Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος έχει βαρεθεί να τον ρωτάνε για τις Τρύπες
Μια συζήτηση για την μαγεία της μουσικής, τους συμβιβασμούς και τη σημασία του σήμερα.
- 8 ΦΕΒ 2018
Για τους σημερινές τριαντάρηδες, οι Τρύπες θα είναι πάντοτε ένα σταθερό μουσικό σημείο αναφοράς. Οι περισσότεροι μεγαλώσαμε με τα τραγούδια τους και αισθανόμασταν ότι κάνουμε μια μικρή επανάσταση κάθε φορά που τραγουδούσαμε τους στίχους τους, πολλών η πρώτη συναυλιακή εμπειρία σχετιζόταν με την μπάντα από την Θεσσαλονίκη και ακόμα και σήμερα, ακούμε τα πιο εμβληματικά κομμάτια τους και συζητάμε πόσο κόσμο θα συγκεντρώσει ένα πιθανό reunion.
Όσο συμβαίνουν όλα αυτά όμως, η ζωή προχωράει. Και για εμάς και για τα μέλη της μπάντας. Κάποια εξ αυτών έχουν περάσει στο μουσικό παρασκήνιο, κάποιοι άλλοι παραμένουν όμως πολύ δυνατά στο προσκήνιο, δημιουργώντας συνεχώς όμορφα νέα πράγματα. Ένας από αυτούς, ο πάντα δραστήριος Μπάμπης Παπαδόπουλος.
Με τρεις εξαιρετικούς προσωπικούς δίσκους κι έναν τέταρτο να ετοιμάζεται, με συμμετοχή σε σχήματα σπουδαίων καλλιτεχνών, με σταθερή παρουσία στους Χειμερινούς Κολυμβητές, με σύνθεση μουσικής για ταινίες και παραστάσεις. Η μουσική είναι η ζωή του Μπάμπη Παπαδόπουλου και η ζωή του είναι η μουσική. Και είναι απόλυτα λογικό να έχει κουραστεί πια να μιλάει για τις Τρύπες και το παρελθόν, όταν συμβαίνουν τόσα όμορφα πράγματα στο παρόν, στο σήμερα. Εδώ που τα λέμε, είναι λίγο άδικο, στα όρια της ασέβειας.
Ένα από τα ωραία αυτά πράγματα, είναι και η συμμετοχή του στο SKG FEST, το οποίο θα φιλοξενηθεί στις 9 και 10 Φεβρουαρίου στο Gagarin 205 και θα δώσει το πάλκο στους εκπροσώπους της αφρόκρεμας της μουσικής σκηνής της Θεσσαλονίκης. Με αυτή την αφορμή, συναντήθηκα με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο στο κέντρο της Αθήνας για μια συζήτηση σχετικά με την ίδια τη μουσική, την εμμονή με τις Τρύπες, τη διδασκαλία αλλά και το συλλαλητήριο.
Η νοσταλγία για τις Τρύπες και το reunion
(φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Αφού δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την ταλαιπωρία στην οποία τον υποβάλαμε με τη Φραντζέσκα μέχρι να τον φωτογραφήσουμε στο κέντρο της πόλης, όσο η βροχή και το κρύο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους, καθίσαμε για την κουβέντα μας. Παραγγείλαμε και οι δύο τσάι και για μερικά δευτερόλεπτα σκέφτηκα πόσο σουρεάλ ήταν το σκηνικό που ζούσα. Σε ένα μικρό πάγκο στο ‘42’, με τον κιθαρίστα ενός ιστορικού και αγαπημένου μου συγκροτήματος, να πίνουμε ζεστό τσάι και να μιλάμε για μουσική. Τα τυχερά της δουλειάς. Για τον ίδιο, μπορεί οι συνεντεύξεις να είναι ένα κομμάτι των υποχρεώσεων του, όμως δεν έχασε δευτερόλεπτο, ούτε την όρεξή του, ούτε την χαρακτηριστική του γλυκύτητα και ευγένεια.
