Ο Μιχάλης Σαράντης δεν είναι αυτό που φαίνεται
- 27 ΙΟΥΛ 2016
Αν τώρα που μιλάμε, αντί για οθόνη είχα μπροστά μου έναν καμβά, και ιδανικά, το δεξί χέρι του Σαλβαντόρ Νταλί, θα μπορούσα να αποδώσω την συνάντησή μου με τον ηθοποιό, Μιχάλη Σαράντη, με μερικές πολύχρωμες μπερδεμένες και υπέροχες γραμμές, που οδηγούν εντελώς φυσιολογικά στο ανώμαλο.
Για έναν απροσδιόριστα περίεργο λόγο, η παραμονή μου στο σπίτι του Μιχάλη που πέρσι τον φωτογραφίζαμε εδώ, στο Oneman ως έναν από τους πιο πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς της γενιάς του (άρτι βραβευθέντα με τον σταυρό του Δημήτρη Χορν για το 2015), ενώ θα μπορούσε άνετα να παρομοιαστεί με ένα παιχνίδι σε escape room, και μάλιστα, προχωρημένου επιπέδου, κύλησε πιο ομαλά και από μπαλιά πρωταθλητή του γκολφ.
Στο δύσκολο σημείο, το γνωστό και ως ‘σπάμε τον πάγο’, ο Μιχάλης, μου είπε μία ιστορία από τον σεισμό του ’99. Την γνωστή και ως ημέρα που οι μισοί έφηβοι βλέπαμε Καρουζέλ και οι άλλοι μισοί, Baywatch. Ο Μιχάλης και εγώ, ήμασταν με τους πρώτους. Για τον Μιχάλη, αυτό ισχύει στο περίπου αφού την επίμαχη ώρα, εκείνος βρισκόταν στο σπίτι που βρισκόμασταν αλλά το είχαν με τους γονείς του σαν αποθήκη και κάτι έψαχνε για έναν φίλο του. Όταν κατάλαβε πως γίνεται σεισμός, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να κάνει, ήταν να στοχεύσει στο δέντρο απέναντι, και να πηδήξει από το μπαλκόνι.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Ο πάγος έσπασε.
“Είμαι αυτό που βλέπεις. Ένα ήρεμο παιδί με εξάρσεις. Δεν ήμουν ένας ήσυχος νεαρός, αυτό που λέμε ‘το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου’. Όταν όμως ξεπερνούσα τα όρια, το καταλάβαινα, και μαζευόμουν“.
“Μία από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω ως παιδί, είναι από μία ημέρα στη βεράντα του πρώτου μας σπιτιού, στη Ζήνωνος. Είχα βρει κάτι σπασμένα μπουκάλια από κοκακόλα, ξέρεις, αυτά τα μικρά, και τα πλησίασα αποφασισμένος ότι αποκλείεται να με βλάψουν. Αμέσως μόλις πάτησα πάνω στο γυαλί, κατάλαβα ότι την έχω κάνει. Και όχι από τον πόνο. Πήγα γεμάτος αίματα στη μητέρα μου και γελούσα. Όταν την είδα ταραγμένη, κατάλαβα ότι είχα ξεπεράσει τα όρια. Ήμουν τεσσάρων“.
“Από ένα σημείο και έπειτα, η άγνοια κινδύνου, δεν υφίσταται. Εγώ μία την είχα και μία δεν την είχα. Μία την έχω και μία δεν την έχω“.
Τα ντιβάνια του θεάτρου και οι ταμπέλες της ‘γενιάς του Πολυτεχνείου’ ή το μπαούλο γεμάτο προικιά για τις αδερφές του, από τον προπάππου του
“Στο θέατρο ναι, οφείλεις να έχεις άγνοια κινδύνου. Δεν γίνεται να πηγαίνεις safe. Αν είναι να πηγαίνεις safe, άστο το έχεις χάσει το παιχνίδι“.
“Στην ηλικία μου, ξέρω άτομα που είναι πολύ πιο συντηρητικά από άλλους ανθρώπους και στη δουλειά και στη ζωή. Η κάθε γενιά, έχει τα χαρακτηριστικά και τα κουσούρια της. Εγώ έχω τα δικά μου και παλεύω με αυτά“.
