Ο Κωνσταντίνος Τζούμας απολαμβάνει την πτώση του
- 20 ΜΑΙ 2015
«Μία φορά, βρήκα το κεφάλι μου μπροστά από μία ρόδα αυτοκινήτου. Παρκαρισμένου ευτυχώς. Χωρίς να κάνω τίποτα για να αποφύγω την πτώση ήταν σαν να πήγε και να κούμπωσε η ρόδα με το κεφάλι μου. Η φίλη που ήταν μαζί μου, αναφώνησε: “Τι πέσιμο ήταν αυτό; Σκηνοθετημένο”. Δεν ξέρω, ίσως φταίει που είχα κάνει χορό παλιά. Ή που οι ηθοποιοί μαθαίνουμε να πέφτουμε με κάποιον τρόπο στη σκηνή».
Ο ομιλών Κωνσταντίνος Τζούμας, έφτασε στο Θέατρο Δημήτρης Χορν (στο οποίο και ανεβάζει την παράσταση Κ.Π. Καβάφης, Αυτοβιογραφούμενος) λίγο μετά τις 17.00. Και, μέχρι να με κοιτάξει αδιάφορα με εκείνο το μοναδικό σνομπ βλέμμα του, αμφέβαλλα εντόνως ότι επρόκειτο για τον άνθρωπο που -σχεδόν- κάθε πρωί μέσα από τη συχνότητα του Εν Λευκώ 87,7 από τις 10.00 μέχρι τις 12.00 κάνει τη μετάβασή μου στη δουλειά σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα, πιο μελωδική (λόγω Κάφκα aka Κατερίνας Καφετζή) και κατά τόπους πιο επιμορφωτική*.
[*Σε περίπτωση που δεν τον έχεις ακούσει (χάνεις), συνηθίζει να διαβάζει αποσπάσματα από βιβλία, συνεντεύξεις, παραστάσεις.]
Μιας και η τελευταία μου πρόταση θυμίζει δελτίο καιρού, θα ήθελα να σε ενημερώσω ότι η συνέντευξη που ακολουθεί στα ηπειρωτικά-ανθρωποκεντρικά είναι ηλιόλουστα αισιόδοξη, ενώ η θερμοκρασία της ειρωνίας της κυμαίνεται σε αυξημένα πλην απολαυστικά επίπεδα.
Σε περίπτωση που χλευάζεις τις προβλέψεις μου…
«Τελευταία έχω διαπιστώσει ότι επειδή είμαι πολύ ψηλός και λεπτός, καθώς περνάει ο καιρός και η λεηλασία του χρόνου, γλιστράω και πέφτω. Όχι συχνά, αλλά πού και πού. Σε κάτι πεζοδρόμια αυτών των μισογύνηδων δημάρχων που δεν ευνοούν τα ψηλοτάκουνα τα οποία λατρεύω να βλέπω στις γυναίκες».
«Έχω λοιπόν γλιστρήσει και ξέρεις τι μου έκανε εντύπωση; Ότι καθώς έπεφτα, επιβράδυνα και παρακολουθούσα με ηδονή σχεδόν την πτώση μου. Παλιά έκανα οποιαδήποτε σπασμωδική κίνηση ώστε να την αποφύγω. Τώρα, αφήνομαι στην άσφαλτο».
Φωτογραφίες: Θοδωρής Μάρκου
Πριν μας τοποθετήσω ενώπιόν σου, θέλω να επισημάνω το εξής: Έχω γράψει, έχω πει και τα έχω «ακούσει» πολλάκις όταν λέω ότι δεν αντέχω τους ανθρώπους που μιλούν χρησιμοποιώντας τα διάφορα ευφυολογήματα των διαφόρων διασήμων αντρών. Και, μπροστά μου, έχω το μοναδικό άνθρωπο που όταν το κάνει αυτό, όταν δηλαδή χρησιμοποιεί ατάκες άλλων για να περιγράψει δικά του συναισθήματα ή σκέψεις, δεν ενοχλούμαι. Τουναντίον. Δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου και αφήνομαι στη φωνή του.
Πάτησα το rec.
Μα, πώς στην ευχή το πετυχαίνει.
«Στην περίπτωσή μου, ίσως επειδή είμαι ηθοποιός εξ ιδιοσυγκρασίας [ειρωνία και χαρά] κάτι που διαβάζω και μου αρέσει, το κάνω δικό μου. Οπότε δεν φαλτσάρει».