“Συστηματικά αποφεύγαμε τα ΜΜΕ από την εποχή των Τρυπών κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται όμως, όπως κάνω και σήμερα, μια επικοινωνία πρέπει να υπάρχει. Νομίζω ότι δεν πρέπει να μιλάω τόσο συχνά γιατί δεν έχω να πω και τόσα τρομερά πράγματα, πόσα πια να ειπωθούν; Προσπαθώ να μιλάω όταν υπάρχει λόγος, όταν ετοιμάζω κάτι καινούριο, όταν είναι να γίνει κάποια συναυλία”, θα διευκρινίσει. Ειλικρινά, πόσο έχει κουραστεί να τον ρωτάνε για τις Τρύπες;
“Έχω βαρεθεί πολύ. Όχι τόσο ο κόσμος, όσο στις συνεντεύξεις, δεν έχει νόημα και με κουράζει. Παραμένουν στο επίκεντρο της συζήτησης προφανώς επειδή τα τραγούδια ακούγονται ακόμα, κι από νέους ανθρώπους, αλλά ίσως κι επειδή κυρίως ο Γιάννης κι εγώ, παραμένουμε στη μουσική, κάνουμε πράγματα, γεγονός το οποίο εγείρει αυτά τα ερωτήματα”. Γιατί όμως ακούγονται ακόμα μέχρι και σήμερα;
“Δεν μπορώ να ξέρω, αυτό θα πρέπει να σου το πούνε οι άνθρωποι που τα ακούνε. Κρίνοντας απ’ το προσωπικό μου γούστο, κι εγώ άκουγα παλαιότερα συγκροτήματα που είχαν σταματήσει, οι μικρότερες ηλικίες είναι αυτές που θέλουν λίγο να γυρίσουν στο παρελθόν. Οι σημερινοί 20άρηδες, αυτά τα ‘παλιά’ που ακούνε, είναι τα τραγούδια και τα συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘80. Ήταν μια εποχή που συνέβησαν πράγματα στη χώρα”.
“Το παρελθόν πάντα αντιμετωπίζεται με νοσταλγία για κάποιους ανθρώπους, υπάρχει μια σχετική ωραιοποίηση. Όταν ακούς την ‘Ταξιδιάρα Ψυχή’ για χρόνια, γίνεται πια κάτι οικείο. Δεν μπορώ να πω αν εκείνα τα χρόνια ήταν καλύτερα, για μένα τα καλύτερα είναι αυτά που ζούμε κι αυτά που έρχονται”. Τα τελευταία χρόνια, οι επανασυνδέσεις συγκροτημάτων έχουν επιστρέψει στη μόδα, προφανώς και για εμπορικούς λόγους. Σε κάθε τέτοια συζήτηση, θα αναφερθούν και οι Τρύπες. Είναι αυτό ένα πιθανό σενάριο;
Δεν θα κάνουμε reunion. Προσωπικά μιλώντας, νομίζω ότι δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή, δεν βρίσκω για ποιο λόγο να το κάνουμε, πέρα από μια πολύ εμπορική επιτυχία. Μέχρι τώρα δεν μπήκα σε αυτόν τον πειρασμό, έχει προταθεί και με πολύ αξιόλογες απολαβές. Αν ποτέ συνέβαινε αυτό, θα ήταν έπειτα από συνάντηση όλων μας και αν αποφασίζαμε ότι θα το κάνουμε για να γουστάρουμε, αυτός θα ήταν ο πρώτος λόγος και μετά όλα τα υπόλοιπα
Υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των μελών της μπάντας; “Επειδή οι ζωές μας έχουν χωρίσει πια τόσο πολύ, δεν τυχαίνει, ο καθένας έχει πάρει ένα δρόμο. Πιο συχνά με τον Γιάννη βρίσκομαι, γιατί κι αυτός κυκλοφορεί περισσότερο, έχουμε πιο κοινά πράγματα. Συζητάμε και για τις μουσικές μας. Δική μας συνεργασία δεν έχουμε συζητήσει ποτέ, αν κάποια στιγμή προκύψει γιατί να μην το κάνω; Δεν υπάρχει κάτι για την ώρα. Με αγάπη συναντιόμαστε πάντως, αν είναι να συμβεί κάτι θα συμβεί, λέμε χίλια δυο πράγματα, αυτό δεν το συζητάμε ποτέ”.
Το πρώτο μούδιασμα και το ανύπαρκτο ‘ροκσταριλίκι’
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος μεγάλωσε μέσα στη μουσική. Από εφηβική ηλικία άλλωστε συμμετείχε σε συγκροτήματα και μόλις στα 17 του βρέθηκε στις Τρύπες. Τα ακούσματά του και τα πρώτα κομμάτια που έβγαλε στην κιθάρα του, ήταν αυτά που λίγο-πολύ μπορείς να φανταστείς.
“Επειδή ήμουν και μικρός, ήταν λίγο πιο classic rock. Εκεί στα τέλη του ‘70, αρχές του ‘80 δηλαδή, άρχισα να βγάζω λίγο Gallagher, Deep Purple, Pink Floyd, μετά μάθαμε και The Clash. Στο πρώτο μουσικό γκρουπ που συμμετείχα, όταν ήμουν 14 χρονών,στα live παίζαμε 5 κομμάτια, διασκευές εννοείται. Ένα AC/DC, ένα Sex Pistols, ένα συνονθύλευμα απ’ ότι μπορούσαμε να ακούσουμε εκείνη την εποχή, έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε πρόσβαση στα πάντα”.