“Τα κουσούρια βγαίνουν και πάνω στη σκηνή. Η εικόνα σου στο σανίδι, είναι ουσιαστικά, μία συνέχεια του εαυτού σου“.
“Οι παραστάσεις για μένα, είναι μία συνέχεια της ζωής σου. Είναι αυτά που συζητάς με τους φίλους σου“.
*Για τις ανάγκες της φωτογράφισης, αδειάσαμε ένα μπαούλο που βρισκόταν στη μέση σχεδόν του χώρου. Ο Μιχάλης μου είπε ότι είναι του προπάππου του, και το είχε στείλει όταν ήταν μετανάστης με καλούδια από την ξενιτιά. Σήμερα, είναι γεμάτο προικιά, ξέρεις, σεντόνια, πράγματα, για τις αδερφές του.
“Για μένα η δουλειά είναι αναφαίρετο κομμάτι της ζωής μου. Και τώρα που μιλάμε, τη δουλειά μου σκέφτομαι“.
“Μου αρέσει αυτή η δουλειά. Και τις τρύπες μου πολλές φορές επουλώνει και με ηρεμεί. Δεν μου αρέσει όμως να σκέφτομαι μόνο την πάρτη μου σε αυτήν. Είναι μία ομαδική δουλειά. Είναι η σχέση που θα χτίσεις με το συνεργάτη σου, η σχέση σου με το κοινό . Είναι τόσες οι αντανακλάσεις που γίνονται. Είναι πολύ κρίμα να ασχοληθείς μόνο με τον εαυτό σου και να το δεις όλο αυτό σαν μία ψυχοθεραπεία. Δεν είναι έτσι“.
“Το θέατρο δεν είναι ψυχοθεραπεία. Ένα σκάψιμο είναι. Ένα σκάψιμο που το κάνεις και για να θεραπευθείς και για να παρηγορηθείς ίσως. Αλλά όλο αυτό δεν γίνεται ως αυτοσκοπός για να λύσεις τα όποια θέματά σου. Το να εμβαθαίνεις σε ένα πρόβλημα άλλωστε, δεν σημαίνει ότι βρίσκεις και τη λύση του“.
“Όσο πιο βαθιά μπαίνεις στον εαυτό σου, τόσο πιο αντιμέτωπος έρχεσαι μαζί του“.
“Εγώ έχω την ευκαιρία μέσα σε ένα παιχνίδι, σε ένα τερέν, να κάνω αυτό που εσύ δεν μπορείς να κάνεις στη ζωή σου. Έχει μία απόλυτη ελευθερία. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεμπουρδελευτείς. Μπορεί να είσαι σκηνικά, το πιο συγκρατημένο πλάσμα, ενώ στη ζωή σου να είσαι το άκρως αντίθετο“.
“Δεν είναι απαραίτητα όλα στην έκρηξη των πραγμάτων. Ο καθένας μας μέσα από αυτήν τη δουλειά λέει εκείνα που δεν μπορεί να πει στη ζωή του και παλεύει να τα πει στους ανθρώπους που αγαπά αλλά δεν τους τα λέει κατά πρόσωπο, τους τα λέει από πάνω“.
“Υπάρχουν πολύ πιο μουρλοί άνθρωποι από τους ηθοποιούς. Ξέρω πολλούς που δεν ασχολούνται με την τέχνη και έχουν μία απίστευτη μούρλα. Μούρλα, με την έννοια της ανησυχίας, της ταραχής“.
“Μας βολεύει να βάζουμε ταμπέλες για να μας αφήνουν στην ησυχία μας. ‘Ξέρεις, αυτός είναι έτσι ή αλλιώς’. Δεν πάει έτσι. Όχι άλλο“.
Το ‘αγανακτισμένος και εσύ;’ ήταν ίσως το πιο κακό αστείο που έχω κάνει στη ζωή μου. Ευτυχώς, με συγχώρεσε. Και δεν άφησε τη συζήτησή μας, όμορφα να καεί.
