Ο Κωστής Μαραβέγιας πιστεύει πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο
Τραγουδιστή, συνθέτη, τραγουδοποιό, coach του 'The Voice', σκηνοθέτη, παρουσιαστή, ρομαντικό περιηγητή της μουσικής– πες τον όπως θες, ο Κωστής Μαραβέγιας δεν θα σε ακούσει. Έχει ήδη φύγει για τον επόμενο πλανήτη του.
- 4 ΙΑΝ 2018
Για πολύ καιρό τον είχα στο μυαλό μου σαν ‘Μαραβέλια’ – από μια αστεία παραφθορά του ‘meraviglioso’, μάλλον, ή επειδή, θεωρούσα πως απλώς έπρεπε να υπάρχει ένα λάμδα μες στο όνομά του. Γιατί αν ήταν γράμμα, ο Κωστής, θα ήταν ένα λάμδα μικρό – ένα γράμμα που θυμίζει ένα αγόρι που διασχίζει τον κόσμο λίγο σκυφτό, σφυρίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες. Ψάχνοντας για κάτι: μια μελωδία, ένα αίσθημα. Ένα τριαντάφυλλο, για το οποίο θα είναι υπεύθυνος.
Σε αυτή τη συνέντευξη μιλήσαμε πολύ για ταξίδια.
Αφετηρία του, το Αγρίνιο των ’80s. Το νευρικό wild west της ελληνικής επαρχίας. “Ήμουν μάλλον ήσυχο, στοχαστικό παιδί. Ήθελα να κατανοήσω το σύμπαν – αυτό ήταν το μεγάλο μου άγχος και το πάθος μου μαζί. Έβγαινα στο μπαλκόνι και χάζευα. Προσπαθούσα να καταλάβω πόσο μακριά είναι τ’ αστέρια, ονειρευόμουν να γίνω αστροναύτης, να πάω στο φεγγάρι. Και διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα…”
(φωτογραφίες: Νίκος Λιμπερτάς / SOOC)
Στο γενέθλιο ‘πλανήτη’ του, το soundtrack είχε ελληνικά μπουζούκια και electro ήχους του Jean Michel Jarre, μπερδεμένους με τα 45άρια των Beatles – ‘προίκα’ της μητέρας του από τις σπουδές της στην Αγγλία. Μπόλικο μπελκάντο – ο πατέρας του κατάγεται από την Κεφαλονιά. Κιθάρα και πιάνο. “Μου άρεσε πολύ η μουσική. Περνούσα ατέλειωτες ώρες ακούγοντας, διαβάζοντας, παίζοντας μουσική. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να μεγαλώνει, να βγαίνει στη σκηνή, να δίνει συναυλίες. Δηλαδή, αυτά που κάνω περίπου….Ναι, υποθέτω πως ήταν μείζονος σημασίας για μένα το να καταφέρω να τραβήξω κι άλλους, μες στον φωτεινό αυτό κύκλο. Και η κιθάρα ήταν το μέσο. Το μαγικό μου ραβδί. Η μουσική φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Το έβλεπα κι από τους γονείς μου, από τότε που ήμουν πολύ μικρός, που πήγαιναν στις ταβέρνες – με φίλους πάντα, μεγάλες παρέες – με μια κιθάρα, στο χέρι. Και έτρωγαν κι έπιναν και τραγουδούσαν. Οπότε, μάλλον πάει κάπως από γενιά σε γενιά αυτό”.
Επόμενος σταθμός, το Μπάρι. Περισσότερες κιθάρες. Τύμπανα. Μερικές απειλητικές, βαθύφωνες μπασαβιόλες. “Την Ιταλία την αγαπούσα πάρα πολύ από μικρός – σπούδαζε ο αδερφός μου, ο Νίκος εκεί – και το Μπάρι είναι μια πόλη λιμάνι, ζωηρό, ανήσυχο, φιλόξενο. Αν και τότε, τη δεκαετία του ‘90 δεν ήταν τόσο φιλόξενο, αισθανόσουν έντονα την παρουσία της μαφίας. Τα βράδια, ιδίως, ήταν ζόρικα τα πράγματα. Έμαθα να ζω με αυτό”.
