ΜΟΥΣΙΚΗ

Ο Μιχάλης και ο Απόστολος μελοποιούν ποίηση με τρόπο ‘παράξενο’

Παρακολουθήσαμε την πρόβα τους, λίγες ημέρες πριν τη συναυλία τους στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου.

Η απέλπιδα προσπάθειά μου να βρω εισιτήριο για τη συναυλία τους τον Γενάρη στην Αθήνα κατέληξε με τις δύο πιο ξενέρωτες λέξεις που μπορεί να αντικρίσει κάποιος φαν σε μία οθόνη ή σε ένα άσπρο χαρτί κολλημένο σε κάποιο γκισέ εισιτηριών. Sold out. Δεν ήταν ‘Κάτι Παράξενο’, γιατί ο δίσκος του Απόστολου Κίτσου και του Μιχάλη Καλογεράκη από την ‘Μικρή Άρκτο’ που πήρε το όνομά του από το ομώνυμο τραγούδι ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή. Για τη διαφορετικότητα που έφερε σε ένα μουσικό σύμπαν που μοιάζει, πλέον, βαρετά ίδιο. Με αφορμή, λοιπόν, τη νέα τους συναυλία μαζί με τον Παντελή Καλογεράκη (αδερφό του Μιχάλη, με τον οποίο θα ερμηνεύσει και τραγούδια από τον δίσκο τους με τίτλο ‘Προσωπικό’) στην Αγγλικανική εκκλησία εξασφάλισα εκτός από ένα (πολυπόθητο) εισιτήριο και ένα ολόκληρο απόγευμα στις πρόβες τους. Για να μάθω πως είναι να μελοποιείς ποίηση το 2019 και πώς είναι να βουτάς εκεί που έχεις ταλέντο.

“Δεν είναι καθόλου παράξενο πιστεύω”, είναι τα πρώτα λόγια του Απόστολου που μόλις έχει τακτοποιήσει τα πράγματά του στον χώρο. “Υπάρχει τεράστια παράδοση μελοποιημένης ποίησης στην ελληνική δισκογραφία. Από τον ‘Επιτάφιο’ στο ‘Μεγάλο Ερωτικό’ κι από τον ‘Καρυωτάκη’ στα ‘Τραγούδια Για τους Μήνες’. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και cliché το ότι καταπιανόμαστε με την ποίηση. Ωστόσο, θέλω να πιστεύω πως ο τρόπος που το κάναμε είναι ‘παράξενος’ με την έννοια του πρωτότυπου και φρέσκου. Στην τέχνη δεν έχει σημασία το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεσαι αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κάνεις. Δεν έχει σημασία τι λες, αλλά πώς το λες”, αναφέρει και περιγράφει τη διαδικασία της γέννησης του τελευταίου τους δίσκου.

Ο δίσκος αυτός ήρθε σαν το αποτέλεσμα και το επισφράγισμα της φιλίας μας. Ο Μιχάλης είναι πράγματι ένας από τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους στη ζωή, υπάρχει, όμως, και μια βαθιά καλλιτεχνική και αισθητική συγγένεια. Δεν ξέρω αν το ένα έφερε το άλλο και, αν ναι, ποιο γέννησε ποιο. Το θέμα είναι πως είναι ιδανικό να μοιράζεσαι τη χαρά της δημιουργίας με φίλους και ανθρώπους που αγαπάς. Όπως το πρόβλημα, όταν το μοιράζεσαι, διαιρείται, αντιθέτως, η χαρά, μοιραζόμενη, έχει την ιδιότητα να πολλαπλασιάζεται.