«Μου αρέσει αυτό που το έχω σκεφτεί αλλά δεν είχα το ταλέντο να το αποτυπώσω στο χαρτί με τον πιο λόγιο τρόπο. Μόλις το διαβάσω επομένως λέω αυτό ήταν. Το έχω σκεφτεί και εγώ αυτό».
«Μου αρέσει να μοιράζομαι αυτά που μαθαίνω. Είμαι τρομερά ανθρωποκεντρικός. Από πολύ μικρός έχω μία φοβερή περιέργεια για το συνάνθρωπο. Ποιο είναι το κορμί σου, τι σκέφτεσαι, να κάνουμε κάτι μαζί».
Τη λέξη κορμί, την «τραβάει». Με τον δικό του -μοναδικό- τρόπο, προαναγγέλει ότι πρόκειται να μιλήσει για τη γυναίκα. Ή μάλλον, τις γυναίκες.
«Ξέρεις, μεγάλωσα με τη μητέρα, τις αδελφές μου, τη γιαγιά μου, τις θείες, ο πατέρας δεν πολυ-υπήρχε στο σπίτι».
«Μου έκανε πάντοτε λοιπόν εντύπωση από το σχολείο μέχρι τη δραματική σχολή, για ποιο λόγο οι συνομήλικοί μου συνωμοτούσαν σε σχέση με τις γυναικοδουλειές. Δεν κατάλαβα ποτέ το λόγο, πραγματικά. Για μένα οι γυναίκες ήταν φίλες, σύμμαχοι, υπήρχε σεβασμός, συνεργασία. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να είμαι με μία γυναίκα και να τη βλέπω εχθρικά. Να τη ρίξω στο πάτωμα, να την ξεσκίσω. Είμαστε πάντα και φίλοι».
«Όταν είσαι με έναν άνθρωπο, καιρό ειδικά, κακά τα ψέμματα, η σωματικότητα δεν πρωταγωνιστεί. Πρωταγωνιστεί ο διάλογος. Θέλει διάλογο το πράγμα. Για όλα τα θέματα. Μου αρέσει ο διάλογος».
Στα «μου αρέσει» του Κωνσταντίνου Τζούμα, πρέπει οπωσδήποτε να προστεθούν…
«Οι βόλτες. Μου αρέσουν οι βόλτες. Οι βόλτες κρύβουν απρόβλεπτες συναντήσεις. Στις βόλτες αναπτύσσονται χημείες. Ξαφνικά σταματάς απέναντι σε ένα ζευγάρι μάτια που σε κοιτάζει παραξενεμένο».
«Το ‘go with the flow’. Νιώθω τυχερός όταν μπορώ να πάω μία βόλτα. Να καθίσω σε ένα οποιοδήποτε παγκάκι. Να φάω ένα παγωτό με μία φίλη ή ένα φίλο που συνάντησα τυχαία».
«Τα όρια. Δεν φλερτάρω με το χάος. Πολύ συχνά κολυμπάω σε αυτό αλλά θέλω όρια. Ανήκω στους ανθρώπους που τους αρέσει ο πολιτισμός. Δεν μου αρέσει το χύμα στο κύμα. “Γιατί να μην δοκιμάσουμε και αυτό, γιατί να μην δοκιμάσουμε και εκείνο γιατί να μην δοκιμάσουμε και το άλλο”. Όχι. Μου αρέσουν τα όρια».
Τη λέξη όρια, την προφέρει με στόμφο αφήνοντας την απογοήτευση του να «πέσει» αριστοτεχνικά, στο πάτωμα. Ναι, είχε έρθει η ώρα εκείνης της ερώτησης που μελετώντας λίγο πριν πριν τη συνέντευξη, είχα μουντζουρώσει πάνω στο χαρτί: «Πότε το glamour ξεπερνά τα όριά του; Και γίνεται trash».
«Όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις το εγώ και το ναρκισσισμό σου».
Γλυκιά παύση, ειρωνική συνέχεια.
«Να σου πω όμως κάτι; Εγώ προτιμώ στην παρέα μου να έχω ναρκισσιστικά έρμαια από σοβαροφανείς μούρες οι οποίες με δυσοίωνη φάτσα αναλύουν τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης χαϊδεύοντας το παντελόνι τους στο γνωστό σημείο του καβάλου».