Σπούδασε Στατιστική. Γιατί; “Το επιστημονικό κομμάτι με ενδιέφερε πάντα – βρίσκω πως είναι ωραίο να ακονίζεις το μυαλό σου, σε διαφορετικά πεδία, πέραν της μουσικής. Το έκανα για να έχω μια εναλλακτική, αλλά και διότι το Πανεπιστήμιο μου άρεσε, οι μουσικές σπουδές δεν μου αρκούσαν. Εντάξει, αγχώθηκα για να πάρω το πτυχίο, άργησα και λίγο – έκανα 6 χρόνια, αντί για 4 – κι έβλεπα μετά εφιάλτες για χρόνια πως χρωστούσα μαθήματα. Ήταν δύσκολο, έδινες εξετάσεις και γραπτά και προφορικά κι έπρεπε να είσαι πολύ καλά διαβασμένος. Παράλληλα παρακολουθούσα μαθήματα στο ωδείο του Niccolo Piccini – πιάνο αρμονία, αντίστιξη, φούγκα. Πέρασα ωραία φοιτητικά χρόνια, γύρισα πολύ. Μετείχα σε ένα συγκρότημα δίναμε συναυλίες σε όλη την Ιταλία, σε σκηνές, σε μουσικά φεστιβάλ, παντού. Τα καλοκαίρια κάναμε περιοδείες”.
Θα επέστρεφε στους ίδιους δρόμους, μετά από καμιά δεκαετία ως οικοδεσπότης πια του μουσικού ντοκιμαντέρ ‘Μεσόγειος’, της δημόσιας τηλεόρασης. Δεκαπέντε ταξίδια. Δεκαπέντε διαφορετικές μελωδίες. “Στη Λισαβόνα, θυμάμαι, μας είχαν συστήσει να μην πάμε σε μια γειτονιά που θέλαμε εμείς να κάνουμε γύρισμα, γιατί ήταν, ας πούμε ‘γκέτο’ Μοζαμβικανών, οι οποίοι διατηρούν μια μεγάλη κοινότητα εκεί. Εμείς επιμέναμε, θα πηγαίναμε φιλικά, θα παίζαμε μουσικές, δεν σκοπεύαμε να πειράξουμε κανέναν. Παρ’ όλα αυτά όταν, φτάνοντας, βγάλαμε την κάμερα πάνω στο βαν, κάποιοι θορυβήθηκαν και μας πήραν στο κυνήγι, πετώντας μπουκάλια. Εκεί φοβήθηκα λίγο, στο ομολογώ”.
Η πιο ωραία νύχτα; Πάλι στη Λισαβόνα, στο Casa do fado, ένα βράδυ που έσβησαν τα φώτα για να τραγουδήσουν θαμώνες. Σηκώθηκε μια γυναίκα, γύρω στα 65, μια λαϊκή φιγούρα, βασανισμένη και τραγούδησε με τόσο σπαραγμό, ένταση και πάθος, που συγκινήθηκα πάρα πολύ. Κι ας μην καταλάβαινα λέξη από ό,τι έλεγε
Ένας milord που κλαίει ακούγοντας μια γυναίκα τραγουδάει για μοναξιά και απόγνωση; Ναι, προφανώς δεν είναι τυχαίο το ότι στο καμαρίνι του, στον ένα τοίχο, φιγουράρει ένα μεγάλο ασπρόμαυρο πορτρέτο της Εdith Piaf. Άραγε οι γυναίκες των τραγουδιών του, υπήρξαν όλες; Γελάει αινιγματικά. “Ας πούμε πως ήταν ένας συνδυασμός αληθινών με φαντασιακές. Και δεν είναι μόνο γυναίκες – είναι άνθρωποι που έχω γνωρίσει, που με έχουν εμπνεύσει, μια ιστορία περίεργη που μου έχουν πει ή που έχω ζήσει ο ίδιος, είναι κάτι που έχω διαβάσει και μου έχει κάνει εντύπωση, το επιμύθιο μιας ταινίας ή ένα αίσθημα.
Τα πάντα μπορεί να γίνουν στίχος, μελωδία, τραγούδι. Σίγουρα, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό είναι βιωματικές εμπειρίες που ήθελα να τις εκφράσω και πνιγόμουν. Από αγάπη, από αίσθημα αδικίας, χαράς ή απογοήτευσης. Ναι, είμαι άνθρωπος που παθιάζομαι με όλα αυτά, μόνο που τώρα πια παθιάζομαι χωρίς να χάνω τον έλεγχο. Παλιά μπορούσα να αφεθώ πολύ πιο εύκολα στο θυμικό, να παραδοθώ πλήρως. Τώρα πια υπάρχει και μια νοητική λειτουργία που με συγκρατεί και βάζω φρένο. Λίγο φρένο, όχι πολύ. Καλό είναι. Δεν επιταχύνεις γρήγορα. Δίνεις, αλλά έχεις χρόνο να βλέπεις, να αφουγκράζεσαι, να παρατηρείς καλύτερα τα πράγματα.
