθώ μαζί τους. Λέγαμε πράγματα που τότε, θεωρούνταν “περίεργα”, ωστόσο εισήχθησαν στο δημόσιο διάλογο δύο χρόνια αργότερα και μάλιστα με τον πιο σκληρό και βίαιο τρόπο. Το να μιλήσεις για το δημόσιο ή το άσυλο στην Ελλάδα αν σκεφτείς ότι ακόμα και τώρα αποτελεί ταμπού, σκέψου πόσο περίεργο ακούστηκε τότε. Και πόσο αντιδραστικό».
Πίνει μία γουλιά καφέ και αλλάζει τόνο στη φωνή του (είναι πολύ σοβαρός τώρα): «Θέλει χρόνο για να μπορέσεις να αποδεχτείς κάποια πράγματα. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, θα σε πάω 150 πίσω, τότε που η δουλεία ήταν ένα φυσιολογικό πράγμα. Πενήντα, εξήντα χρόνια πριν, η ομοφυλοφιλία αποτελούσε κεφάλαιο στο βιβλίο της αμερικανικής ψυχιατρικής εταιρείας ως ψυχική ασθένεια. Και πάει λέγοντας. Οι απόψεις της κοινωνίας, αλλάζουν. Αργά και με έναν τρόπο πολύ ήπιο».
Really? Reality?
Κάτι τέτοιο δεν έγινε και με την άποψη που επικρατούσε στον καλλιτεχνικό κυρίως κόσμο για τα reality και γενικότερα τις τηλεοπτικές παρουσιάσει; Έκανα φωναχτά μια σκέψη. Το συνηθίζω μερικές φορές. Εκείνος με κοιτάει και πριν προλάβει να μου μιλήσει, του λέω: «Όταν έμαθα ότι θα παρουσιάσεις το Surviror, δεν το πίστευα».
«Στην περίπτωση του Survivor, είχα πήξει. Είχα τελειώσει με τον Άμλετ στο Εθνικό. Μετά είχα κάνει τον Ιππόλυτο και μετά σταμάτησα για ένα χρόνο. Ήμουν σε μία αναζήτηση περιεχομένου. Όταν λοιπόν μου προτάθηκε -και πολλοί σκέφτηκαν ότι το αποδέχθηκα για τα λεφτά, αγνοώντας πιθανώς ότι εκείνη την περίοδο έβγαζα πολύ καλά χρήματα- είπα το ναι γιατί μου αρέσει που σαν παιχνίδι βρισκόταν στον πολύ παρεξηγημένο χώρο που στην Ελλάδα λέμε reality ενώ στο εξωτερικό είναι κάτι ανάμεσα σε documentary και reality. Δεν είναι σαν το Big Brother.
«Δεν είναι αφήνω ανθρώπους να ζουν μια βαρετή ζωή και απλά τους παρακολουθώ. Είναι βάζω ανθρώπους να ζήσουν στη φύση (κάτι το οποίο όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός αποζητά και ταυτόχρονα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από αυτήν) και να αντιπαλέψει τη φύση και τον άλλο άνθρωπο. Τον βάζεις να οργανωθεί σε μία ομάδα και ταυτοχρόνως, να πρέπει να σώσει και τον εαυτό του. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον (κράτα τη λέξη) παιχνίδι». Παρότι δεν διαφωνώ, δεν άντεξα να μην σχολιάσω την «κακιούλα» περί Big Brother. Και εκείνος, έσπευσε να εξηγηθεί. «Το πρόβλημά μου με το Big Brother δεν είναι ηθικό. Είναι ότι απλώς, βαριέμαι πάρα πολύ. Σε τέτοια reality που απουσιάζει η δράση, καταλαβαίνεις την αξία της μυθοπλασίας».
Δημοσιότητα, αυτή η γνωστή
Πράγματι, αυτό είναι η ζωή. Ωστόσο ακόμα μεγαλύτερη πραγματικότητα, αποτελεί το -θλιβερό- γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω ζωής βλέπουμε τον κόσμο να ξεφτιλίζεται τόσο εντός όσο και εκτός εισαγωγικών για λίγα λεπτά δημοσιότητας. «Η δημοσιότητα σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι είσαι σημαντικός».
Μου παραδέχεται ότι ούτε εκείνος πετάει τη σκούφια του να τον αναγνωρίζουν στο δρόμο, ωστόσο, το θεωρεί ως ένα άμεσο παρελκόμενο της δουλειάς του και τίποτα περισσότερο.
Ο γάτος γουργουρίζει ευχάριστα στην πλάτη μου, ενώ εγώ δίνω στο αφεντικό (πολύ κακή λέξη αλλά αντιπαθώ τα «σκυλομπαμπάς»,κλπ) του έναν χαρακτηρισμό που ενώ αρχικά αρνείται, εν τέλει, είναι σε θέση να μου τον επιβεβαιώσει. Τον είπα: Αυστηρό.