«Προτιμώ να κάνω παρέα με ψώνια. Του στυλ, fashion icons, beautiful people, συμπαθητικά γλειφιτζούρια που ξέμειναν έπειτα από ένα ξέφρενο πάρτυ και αλλού πατάνε και αλλού βρίσκονται».
«Έχω περάσει πάρα πολλές ώρες στη ζωή μου με τέτοιου είδους ανθρώπους και τους εκτιμώ πολύ περισσότερο από τους “σοβαρούς”. Οι σοβαροφανείς μου φέρνουν γέλια και με ενοχλούν οι επαγγελματίες κωμικοί. Αυτοί που ντε και καλά πρέπει να βγάλουν γέλιο. Είναι από τα πιο μελαγχολικά πράγματα που μπορεί να σου τύχουν».
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω διαβάσει ή έχω ακούσει να τον αποκαλούν ως τον τελευταίο εν ζωή μποέμ. Είναι η πρώτη φορά ωστόσο, που είμαι σε θέση να τους επιβεβαιώσω.
«Ο καθένας μπορεί να δώσει όποιο προσωνύμιο θέλει. Να πει ό,τι θέλει. Μου είναι αδιάφορο. Μποέμ, σνομπ, Δανδής, ο πρίγκηπας της νύχτας (παλιότερα που ξενυχτούσα). Έχω ακούσει πολλά κατά καιρούς. Έχω ακούσει και πολύ γλυκά πράγματα από ανθρώπους που κάνουν καλύτερη δουλειά στις συνεντεύξεις, τα γράμματα και τις τέχνες».
Και ο «νικητήριος» χαρακτηρισμός είναι ο…
«Είρων εκ φύσεως, ηθοποιός εκ ιδιοσυγκρασίας και συγγραφέας εξ ενστίκτου. Μου κάνει. Δεν θέλω να το ψάξω παραπέρα. Δεν με ενδιαφέρει».
Στα «δεν με ενδιαφέρει» του Κωνσταντίνου Τζούμα, πρέπει οπωσδήποτε να προστεθούν…
«Όλες αυτές οι ας τις πούμε ανατολίτικες μέθοδοι εύρεσης του εαυτού σου. Τις βαριέμαι φοβερά. Μου φέρνουν γέλια όλα αυτά τα σεμινάρια αυτογνωσίας. Να κάτσω να αναλύσω βαθυστόχαστα την επιφάνεια της ύπαρξής μου και να πας εις βάθος κοκ».
«Η οποιαδήποτε αλλαγή. Εγώ δεν θέλω να επιφέρω τίποτα».
Κάπου εδώ ήρθε ένα «τελικά, τι θέλει;» και μου γαργάλισε τη γλώσσα.
«Εγώ θέλω να κάνω αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ όποιο και αν είναι αυτό και να αμείβομαι γι αυτό».
«Να γνωρίζω τους άλλους και μέσα από αυτούς, ενδεχομένως μάθω και εγώ τον εαυτό μου. Γιατί για να γνωρίσεις τους άλλους πρέπει να μάθεις και πώς να συμπεριφέρεσαι. Εκεί κάπου μέσα σε όλα αυτά, βρίσκεις τον εαυτό σου».
«Δεν ξέρω εάν στάθηκα τυχερός, με έλκουν και έλκω ανθρώπους που εν τέλει μπορούμε να σταθούμε στο ίδιο μήκος κύματος. Ακόμη και αν έχουμε μεγάλες διαφορές, κάτι γίνεται. Κάποια χημεία αναπτύσσεται και μπορούμε και λειτουργούμε μαζί. Με τις δικές του παραξενιές και τις δικές μου ιδιαιτερότητες».
Δεν ξέρω εάν εντάσσεται στη λίστα των προαναφερθέντων ιδιαιτεροτήτων του το γεγονός ότι δεν πιστεύει σε κάποιον Θεό…
«Αν υπήρχε, θα είχε μαθευτεί. Όλα αυτά είναι υποθέσεις. Υποθέσεις διαφόρων ουμανιστών οι οποίοι σου λένε κατά καιρούς για την αρμονία του σύμπαντος και τα λοιπά. Όλα αυτά, είναι σχετικά. Υπάρχει και η Επιστήμη που κάθε φορά έρχεται και αναποδογυρίζει πράγματα».
Κοιτάζει προς το παράθυρο σαν να αναπολεί τις καλές ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ εκείνες εποχές.