Καμιά φορά άμα τρέχεις πάρα πολύ, βλέπεις μόνο το τέρμα, το που θες να φτάσεις και χάνεις ό, τι μεσολαβεί. Το ανάμεσα. Στη φάση που είμαι τώρα, απολαμβάνω το ταξίδι και παίρνω ό,τι μου χρειάζεται για να κατανοήσω κάτι εις βάθος, ώστε να καθίσει καλύτερα μέσα μου. Και μουσικά, είμαι σε φάση εξερεύνησης. ‘Μαζεύω’ πράγματα, δεν είμαι ακόμα έτοιμος για να πω πως θα γράψω δίσκο ή θα κάνω το επόμενο βήμα, ή τι βήμα θα είναι αυτό”.
Εύλογη απορία: αυτός ο δικός του, πολύχρωμος, πάμφωτος πλανήτης, που μοιάζει να έχει γιορτή κάθε μέρα, δεν έχει άραγε καθόλου μαύρες, ή ‘γκρίζες ζώνες’; “Έχω σκοτεινές περιοχές, πώς δεν έχω… Αλλά δεν είναι τόσο μεγάλες, ώστε να με σκοτεινιάζουν ολόκληρο. Απλώς μια σκιά ρίχνουν. Ξέρεις, πραγματικά αισθάνομαι μια ευγνωμοσύνη για ό,τι κάνω, για ό,τι ζω – αλίμονο αν γύρναγα την πλάτη στη χαρά της ζωής! Θα ήμουν αχάριστος!. Επειδή έχω περάσει πολλά, δυσκολίες στη διαδρομή μου, δύσκολα εφηβικά χρόνια – δεν είχα και την πιο εύκολη εφηβεία, ζούσα τα πράγματα με μια εσωτερικότητα, με ασυνήθιστη ένταση και με ματαιώσεις – όταν πια κατάφερα να ξεπεράσω αυτή την σκοτεινή περίοδο της ζωής μου, ε, ήταν σαν να πήρα μια φόρα. Σαν να εκτοξεύτηκα προς τα πάνω, σαν να ξαναγεννήθηκα. Ελευθερώθηκα, φύγαν τα βαρίδια μου, αισθάνθηκα ξανά ελεύθερος άνθρωπος να κάνω αυτά που αγαπώ και να τα χαρώ. Κι από τη στιγμή που άρχισα να τα χαίρομαι και να είμαι ο εαυτός μου και στη σκηνή και παντού, όλα άρχισαν να πηγαίνουν καλά. Και όλο και καλύτερα”.
Ακόμα κι έτσι το ‘Τhe Voice’ ήταν ένα ασυνήθιστο ταξίδι για κείνον – και ας μοιάζει ώρες ώρες να γεννήθηκε στον πλανήτη ‘τηλεοπτικό πλατό’. Το χάρηκε. “Γνώρισα ωραίο κόσμο, νέα παιδιά, νέους μουσικούς με σπουδές, ανθρώπους από τους οποίους κι εγώ μαθαίνω, θυμάμαι, βιώνω ξανά τις αγωνίες που ένιωθα όταν ξεκινούσα. Ήταν ωραίο. Και άλλο τόσο ωραίο ήταν να νιώθεις ότι κάτι δίνεις, ότι προσφέρεις κι εσύ κάτι, με τη σειρά σου, σε έναν νέο άνθρωπο που βρίσκεται στο ξεκίνημά του”.
Παραδέχεται, ωστόσο, πως η ελληνική τηλεόραση παράγει περισσότερα talent shows, απ’ όσα μπορεί να ‘καταναλώσει’ ο τηλεθεατής. Ή να ‘απορροφήσει’ η ελληνική μουσική σκηνή. “Με τα παιδιά που είχα στην ομάδα μου συνήθιζα να κάνω το εξής: έφτιαχνα μια γραφική παράσταση, τους έδειχνα ποια είναι η διαδρομή που έχουν να καλύψουν, συνολικά, ως καλλιτέχνες και πόσο λίγο αναλογούσε σε αυτή τη διαδρομή – ένα εκατοστό περίπου – μια εμφάνιση ή μια νίκη στο Τhe Voice ή οποιοδήποτε άλλο talent show. Τους το έλεγα συνέχεια, με κάθε ευκαιρία, γιατί δεν ήθελα να έχουν άγχος ή υψηλές προσδοκίες και να απογοητευτούν στην πορεία. Τα talent shows είναι ένα καλό όχημα προβολής, για μια μικρή, περιορισμένη χρονικά περίοδο, κι επίσης μια καλή ευκαιρία, με δεδομένο πως έχεις ό,τι άλλο απαιτείται, πέρα από τη φωνή, την τεχνική κ.τ.λ, Δηλαδή την συγκρότηση, τον επαγγελματισμό, την αισθητική και το αισθητήριο, το ρεπερτόριο, μια συνολική καλλιέργεια. Ακόμα κι έτσι, η εμπειρία μου άρεσε πολύ. Αν θα ξαναπήγαινα ; Ναι, δεν το αποκλείω – αν το επόμενο γίνει του χρόνου την ίδια εποχή, μπορεί να μου έχει λείψει κιόλας!”
