O Manu Ginobili είναι το μπάσκετ
Λίγο πριν οι Σαν Αντόνιο Σπερς διεκδικήσουν την είσοδό τους σε έναν ακόμα τελικό ΝΒΑ, αφιερώνουμε ένα κείμενο λατρείας στον μεγάλο Αργεντίνο.
- 14 ΜΑΙ 2014
O Μανού Τζινόμπιλι έχει κερδίσει Ευρωλίγκα, έχει κερδίσει 3 πρωταθλήματα ΝΒΑ και έχει κερδίσει παγκόσμιο εθνικό τουρνουά, μια Ολυμπιάδα συγκεκριμένα. Είναι ένας από δύο μόλις παίχτες στην ιστορία του μπάσκετ που το έχει καταφέρει.
Ο Μανού Τζινόμπιλι έχει επίσης χάσει: Ένα ακόμα πρωτάθλημα ΝΒΑ, ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα, έναν ημιτελικό παγκοσμίου, το σουτ του Φίσερ.
O ίδιος είναι που τα θυμάται, όχι εμείς. “Ας σταματήσουμε με το μύθο των πολλών θριάμβων. Έχω χάσει πολύ περισσότερο από όσο έχω κερδίσει στην καριέρα μου.”
“Όταν μου είχε συμβεί,” είχε πει πέρσι το καλοκαίρι σε μια Αργεντίνικη εφημερίδα, “η απώλεια της Ευρωλίγκας από τον Παναθηναϊκό με είχε διαλύσει. Ήμασταν μπροστά με 13 πόντους και το είχαμε σίγουρο. Και καταλήξαμε να χάσουμε.”
Ο Τζινόμπιλι έχει κερδίσει τα πάντα. Έχει πάρει τρόπαιο σε κάθε πιθανό επίπεδο, έχει ανεβάσει ομάδα από την Α2 του εθνικού πρωταθλήματος, έχει κερδίσει μετάλλια σε παγκόσμια και Ολυμπιάδες, έχει βγει MVP Ευρωλίγκας, έχει πάρει τρεμπλ, έχει φορέσει τρία δαχτυλίδια ΝΒΑ, έχει επιλεγεί καλύτερος 6ος παίχτης, έχει γίνει All-Star στα 34 του. Έχει κερδίσει τα πάντα. Και θυμάται ακόμα μία-μία τις ήττες που τον πόνεσαν.
Υπάρχει μια μαγεία σε έναν αθλητή που έχει να θυμάται όσες πικρές ήττες είναι και οι θριαμβευτικές του νίκες. Υπάρχει μια μαγεία σε έναν αθλητή που έχει ζήσει όσες πικρές ήττες όσο και θριαμβευτικές νίκες, ειδικά αν το έχει κάνει ως αναπόσπαστα κεντρικό (αν όχι ξεκάθαρα ηγετικό) κομμάτι της ομάδας του θριάμβου ή της τραγωδίας.
Ο Τζινόμπιλι είναι αυτή η μαγεία.
***
Σε ένα παιχνίδι των περσινών πλέι-οφ του ΝΒΑ που δεν πίστευα στα μάτια μου ότι το έβλεπα, με τους έμπειρους Σπερς απέναντι στους ενθουσιώδεις Γουώριορς (κωδικές ονομασίες για γέρους – νέους αυτές), ο Τζινόμπιλι κάνει ένα εξωφρενικό παιχνίδι, από αυτά που συχνά κάνει επειδή είναι ο Τζινόμπιλι.
Έκανε αυτό το κάρφωμα, που όταν το είδα γούρλωσα τα μάτια γιατί, ξέρεις, είναι ο Τζινόμπιλι:
Και κέρδισε το παιχνίδι με buzzer beater μετά από 2 παρατάσεις επειδή, ξέρεις, είναι ο Τζινόμπιλι:
Όμως η πιο απίθανη στιγμή είχε έρθει σε ανύποπτο σημείο του αγώνα, σε μια φάση που απελευθερώνεται και σουτάρει τρίποντο με έναν εκπληκτικά άγαρμπο τρόπο. Αστοχεί- όταν αποτυγχάνεις σε κάτι εύκολο με τόσο εντυπωσιακό τρόπο και είσαι 35, τα μουρμουρητά έχουν πάντα συγκεκριμένη κατεύθυνση. Γέρασε. Τελείωσε. Δε μπορεί πια.