«Να, ας πούμε η Επιστήμη είναι κάτι το συναρπαστικό. Είμαι πολύ σκεπτικός απέναντι στις θρησκείες».
Και επανέρχεται στο παρόν…
«Υπάρχει μία ετικέτα, μία ιεροτελεστία συχνά μέσα στις θρησκείες. Υπάρχει κάτι που επιθυμεί να αγγίξει τη μαγεία. Όλα τα υπόλοιπα είναι κοινωνιολογίες και πολιτικαντισμοί και μαχόμενη δημοσιογραφία. Οι καλλιτέχνες δεν έχουν σχέση με αυτά. Πάντοτε οι καλλιτέχνες που μαγεύουν τον κόσμο έχουν να κάνουν με τη μαγεία. Είναι αυτό που λέμε “μαγικό πρόσωπο”. Αλλιώς, δεν σε αφορούν καθόλου».
«Εάν για παράδειγμα έβλεπες τον Μπράντο καθημερινώς, στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου με τα έξτρα κιλάκια του, αμφιβάλλω εάν θα είχες την γνώμη που έχεις τώρα γι αυτόν».
Στα «δεν πιστεύω» του Κωνσταντίνου Τζούμα, πρέπει οπωσδήποτε να προστεθούν…
«Η Πολιτική; Τα κόμματα; Ούτε για αστείο. Παναγία μου και Χριστέ μου. Το χειρότερό μου».
«Η γκρίνια; Σιγά το πράγμα. Η γκρίνια θέλει απλώς χιούμορ. Και η δική μου και των άλλων».
«Ο κομπλεξισμός; Ο κομπλεξισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς να τον πάρεις χαμπάρι. Ένας μεγάλος άντρας ή μία γυναικεία φυσιογνωμία δεν σημαίνει ότι δεν ζηλεύει. Επειδή όμως είναι βιρτουόζος στο να κρύβει τα συναισθήματα, έχει κατορθώσει να τα κρύψει. Γιατί όμως να μπεις στη διαδικασία να ασχοληθείς».
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας πιστεύει εις μίαν συνέπεια…
«Είμαι συνεπής στα ραντεβού μου. Το θεωρώ πολύ μεγάλη υπόθεση ειδικά σε αυτή τη χώρα που στο συγκεκριμένο τομέα, είναι χάος και ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει. Και έχουν έρθει τώρα και τα κινητά- σύμμαχοι της αναβλητικότητας και της αοριστίας. Γιατί κάθε λίγο χτυπάει και λες “αχ, με συγχωρείς, κάπου έμπλεξα κλπ κλπ κλπ”. Βαριέμαι μόνο που τα ακούω.
«Κάνω τα πράγματα με μία στοιχειώδη ακρίβεια και τάξη. Μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως φταίει ο χορός. Ίσως το γεγονός ότι έμεινα μόνος μου από τα δεκαπέντε και αναγκάστηκα να πάρω τη ζωή στα χέρια από πολύ μικρός. Δεν μπορούσα να χαριστώ σε κανέναν πέρα από τον εαυτό μου».
Σε αυτό το σημείο, δεν σου κρύβω ότι ήμουν τόσο σίγουρη για ότι η απάντηση στο «τι φοβάσαι» ήταν «ο εαυτός μου» που παρ’ ολίγον να μην την κάνω. Ευτυχώς, η ανάγκη να με επιβραβεύσω για την εν λόγω μαντεψιά, υπερίσχυσε.
« Φοβάμαι το ξέφρενο πάθος. Γιατί ναι μεν η πιο ενδιαφέρουσα σκλαβιά είναι η ερωτική, ωστόσο πολλές φορές, ξεπερνάει τα όρια. Έχω δει ανθρώπους να παθαίνουν πατατράκ εξαιτίας ενός πάθους».
Ναι πράγματι, κάποια την πήγε «κουβά». Και μάλιστα, πανηγυρικά.
«Αυτό το “Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια και τώρα είμαι γυμνή στα σανίδια”, ισχύει. Και το ξέρω από πολύ μικρός γιατί μεγάλωσα στον Πειραιά. Εκεί όπου τα πάθη δίνανε και παίρνανε».
Γι αυτό και αποφάσισα να μην προδικάσω καμία άλλη απάντησή του και να ρωτήσω το προφανές («μα, πώς αποφεύγεται;»)…
«Με μέτρο, φυσικά. Μόνο με το μέτρο. Υπάρχει μέτρο».