“Ακούγαμε κυρίως ροκ, αλλά είχαμε κι άλλα ακούσματα. Εκείνη την περίοδο ακουγόταν πολύ και το ρεμπέτικο ξανά, είχαν βγει οι Αθηναϊκές κομπανίες, οι Ρεμπέτικες κομπανίες, ο Παπάζογλου, δεν γινόταν να μην τ’ ακούσεις αυτά. Άρχισα να δουλεύω μικρός με την κιθάρα νύχτα για να βγάλω κανένα μεροκάματο και παίζαμε ρεμπέτικα, με τους φίλους επίσης”.
“Κι εγώ από ανθρώπους από τη γειτονιά μου έμαθα κιθάρα, βλέποντας τον τρόπο που παίζουν, έτσι μαθαίνεται η μουσική, πρέπει να πάρεις το άμεσο ερέθισμα. Το πρώτο μούδιασμα, όταν έβγαλα την πρώτη νότα δεν το ξεχνάω και δεν φεύγει ποτέ, ανακάλυψα τον κόσμο, τον Θεό”. Κι απ’ την σχολική μπάντα, στις ‘Τρύπες’ και την τεράστια επιτυχία.
“Όταν ήρθαν οι μεγάλες επιτυχίες ήμουν πια 25 χρονών. Δεν έγιναν τα πράγματα από μόνα τους όμως. Δουλέψαμε πάρα πολύ, ήμασταν όλοι μαζί εκείνη την εποχή ακόμα. Τα πρώτα χρόνια έκανα κι άλλη δουλειά, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε, μόνο τα τελευταία 5-6 χρόνια μας συντηρούσε το συγκρότημα. Μέχρι τότε, όλοι κάναμε χίλια δυο πράγματα για να μπορούμε να επιβιώνουμε και να παίζουμε κι αυτή τη μουσική. Μια ματαιοδοξία προφανώς την ικανοποιήσαμε κιόλας, αλλά το μυαλό μας το προστατεύσαμε όσο μπορούσαμε”. Ροκ σταρ πάντως, δεν έγινε ποτέ.
“Όλα αυτά τα ροκσταριλίκια υπάρχουν στο μυαλό αυτού που θέλει να τα ζει. Για μένα τίποτα από αυτά δεν υπάρχει, τι πάει να πει σταριλίκι ροκ, αυτή είναι μια εικόνα που δημιουργούν τα ΜΜΕ σε συνδυασμό με τη ματαιοδοξία του καλλιτέχνη και μ’ αυτό που θέλει να προβάλλει ο ακροατής/θεατής στο πρόσωπο αυτού που βλέπει. Στην πραγματικότητα δηλαδή, δεν είναι τίποτα. Δεν είχε κάποιο νόημα αυτό για εμάς”.
Δεν ξέρω τι σημαίνει ροκ άνθρωπος και ροκ σταρ, δεν τον χρησιμοποιώ αυτόν τον χαρακτηρισμό για να σκεφτώ κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο, δεν βρίσκω το νόημα αυτής της φράσης
Όσο για το τι είναι αυτό που κάνει ένα συγκρότημα ‘μεγάλο’; “Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό, όλα αυτά είναι ανάγκη της εποχής. Άνθρωποι που έχουν χάρισμα, ένα αστέρι, πάθος, δεν ξέρω πώς να το πω, σε συνδυασμό με την ανάγκη που έχει ο κόσμος να ακούσει κάτι και να το αφομοιώσει. Σίγουρα μετράει κι ο στίχος, το ότι ήταν ελληνικός, ο στίχος του Γιάννη είχε μια αμεσότητα, σου μιλάει ακόμα και τώρα”.
Από τις Τρύπες στον πειραματισμό
Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, μετά το αποχαιρετιστήριο ‘Μέσα στη Νύχτα των Άλλων’, οι Τρύπες ρίχνουν την αυλαία μιας σπουδαίας πορείας. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος ήδη συμμετείχε στο σχήμα Λοξή Φάλλαγα που συνόδευε τον Νίκο Παπάζογλου στις συναυλίες του, όμως έπρεπε πια να σκεφτεί και το επόμενο μουσικό του βήμα.
