Ο Μανώλης Μαυροματάκης δεν είναι σαν τους εκδικητές που ξέρεις
- 25 ΝΟΕ 2013
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος επέστρεψε μετά από 13 χρόνια ως σκηνοθέτης στον κινηματογράφο με τον ‘Εχθρό Μου’. Δεν ξέρω πόσα από αυτά καταπιάστηκε με τη συγκεκριμένη ταινία (σ.σ. γνωστός για το πόσο εξαντλητικά δουλεύει τις ιστορίες του), αλλά το αποτέλεσμα, εκτός από επίκαιρο, είναι ψύχραιμο και τέλεια ισορροπημένο.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Κώστας Στασινός (Μανώλης Μαυροματάκης), ένας γλυκός οικογενειάρχης γεωπόνος, ο οποίος βλέπει τη ζωή του να αλλάζει σε μια νύχτα, όταν στο σπίτι του εισβάλλουν τέσσερις αλλοδαποί ληστές την ώρα που ο ίδιος, η γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά κοιμούνται. Μετά τα τραγικά γεγονότα εκείνης της νύχτας και με την παρότρυνση ενός ιδιόρρυθμου γείτονα, ο Στασινός θα αποφασίσει να πάρει τον νόμο στα χέρια του.
Όλη η ταινία είναι μοιραία πάνω στο ρόλο του Μαυροματάκη, με τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών να είναι ασυνήθιστα μετρημένες σε σχέση με το πλαίσιο του έντονου δράματος της αφήγησης. Καμία υπερβολή στο παίξιμο, καμία ‘αρρωστημένη κατάσταση για την αρρωστημένη κατάσταση’ και επιτέλους όχι άλλα αδιέξοδα στο τέλος.
Συνάντησα τον Μανώλη σε ένα καφέ ανάμεσα σε ένα σωρό θέατρα στο Γκάζι. Μιλήσαμε μιάμιση ώρα, θα μπορούσαμε και άλλο τόσο. Εδώ φτάσαμε να λέμε για την ψυχανάλυση που θέλει η Αριστερά.
Σκεφτόμουν ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να σε ρωτήσω είναι αν έχεις οικογένεια κι πόσο πολύ θα σε βοηθούσε αυτό στον συγκεκριμένο ρόλο.
“Δεν έχω δική μου οικογένεια, αλλά αυτή είναι η δουλειά μου. Δεν χρειάζεται να πεθάνω για να παίξω το φάντασμα. Η δυσκολία του να παίξω τον πατέρα υπήρχε και ο πιο κοντινός άνθρωπος που θυμήθηκα για να έχω ως σημείο αναφοράς ήταν ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Η αδελφή μου, μόλις είδε την ταινία, μου είπε για άλλη μια φορά ότι του μοιάζω. Κι εγώ το αναγνωρίζω πια”.
Μοιάζει να έχει γίνει το τέλειο κάστινγκ σε αυτήν την ταινία. Φεύγοντας από το σινεμά, δεν μπορούσα να φανταστώ πιο ταιριαστή μορφή για το ρόλο ενός τέτοιου οικογενειάρχη γεωπόνου.
“Αυτό είναι πολύ ωραίο κομπλιμέντο. Στην τελευταία του (και επιτυχημένη) απόπειρα να ξεκινήσει την ταινία, ο Τσεμπερόπουλος έχτισε το καστ γύρω από το ρόλο μου. Ήμουν παρών σχεδόν σε όλες τις δοκιμές των ηθοποιών για τους άλλους ρόλους, απ’ τη γυναίκα μου μέχρι το γείτονα. Το καλύτερο που άκουσα ήταν όταν ρώτησα τον σκηνοθέτη πώς βγαίνω στο μοντάζ και μου είπε ότι ο γεωπόνος που βγάζω είναι ο δικός μου ήρωας.
Όταν παίχτηκε η ταινία στο BFI στην Αγγλία, το κοινό συνδέθηκε μαζί της. Νομίζω ότι ‘Ο Εχθρός Μου’ ταιριάζει στους Άγγλους. Στην ταινία βλέπω στοιχεία που έχω δει και στον Mike Leigh ή τον Ken Loach. Δεν διανοούμαι να κάνω κάποια σύγκριση, αλλά σαν κατεύθυνση και άποψη για το κοινωνικό σινεμά, νομίζω πως είναι κοντά.
Επίσης είπαν ότι είναι μια ταινία εκδίκησης, αλλά όχι σαν τις άλλες. Όχι με έναν στερεοτυπικό εκδικητή τύπου Σβαρτσενέγκερ, αλλά με έναν που δεν θα περίμενες”.