“Δεν μου αρέσει αυτό το πράγμα που εγώ σου φοράω μία ταυτότητα, ένα χαρακτηριστικό και σε αντιμετωπίζω με βάση αυτό. Και εσύ, από τη μεριά σου, φτάνεις στο σημείο να πηγαίνεις σύμφωνα με αυτό, είτε το έχεις είτε όχι. Είτε το θέλεις είτε όχι“.
“Για παράδειγμα, αυτό το ‘Πρέπει να είσαι ο καλύτερος’. Όχι, δεν πρέπει. Αν δεν το θέλεις, δεν πρέπει“.
Ένα ‘εσείς, είστε η αδιάφορη γενιά’ με το δείκτη του δεξιού μου χεριού να πηγαίνει πάνω κάτω σαν το χρονόμετρο του πιάνου που ένας φίλος, του χάρισε, μου ξέφυγε. Εκείνος γέλασε.
“Η γενιά μας δεν έχει το χάβαλο της γενιάς του Πολυτεχνείου ή εκείνης των γονιών μου. Κάθε γενιά, έχει μία τάση που την ακολουθεί. Παλαιότερα, άρεσε στον κόσμο να ασχολείται με τα πολιτικά θέματα, άρεσε στον κόσμο να παίρνει θέση. ‘Άρεσε’, με την καλή έννοια. Τότε, σχεδόν ‘έτσι έπρεπε’ να γίνει“.
“Έχω την αίσθηση ότι μας έχουν ξεπεράσει οι γενιές μας, και τώρα ψάχνουμε να βρούμε πού κολυμπάμε. Αυτό ισχύει και για τη δική μας γενιά και για την προηγούμενη. Εννοώ την γενιά των γονιών μου, τους εξηντάρηδες – εβδομηντάρηδες. Αυτούς που έστρωσαν κατά κάποιον τρόπο το χαλάκι που περπατάμε τώρα“.
“Ακόμα, δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται. Έχουμε μπει σε ένα τριπάκι τώρα και το ακολουθούμε. Δίχως να ξέρουμε τι ακριβώς θα συμβεί. Όπως και παλαιότερα, το ίδιο συνέβαινε. Πίστευε κάποιος σθεναρά τον τάδε ηγέτη δίχως να ξέρει πού αυτός θα τον οδηγήσει. Και βλέπεις τι ακολούθησε“.
“Οι άνθρωποι εκ των υστέρων, καταλαβαίνουμε τα πάντα. Καλό όμως θα ήταν να έχουμε λίγη περισσότερη επίγνωση. Τουλάχιστον, αυτών που κάνουμε“.
“Ό,τι βιώνουμε σήμερα, είναι απόρροια μίας έντονης μοναχικότητας και μη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που σε συνδυασμό με όλον αυτόν το συρφετό εξελίξεων, σε κάνει ακόμα πιο κλειστό, και ενώ υποτίθεται ότι έχεις μία άποψη για όλα, κάθεσαι στο κρεβάτι σου, και αντί να κάνεις να μην πω τι, κάθεσαι και γράφεις στα social media την όποια βλακεία κατέβει στο κεφάλι σου. Και περιμένεις να δεις τις αντιδράσεις πίσω από την οθόνη“.
*Ακολουθεί σύντομος αντιζουκεμπεργκικός διάλογος.
– Εσύ το έχεις κλείσει το Facebook, καλά δεν θυμάμαι;
– Πολύ καλά. Δε, δεν το είχα.
– Έγινε κάτι;
Μια βραδιά στο Facebook ή ένα καταχωνιασμένο αυτόγραφο του Λε-Πα
“Βρέθηκα ένα βράδυ να βλέπω φωτογραφίες ανθρώπων που δεν ξέρω, σε μέρη που δεν ξέρω, να κάνουν πράγματα που καθόλου δεν με αφορούν και είπα: Τι φάση; Το έκανα για πολλή ώρα και για πολύ καιρό ώσπου εκείνο το βράδυ είπα να βγω από την κλειδαρότρυπα του Facebook. Ωραίες είναι οι κλειδαρότρυπες, ωραίο είναι να εισχωρείς τόσο περίεργα στις ζωές των άλλων“.