Μέτρο-ξέφρενο πάθος, σημειώσατε Χ. Μόνο εγώ βρίσκω κάπως οξύμωρη αυτή την ισοπαλία;
«Όχι, βέβαια. Είναι και αντιφατικό και οξύμωρο όλο αυτό, αλλά με αντιφάσεις πορευόμαστε».
«Δεν υπάρχει καμία απόλυτη συνέπεια. Εκτός εάν είσαι ταγμένος καμικάζι ή τζιχαντιστής. Τέτοιο τάξιμο δεν θα μου πέρναγε ποτέ από το μυαλό».
Είπε μυαλό και ταρακουνήθηκα. «Μα, που πήγε το μυαλό μου», σκέφτηκα. Μιλάω μαζί του καθισμένη πάνω σε κάτι που μοιάζει με παγκάκι εσωτερικού χώρου στον πρώτο όροφο του Θεάτρου Δημήτρης Χορν. Σε λίγο ξεκινάει η πρόβα του για την παράσταση που ανεβάζει και αφορά στον Καβάφη.
Και δεν έχουμε μιλήσει ακόμα για τον ήρωά του. Για εκείνην την πλευρά στο χαρακτήρα του Καβάφη που τον «ξένισε»…
«Η εμμονή του στους εφήβους. Δεν τρελαίνομαι. Ούτε έχω κάποια αντίστοιχη εμμονή με τις μικρές. Όχι δεν έχω καμία εμμονή. Μου αρέσουν οι διάφορες φιγούρες που με προσπερνούν. Να γράψω γράμματα και ιστορίες και ποιήματα γι αυτές, όχι».
«Την ίδια απόσταση κράτησα και από τον Τσαρούχη και τους ναύτες. Δεν τρελαινόμουν με την ιδέα να βάλω σπίτι μου ένα πίνακα με ναύτη. Είναι σαν να μπαίνεις σε ένα γκέτο».
Και για εκείνη την πλευρά που τον έκανε να αποφασίσει να ανέβει στο σανίδι και να τον υποδυθεί…
«Είναι μία απόπειρα παρουσίασης του ποιητή Καβάφη, αυτοβιογραφούμενου μέσα από ημερολόγια, μαρτυρίες, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις, σχόλιά του, τα ίδια του τα ποιήματα, φίλους και επιμελητές των βιβλίων και των ποιημάτων του. Γενικότερα ό,τι διέσωσε η πολύ στενή συνεργάτις του, κυρία Σεγκοπούλου».
«Δεν έχουμε από τον ίδιο κάποια προσωπική μαρτυρία για τη ζωή του. Τα συμπεράσματα που έχουν ανακύψει από τα ποιήματά του. Περιφρούρησε πολύ την προσωπική του ζωή και υπερασπίστηκε πάρα πολύ το έργο του».
«Οι ομότεχνοί του, τον είχαν σε δυσμένεια εξαιτίας του στυλ της διαφορετικότητας της γραφής του. Αυτό θα μπορούσε να λέει κάτι για τη χώρα: Ότι ουδείς προφήτης στον τόπο του. Ότι η Ελλάδα έχει κατά πως φαίνεται ένα ταλέντο από πολύ παλιά, να απορυθμίζει τους πάντες. Να μην χαρίζεται σε κανέναν. Και ο Μπέργκμαν να ήταν εδώ, είμαι σίγουρος ότι θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες στο έργο του».
Αδιαμφισβήτητα, έχει δίκιο. Απορώ ωστόσο εάν «όσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία, τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση δεν φέρνει και η αναγνώριση».
Και εκείνος απορεί με τη σειρά του: «Θέλεις να πεις ότι εν τέλει, η εκδίκηση του καλού θριαμβεύει;»
«Δεν είναι και ό,τι καλύτερο ο άλλος να περάσει μία ζωή κόλαση, γεμάτη εμπόδια. Από την άλλη, υπάρχει η άποψη ότι όταν θέτεις υψηλούς στόχους, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις δυσκολίες».
Λίγο ειρωνικός και πολύ σωστός.
«Οι κοινωνίες της αφθονίας δεν παράγουν μεγάλα αναστήματα καλλιτεχνών και αυτοί που ξεχωρίζουν είναι αυτοί που δεν ήταν προνομιούχοι. Οπότε, ίσως τελικά να έχεις δίκιο».