“Δεν έχω ποτέ στο μυαλό μου το επόμενο βήμα, όταν διαλύθηκαν οι Τρύπες δεν είχα κανένα πλάνο. Ήταν κάτι το οποίο ερχόταν, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έγινε αναίμακτα, ψυχικά μιλώντας. Ήταν ένας σοβαρός κύκλος που έκλεισε, όμως υπήρχαν κι άλλα πράγματα που έπρεπε να γίνουν. Το πιο σημαντικό είναι ότι όλη αυτή η δημιουργικότητα την οποία διοχέτευα μέσα στο γκρουπ, έπρεπε κάπως να σχηματοποιηθεί και να πάρει ένα δρόμο. Μια ζωή βέβαια αισθάνομαι ότι παλεύω με αυτό, υπάρχει κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό που είναι να συμβεί, δεν ξεμπερδεύεις ποτέ με αυτό. Αυτό είναι και το ζητούμενο όμως, τι νόημα έχει αλλιώς;” Η συνεργασία με τον Παπάζογλου ήταν ήδη μια ακόμη σπουδαία μουσική εμπειρία.
“Με τον Νίκο γνωριστήκαμε σχετικά νωρίς μετά την πρώτη ακρόαση των δίσκων του. Πρώτη φορά άκουσα την ‘Εκδίκηση της Γυφτιάς’ που βγήκε το 1978 κι ακούστηκε πολύ τα επόμενα χρόνια. Το 1985 πήγαμε και παίξαμε στο στούντιό του και βγάλαμε τον πρώτο μας δίσκο, ήταν και μηχανικός ήχου άλλωστε. Μετά κάναμε άλλους δύο δίσκους εκεί, είχαμε μια συνεργασία, οπότε το πάλκο ήρθε σχετικά φυσιολογικά. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία, είχε μια ιστορία ο Νίκος, είχε επηρεάσει πολύ κόσμο, πάντα είχα μια ζεστή σχέση και αγάπη με τον άνθρωπο αυτόν”. Και στη συνέχεια, ήρθαν οι συνεργασίες με μουσικούς όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κι ο Σωκράτης Μάλαμας. Μουσικοί που κάποιος θα έλεγε ότι δεν ανήκουν στην ίδια μουσική ομπρέλα με τον Παπαδόπουλο.
“Πέρα απ’ την προσωπική μου ανάγκη για την έκφραση και την μουσική εξέλιξη, αφήνω πάρα πολύ να με επηρεάσουν οι συνθήκες της καθημερινότητας και της συναναστροφής μου με τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Όλα έγιναν πολύ φυσικά λοιπόν, το ένα έφερνε το άλλο, γνωρίζοντας τον έναν άνθρωπο με έφερνε σε επαφή με τον άλλο και άρχιζαν οι μουσικές μας λίγο να ταυτίζονται. Φαν του Μάλαμα και του Θανάση δεν ήμουν γιατί ξεκίνησαν μετά από εμάς, αλλά ήμασταν φίλοι και τις δουλειές των φίλων μου τις αγαπάω”.
Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται και να δοκιμάζει νέα πράγματα. Στις ‘Σκηνές από ένα Ταξίδι’, την πρώτη του προσωπική δουλειά, παρουσιάζει ορχηστρικές συνθέσεις επηρεασμένες από την λαϊκή μέχρι την ροκ μουσική. Στον επόμενο δίσκο του, ‘Απ’ την Σπηλιά του Δράκου’, διασκευάζει ρεμπέτικα τραγούδια. Μουσικές επιλογές αντισυμβατικές και σίγουρα όχι εμπορικές, αφού μιλάμε για ορχηστρικές εκτελέσεις χωρίς στίχο.
“Είναι δυο-τρεις οι λόγοι που με οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Ένας λόγος είναι ότι πάντα κάναμε τραγούδια, οπότε ήταν μια ευκαιρία να βγω σ’ ένα καινούριο τοπίο, μια πρόκληση. Ακόμα, δεν έγραφα ποτέ, δεν έχω αυτό το ταλέντο, κι ούτε έψαξα ποτέ να βρω στίχους κι επίσης, έχω την αίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο ξεβολεύεται και ο ακροατής, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Σε αποτρέπει απ’ το να τραγουδήσεις και να γλεντήσεις, σε αναγκάζει λίγο να συγκεντρωθείς σε αυτό που συμβαίνει και να μπεις σε μια διαφορετική διαδικασία. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό κι είδα ότι δουλεύει κιόλας, συμβαίνει και σε ανθρώπους που δεν περίμενα ότι θα συμβεί”.
“Η επιλογή των κομματιών στις διασκευές ήταν λίγο τυχαία και λίγο αγαπημένα. Κομμάτια που μου ήρθαν εύκολα στο μυαλό. Μετά έγινε δουλειά με τους συγκεκριμένους μουσικούς και βγήκε το αποτέλεσμα”.