Δεν ξέρω πώς. Αλήθεια δεν ξέρω. Αλλά μόλις είπε για φωτογραφίες, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μία φωτογραφία που πραγματικά, δεν καταλάβαινα τι είναι ακριβώς. Φαινόταν ακριβώς το μισό μέρος της (κάθετα). Μερικά cds ακουμπούσαν ηρωικά τον ποπό τους επάνω της και δυσκόλευαν την αδιακρισία μου σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν πίστεψα, ότι το κάνουν επίτηδες. Δεν ήταν απλή φωτογραφία. Το μόνο που μπορώ να επιβεβαιώσω ήταν αυτό. Και μόνο αυτό το δεδομένο, ήταν αρκετό, για να κάνω την ερώτηση του δισεκατομμυρίου στο Μιχάλη.
Εκείνος γέλασε και κάπως ντροπαλά, μου είπε: “Δεν το ξέρει ο άνθρωπος“.
Φαντάζομαι και ελπίζω, ότι δεν θα το μάθει σήμερα και από το Oneman. Παρόλα αυτά, αν έγινε το θαύμα, τότε είμαι σίγουρη ότι τώρα, θα γελάει.
“Είχαμε ένα γύρισμα σε ένα μαγαζί στα Βόρεια Προάστια που πριν, τραγουδούσε ο Λευτέρης Πανταζής. Εκεί που αλλάζαμε ρούχα λοιπόν, ήταν το καμαρίνι του Λε-Πα. Μπήκαμε δίχως να το γνωρίζει ο άνθρωπος στον ιδιωτικό του χώρο, και εννοείται ότι τον σεβαστήκαμε. Είδα σε ένα σημείο του καμαρινιού, μία ντάνα από αυτόγραφα. Πήρα μερικά και του ζητώ συγνώμη γι αυτό. Και τα έδωσα σε πολύ αγαπημένους μου φίλους. Κράτησα ένα και εγώ“.
Το πήρα στα χέρια μου και ντροπή μου που το λέω, αλλά τσέκαρα αν είχε αφιέρωση.
Επιστροφή στα δικά μας τώρα. Τα αντιfacebookικά.
“Δεν ήθελα να θρέφω άλλο αυτήν που την πλευρά. Όχι ότι τώρα, δεν το κάνω καθόλου. Απλά όλο αυτό το μακέλεμα του Facebook, δεν το αντέχω. Ο καθένας βγαίνει και παίρνει μία θέση μέσα από εκεί. Εμένα προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει να τοποθετηθώ έτσι απλά για να το κάνω. Με ενδιαφέρει ο διάλογος, αλλά με άτομα που θέλω να συνδιαλλαγώ“.
“Σε αυτό το κομμάτι, με λες μάλλον κλειστό. Ωραίο είναι να καθίσεις και με έναν άγνωστο να τα πεις, αλλά σε ένα καφενείο, μία ταβέρνα“.
“Η επικοινωνία είναι το παν στους ανθρώπους. Αλλά κάπου παρεξηγούνται τα πράγματα“.
Και κάπως έτσι, το Facebook, έχασε ένα χρήστη του. Το Twitter και το Instagram, για την ώρα, κρατάνε γερά(;).
“Κάνω κανένα τουί τουί πού και πού, χαζεύω μερικές εικόνες στο Instagram γιατί μου αρέσουν οι εικόνες. Μέχρι εκεί“.
Και πάνω που σκεφτόμουν πώς στην ευχή θα φέρω τη συζήτηση έτσι, ώστε να ρωτήσω τι στην ευχή είναι αυτό το σαλαλαφού που έχει σαν nickname στο Twitter. Παρεμπιπτόντως, στο Instagram, είναι ο ‘ξενέρωτος’ @mihalisarantis (ξέρω, ότι τώρα που διαβάζει το ξενέρωτος, θα γελάσει -νίκησα).
“Το σαλαλαφρού είναι από δύο φάσεις της ζωής μου. Κάποτε με έλεγαν σαλάλα και κάποτε φρου από το φρουφρού. Το σαλάλα είναι ένα περίεργο που το λένε στο χωριό μου, τα Νιάτα. Νιάτα Λακωνίας, ωραίος τόπος“.
