24 Media
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Νικηφόρος Βουράκης ξέρει τι έκανε τις νύχτες ο μπαμπάς σου

Ο άνθρωπος που έφτιαξε το Trip και το Mad επιστρέφει στον τόπο που γεννήθηκε το Αθηναϊκό underground.

Η συζήτηση με τον Νικηφόρο Βουράκη έχει φτάσει στο τέλος της. Η Φραντζέσκα, η φωτογράφος μας, έχει τραβήξει κάθε πιθανή και απίθανη λήψη που της επέτρεπε ο χώρος και οι καφέδες έχουν πληρωθεί. Το μόνο που μας έχει μείνει, είναι μία ακόμη φωτογραφία έξω από το παλιό Trip και Mad Club, στο ξεκίνημα της οδού Λυσίου, στην Πλάκα.

“Αποφεύγω να πηγαίνω στα παλιά μου μαγαζιά”, μου λέει καθώς περπατά με τα ψηλά, μακριά του πόδια. Δεν ρώτησα τον λόγο. Κάποιες φορές δεν χρειάζεται να ξύνεις πληγές για να πάρεις μια απάντηση. Ένα μειδίαμα ή ένα βλέμμα στην αντίθετη κατεύθυνση είναι αρκετά για να καταλάβεις πως το συναισθηματικό δέσιμο με έναν χώρο φέρνει αναμνήσεις και οι αναμνήσεις με τη σειρά τους, όταν ξεσκονίζονται, επιφέρουν τη νοσταλγία.


24 Media

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Όταν φτάσαμε, είδαμε πως το άλλοτε φημισμένο Trip, έχει χάσει τη ζωντάνια και το επαναστατικό πνεύμα που κάποτε το περιέβαλλε. Έμοιαζε υποταγμένο από τον χρόνο. Ετοιμόρροπο, χορταριασμένο και μισοδιαλυμένο, κρατιέται στη ζωή απλά για να θυμίζει το θρυλικό παρελθόν. Μια σκουριασμένη πόρτα με λουκέτο μας δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι δεν θα είχαμε την ευκαιρία να μπούμε για λίγο στο ερειπωμένο παρελθόν, αλλά -κάπως απρόσμενα- η πόρτα άνοιξε και πίσω της εμφανίστηκε ένας κύριος με καπέλο και άγρυπνα μάτια, που ρωτούσε ποιοι είμαστε και τι ζητάμε. Στο άκουσμα του ονόματος του Νικηφόρου, ο άγνωστος άντρας, ζωγράφος όπως αποδείχθηκε, χαλάρωσε και μας δέχθηκε με χαρά στον εσωτερικό χώρο.

Ο ώριμος και μεστός 64χρονος Νικηφόρος Βουράκης που είχα απέναντί μου λίγα λεπτά νωρίτερα στην καφετέρια, είχε αλλάξει. Πλέον, είχα να κάνω με έναν κύριο με όρεξη 18χρονου, όσο ήταν δηλαδή ηλικιακά όταν αγόρασε το Trip. Tα μάτια πίσω από τα γυαλιά του άστραφταν και οι κινήσεις του σώματός του έγιναν γρήγορες και απότομες καθώς έδειχνε και μιλούσε για το πρώτο underground rock club στην Αθήνα.


24 Media

Καθώς οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του, καπνός από τσιγάρα θόλωσε την ορατότητά μου, αλκοόλ έβρεξε τα χείλη μου και ένα σόλο, ίσως του Jimi Hendrix, ταλαντεύτηκε στα αφτιά μου. Όσο μου εξηγούσε για τη διαμόρφωση του Trip, του Mad και την ατμόσφαιρα της Πλάκα των ’70s, όλα ήρθαν στη ζωή. Όλα πήραν μια άγρια μορφή και γεύση μέχρι που απέκτησαν οντότητα. Η γνωστή -κενή πολλές φορές- φράση: “Να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι», έμοιαζε επιτέλους ουσιαστική.