“Τα συναισθήματα είναι ένα βασικό κομμάτι έμπνευσης για μένα, γιατί λειτουργώ πολύ με το συναισθηματικό κομμάτι σαν άνθρωπος, είναι ένας σημαντικός παράγοντας”. Πώς τα εκφράζει αυτά χωρίς στίχους όμως;
Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μπει σε μια λογική βάση, ακόμα και τα λόγια δεν μπαίνουν σε μια λογική βάση, δεν νομίζω ότι όταν κάποιος κάθεται να γράψει σκέφτεται λογικά, όταν είναι να βγει κάτι, απλά βγαίνει
Ταυτόχρονα με όλα αυτά, προέκυψε και η συνεργασία με τους Χειμερινούς Κολυμβητές. “Για μένα ήταν ένα γνωστό σχήμα οι ‘Χειμερινοί Κολυμβητές’, τους ήξερα από παλιά, χρόνια, αλλά η συνεργασία προέκυψε σχεδόν τυχαία. Κάποια στιγμή αποχώρησε ο για ένα διάστημα ο Γιώργος Ταμκατζόγλου, ο κιθαρίστας και στη θέση του πήγε ο Μυστακίδης. Μετά αποχώρησε ο Χάρης ο Παπαδόπουλος κι έπαιξε μπουζούκι ο Μυστακίδης και μου λέει ‘δεν έρχεσαι να παίξεις κιθάρα;’ Πήγα, μετά ξαναγύρισε ο Χάρης, έφυγε ο Μυστακίδης και μείναμε έτσι”.
“Αυτό που κάνουν οι Κολυμβητές δεν θα το έλεγα διασκέδαση. Για μένα είναι ένα ευχάριστο περιβάλλον, να συνευρίσκομαι με αυτούς τους ανθρώπους και να παίζουμε. Έχουν μια ιστορία, υπάρχει ένα βάθος, όλοι τους είναι πολύ καλοί μουσικοί κι έχουν να πούνε πράγματα, οπότε δεν το βλέπω σαν ένα μεροκάματο απλά. Είναι κι η συχνότητα που παίζουμε βολική, τόσο, όσο”.
“Ο Αργύρης Μπακιρτζής, όπως κι όλοι οι Κολυμβητές, είναι αυτό ακριβώς που δείχνει. Αυτό μ’ αρέσει, αυτό εκτιμώ, κανείς δεν έχει ν’ αποδείξει τίποτα, ούτε να παριστάνει κάτι άλλο. Είναι μια πολύ ωραία παρέα που παίζει μουσική”.
“Οι γυναίκες με τις γούνες δεν θα κοιτούσαν στα μάτια τον Βαμβακάρη”
Ροκ, ρεμπέτικα, λαϊκές επιρροές. Η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου τα περιλαμβάνει όλα. Υπάρχουν τελικά ταμπέλες και διαφορές στα μουσικά είδη;
“Μέχρι ενός σημείου, υπάρχουν διαφορές στο αισθητικό κομμάτι μεταξύ των μουσικών και ακούγονται σε κάποιο περιβάλλον. Στις γειτονιές που μεγάλωσα, δεν είχαμε πρόσβαση στην κλασική μουσική, δεν έτυχε ποτέ να δω ένα ζωντανό σύνολο, από πού κι ως πού να έχω εγώ σχέση με αυτό το πράγμα, ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο. Κι η τζαζ, ακουγόταν από λίγους ανθρώπους της πόλης κι αυτοί την έπαιζαν όπως την άκουσαν. Όλες τις άλλες μουσικές μπορώ να πω ότι τις έζησα μέσα από μια καθημερινότητα, από τους ανθρώπους. Κάνουμε τα πράγματα που ζούμε στο περιβάλλον μας. Με αυτούς τους ανθρώπους πάνω-κάτω, έχουμε κοινά βιώματα”.