Πράγματι, είναι σαν να βλέπεις έναν Γούντι Άλεν στο ρόλο του εκδικητή…
“Ή έναν Ντάστιν Χόφμαν”.
Επίσης. Μια τέτοια μορφή τέλος πάντων που δεν το παίζει ξαφνικά άγριος. Έναν εκδικητή που κρατάει τα στοιχεία του πρώην ‘φιλήσυχου’ χαρακτήρα του.
“Αυτό έχει να κάνει με το πόσο σκύβεις πάνω από το σενάριο, πόσο δουλεύεις. Δεν έχουμε κάνει τίποτα στην τύχη. Ο στόχος που είχαμε σε κάθε σκηνή ήταν πολύ καθαρός μέσα μας. Ο Τσεμπερόπουλος είναι ‘σκυλί’ σε αυτό και πολύ επίμονος άνθρωπος κι εμείς ξέραμε τι θέλουμε από κάθε σκηνή”.
Όλες οι ερμηνείες στην ταινία πιάνουν ένα ταβάνι δραματικότητας που (ευτυχώς) δεν ξεπερνάνε. Υπήρχε ένα αιωρούμενο ‘στοπ’ από τον σκηνοθέτη στα γυρίσματα;
“Όλοι οι σκηνοθέτες σε σπρώχνουν να βγάλεις ό,τι περισσότερο μπορείς, να μην είσαι τσιγκούνης. Ο φακός σε γδύνει εντελώς. Μπορείς να καταλάβεις τι σκέφτονται οι ηθοποιοί, γι’ αυτό και είμαστε λίγο πιο δειλοί μπροστά στην κάμερα. Ο Τσεμπερόπουλος σε ωθούσε εκεί που χρειαζόταν, αλλά αν γινόταν κάτι υπερβολικό, το έκοβε. Σε επανέφερε. Έχει πολύ μεγάλη πείρα στο τι θέλει να βγάλει. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ξεκινούσαμε την πρόβα με το να είμαστε ‘ασφαλείς’”.
Έχεις ζήσει τόσο έντονες καταστάσεις όσο αυτές που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο ήρωας που υποδύεσαι;
“Λένε ότι έτσι απελευθερώνεις μια ενέργεια, αλλά δεν γίνεται να ασκούμε βία σε κάποιον κάθε φορά που θέλουμε να εκτονωθούμε. Πρέπει να βρούμε τρόπο να μη μας σκοτώνει η απώθηση αυτών που θέλουμε να εκφράσουμε, αλλά να μην τα εκφράζουμε με βία. Υπάρχουν τρόποι, απλά δεν είναι οι πρώτοι που σου έρχονται”.
Θα έπαιρνες το νόμο στα χέρια σου αν βρισκόσουν σε μια αντίστοιχη κατάσταση με αυτή που βλέπουμε στην ταινία;
“Όχι, δεν θα το έκανα ποτέ αυτό στη ζωή μου, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω ως πατέρας. Τώρα, 100% όχι”.
Η ταινία πραγματεύεται τον ρατσισμό και τα στερεότυπα που τον ταΐζουν. Σε μια σκηνή, ο μέχρι πρότινος πιο ‘αριστερός’ πρωταγωνιστής λέει “Δεν είμαστε αυτοί που νομίζουμε ότι είμαστε”. Τελικά δεν είμαστε ρατσιστές μέχρι κάτι να ξυπνήσει τον ρατσισμό μέσα μας;
“Ο ρατσισμός είναι μέσα μας, πάντα φοβόμαστε το άλλο, το διαφορετικό, πάντα μας προξενεί ένα παραξένεμα. Ας αποδεχτούμε ότι είναι ένα στοιχείο που ενδεχομένως έχουμε και να δούμε τι κάνουμε με αυτό. Θα σου πω ένα παράδειγμα. Όταν το ’83 έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό σε μια φίλη στη Στοκχόλμη, έμαθα ότι υπήρχαν συμμορίες γηγενών οι οποίοι έκαναν επιδρομές και χτυπούσαν οποιονδήποτε ‘μαυροκέφαλο’ -έτσι τους έλεγαν- μετανάστη ή γκασταρμπάιτερ. Στη Σουηδία του Ούλοφ Πάλμε που βρισκόταν στον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό!”.