«Είναι περίεργο, ωστόσο πράγματι, το έχω προσέξει ότι παιδιά με εξασφαλισμένα τα προς το ζην, σπάνια κάνουν την υπέρβαση. Ένα παιδί χωρίς καμιά κοινωνική υπόσταση ή βοήθεια από την οικογένειά του, ξαφνικά κάνει θαύματα».
Κάπου εδώ, «έπαιξα» το χαρτί της υστεροφημίας. Και εκείνος, τα ρέστα του.
«Δεν έχουν όλοι οι καλλιτέχνες την ανάγκη της υστεροφημίας. Ας πούμε εγώ δεν θα έκανα καμία θυσία για το όποιο έργο μου. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Θέλω πιο πολύ να ζήσω καλά. Συναρπαστικά, πλούσια και ελεύθερα. Παρά να έχω μία υστεροφημία η οποία θα έχει κοστίσει και εγώ δεν ξέρω τι».
«Δεν είμαι υπέρ των μεγάλων θυσιών προκειμένου να χτιστούν ακροπόλεις. Μία φορά μαθαίνω για κάποιον τυραννικό σκηνοθέτη απέναντι στους ηθοποιούς του με τους οποίους παρότι καραβοτσακισμένους και ταλαιπωρημένους καταφέρνει να κάνει μεγαλειώδεις παραστάσεις. Αλλά όλοι τον μισούν. Δεν μου αρέσει αυτό».
Σε αυτό το σημείο -και επειδή προηγουμένως με άφησε «ταπί»- είπα να κινηθώ λίγο πιο συντηρητικά και να χρησιμοποιήσω κάτι καλό και δοκιμασμένο.
«Μα, οταν μία ομάδα στα παρασκήνια δεν περνάει καλά, αυτό δεν βγαίνει προς έξω»;
«Σε γενικές γραμμές, πιο πολύ οι άνθρωποι που ευαγγελίζονται κάτι καινούριο, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ή επιθυμούν να επιφέρουν την όποια καλλιτεχνική αλλαγή, σε προσωπικό επίπεδο είθισται να είναι ψυχοβγάλτες. Οπότε για το καλό της τέχνης αυτό που με ρώτησες, δεν “βγαίνει” πουθενά».
Η συζήτησή μας, ωστόσο -θέλω να πιστεύω- ότι βγαίνει. Πρόκειται για μία από εκείνες τις συνεντεύξεις που δεν ήθελα με τίποτα να πατήσω το στοπ. Παρόλα αυτά, το πάτησα.
Αφού πρώτα, ζήτησα από τον Κωνσταντίνο Τζούμα, να μου δώσει μία περιγραφή του Κωνσταντίνου Τζούμα ώστε να κλείσω το παρόν κείμενο όπως του πρέπει…
«Μια μικρή πολυτέλεια, coolness και φιληδονία».
Πληροφορίες Παράστασης
Από Τετάρτη έως Σάββατο στις 21.00 και κάθε Κυριακή στις 20.00 στο Θέατρο Χορν
Παίζουν: Τέλης Ζώτος, Αλέξανδρος Νταβρής, Ευαγγελία Καπόγιαννη, Νίκος Ζιάγκος, Γιάννης Τσιώμου, Ρούλα Αντωνοπούλου, Γιάννης Αγριόμαλλος, Αλέκα Ράπτη, Κώστας Βασιλόπουλος, Μπέττυ Λυρίτη.
Αφηγητής: ο Δημήτρης Βίκτωρ
Τον Κ.Π. Καβάφη ερμηνεύει ο Κωνσταντίνος Τζούμας
Συντελεστές: Γιάννης Φαλκώνης (σύνθεση κειμένου-σκηνοθεσία), Γιώργος Ψυχογιός (πρωτότυπη μουσική), Δημήτρης Αντωνόπουλος (χορογραφία), Γιάννης Βλάχος (σκηνικά), Μπέττυ Λυρίτη (ενδυματολογική επιμέλεια), Μάρω Νεράιδα (μακιγιάζ), Γιάννης Φαλκώνης (φωτισμοί), Δημήτρης Αληθεινός (εικαστικό επί σκηνής), Σπύρος Σακκάς (τραγούδι), Μαρία Γκουτζίδου (βοηθός σκηνοθέτη)