Πάλι θέλω να σχολιάσω. Πάλι. Και να πω, πόσο όμορφο, πόσο υπερβολικά όμορφο είναι να κατάγεσαι από ένα χωριό που λέγεται Νιάτα και να έχεις μία τόσο ιδιόμορφη σχέση με το χρόνο όπως ο Μιχάλης. Να τον αγαπάς αλλά να τον φοβάσαι. Ή μάλλον, να τον σέβεσαι.
‘Να κάνεις παιδιά νέος’, αυτή η επιθυμία ή μία συνέντευξη στον καναπέ της Μελίνας
“Σε πέντε χρόνια από τώρα, θα ήθελα τα χρόνια να είναι λίγο πιο ήρεμα από τα τελευταία τρία που πέρασα εγώ. Να είναι λίγο πιο ανάλαφρα“.
“Αν θα ήθελα να κάνω κανένα κουτσούβελο; Δεν ξέρω, μπορεί και να το ήθελα. Τώρα τελευταία το σκέφτομαι, πού και πού. Νιώθω ότι αν κάνω κάτι τέτοιο, δεν θέλω να το κάνω για μένα, για να ‘ξεκουνηθεί’ κάτι μέσα μου, απλώς ιδανικά δεν θα ήθελα να κάνω παιδί μεγάλος“.
“Μου αρέσουν οι οικογενειακοί δεσμοί. Εννοώ οι επί της ουσίας δεσμοί. Φοβάμαι την απώλεια σαν τρελός. Μπορεί γι αυτό“.
Μικρή διακοπή. Ο Μιχάλης παίρνει ανά χείρας το Ζώντες και Τεθνεώτες του Κωστή Παπαγιώργη και μου διαβάζει το κλείσιμο του βιβλίου. Κάνω την (κακή) πλάκα ότι τώρα μας κάνει σπόιλερ. Και μου απαντάει όπως μου άξιζε: “Αν επηρεάσω έστω και έναν, να διαβάσει Κωστή Παπαγιώργη τότε χαλάλι“.
Σαν σπόιλερ στο σπόιλερ του, να σημειωθεί ότι κανονικά, θα έκλεινα τη συνέντευξη με αυτήν τη φράση, ως απάντηση στην ατάκα που τον έχει στιγματίσει. Αλλά αυτό το κανονικά, παραείναι ‘ταμπελίσιο’.
Ο Μιχάλης, καθισμένος στον καναπέ της Μελίνας Μερκούρη, μου διαβάζει: “Νεκροί από μάχες και εκστρατείες, νεκροί στα βάθη των ωκεανών και στις ακρόριες του παλαιού και του νέου κόσμου. Νεκροί από πίστη και απιστία. Νεκροί από επιδημίες, γεράματα και ανοίατες ασθένειες του κορμιού και του νου. Νεκροί από φόνους, αυτοχειρίες και απελπισίες. Νεκροί από χρόνο και από πόνο. Νεκροί απλά και μόνο επειδή έζησαν. Αυτή είναι η μοναδική μας θρησκεία και ηθική. Νυν και αεί“.
“Αυτός ο επίλογος με στοιχειώνει. Έχω δυστυχώς, πολλούς νεκρούς στη ζωή μου, αν και νέος και δεν το βλέπω πλέον όπως οι άλλοι άνθρωποι“.
“Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Όλα είναι θέμα αντίληψης. Συγκεκριμένα, της αντίληψης ότι θα πεθάνεις. Όλα κινούνται γύρω από το γεγονός ότι θα πεθάνουμε. Και δεν το λέω με αρνητική χροιά. Όσο πιο κοντά σου είναι ο θάνατος, τόσο πιο γρήγορα καταλαβαίνεις ότι θα πεθάνεις και εσύ και ότι δεν είσαι άτρωτος“.
Τον ρώτησα αν γράφει, γέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τον ρώτησα αν ζωγραφίζει. Τα ίδια. “Δεν ζωγραφίζω ούτε μία ευθεία. Δεν μπορώ“. Τον ρώτησα πώς συγκεντρώνεται. Μου απάντησε, χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει τρίτη φορά το κεφάλι του αρνητικά.
“Όσο πιο φαινομενικά ασυγκέντρωτος είσαι, τόσο το καλύτερο. Η φάση κασέτα, δεν με αφορά“.