Οι Γουώριος, οι φρέσκοι, ενεργητικοί, νέοι Γουώριορς επιχειρούν να τρέξουν στην αντεπίθεση, όμως ο Τζινόμπιλι κλέβει τη μπάλα και σηκώνει και ξανασουτάρει τρίποντο (αψυχολόγητο θα το έλεγε κανείς αν δε βλέπει συχνά ΝΒΑ) στο οποίο αυτή τη φορά ευστοχεί. Σα να λέει, αυτό είναι το δικό μου παιχνίδι.
Έχει αυτή την απίστευτη ικανότητα να παίρνει τον έλεγχο παιχνιδιών με τρόπο που δεν το κάνουν πολλοί παίχτες. Δηλαδή ναι, ο Λεμπρόν το κάνει. Ο Ντουράντ ή ο Γουέστμπρουκ. Παίχτες από αυτούς που μοιάζουν κατασκευασμένοι όμως, τέλειοι, προσεκτικά φτιαγμένοι για το Μπάσκετ. Δεν εκπλήσσεσαι όταν τέτοιοι παίχτες κυριαρχούν, είναι αυτό που περιμένεις.
Όμως ο Μανού είναι ένα τυπάκι χωρίς εξωφρενική ταχύτητα, χωρίς να είναι χτισμένος, έχει μια καρτουνίστικη καραφλίτσα, και έχει -φυσιολογικά- εκείνα τα παιχνίδια όπου δεν καταφέρνει απολύτως τίποτα σωστά. Ο Μανού Τζινόμπιλι είναι, σύμφωνα με κάθε πιθανή μέτρηση ή παρατήρηση ή ένστικτο, ένας αληθινός, κανονικός άνθρωπος, ένας από εμάς, κάποιος που θα τον πετύχαινες στο δρόμο και δε θα αναρωτιόσουν τι κάνει εκεί.
Ένας κανονικός άνθρωπος όμως δεν μπορεί να κυριαρχεί σε παιχνίδια με τρόπο σαν αυτόν:
“Δεν έχω σκοράρει τόσο όλη τη σεζόν, οπότε υποθέτω απλά συνέβη.”
Ναι. Απλά.
“Για το μεγαλύτερο μέρος της περσινής σεζόν, το μπάσκετ ήταν απλά μια δουλειά. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβη στην καριέρα μου. Αλλά αυτό το μήνα, το απολαμβάνω ξανά απόλυτα.” Ο Μανού δεν είναι μηχανή, ούτε τέλειο δείγμα. Στα 35 του, πέρσι, έφτασε ένα σουτ του Ρέι Άλεν μακριά από το να πάρει πρωταθλήματα ΝΒΑ σε απόσταση 10 χρόνων, ένα επίτευγμα σχεδόν ανήκουστο.
(Δεν είμαι ειδικός επί του θέματος οπότε ίσως κάτι μου έχει ξεφύγει, αλλά ο μόνος που έχω βρει με μεγαλύτερη τέτοια απόσταση ανάμεσα σε πρώτο και τελευταίο τίτλο είναι ο Μπιλ Ράσελ, 1957 ως 1969. 12 χρόνια. Αν το πάρει φέτος η απόσταση θα είναι 11 χρόνια.) Για το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν ήταν περιστασιακός. Στους τελικούς με τους Χιτ έκανε ένα από τα χειρότερα παιχνίδια της καριέρας του στο Game 4.
Στο Game 5 ο Πόποβιτς τον έβαλε βασικό για πρώτη φορά όλη τη σεζόν, αμέσως μετά το χειρότερό του παιχνίδι, και οι Χιτ δεν ήξεραν τι να κάνουν με αυτόν. Ο Μανού τους διέλυσε, τους έκανε ό,τι ήθελε. Πήρε τον έλεγχο του παιχνιδιού με έναν τρόπο που κανονικοί άνθρωποι (γερασμένοι, τελειωμένοι κιόλας) δε θα έπρεπε να μπορούν να το κάνουν.
Απλά.
***
Μιλώντας για τη νέα μεγάλη ελπίδα των Σαν Αντόνιο Σπερς, τον Κάουι Λέοναρντ, ο προπονητής / γκουρού / ιδιοφυία / μέντορας Γκρεγκ Πόποβιτς, είπε γι’αυτόν: “Κάποιες φορές νιώθω όπως πρωτοεμφανίστηκε ο Μανού- δεν είσαι ακριβώς σίγουρος τι πρόκειται να συμβεί.”