Είμαι γεννημένος το 1955 και ασχολούμαι με την νυχτερινή ζωή από το 1974. Είμαι από τα Χανιά, η Αθήνα προέκυψε από τον πατέρα μου που μετακόμισε εδώ το 1971. Στα Χανιά είχαμε το προτέρημα να έχουμε τον αμερικανικό σταθμό, όπως στη Νέα Μάκρη και στο Ελληνικό. Είχαμε την ευτυχία να ακούμε μουσικές που δεν μπορούσε να ακούσει όλη η Ελλάδα την εποχή εκείνη. Γιατί μιλάμε και επί χούντας, ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Τα Χανιά είχαν πολύ καλή pop rock σκηνή τη δεκαετία του 1960. Είχαμε τρία συγκροτήματα που τα θυμάμαι ακόμα: Τους Strings, τους Blue Birds και τους Wild Things. Από εκεί ξεκίνησε και το δικό μου κίνητρο για τη μουσική.

Εκείνη την εποχή είχα γνωρίσει διάφορους φίλους οι οποίοι ασχολούνταν με τη μουσική κι ερχόμενος στην Αθήνα, μπήκα σε αυτόν τον κύκλο. Γύρω στα 16-17 πήγαινα στην ‘Οδύσσεια’, στο ‘Tempesy’, πίσω από το Hilton και στην ‘Quinta’. Εκείνα τα μαγαζιά έπαιζαν funk, soul και rock, ήταν ένα μείγμα. Επίσης, ήταν όλα κλαμπ, όχι μπαρ – έχει διαφορά. Ροκ μπαρ υπήρχαν στα Εξάρχεια, στις γύρω περιοχές αλλά και στην Πλάκα, όπως το ‘Χρυσό Κλειδί’ και το ‘Folk 17’. Θεωρώ όμως πως το πρώτο rock club, το πρώτο μαγαζί που μπορούσες να χορέψεις μ΄αυτήν τη μουσική, ήταν το Trip.


24 Media

Σπούδαζα ηλεκτρονικός, αλλά είχα τάση προς τη μουσική και μια ανησυχία, ψαχνόμουν γενικώς. Την εποχή εκείνη, βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Λίγο πιο απλά, θα έλεγα, ενώ υπήρχαν και ευκαιρίες. Το Trip προέκυψε στο ψάξιμο. Μου δόθηκε η ευκαιρία να το πάρω και το πήρα. Ήταν ένα μαγαζί που υπήρχε και παλιότερα, στα ’60s. Στην πορεία άλλαξε η ονομασία του κι έγινε Οδύσσεια μέχρι το ’72. Εγώ το πήρα και το έκανα ξανά Trip το 1974.

Όταν πήγα να πάρω το Trip, μου λέει η ιδιοκτήτρια: «πολύ μικρός δεν είσαι εσύ;». Ήμουν 18 χρονών. Δεν μου το έδωσε με την πρώτη. Τέλος πάντων, το πήρα και το ανακαίνισα ολόκληρο. Ήταν πρωτότυπο για την εποχή του και με καλό ήχο. Για την εποχή πάντα, γιατί ξέρεις, στην Ελλάδα, για να αγοράσεις έναν ενισχυτή ήταν ολόκληρη ιστορία. Έπρεπε να δουλεύεις μισό χρόνο για να τον αγοράσεις. Ανοίξαμε την άνοιξη του ’74 και σε ένα μήνα, το καλοκαίρι, είχε γίνει το hit της Αθήνας.

Η Πλάκα τότε δεν ήταν όπως σήμερα. Είχε πολλά μαγαζιά: κλαμπ, ταβέρνες, ακόμα και μπουζούκια. Ήταν μια κατάσταση περίεργη. Είχε πορτιέρηδες και κράχτες, προχωρούσες στο δρόμο και σε έπιαναν από το χέρι, σε τραβούσαν και σου έλεγαν: “εδώ είναι το καλύτερο κλαμπ” και τα λοιπά. Εμένα αυτό με ενοχλούσε απίστευτα. ‘Οταν πήρα λοιπόν το Trip, το ανακαίνισα από την αρχή και έγινε ένα εξιδικευμένο μαγαζί. ‘Εβαλα πόρτα και κουδούνι. Θεωρώ πως ήταν το πρώτο εκείνη την εποχή. Χτυπούσες το κουδούνι κι εμείς κοιτούσαμε από το παράθυρο για να μπεις. Ήταν μια καινοτομία για τότε.