“Κι εμείς που παίζαμε ροκ, δεν μεγαλώσαμε στο περιθώριο του Λονδίνου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεγαλώσαμε σ’ ένα περιθώριο απ’ την άποψη των πιο φτωχών λαϊκών γειτονιών και στρωμάτων και αυτά τα ακούσματα μας συγκινούσαν κι ήταν ο τρόπος διαφυγής μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι με όλους τους άλλους που ερχόμασταν σε καθημερινή επαφή και άκουγαν μια άλλη μουσική ήταν ξένοι. Οι ‘Τρύπες’ ήταν ένα λαϊκής βάσης σχήμα, χωρίς να παρεξηγηθώ, δεν μου αρέσουν αυτές οι λέξεις, αλλά ήμασταν παιδιά που μεγάλωσαν σε λαϊκές γειτονιές. Όλες οι μουσικές έχουν μια αιχμή, και τα ρεμπέτικα σήμερα τα ακούν γυναίκες με γούνες, που εκείνη την εποχή δεν θα περνάγανε ούτε απ’ έξω από τα ρεμπετάδικα, δεν θα κοιτούσαν στα μάτια τον Βαμβακάρη”. Όσο για την μουσική εποχή την οποία θα ήθελε να έχει ζήσει;
“Σε όλες, αλήθεια, τι να πεις. Να ξεκινήσεις από την Αναγέννηση που γινόντουσαν χίλια δύο πράγματα, να πας στη γέννηση των blues, της jazz, του ροκ, στην άνθησή τους, που έπαιζαν όλα τα μεγάλα ονόματα; Να μην πας να δεις πώς έπαιζαν οι μουσικοί εδώ πριν 60 χρόνια, που έγραψαν τόσα σπουδαία τραγούδια; Είχα ευτυχώς τη χαρά να προλάβω να δω μερικούς, και κάποιους που ήρθαν από έξω. Χαίρομαι που είδα ζωντανά τον Άκη Πάνου, που τον θεωρώ ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Από την άλλη στεναχωριέμαι που δεν πήγα να δω τον Διονυσίου, ενώ είχα τη δυνατότητα. Επειδή ήμουν ροκάς όμως, δεν θα πήγαινα ποτέ να ακούσω έναν τέτοιο μουσικό. Το είχα αυτό μικρός, μεγαλώνοντας κατάλαβα πόσο ανοησία ήταν. Αισθητικά εξακολουθώ να μην μπορώ να ταυτιστώ με τους ανθρώπους που πάνε και τα ακουμπάνε στα μπουζούκια βέβαια, από αυτή την άποψη είμαι ακόμα αντίθετος”. Ζούμε λίγο στην εποχή του μουσικού αχταρμά, έχουν χαθεί οι έννοιες όπως ροκ και ρεμπέτικο;
“Αν μιλάμε για το ροκ, που είναι πια ένα πολύ ανοιχτό πράγμα, ή το ρεμπέτικο, δεν χάνονται, απλά είναι πια κλασικές μουσικές, έχουν γραφτεί στην ιστορία, απλώς περνάνε από γενιά σε γενιά σαν μια γνώση πια. Δεν θα έλεγα ότι είναι αχταρμάς σήμερα, όμως υπάρχει τόση πληροφορία που δεν υπάρχει ένα στιλ, ένα ρεύμα που θα κατευθύνει τα πράγματα προς τα κάπου. Ενώ βγαίνουν τόσα πολλά καινούρια ενδιαφέροντα πράγματα, είναι μια κοινωνία σε αναμονή, τρέχει το πράγμα και το κυνηγάμε όλοι από πίσω χωρίς να ξέρουμε αν οδηγεί κάπου και πού”. Για τον ίδιο, η διαδικασία σύνθεσης της μουσικής έχει αλλάξει;
“Η διαδικασία της σύνθεσης σαφώς εξελίσσεται κι αλλάζει, δεν μπορεί να είναι η ίδια όπως θα κάναμε πριν από 30 χρόνια. Οι παράγοντες που το διαμορφώνουν αυτό είναι πολύ διαφορετικοί. Καταρχήν, αλλάζω εγώ, δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν πριν από 20 χρόνια, αυτό σημαίνει αυτόματα έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, μεγαλύτερη εμπειρία, άλλες ευαισθησίες και προσλαμβάνουσες, άλλη καθημερινότητα, όλα είναι πολύ διαφορετικά. Αυτό που δεν έχει αλλάξει, είναι αυτό που αισθάνεσαι όταν καταλαβαίνεις ότι έχεις στα χέρια σου κάτι καινούριο, η αγωνία για το αποτέλεσμα, η χαρά που νιώθεις όταν βγαίνει”.
Δεν ασχολούμαι μόνο με την κιθάρα πια. Μπορεί μια μέρα ολόκληρη να είμαι αγκαλιά με μια κιθάρα και να παίζω. Μπορεί για μερικές μέρες να μην πιάσω καθόλου κιθάρα και να κάθομαι να ακούω μουσική, να διαβάζω για τη μουσική, να μελετάω ή ακόμα και απλά να τη σκέφτομαι. Απ’ αυτή την άποψη, όσο είμαι ξύπνιος ασχολούμαι με τη μουσική
“Δεν το σκέφτομαι το τέλος. Δεν το έχω φανταστεί, αλλά δεν μου φαίνεται κι απίθανο να συμβεί, δεν είναι πάντα οι διαθέσεις οι ίδιες. Την διάθεσή μου να πιάσω την κιθάρα μου και να ανεβαίνω στο πάλκο να παίζω δεν νομίζω να τη χάσω ποτέ πάντως, αυτό είναι δεδομένο. Αυτό που δεν ξέρω αν θα έχω για πάντα, είναι αυτή τη διάθεση να φτιάχνω καινούριες μουσικές. Αυτό είναι κάτι επώδυνο, που με έχει κόψει ήδη από πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου. Απαιτεί πάρα πολλή ενέργεια και συγκέντρωση, είναι δυνατό πράγμα, το οποίο σε ανταμείβει βέβαια, δεν έχω παράπονο”.