Αυτή είναι η ουσία.
Κάθε άθλημα έχει τους υπερπαικταράδες του, από τους Μέσι και τους Ρονάλντο μέχρι τους Λεμπρόν και τους Ντιρκ κι από τους Μπολτ μέχρι τους Ο’Σάλιβαν. Ξέρεις τι θα συμβεί. Όταν δε συμβαίνει, είναι Γεγονός, επειδή δεν είναι η νόρμα, επειδή, ναι, ξέρεις τι θα συμβεί.
Με τον Μανού δεν έχεις ιδέα.
Έχει κρύο αίμα, το οποίο είναι τρομερή κλισεδιά να γράψεις για έναν μεγάλο παίχτη, αλλά το κρύο αίμα του Μανού είναι κάπως άλλου είδους, επειδή έχει κερδίσει και έχει χάσει τα πάντα και τα έχει κερδίσει και χάσει με όλους τους τρόπους. Τι θα σε τρομάξει ποτέ; Ειδικά από τη στιγμή που το σύμπαν δεν έχει απαίτηση από εσένα να είσαι τέλειος. Τι θα σε τρομάξει;
Ξεκίνησε από μια τοπική ομάδα του Μπουένος Άιρες, όπου γεννήθηκε το καλοκαίρι του ‘77 και μεγάλωσε μέσα σε ένα απόλυτα μπασκετικό περιβάλλον. Τα αδέρφια του ήταν μπασκετμπολίστες και ο πατέρας του κόουτς και είδωλό του ο Μάικλ Τζόρνταν, επειδή με τον Μάικλ Τζόρνταν ήξερες τι θα συμβεί.
Έπαιξε για 2 χρόνια στην Αργεντινή, ύστερα εκμεταλλεύτηκε τη διπλή του υπηκοότητα και πήγε στην Ιταλία για να παίξει 2 χρόνια στην Ρέτζιο Καλάμπρια, την ανέβασε κατηγορία στην πρώτη του χρονιά, την οδήγησε στα πλέι-οφ της Α1 στη δεύτερη. Αν και επελέγη στο ντραφτ του ΝΒΑ (στη θέση 57, στο μεγαλύτερο ίσως λαυράκι στην ιστορία του ντραφτ), έμεινε στην Ιταλία, αλλά το ταλέντο του δε θα περιοριζόταν σε μια περιορισμένη ομάδα.
Πήγε στην τότε δυνατή Κίντερ και την οδήγησε στο τρεμπλ στην πρώτη του χρονιά όντας MVP και της Α1 αλλά και των τελικών της Ευρωλίγκας. Την επόμενη χρονιά έφτασε ξανά στον τελικό, στο Final-4 της Μπολόνια, μόνο για να το χάσει μέσα από τα χέρια του από τον Παναθηναϊκό του Μποντιρόγκα. (Από τον οποίον έχασε και το Παγκόσμιο του ίδιου καλοκαιριού στις ΗΠΑ. Δεν έχουν γραφτεί αρκετά για αυτή τη μίνι αντιπαλότητα της μιας άνοιξης.)
Σε εκείνο το σημείο έκανε το άλμα στο ΝΒΑ, ήδη 25, σε μια εποχή όπου είχε αρχίσει να συνηθίζεται η γρήγορη μετάβαση παιχτών. Ίσως γι’αυτό να μην είναι περίεργο που ο Τζινόμπιλι γίνεται all-star στα 34, κερδίζει μόνος του τους Heat στα 35, κάνει άλλη μια μεγάλη κούρσα στα 36. Γιατί ο Τζινόμπιλι ήταν πάντοτε μεγάλος. Ήταν πάντα μια περίεργη ανωμαλία, ο πάρα πολύ ανθρώπινος Αργεντίνος που ποτέ δεν ξέρεις τι θα κάνει- κάποιες φορές θα σε στείλει έξω φρενών να τραβάς τα μαλλιά σου, κάποιες φορές, απλά, θα κάνει ό,τι θέλει μες στο γήπεδο.