Κι έχουμε βιώσει πολλές χαρές, αλλά και δυνατές στιγμές. Θυμάμαι ατέλειωτες ώρες στο στούντιο – νιώθω πως για μια περίοδο ζούσαμε εκεί – θυμάμαι ένα φανταρικό που πέρασα μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, θυμάμαι μια κούραση και μια έξαψη παράλληλα. Και σίγουρα θυμάμαι πάρα πολύ έντονα ένα απόγευμα προχωρημένου καλοκαιριού του 2015 στο τότε σπίτι του Μιχάλη στη Μπενάκη. Μπαλκονόπορτες ανοιχτές και μια αποπνιχτική τσιμεντο-ζέστη που μόνο όσοι έχουν ζήσει Αύγουστο στην Αθήνα μπορούν να αντιληφθούν. Τότε ο Μιχάλης μου έπαιξε πρώτη φορά το ‘Κάτι Παράξενο’ στην κιθάρα του σε μια πρώτη βερσιόν και θυμάμαι πως αμέσως άρχισα να το ακούω μέσα στο κεφάλι μου με τη μορφή που τελικά πήρε. Αυτό ήταν το κομμάτι που μας έλειπε για να ολοκληρωθεί η λίστα των τραγουδιών και τελικά ήταν και αυτό που έδωσε το όνομα σε ολόκληρο το δίσκο μας.

Τον ρωτάω σε ποιο από τα τραγούδια του δίσκου συναντά την προσωπική του ‘ενηλικίωση’. Το σκέφτεται.

Αν μπορούσαμε να εντοπίσουμε έναν θεματικό άξονα που δένει συνεκτικά το στιχουργικό περιεχόμενο του δίσκου, αυτός θα ήταν η ενηλικίωση. Όχι αυτή που συμβαίνει στα 18, αλλά η δεύτερη, η ψυχολογική και συναισθηματική ενηλικίωση που συντελείται με την ανάληψη της ευθύνης του εαυτού μας. Του εαυτού που κάνει ειρήνη με το Θάνατο (‘Αλλού Να Μ’ Αγαπάς’), που ετοιμάζεται για μια νέα ζωή (“Κάτι Παράξενο”), που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της σύγχρονης μετανάστευσης στη Δύση για μια ‘καλοπληρωμένη’ δουλειά (‘Λουξεμβούργο’), αλλά και που βλέπει τους φίλους να λιγοστεύουν (‘Καλό Φεγγάρι Λέω’). Όλα αυτά τα τραγούδια είναι για πράγματα που ζω σε αυτή τη φάση της ζωής μου, στη φάση που προσπαθώ να ‘ενηλικιωθώ’.

Σε παλιότερη συνέντευξή του είχε αναφέρει ότι περισσότερο από όλα τα κομμάτια τον δυσκόλεψε το ‘Λουξεμβούργο’. Γελάει.

Απαιτούσε από μένα μια ερμηνευτική πλευρά που δεν έχω ιδιαίτερα αναπτύξει αλλά με ιντριγκάρει και θέλω να παίξω κι άλλο μαζί της. Πρέπει να έκανα πάνω από 40 takes για το συγκεκριμένο κομμάτι, μέχρι να βρω τι έπρεπε να κάνω. Ωστόσο, αυτό που με παίδεψε περισσότερο δεν ήταν η ερμηνεία, αλλά η ενορχήστρωση των τραγουδιών. Έπρεπε να βρω ένα δρόμο να αναδείξω τα ιδιαίτερα νοήματά τους και να φωτίσω, όπως τους αρμόζει, τις διαφορετικές σκηνές τους, χωρίς να τα καπελώσω ή να τα υπερστολίσω. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα απόλυτα.

Δίπλα μας ο Μιχάλης ελέγχει κάποια πράγματα στην ακουστική και ‘πειράζει’ συνεχώς την υπόλοιπη ομάδα. Την πρώτη φορά που άκουσε τραγούδι τους στο ραδιόφωνο ήταν σε ένα Super Market. Διατήρησε την ψυχραιμία του και έφυγε με τα απαραίτητα. Απαραίτητα που προσπαθεί να συντονίσει και στη σημερινή απογευματινή πρόβα, την ώρα που μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα της ελληνικής (κι όχι μόνο) σκηνής παίρνουν τη θέση τους στο αναλόγιο που έχει στηθεί στο κέντρο. Αλήθεια, πώς είναι να ‘βουτάς’ σε έναν τέτοιο κόσμο;

Σαν να βουτάς σε μία μεγάλη και άγνωστη θάλασσα. Βέβαια να ξεκαθαρίσω πως το ποίημα είναι το ζητούμενο όχι ο ποιητής. Κι ο λόγος που καταπιάνομαι με σπουδαία έργα είναι διότι δεν με απασχολεί (παρά την μεγάλη εκτίμηση) ο ποιητής αλλά το έργο του. Όταν διαβάζω ένα άρτιο και μεστό ποίημα τότε πραγματικά του δίνομαι κι όπως ακριβώς και στη βουτιά η άνωση με ανεβάζει στην επιφάνεια. Δεν νοιώθω κανένα ‘βάρος’, πολύ ελαφρύς μπαίνω στη μελωδία κι όσο μεγαλύτερη συγκίνηση μου προκαλεί το ποίημα τόση είναι και η αφοσίωση μου τη στιγμή της μελοποίησης.