Περί ταλέντου και συμβιβασμών
Τον Σεπτέμβριο του 2005, βρέθηκε να διδάσκει σε νέους μουσικούς, στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου. Μια σίγουρα ενδιαφέρουσα εμπειρία.
“Η εμπειρία της διδασκαλίας ήταν εντυπωσιακή. Είναι μια ωραία διαδικασία. Κάναμε κουβέντες, είχαν τις απορίες που είχαν με όλους τους συναδέλφους μουσικούς, δεν με φόρτωναν με ερωτήσεις για τις Τρύπες. Πάντα, ένας νεότερος άνθρωπος θέλει να μάθει πράγματα από έναν μεγαλύτερο, από τις εμπειρίες του, να ακούσει τη γνώμη του. Ήταν μια ωραία σχέση, ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με μια μορφή τέχνης είναι λίγο διαφορετικοί. Όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να ασχολούνται με κάποια μορφή τέχνης, καλό θα τους κάνει, ακόμα κι αν δεν γίνουν επαγγελματίες και πετυχημένοι. Όταν μάθεις να εκτίθεσαι και να δημιουργείς, αποκτάς άλλου είδους καλλιέργεια, σπάει τις ψυχώσεις και τα στεγανά που κάνουν κακό στον άνθρωπο”.
“Ανακάλυψα πολλά διαμαντάκια, υπάρχουν πάρα πολλά νέα παιδιά που είναι ταλέντα. Οι συνθήκες βέβαια είναι τέτοιες που δεν είναι εύκολο, αλλά τι πάει να πει αυτό; Θα κάνουν κάτι, όσο περισσότεροι βγαίνουν, τόσο καλύτερα”.
“Πιστεύω στο ταλέντο, αλλά πιστεύω και στη δουλειά. Χωρίς κόπο και καθημερινή εργασία δεν γίνονται τα πράγματα, το ταλέντο είναι σαφώς ένα πολύ βασικό κομμάτι, αλλά δεν φτάνει. Έχω δει ανθρώπους με ταλέντο να πέφτουν αλλά και πολύ εργατικούς χωρίς ταλέντο να μην καταφέρνουν τίποτα, ούτε το ένα αρκεί από μόνο του, ούτε το άλλο. Το να δουλεύεις όμως πάνω στο ταλέντο είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι”. Αξίζει τελικά να κάνει κάποιος καριέρα στη μουσική;
“Θα σου πω αυτό που απαντούσα στα παιδιά και που λέω και σε φίλους και γονείς. Όλα αξίζουν και τίποτα δεν αξίζει. Αξίζει πάρα πολύ να κάνεις αυτό που αγαπάς. Οτιδήποτε κι αν κάνεις είναι δύσκολο, πάντα ήταν, η ζωή έχει δυσκολίες συνέχεια, αν κάνεις και κάτι που δεν αγαπάς είναι βασανιστικό μετά. Αν έχεις αγάπη, οι δυσκολίες αποκτούν άλλη αξία, δεν σου μαυρίζουν τόσο την ψυχή, κάτι γλυκαίνει”.
“Αν έδινα μια συμβουλή σε κάποιον νεότερο, θα του έλεγα να κάνει αυτό που νιώθει και θέλει, όσο πιο κοντά μένεις στον εαυτό σου, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχεις να βαδίζεις ευτυχισμένος για να ανοίγει το σύστημα και να βγάζει μουσική”
Ο ίδιος θα έμπαινε στον πειρασμό να κάνει κάποιον αισθητικό συμβιβασμό για τα λεφτά; Οι συνάδελφοί του οι οποίοι βγάζουν το ψωμί τους στα μπουζούκια δεν είναι και λίγοι.
“Δεν θα το έκανα γιατί μου το έχουν προτείνει και το έχω αρνηθεί έτσι κι αλλιώς, στο λέω με σιγουριά. Ακόμα κι όταν ξεκινούσα μικρός κι είχα ανάγκη τη δουλειά, απέφευγα τα μαγαζιά που αν και πρότειναν τα διπλάσια χρήματα δεν μου ταίριαζαν. Πάντα οι επιλογές μου ήταν αυτές και δεν το αλλάζω αυτό, είναι αδιαπραγμάτευτο και το κάνω συνειδητά γιατί έστω κι ένα ελαφρύ ‘παραστράτημα’ από το προσωπικό σου αισθητήριο πιστεύω θα το βρεις μπροστά σου στο δεκαπλάσιο αύριο-μεθαύριο. Με τον πιο απλό τρόπο, όπως με το ότι θα έχεις χάσει έναν χρόνο απ’ τη ζωή σου. Ένας χρόνος είναι ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Χάνεις ένα κομμάτι από τον εαυτό σου για το χρήμα, τα λεφτά ποτέ δεν είναι αρκετά έτσι κι αλλιώς”.