 (Από το αρχείο του Νικηφόρου Βουράκη: Το μπαρ του Trip)


24 Media

 (O εσωτερικος χώρος του Trip όπως είναι σήμερα)

Όταν μιλάμε για ένα μαγαζί το οποίο ήταν rock, με ότι συνεπάγεται αυτό, ήταν στόχος, στόχος κανονικός. Ήμασταν το μαύρο πρόβατο. Βέβαια, όσα ακούγονταν, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Στο μαγαζί μέσα δεν γίνονταν ‘νταλαβέρια’, ούτε ερχόταν η αλητεία. Μέσα στο μαγαζί μπορούσες να δεις από εφοπλιστές, ηθοποιούς, χορεύτριες, ροκάδες, τους πάντες αλλά πάντα σε ένα επίπεδο. Δεν υπήρχε παρακμή στο μαγαζί, δηλαδή δεν μπορούσε να μπει κάποιος μέσα και να ‘ξεφύγει’.

Όταν μου είπε πως δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει, το εννοούσε. “Θα σου δείξω μια φωτογραφία” είπε και μια κίνηση ύψωσε το κινητό του. Το άνοιξε και ύστερα από λίγο μου έδειξε μια φωτογραφία με δύο πορτιέρηδες που φορούσαν λευκές μπλούζες με το λογότυπο του Trip. Η αλήθεια είναι, πως η σωματική τους διάπλαση, δεν σου άφηνε περιθώριο να προβείς σε οτιδήποτε μπορούσε να χαλάσει την ατμόσφαιρα του κλαμπ.


(Από το αρχείο του Νικηφόρου Βουράκη: Η πόρτα του Trip)

Οι φήμες που συνόδευαν το Trip ήταν από σκοτεινές μέχρι ψυχεδελικές. Ένα underground rock club, έμοιαζε στο χουντικό καθεστώς σαν ανάποδος σταυρός μέσα σε εκκλησία. Η επαναστατική γενιά του ‘Μαρξ και της Κόκα Κόλα’, με αιτία ή χωρίς, στα μάτια της εξουσίας ήταν απλώς ανήθικοι αλήτες που γύριζαν την πλάτη τους στην πατρίδα και την θρησκεία. Κι όλα αυτά, υπό τις ιαχές της κόντρας μεταξύ ‘ροκάδων’ και ‘καρεκλάδων’.

Με τη χούντα γίνονταν έλεγχοι, απίστευτοι έλεγχοι και εξακριβώσεις. Έπαιρναν τους πελάτες, τους πήγαιναν για εξακρίβωση και μετά οι πελάτες έρχονταν ξανά στο μαγαζί

Είχε τύχει να έρθουν σε ένα βράδυ τρεις φορές για εξακρίβωση. Λίγο αργότερα, με την μεταπολίτευση, δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα. Και επειδή ήταν κλειστή η πόρτα και δεν μπορούσαν να μπουν εύκολα μέσα, το τι έλεγαν…

Κανά ‘τσιγάρο’ παιζόταν και αυτό ήταν όλο, όχι πιο σκληρά πράγματα. Μιλάμε για μια εποχή με LSD και τριπάκια. Δεν μπορούμε να πούμε πως δεν είχαμε πελάτες που έκαναν χρήση αυτών των ναρκωτικών, αλλά ποτέ δεν γίνονταν στο μαγαζί.

Υπήρχε διαχωριστική γραμμή. Μπορούσες να ξεχωρίσεις ένα ροκά από έναν καρεκλά (αυτός που ακούει ντίσκο), δεν είναι όπως σήμερα που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι ο καθένας. Τώρα μπορεί να είναι ένας underground ντυμένος και να ακούει μπουζούκια. Γίνονταν διάφορα, υπήρχε κόντρα μεταξύ καρεκλάδων και ροκάδων.