“Μερικές φορές, δεν μιλάω ούτε μετά την παράσταση. Τρώω κάτι φρίκες πού και πού και μου παίρνει κανένα δίωρο μέχρι να μιλήσω. Το έπαθα φέτος αυτό δύο φορές, μετά τα Κύματα. Ωραία ήταν, περπάτησα τη Συγγρού, μπήκα σε ένα μπαρ, ήπια δύο ουίσκια και επανήλθα“.
“Συνήθως πριν την παράσταση δεν μιλάω. Αφού επί δύο ώρες μετά, θα μιλάς, γιατί να μην σκάσεις και λίγο;“
Ταξίδι στα Κύθηρα ή το πιάνο, δώρο ενός φίλου
Το flashback ενός παλαιότερου scrolldown στο Facebook, μου θύμισε ένα ταξίδι του Μιχάλη στη Βαρκελώνη. Ένα ταξίδι το οποίο έκανε μόνος του, στη λογική του “Άμα λαλήσεις, θέλεις να την κάνεις“.
τον ρώτησε αν είχε κάποια αφορμή για να το κάνει. Ένα Φεστιβάλ, μία παράσταση, κάτι.
“Κανένα Φεστιβάλ. Φιλάκια. Ήταν μία δύσκολη περίοδος της ζωής μου, και είπα φεύγω. Μου λείπει που έχω καιρό να πάω ταξίδι λόγω έλλειψης χρόνου. Όχι γιατί έχω τάσεις φυγής, αλλά να, μου λείπουν τα ταξίδια“.
Η μικρή μου εμπειρία από τον χρήστη @mihalisarantis έχει αποθηκεύσει στην προσωρινή μου μνήμη, μερικές υπέροχες φωτογραφίες από τα Κύθηρα.
“Πηγαίνω στα Κύθηρα. Με ηρεμούν. Έχω δύο πολύ αγαπημένους φίλους κάτω, που έκανα με τα χρόνια και πηγαίνω για να τους δω“.
Τώρα όμως, έχουν μπει ‘σφήνα’ και άλλα ταξίδια. Επαγγελματικής φύσεως μεν, ταξίδια δε.
“Θα πάω στο Όσλο. Μας κάλεσε το Εθνικό Θέατρο της Νορβηγίας για το Φεστιβάλ Ίψεν για να παίξουμε το Όταν θα Ξυπνήσουμε Εμείς οι Νεκροί που ανεβάσαμε φέτος στο Κάρολος Κουν“.
“Και το Δεκέμβρη, θα πάω στη Λισσαβόνα για τα Κύματα, που ανεβάσαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών“.
Έτσι, για την ταμπέλα της Ελλάδας που ‘τα διώχνει τα παιδιά της’, είπα να ρωτήσω αν θα έφευγε. Στο εξωτερικό.
“Μου φαίνεται πολύ αστείο να παίξω στα αγγλικά. Η γλώσσα στη δουλειά μας, είναι τόσο σημαντική. Και μόνο λόγω της γλώσσας δεν μπορώ να πάω στο εξωτερικό για να παίξω. Μου φαίνεται απαγορευτικό, δεν ξέρω. Το ιδανικό, είναι να κάνεις ταξίδια στο εξωτερικό και να παρουσιάζεις τη δουλειά που κάνεις εδώ, όπως γίνεται τώρα τελευταία που ευτυχώς, μας έπιασε μία εξωστρέφεια“.
Σπόντα, τσεκ.
“Στο θέατρο, είμαστε σε ένα αρκετά καλό επίπεδο αλλά είμαστε είκοσι χρόνια πίσω σε τέτοια θέματα. Θεωρώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που λυσσάνε γι αυτή τη δουλειά“.
Τσεκ, σκέτο. Του είπα ότι συμφωνώ απολύτως μαζί του και του έφερα το αντιπαράδειγμα της τηλεόρασης. Με το οποίο δεν συμφώνησε και πολύ.
“Το Νησί, θα μπορούσαμε εύκολα να το στείλουμε στο εξωτερικό. Μια χαρά θα στεκόταν“.