“Ο ρατσισμός δεν είναι μόνο μέσα στους Έλληνες, είναι παντού. Τώρα αν η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι το κέντρο υποδοχής όλων των απελπισμένων του κόσμου και ο κόσμος τρέφεται εναντίον τους, αυτό πρέπει να το μελετήσουμε. Και για να βρεθεί μια λύση ώστε να ζήσουν με την ελάχιστη αξιοπρέπεια που ζητούν να ζήσουν και για να μην δημιουργούν πρόβλημα οικονομικό σε μια κοινωνία.
Βέβαια τους εκμεταλλευτήκαμε, φτιάξαμε το θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων που βούλιαξε κι άλλο τη χώρα στο χρέος. Κοκορευτήκαμε ότι είμαστε κάτι πολύ σημαντικό στον πολιτικό χάρτη και έρχεται το ΔΝΤ και η τρόικα να το πάρουν πίσω και να πουν ότι “είστε δικοί μας”.
Υπάρχει ρεαλιστική έξοδος από όλο αυτό;
“Μόνο ρεαλιστική μπορεί να υπάρξει. Να αλλάξουμε τις συνήθειες και τα κλισέ μας. Να μην κρυβόμαστε πίσω από λέξεις και ιδεολογήματα που θεωρούσαμε ευαγγέλια. Δεν μπορώ να σας πω πώς θα βγούμε από την κρίση, αλλά μπορώ να πω τι προσπαθώ να κάνω εγώ. Προσπαθώ να είμαι ακόμα πιο ψύχραιμος μέσα σε αυτόν τον πανικό. Αν πρέπει να ελαττώσω κάπως τα έξοδα μου, να το κάνω. Όχι αποδεχόμενος τη βία που μου ασκείται, αλλά προσπαθώντας να σταθώ στα πόδια μου και να την αντιμετωπίσω. Ακούω τον άλλον χωρίς να θέλω να ταυτιστεί με την άποψή μου”.
“Έμμεσα προφανώς θίγω και την πολυδιάσπαση της Αριστεράς. Αν μου ζητούσαν ένα σύνθημα, θα έλεγα “Μη χάσετε κανέναν σύμμαχο κι ας διαφωνείτε σε κάποια θέματα”. Είναι κρίσιμα τα πράγματα, πρέπει να σωθεί το καράβι”.
Βαθιά ψυχανάλυση δηλαδή. Σαν να πρέπει να έπρεπε να έχει ξαπλώσει στο ντιβάνι η Αριστερά από πολύ νωρίς, ώστε να μην κολλάει στο ‘διαφωνώ’, αλλά στο ‘συμφωνώ’.
“Λες πολύ μεγάλη κουβέντα. Ο Ζίζεκ που ειναι δημοφιλής φιλόσοφος και τρέχει στις πλατείες και τα ‘Οccupy Wall Street’, μιλάει με θέρμη για τον κομμουνισμό, αλλά στη θεωρία του η σύνδεση που επιχειρεί να βρει με την ψυχανάλυση είναι πάρα πολύ έντονη. Είναι το κύριο έργο του. Βλέπεις ότι επιτέλους δύο περιοχές που θεωρούνταν εχθρικές μεταξύ τους από τους μαρξιστές, τώρα πρέπει να συνεργαστούν”.
“Πολλές φορές η Αριστερά απαιτεί υπόγεια από τους υποστηρικτές της να γίνουν ήρωες. Μα ήρωας θα γίνεις όταν αρχίσει όλο αυτό. Δεν μπορείς να ξεκινάς με το ‘Γίνε ήρωας’. Δεν βγαίνει τίποτα αν απλά βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο”.
Είναι ο Κώστας Στασινός ο πιο σημαντικός ρόλος της καριέρας σου;
“Στο σινεμά ναι, αλλά στο θέατρο έχω παίξει πολλούς σημαντικούς ρόλους. Οι αγαπημένοι μου ήταν οι ήρωες του Μπέκετ που ενσάρκωσα, ο Ζορμπάς. Μου αρέσει το σινεμά και η τηλεόραση, αλλά το θέατρο είναι η δουλειά μου”.
Στην τηλεόραση (και δη σε μια διαφήμιση) έγινε και το μεγάλο break στο πόσο αναγνωρίσιμος έγινες.