24 Media

Το Trip γιγαντώθηκε και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε μια αναπάντεχη φήμη, κατακτώντας σχετικά εύκολα την πρώτη θέση ανάμεσα στους underground rock προορισμούς της Αθήνας. Σκέψου να είσαι στα είκοσί σου χρόνια και ο Mick Jagger, των ξακουστών Rolling Stones που αγόραζες δίσκους για να παίξεις στο μαγαζί σου, να εμφανίζεται σε αυτό για να πιει το ποτό του. Επίσης, σκέψου τι προκλήθηκε μόλις μαθεύτηκε πως ο αντιδραστικός και κοκαλιάρης frontman των Stones βρίσκεται στην Πλάκα. “Φρίκαρε ο άνθρωπος” ήταν η απάντηση του Νικηφόρου που μου φάνηκε, μάλλον λογική. Δεν ήταν όμως μόνο ο Jagger που επέλαξε το Trip για τη διασκέδασή του, αλλά και η παρέα του Andy Warhol. Όσο για τους εγχώριους ροκάδες, μπόρεσαν να απολαύσουν τον δίσκο Phos των Socrates πριν την υπόλοιπη Ελλάδα και τις ξένες χώρες.

Από τη δεύτερη μόλις χρονιά, μας έγραφαν οι αμερικανικοί τουριστικοί οδηγοί. Ήμασταν και λίγο περίεργο μαγαζί, οπότε όποιος ξένος ερχόταν, τον έστελναν στο Trip. Μια παρέα του Andy Warhol που είχε έρθει, άκουσαν το κομμάτι ‘Mr Soft’ από τους Cockney Rebel, ένα ιδιαίτερο κομμάτι και δεν το περίμεναν και έτσι δημιουργήθηκε μια οικειότητα.

Η ιστορία του Mick Jagger κυκλοφορεί κάπως ασύνδετη. Ήρθε όντως. Κάθισε στην αυλή αλλά δεν μπόρεσα να του μιλήσω γιατί έπεσε σύρμα και μαζεύτηκε όλη η Πλάκα στο μαγαζί για να τον δει. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα, γιατί φορούσε κάτι μεγάλα γυαλιά. Έχω την εντύπωση, χωρίς να το έχω διασταυρώσει, πως μας γνώριζε γιατί μου είπαν οι πορτιέρηδες πως πέρασε μπροστά από το Trip με μια άσπρη Jaguar και πήγε να παρκάρει στους Aέρηδες. Ήρθε σαν να ήταν συστημένος.

Την Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1977, το μαγαζί ήταν γεμάτο από τις δέκα. Την ώρα που άλλαζε ο χρόνος και καλοσωρίζαμε με σαμπάνιες το 1978, ο φίλος, αδερφός και βασικός Dj του μαγαζιού, Πάνος Κλήμης, άνοιξε τη δική του πάνω στην κονσόλα του Dj. Όπως είναι λογικό, η μουσική σταμάτησε (σ.σ.γέλια). Το πάρτι όμως συνεχίστηκε. Πήραμε απλές κιθάρες και τραγουδούσαμε για μία ώρα μέχρι να φτιάξουμε τα μηχανήματα. Ήταν μια βραδιά αξέχαστη.

Το Trip ήταν ένα underground μαγαζί και ο κόσμος που ερχόταν ήταν κι αυτός ιδιαίτερος. Φυσικά, όλοι ήθελαν να ακούσουν καλό rock, γιατί το βασικό ήταν αυτό, να ακούνε καλή μουσική. Παίζαμε αμερικανική σκηνή, αγγλική, ακόμα και κάποια ελληνικά όπως Socrates, Εξαδάκτυλο, Πελόμα Μποκιού και Poll.

Οι Socrates Drank the Conium, πριν κυκλοφορήσουν τον δίσκο Phos, έπαιξαν στο Trip για τους φίλους και τους γνωστούς. Έγινε της Κολάσεως. Για ένα δεκαπενθήμερο ήρθε όλη η Ελλάδα να τους δει.


(Από το αρχείο του Νικηφόρου Βουράκη: Οι Socrates Drank The Conium έξω από το Trip)

Όπως πέρασε στην Ιστορία η Janis, ο Jimi και ο Jim, έτσι πέρασε και το Trip. Ήταν μοιραίο. Mια νέα μουσική ορθωνόταν και πλησίαζε απειλητικά, αρχικά για να διευρύνει και ύστερα για να καλύψει ολοκληρωτικά το φάσμα της rock όπως την γνώρισαν οι περισσότεροι στα ’70s. Το Trip μετονομάζεται σε Mad Club κι ένας νέος χώρος υποδέχεται τη μουσική και τη νεολαία του αύριο – πριν καν έρθει αυτό.