Κοίταξε προς το πιάνο και εγώ κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω αν είναι του Χατζηδάκι. Δεν θα μου έκανε άλλωστε εντύπωση. Του είπα απλώς, ότι φοβάμαι τι πρόκειται να βρω με μία ακόμη γύρα στο σπίτι του. Εκείνος απόρησε και σαν να το κατάλαβε, μου έλυσε το μυστήριο του πιάνου. Μαζί με λίγη ιστορία για το σπίτι.
“Δεκαοχτώ χρονών μπήκα σε αυτό το σπίτι και δεν είχε τίποτα. Είχε μόνο ένα στρώμα. Δεν είναι έτοιμο ακόμα. Δεν συλλέγω πράγματα, απλά όλα αυτά είμαι εγώ. Δεν είμαι από τους τύπους που θα διακοσμήσουν το σπίτι τους“.
“Μου έφερε ένας φίλος μου ένα πιάνο, μου άρεσε, το τσίμπησα. Αν δεν μου άρεσε, δεν θα το έπαιρνα. Το σπίτι μου είναι ένας φορτισμένος χώρος. Είναι ένα τουρλουμπούκι που θα μπορούσε να περιγράψει ίσως το κεφάλι μου, σε σπίτι. Είναι όλα τοποθετημένα, αλλά είναι πάρα πολλά και εκ διαμέτρου αντίθετα“.
Το Χορν, τα όνειρα και οι σκηνοθέτες του ή το ποδήλατο που του πήρε 7 χρόνια για να συγχωρήσει
“Και ο Δημήτρης και ο Κάραθαν είναι δύο φωτισμένα πλάσματα που ό,τι κάνουν, το κάνουν με απόλυτη πίστη“.
Όταν παρομοίασα τον αποδομημένο σουρεαλισμό που συμβαίνει στο κεφάλι του με το συνδυασμό μίας παράστασης του Νίκου Καραθάνου και μίας του Δημήτρη Καραντζά (των δύο σκηνοθετών με τους οποίους συνεργάζεται τα τελευταία χρόνια, μαζί με τη Λυδία Κονιόρδου), εκείνος μου έδωσε την απάντηση που μόλις διάβασες. Έπειτα, τον ρώτησα: ‘Δηλαδή, θέλεις να μου πεις ότι μόλις άκουσες τον Καραθάνο στην πρόβα να σας λέει θα κάνετε το τάδε ή το δείνα πράγμα, δεν είπες τι λέει αυτός;’
“Όχι ρε, τι τι μας λέει; Ευτυχώς που μας τα λέει“.
Μιλήσαμε λίγο περί Χουβαρδά και υδάτων, και καταλήξαμε, δηλαδή εκείνος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: “Υπάρχει και ο δρόμος της αντανάκλασης, ο οποίος σου λέει ότι σε ένα τοπίο που δεν είναι απαραίτητα συναισθηματικά φορτισμένο ή φορμαλιστικά, εγώ, ενεργέ θεατή, σου δίνω το πεδίο να εισχωρήσεις εσύ το φαντασιακό σου κομμάτι“.
Πώς η συζήτηση έκανε πετάλι από τους δεσμούς του Μιχάλη με τους σκηνοθέτες του, στους αντίστοιχους ισχυρούς που έχει συνάψει με το ποδήλατο, δεν γνωρίζω να σου γράψω.
“Στα δεκατρία μου είχα ένα ατύχημα με το ποδήλατο που με κράτησε 16 ημέρες στο νοσοκομείο. Έφτασα 20 για να ξανανέβω. Με πόνεσε είναι η αλήθεια. Μου στέρησε κάτι από την παιδικότητά μου αυτό το ατύχημα. Αλλά όταν το ξανακαβάλησα, ήταν σαν να μην έγινε. Κάνω πολύ ποδήλατο. Τρελαίνομαι να κάνω ποδήλατο“.
Ξαναγυρίσαμε στο θέατρο. Μιλήσαμε λίγο για τους Όρνιθες που ανεβάζουν στις 19 και 20 Αυγούστου στην Επίδαυρο με τον Νίκο Καραθάνο σε παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και άρπαξα την ευκαιρία να ‘κουτσομπολέψω’ λίγο τα όνειρά του. Σε ποιο θέατρο του εξωτερικού ας πούμε, θα ήθελε να παίξει. Τον σταυρό του Χορν, είχε στοχεύσει να τον κρατήσει στα χέρια του. Τέτοια πράγματα. Ε, κανένα κουτσομπολιό δεν κατάφερα να κάνω. (Και χαίρομαι τόσο γι αυτό.)