Σε ένα από αυτά τα εξωφρενικά του ματς, εναντίον των Καβαλίερς του Λεμπρόν τη σεζόν μετά το τελευταίο πρωτάθλημα των Σπερς (απέναντι στους ίδιους αυτούς Καβαλίερς), ο Τζινόμπιλι έβαλε 46 πόντους. Στο πρώτο του τρίποντο, εκείνο που άνοιξε το σκορ για τους φιλοξενούμενους πρωταθλητές, ο σχολιαστής ακούγεται προηγουμένως να λέει, “το Σαν Αντόνιο δεν τρέχει ούτε κατά διάνοια το ίδιο πολύ χωρίς τον Τόνι Πάρκερ”, την ώρα που ο Τζινόμπιλι σηκώνεται και ευστοχεί στο πρώτο του σουτ.
“Αυτή είναι η μία wild card που πρέπει πάντα να προσέχεις με αυτή την ομάδα,” συμπληρώνει ο άλλος. Δε θα μπορούσαν να φαντάζονται τι θα ακολουθούσε εκείνη τη βραδιά.
Κανείς δε μπορεί. Αυτή είναι η ουσία.
***
Τα ‘00s υπήρξαν θρυλικά για τον Τζινόμπιλι, όπως κι αν τα μετρήσεις ή τα δεις. Τα κατορθώματά του είναι τόσα πολλά και εντυπωσιακά, που θα τον θυμόμαστε για αυτά κι όχι για το πόσο ντροπιαστικός θεατρίνος είναι ή για το πόσο μπορεί να βυθίσει την ομάδα του σε μια κακή του μέρα ή, ξερωγώ, για το ότι κάποτε σκότωσε μια νυχτερίδα την ώρα του παιχνιδιού με ακρίβεια και δύναμη που θα ζήλευε κι ο Πέπε της Ρεάλ όταν σημαδεύει αντιπάλους.
Μάλλον, όχι, ΟΚ, για αυτό σίγουρα θα τον θυμόμαστε.
Αλλά ας μην αποσυντονιζόμαστε. Το 2002 ο Τζινόμπιλι άφησε πίσω του την Ευρώπη και την Κίντερ, και ταυτόχρονα ξεκινούσε τον ρόλο του ως αναπόσπαστο κομμάτι όχι σε μία αλλά σε δύο μπασκετικές δυναστείες.
Με τους Σπερς του Γκρεγκ Πόποβιτς κέρδισε 3 πρωταθλήματα και δύο κλήσεις σε All-Star, μια ομάδα που ακόμα και σήμερα, γερασμένη (αν και είπαμε, τα γηρατειά δεν έχουν σημασία), παραμένει στο απόγειο του ανταγωνιστικού πρωταθλητισμού. Πέρσι έφτασε μια τρίχα από ένα ιστορικό πρωτάθλημα, φέτος ήδη αποτέλεσε το κλειδί για την δύσκολη πρόκριση των Σπερς επί των Μάβερικς στον πρώτο γύρο: Το Ντάλας του Ρικ Καρλάιλ (άλλη μια γερασμένη ομάδα πρωταθλητών με φανταστικό προπονητή) οδήγησε αναπάντεχα τη σειρά στα 7 παιχνίδια, καταφέρνοντας σε τεράστιο βαθμό να εξουδετερώσει τον Τόνι Πάρκερ. Αυτό που δεν κατάφερε ήταν, στη θέση του Πάρκερ, να εξουδετερώσει και τον Τζινόμπιλι.
Οι Σπερς κέρδισαν πρωτάθλημα το 2003, το 2005 και το 2007 και παραλίγο και το 2013. Φέτος θα έχουν άλλη μια ευκαιρία, καθώς όπως όλα δείχνουν θα περιμένουν στον τελικό της περιφέρειας τους Θάντερ ή τους Κλίπερς, για το δικαίωμα της ρεβάνς απέναντι -λογικά- στους Χιτ.