“Δεν θεωρώ ότι έβγαλα λεφτά από τη μουσική, για πολύ λίγα χρόνια με τις Τρύπες που ήμασταν στα πολύ χάι μας, αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα κονομήσαμε κιόλας. Μου επέτρεψαν να κάνω ένα δυο ταξίδια και να πάρω τις μουσικές που ήθελα κι ένα-δυο όργανα. Μπορώ και ζω όμως απ’ αυτό, έστω κι αν αναγκάζομαι να κάνω πολλά πράγματα. Δέχομαι το τίμημα του ότι αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτόν τον τρόπο με τη μουσική”.
“Είναι ντροπή να κάνουμε ακόμα συλλαλητήρια”
Η συζήτηση με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο δεν μπορεί να περιγραφεί με μια ευθεία γραμμή. Έκανε άλματα στο χρόνο, άλλαζε μορφή και το μοναδικό σταθερό σημείο, ήταν ότι δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον της. Η ερώτηση αν υπάρχει μουσική παιδεία στην Ελλάδα, οδήγησε και στην γενικότερη έννοια της παιδείας, και μοιραία έφερε την κουβέντα στα συλλαλητήρια και την πολιτική.
“Όση παιδεία έχει γενικώς, δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να έχει μουσική, όταν δεν έχει την υπόλοιπη. Είμαστε απαίδευτοι σαν λαός, πάντα ήμασταν. Υπάρχουν μικρές εστίες μέσα σ’ αυτή την κοινωνία που λίγο ξεφεύγουν, θα είναι πάντα έτσι”.
Τι να ρωτήσεις, είναι ντροπή μέσα στο 2018 να κάνουμε ακόμα συλλαλητήρια, το ζήσαμε το 1992, ευτυχώς δεν είχε την ίδια έκταση, αλλά και πάλι, το θεωρώ απαράδεκτο
“Παρακολουθώ όσο μπορώ τα πολιτικά, ενημερώνομαι, υπάρχει όμως και μια ζωή που τρέχει. Η πολιτική είναι ένα παιχνίδι με το οποίο δεν μπορώ να συμβιβαστώ, είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής και εξουσίας που παίζει με τις ζωές όλων μας. Δεν μπορώ ούτε να το συμμεριστώ, ούτε να συμβαδίσω μαζί του”. Για το τέλος, αφήσαμε αυτά που ετοιμάζει ο μουσικός για το άμεσο μέλλον. Όπως κατάλαβες, για το πιο μακρινό, όλα είναι πιθανά.
“Μόλις τελείωσα μια ταινία μικρού μήκους του Παναγιώτη Καραλή και παράλληλα ετοιμάζω τον νέο μου δίσκο, τέταρτο προσωπικό, ο οποίος στην ουσία είναι η μετεξέλιξη του ‘Μέσα Στον Πόνο Είν’ Η Χαρά Μεσ’ Στη Χαρά Είναι Ο Πόνος’, θα παίζει δηλαδή το ίδιο σχήμα, το σεξτέτο, συν κάποια έξτρα πράγματα τα οποία θα τα δείτε. Είμαστε στα γραψίματα, θέλω να πιστεύω ότι μέσα στον Φλεβάρη θα τελειώσουν και θα κυκλοφορήσει κοντά στο Πάσχα”.
“Είναι φοβερή διαδικασία η σύνθεση μουσικής για ένα έργο, τη χαίρομαι πάρα πολύ, και του κινηματογράφου, και του θεάτρου, είναι αυτή η συνεύρεση των τεχνών που όταν ταιριάζει είναι πολύ εντυπωσιακή”.
‘Έχουμε το φεστιβάλ στο Gagarin, στο οποίο θα παίξω σόλο. Υπάρχουν πολλές καλές ελληνικές μπάντες, και στην Θεσσαλονίκη που ζω γίνονται φοβερά πράγματα, παίζουν πάρα πολύ ωραία, προφανώς σε όλη την Ελλάδα θα συμβαίνει αυτό, απλά επειδή εκεί ζω, αυτούς παρακολουθώ περισσότερο. Καλοί μουσικοί, κάνουν πράγματα, ενδιαφέροντες τύποι”.