Στο ενδιάμεσο, θα ταξιδέψει. Πάλι.
Μου αρέσει η περιπλάνηση. Όταν τελειώσουν οι εμφανίσεις στο Anodos Stage, σχεδιάζω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι, για κανα δυό μήνες. Λέω για Αμερική, για Λατινική Αμερική. Εκεί. Θέλω να περάσω από τη Νέα Ορλεάνη – σε τέτοια μέρη πηγαίνω και ακούω μουσικές από τον απλό κόσμο που παίζει στο δρόμο, σε μικρές σκηνές, όχι σε μεγάλες συναυλίες
“Έπειτα, βρίσκω ανθρώπους στα μέρη όπου πάω, βρίσκω γνωστούς, μουσικούς. Κάποιος Έλληνας πάντα θα υπάρχει που θα ξέρει κάποιους άλλους και θα στους συστήσει και πάει λέγοντας. Ας πούμε, πέρυσι, όταν είχα πάει στην Νέα Υόρκη, βρεθήκαμε στο σπίτι ενός φίλου, Έλληνα, που καλεί μουσικούς και τζαμάραμε, κι εκεί ήρθε ο Antonio Sanchez, που έχει δουλέψει με τον Ιnarritu, στο ‘Birdman’ και παίξαμε παρέα. Ε, τέτοια συμβαίνουν στα ταξίδια, κι αυτά είναι που αγαπώ πολύ”.
Aγαπά επίσης τους φίλους, τις παρέες, τις κουβέντες ως το πρωί. Τον έρωτα. Και πιστεύει βαθιά πως η ομορφιά θα σώσει την κόσμο. “Δεν σου μιλώ μόνο για την εξωτερική ομορφιά. Δεν μπορώ να δω τον άλλο ως μια ζωγραφιά, μια ωραία φιγούρα μόνο. Ένα βλέμμα, μια κίνηση όλα αυτά τα μικρά πράγματα, δημιουργούν αυτό το εσωτερικό φως, που όταν συνδυάζεται με την εξωτερική ομορφιά, φτιάχνουν έναν ερωτεύσιμο άνθρωπο”.
Τελευταίος σταθμός, ‘τελευταίο σύνορο’: τα όνειρα. Κάνει απλά, γήινα όνειρα, για μια ζωή συντροφική; Για μια οικογένεια; Ένα παιδί; “Ναι, έχω κάνει κατά καιρούς. Δεν μου έχουν βγει βέβαια μέχρι στιγμής, όμως νομίζω ότι και πάλι είναι μια καλή περίοδος για να βγουν. Θεωρώ ότι υπάρχει ωριμότητα, όπως υπάρχει και από την πλευρά μου η επιθυμία για να γίνει κι αυτό, στο – ελπίζω όχι μακρινό – μέλλον. Μου αρέσει η συντροφικότητα.
Τι όνειρα κάνω για μένα; Θα ‘θελα να δουλέψω λίγο περισσότερο με τον κινηματογράφο που αγαπώ. Από τότε που ξεκινούσα τη μουσική, έλεγα πως μετά τα 40, θα ασχοληθώ περισσότερο με το σινεμά, με τη μουσική για σινεμά. Τα επόμενα δυο χρόνια θα είναι τα πιο κρίσιμα, για το αν θα το πετύχω τελικά. Θα δούμε”.
* Ο Κωστής Μαραβέγιας θα βρίσκεται στο Αnodos Stage, μέχρι τα τέλη Γενάρη. Μετά, θα τον βρείτε κάπου στον κόσμο – θα τριγυρίζει και θα γράφει μουσικές που ελπίζει πως κάποτε θα τον πάνε στο φεγγάρι. Για να δει, ποιος τραγουδάει εκεί πάνω.