«Γιατί το λες αυτό; Έχω έναν τόνο αυστηρό, πράγματι, κατασκευαστικά όμως».
Μου δείχνει τα ρούχα του: «Για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν πρόλαβα να αλλάξω και είμαι με τα ρούχα της γυμναστικής, δεν είναι σωστό. Ή μάλλον, δεν είναι αυτό που λέμε: Πρέπον». Και ενώ στην αρχή έδειχνε δυσαρεστημένος γι αυτήν μου την παρατήρηση, τώρα μοιάζει να το χαίρεται. «Παρότι είμαι πολύ φιλελεύθερος κοινωνικά, θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο φερόμαστε ανά περίσταση και ανά χώρο πρέπει να είναι συγκεκριμένος, και όχι χύμα. Είναι καλό να μην είμαστε εντελώς χύμα».
Οι άνθρωποι ωστόσο, τον πλησιάζουν όπως μου εξηγεί. «Είτε μιλάμε για ανθρώπους πολύ ιδεασμένους που σε έχουν δει στην Επίδαυρο και έχουν καταλάβει και έχουν αναλύσει είτε μιλάμε για ανθρώπους που κάπως τους έχει αγγίξει πολύ αυτό που κάνεις (αυτό για παράδειγμα μου συνέβη σε έντονο βαθμό με τον Πουπουλένιο) είτε μιλάμε για πολύ απλοϊκούς ανθρώπους που σε αντιμετωπίζουν ως συγγενή ή φίλο τους. Οτιδήποτε μας ανοίγει σαν ανθρώπους (κάνει αυτήν την κίνηση που εικονοποιεί κατά κάποιον τρόπο την ευφορία) είναι θετικό. Είναι καλό και πρέπει να το αποζητούμε».
Ενδιαφέρον, το
«Προσπαθώ να μην χρησιμοποιήσω τη λέξη «ενδιαφέρον» γιατί το πλήγμα της εποχής, είναι αυτή ακριβώς η λέξη. Κάποιον που ερωτεύεσαι, δεν τον βρίσκεις ενδιαφέροντα. Το αγαπημένο σου φαγητό, δεν το λες ενδιαφέρον». Τον κοιτάω σχεδόν αποσβολωμένη -πώς το πέτυχε αυτό ο άτιμος. «Ενδιαφέρον λες κάτι για το οποίο αντιλαμβάνεσαι ότι έχει υπάρξει ένας κοπος και μία προσπάθεια. Αντιλαμβάνεσαι ότι μπορεί να έχει μία αξία, αλλά δεν έχεις απολύτως καμία προσωπική διαδραστική σχέση μαζί του. Άρα, ουσιαστικά, είναι μία αποφυγή της όποιας σχέσης θα δημιουργούσες μαζί του».
«Για εμάς σαν θεατές, είναι όλα ενδιαφέροντα. “Πώς σου φάνηκε εκείνη η παράσταση;” (ξύνει πηγούνι) “Ενδιαφέρουσα”. Και το λέμε τίμια. Δεν το λέμε ειρωνικά. Έχεις δει κάτι το οποίο δεν ξέρεις τι είναι. Είναι τραπέζι; Καρέκλα; Τι στο διάολο είναι; “Είναι ενδιαφέρον”».
Η Έρρικα της σιωπής έχω καταντήσει, ενώ εκείνος προσθέτει…
«Να τελειώνουμε με τα ενδιαφέροντα».
Μου αρέσει τόσο αυτό το κλείσιμο και μου πάει τόσο πολύ για «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» που δεν θέλω να το χαλάσω με καμία επιπλέον ερώτηση πέραν εκείνης που αφορά στο μέλλον (του). Αφού έμαθα λοιπόν, ότι η ερχόμενη σεζόν θα τον βρει στο Θέατρο Αθηνών να σκηνοθετεί και να παίζει το Θεό της Σφαγής της Γιασμίν Ρεζά μαζί με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τη Στεφανία Γουλιώτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου, πάτησα το στοπ. Χάιδεψα μία ακόμη φορά τον χνουδωτό, χοντρό γάτο και «ξέχασα» (παρότι μου εξηγεί πολλά) ότι «ενδιαφέρον» κάπου παραπάνω στη συζήτησή μας, είχε ο ίδιος χαρακτηρίσει το Survivor.
ΥΓ, για την ιστορία: Φέτος, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ολοκλήρωσε την απολύτως επιτυχημένη παράστασή του, ο Πουπουλένιος στην οποία έπαιζε και σκηνοθετούσε. Παράλληλα, δοκιμάστηκε επιτυχώς, στη σκηνοθεσία δύο ακόμη παραστάσεων του Ο κύκλος με την Κιμωλία στο θέατρο Παλλάς και της Ντόλλυ, η Προξενήτρα στο θέατρο Αλίκη.