Αν το να είσαι ο απρόβλεπτος, εμβληματικός, λατρεμένος, μελλοντικός Hall-of-Famer, θανάσιμος 6ος παίχτης μιας εκ των 3-4 μεγαλύτερων δυναστειών στην ιστορία του ΝΒΑ, δεν αρκεί, ο Μανού την ίδια περίοδο ήταν ο ηγέτης άλλης μίας:
Με την εθνική Αργεντινής, την αληθινή Dream Team των ‘00s, κατάφερε αυτό που κανείς άλλος τα τελευταία 34 δε μπόρεσε: Να πάρει χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο από τις ΗΠΑ. Και ούτως ή άλλως, οι μόνοι που έχουν πάρει ποτέ χρυσό στο ολυμπιακό μπασκετικό τουρνουά πλην ΗΠΑ ήταν δύο φορές οι Σοβιετικοί και μία φορά η Γιουγκοσλαβία της γνωστής φουρνιάς.
Και η Αργεντινή του Τζινόμπιλι. Το 2004, στην Αθήνα.
Και όχι μόνο αυτό.
- Το 2002 στην Ινδιανάπολη, Παγκόσμιο, ασημένιο, με ήττα στην παράταση ύστερα από κάτι εκπληκτικούς ηρωισμούς του Μποντιρόγκα προς το φινάλε.
- Το 2004 στην Αθήνα, Ολυμπιάδα, χρυσό, με νίκη επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό.
- Το 2006 στην Ιαπωνία, Παγκόσμιο, 4η θέση, με ήττα στον πόντο από την Ισπανία στον ημιτελικό.
- Το 2008, στο Πεκίνο, Ολυμπιάδα, χάλκινο.
Αυτή η μεγάλη φουρνιά, με ηγέτη τον Τζινόμπιλι, κυριάρχησε στην καρδιά των ‘00s με εντυπωσιακό τρόπο, δίνοντας πάντα το ισχυρό παρών. Ακόμα και στην κάμψη, ακόμα και στη δύση της, αυτή η ομάδα ήταν εκεί, 4η στην Ολυμπιάδα του 2012. (Στο Παγκόσμιο του ‘12 ο Μανού δε συμμετείχε, στη μοναδική φορά που η Αργεντινή του έμεινε έξω από 4άδα παγκόσμιας διοργάνωσης.)
Όπως βλέπουμε και με αυτό που συμβαίνει με τους Σπερς, δηλαδή. Ο Μανού απλά αρνείται να φύγει. Και όσο είναι εκεί, κανείς δεν ξέρει ποτέ.
***
“Υπήρχαν στην αρχή προπονήσεις όπου δεν άντεχα τον προπονητή μου ή κάποιον από τους συμπαίκτες μου,” λέει για την πρώτη του περίοδο προσαρμογής στο ΝΒΑ, 11 χρόνια πίσω. “Αλλά όταν η μπάλα είναι στον αέρα ένιωθα πως μπορούσα να τα βάλω με όλο τον κόσμο, όπως κάθε φορά δηλαδή.”
Είναι τρομερή η αίσθηση του να μπορείς να χαθείς μέσα σε κάτι τόσο πολύ ώστε να αφήνεις τον κόσμο πίσω σου, αλλά με τον Τζινόμπιλι αυτό γίνεται, και είναι τόσο πιο εντυπωσιακό όταν συμβαίνει με αυτόν, γιατί είναι απλά ο Μανού.
Έχει υπάρξει: ηγέτης, ρολίστας, τελειωμένος, αναστημένος, MVP, 6ος παίκτης, θεατρίνος, παθιασμένος, κίλερ. Έχει κερδίσει: buzzer beater τρίποντα, buzzer beater λέι-απ, πρωτάθλημα απέναντι στον Λεμπρόν, Ολυμπιάδα απέναντι στις ΗΠΑ, Ευρωπαϊκά, Αμερικάνικα, Παγκόσμια Κύπελλα, λίγκα 2ης κατηγορία. Έχει χάσει: Παγκόσμιο στην παράταση, πρωτάθλημα απέναντι στον Λεμπρόν, Ολυμπιάδα απέναντι στις ΗΠΑ, Ευρωπαϊκά, Αμερικάνικα, Παγκόσμια Κύπελλα σε τελικούς και ημιτελικούς.
“Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο Μανού δεν ήσουν ακριβώς σίγουρος τι πρόκειται να συμβεί.”
Μπορεί να συμβούν τα πάντα. Αυτή δεν είναι και η ουσία του να βλέπεις μπάσκετ, τελικά; Η πεποίθηση (ή ο φόβος!) ότι μπορεί να συμβούν τα πάντα;
Αυτό είναι το θέμα: Ο Τζινόμπιλι είναι το μπάσκετ.