“Δεν έχω ιδέα σε ποιο θέατρο θα ήθελα να παίξω. Δεν έχω τέτοια όνειρα. Στην Επίδαυρο ναι, ήθελα να παίξω“.
“Το Χορν, ειλικρινά δεν ξέρω αν το ονειρευόμουν πριν το πάρω. Όποιος ασχολείται με αυτήν τη δουλειά έχει ανάγκη κάποια στιγμή στη ζωή του να επιβεβαιωθεί ότι αυτό που κάνει, το κάνει σωστά, ωραία και αρέσει και όποιος σου πει ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτό, μην το πιστέψεις“.
“Ξέρω μέχρι πού με παίρνει να ναρκισσεύομαι σε αυτό που κάνω. Και θέλω να πιστεύω ότι το ελέγχω“.
“Από την άλλη, τα πράγματα πρέπει να παίρνουν την αξία που τους δίνεις και την αξία που τους δίνουν οι άνθρωποι που σε αφορούν. Το Χορν είναι ένα βραβείο που δίνεται σε ένα νέο παιδί κάθε χρονιά. Μία χρονιά, έτυχε να είμαι εγώ. Εκείνη τη χρονιά είχα δουλέψει πράγματι, σαν βρωμόσκυλο και αυτό αναγνωρίστηκε. Το ότι αναγνωρίστηκε, δεν είναι ‘έλα, γίναμε’. Είναι ότι πέντε άνθρωποι που εκτιμώ με επιβράβευσαν. Και χάρηκα γι αυτό. Είναι ωραίο οι άνθρωποι να χαίρονται. Μου φαίνεται όμως ήδη, πολύ μακρινό. Πήρα ό,τι είχα να πάρω από αυτό. Πήρα και τη φόρα που μου δόθηκε και το άγχος και το φορτίο. Αυτά τα βραβεία, είναι κάτι σαν υπόσχεση“.
‘Υπόσχεση ότι δεν θα ακολουθήσεις μία μανιέρα’, συμπλήρωσα.
“Δεν την φοβάμαι τη μανιέρα γιατί έχω καταλάβει ότι δεν μπορώ να κάτσω στις ευκολίες μου. Κάθε φορά, τις κλωτσάω. Είμαι πολύ νέος πιστεύω για να το κάνω αυτό. Μου αρέσει να ξεκουνιέμαι“.
Θα τον άφηνα στην ησυχία του να μασήσει τις καραμέλες φιλιού που είχα βρει επιμελώς παρατημένες στον πάγκο της κουζίνας του. Αυτό ήταν το αρχικό πλάνο, άλλωστε. Τα είπαμε. Κάτι με έτρωγε όμως, να κάνω άλλη μία ερώτηση. Μία ερώτηση που τη σκεφτόμουν σχεδόν από τότε που κάθισα στον καναπέ της Μελίνας σταυροπόδι και τον κοίταξα στα μάτια για να πάρω το ‘οκε’ ότι πατάω το rec. Να είναι άραγε από εκείνους που έχουν ‘αγαπημένο συγγραφέα’, ‘αγαπημένο σκηνοθέτη’ και πάει λέγοντας(;)
“Τον Καραθάνο, τον Καραντζά, την Κονιόρδου, τον Κερτ Κομπέιν, τον Ρέμπραντ, το Βελάσκεθ, πολλούς έχω, τι εννοείς; Μαλακία δεν είναι να έχεις μόνο έναν;“
“Το μόνο μου κόλλημα είναι στρογγυλό και κλωτσιέται” (κάνει μία παύση και ψαχουλεύει στο σακίδιό του, μου δείχνει το σορτσάκι της πρόβας του. Είναι της ΑΕΚ).
*Ακολουθεί σταυροθεοδωρακίστικος διάλογος αφιερωμένος στον Ηλία Αναστασιάδη.
– Και για πες, ερχόμαστε;
– Τι εννοείς; Ήρθαμε.