Προσωπικά για μένα δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία αλλά μελέτη. Για να μελοποιήσω Σικελιανό θέλησα να μελετήσω ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του, όπως το ίδιο έκανα όταν μελοποίησα Παύλο Βλαστό ή Βαφόπουλο. Συμβαίνει να αγαπήσω τόσο τον τρόπο γραφής, για παράδειγμα, του Γιάννη Στίγκα, του Μιχάλη Γκανά και του Νίκου Μοσχοβάκου που πλέον κατέχω όλη τους την εργογραφία σχεδόν απ’έξω. Κι άλλες φορές ένα ποίημα αρκεί. Κάπου γραμμένο σε μια ανθολογία, ή ένα ποίημα που αρέσει στον αδερφό μου, τον Παντελή, γιατί αν τελικά υπάρχει διαδικασία υπάρχει στην επιλογή του ποιήματος και όχι στη μελοποίηση. Και σε αυτή τη διαδικασία δεν είμαι μόνος μου, είμαι παρέα με τον Παντελή.

Υπάρχουν, άραγε, κάποια ‘απωθημένα’ που δεν έχει μελοποιήσει ακόμα; Κουνάει το κεφάλι του αρνητικά.

Έχω αρκετά αποτυχημένες απόπειρες μελοποίησης, αλλά δεν θα αφήσω απωθημένο με τίποτα μιας και στην τέχνη προσθέτεις, αφαιρείς, ‘παίζεις’ και προσπαθείς να καταλάβεις. Αν αρχίσω να σκέφτομαι ‘δεν το έκανα καλά, ας το αφήσω για άλλη φορά, μήπως να το έκανα έτσι, μήπως αλλιώς, αν θα αρέσει…’ τότε νιώθω πως θα αρχίσω να το κουράζω και δεν θέλω να το κουράζω και δεν είναι και ο λόγος που γράφω μουσική αυτός. Βουτιές, βουτιές σε όλο και πιο μεγάλες θάλασσες. Έτσι φαντάζομαι τον εαυτό μου και σε 20 χρόνια. Να κάνω τέχνη, με αρτιότερη τεχνική.

Το ίδιο μουσικά ζωντανός ελπίζει να είναι (σε 20 χρόνια) και ο Απόστολος που μόλις έχει ολοκληρώσει ένα τραγούδι στη σκηνή.

Να έχω ακόμα την όρεξη, μα και το κουράγιο, να βγαίνω από το comfort zone μου, να εξερευνώ, να αναθεωρώ, να μαθαίνω. Αλλιώς, είσαι νεκρός. Κι ο δίσκος μας, άλλωστε, κλείνει με ένα ποίημα του Χατζιδάκι. Για τον έρωτα, μα πρωτίστως για τη ζωή: “Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή/ μιαν άλλη, που δε θα υπάρχω/ μη φοβηθείς/ και θα με βρεις είτε σαν άστρο/ όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα […] είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς/ διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος”.

Info: Η συναυλία τους στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αγίου Παύλου έχει προγραμματιστεί για την Παρασκευή 12/4. Αν δεν θέλεις να αντικρίσεις κι εσύ τις δύο ξενέρωτες λέξεις, πρέπει να ενεργήσεις. Άμεσα.

Ταυτότητα παράστασης:

Τίτλος: Κάτι παράξενο

Ερμηνεύουν: Απόστολος Κίτσος, Μιχάλης & Παντελής Καλογεράκης

Μαζί τους οι μουσικοί:

Χάρης Σταυρακάκης | πιάνο

Αλέξης Στενάκης | κλαρινέτο, σαξόφωνο

Μιχάλης Κατσαρός | εκκλησιαστικό όργανο

Διοργάνωση-παραγωγή: ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