“Αυτό είναι αλήθεια. Με ρωτούσαν συχνά αν με πίκρανε που ο κόσμος με έμαθε από την τηλεόραση, ενώ κάνω τόσα χρόνια θέατρο. Δεν με πίκρανε, δεν κάνω θέατρο για να έχω αυτήν την ευρεία αναγνωρισιμότητα. Σε επαγγελματικό επίπεδο, με ικανοποιεί που με ξέρουν και με εμπιστεύονται και που αρέσω στους θεατρόφιλους. Μέχρι εκεί είναι η φιλοδοξία. Αυτό τελειώνει γρήγορα μέσα σου όταν στην καθημερινότητα έχεις να διαχειριστείς το πώς θα παίξεις. Δεν παίζει ρόλο το πόσο αναγνωρίσιμος είσαι. Πας με τουπέ ότι σε ξέρουν 3 εκατομμύρια άνθρωποι; Και; Παίξε τώρα τον Αγαμέμνονα. Θα τον παίξεις καλά επειδή σε ξέρουν πολλοί;”.
Η πορεία σας ήταν σχολείο-δραματική σχολή ή παρενεβλήθη κάτι;
“Η πορεία ήταν σχολείο-Πολυτεχνείο-δραματική σχολή. Αποφοίτησα το ’87 απ’ το Πολυτεχνείο και το ’88 μπήκα στη σχολή Βεάκη. Εκεί συναντήθηκα με τη Λυδία Κονιόρδου, τη δασκάλα μου. Η Λυδία μάς ενέπνευσε με την καθαρότητα της διδασκαλίας, με την ορμή, τον ενθουσιασμό και την πεθαρχία που επέβαλε. Όταν τελειώσαμε τη σχολή, μας πήρε και πήγαμε στη Λάρισα όπου κάναμε την πρώτη παράσταση που σκηνοθέτησε. Ήμουν πολύ τυχερός που στη ζούγκλα του επαγγέλματος βγήκα τόσο ‘προστατευμένος’. Ήταν η πνευματική μου μητέρα εκείνη την εποχή”.
“Βέβαια δεν είναι όλα τύχη γιατί επέλεγα βάσει κριτηρίων συμβατών από αυτά που είχα πάρει απ’ τους γονείς μου και από την ίδια. Είμαι φιλόδοξος, αλλά έχω μια ολιγάρκεια πάντα”.
Ποια ήταν η πρώτη σου κινηματογραφική δουλειά;
“Ήμουν ακόμα μαθητής στη Βεάκη, όταν με είχε επιλέξει ο Βούλγαρης για έναν πολύ μικρό ρόλο στις ‘Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου’. Έκανα έναν ταξιτζή που οδηγεί τον Θαναση Βέγγο και τη Χρυσούλα Διαβάτη σε ένα νοσοκομείο. Ο διάλογος μου με ήταν με τον Βέγγο. Θεωρώ συμβολικά πολύ μεγάλη τύχη το να βγαίνεις πρώτη φορά μπροστά απ’ την κάμερα και να έχεις τον Βέγγο να σου λέει ‘Πάμε Μανωλάκη άλλη μια φορά τα λόγια μας, κέρδος μας είναι”.
Διακρίνεις ένα ρεύμα νέων Ελλήνων σκηνοθετών; Αναγνωρίζεις ότι ‘γίνονται πράγματα’ τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό σινεμά;
“Βλέπω ένα ρεύμα νέων σκηνοθετών που είναι πολύ καλοί κινηματογραφιστές με ωραίο τρόπο αφήγησης. Αυτό ‘τσιμπάει’ στα φεστιβάλ του εξωτερικού. Δεν έχω πειστεί όμως. Νομίζω ότι πολλές φορές στο πλαίσιο της ‘μοντερνιάς’, υπάρχει μια άρρωστη υπερβολή σε αυτό που δείχνουν. Δεν είναι ψέμα, αλλά γίνεται εμμονή. Και όπως κάθε εμμονή είναι ευκολία. Είναι εύκολο να πεις πόσο άρρωστος είναι ο κόσμος που ζούμε.
Αν έγινες καλλιτέχνης, έγινες γιατί θες να αποφύγεις την ισοπέδωση της καθημερινότητας και να βρεις έναν άλλο τρόπο που θα σου δηλώσει μια όρεξη να ζήσεις τη ζωή παρακάτω”.
Ο Μανώλης Μαυροματάκης εμφανίζεται στην παράσταση ‘Mistero Buffo’ κάθε Τρίτη στο θέατρο Θησείον, ενώ από 20/1 θα πρωταγωνιστεί στον ‘Ρινόκερο’ του Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Θ. Μοσχόπουλου. ‘Ο Εχθρός Μου’ του Γιώργου Τσεμπερόπουλου παίζεται στους κινηματογράφους.