To Μad Club έγινε το 1980. Από το 1977 και μετά, ειδικά στην Αγγλία, δημιουργήθηκε ένα νέο κύμα. Παίζαμε Talking Heads, Stranglers και δεν μιλάω για Iggy Pop που παίζαμε ακόμα πιο παλιά. Το 1980 είχε αλλάξει το σκηνικό στο εξωτερικό, όχι εδώ. Εδώ άκουγαν ελάχιστοι τέτοια μουσική. Εγώ, όμως, ήμουν πάντα του νέου και όχι αυτός που θα διατηρήσει κάτι το οποίο ήδη έχει. Το 1980, η αγγλική punk και new wave σκηνή είχε προχωρήσει πάρα πολύ και αποφάσισα να αλλάξω το μαγαζί τελείως. Στο τέλος των ’70s, η rock μουσική είχε παρακμάσει και η μία σκηνή αποκαθήλωνε την άλλη. Eκτός από rock, μου άρεσε και η ηλεκτρονική μουσική. Ακόμα και στο Trip, παίζαμε Κraftwerk και Nektar.

Το Mad Club στην Πλάκα άνοιξε 12 Απριλίου του 1980 και κράτησε μέχρι το 1983. Στις 31 Οκτωβρίου, μετά τη δύση του ηλίου, μας απαγόρευσαν να μπούμε στο μαγαζί. Εγώ μπήκα, μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη και μας πήγαν αυτόφωρο. Ε, από τότε τελείωσε το πανηγύρι στην Πλάκα. Ύστερα πήγαμε στην Συγγρού, μέχρι το 2001.

Στη Μύκονο κάναμε το Trip on the Steps το 1979, το οποίο υπήρχε παράλληλα με το Trip στην Πλάκα και το 1980 άλλαξαν μαζί. Το μαγαζί στη Μύκονο ήταν εκτός ελληνικής πραγματικότητας, όπως και η μουσική. Βέβαια, δεν είχα DJs να παίξουν τη νέα μουσική κι έτσι βρήκα ένα κολλητό μου φίλο, τον Γιάννη Γκισάκη και παίζαμε μαζί. Μετά φτιάξαμε τη νέα γενιά των DJs, όπως ο Πέτρος Κοζάκος. Ακόμα και ο Γεράσιμος Χουλιάρας, ο σεισμολόγος, έπαιξε τότε.


24 Media

Το 1992, μαζί με συνεργάτες, αλλάξαμε το Tempesy σε Babes in Toyland, το δεύτερο dance club μετά το Faz του Πέτρου Κοζάκου. 

Πρόσφατα έγινε ένα πάρτι για το Mad Club στο Ρομάντσο. Εκεί δώσαμε έμφαση στα ’90s. H πρωτοβουλία ήταν του Χρήστου Μήλιου και του Dj Pascal, παλιοί DJs του Mad και οι δύο. Μετά τη γενιά της punk στα ’80s, είχαμε τη γενιά των ’90s και του Μάντσεστερ. Happy Mondays, The Charlatans.

Με κυνηγούσαν δύο χρόνια για να κάνουμε ένα πάρτι ως Mad Club. Γενικά, δεν είμαι από αυτούς που θέλουν τα reunion, αλλά κάπου ήθελα να ακουστεί ξανά αυτή η μουσική. Πηγαίνω ακόμα σε μαγαζιά και με εξαίρεση αυτά που ειδικεύονται σε rock ή garage, τα περισσότερα παίζουν απαράδεκτη μουσική. Μπορείς να ακούσεις το χάος, δεν έχουν καμία κουλτούρα. Το πάρτι έγινε, λοιπόν, χωρίς είοσδο και καραγιοζιλίκια. Και χωρίς ιδιαίτερο promotion, μόνο μέσω facebook, μάζεψε 500 άτομα. Από τις 00:30 μέχρι και τις 05:30 που κλείσαμε με ακόμα 150 άτομα μέσα, ο κόσμος δεν σταματούσε να χορεύει.

Πολλά από το άτομα που ήρθαν ήταν 20, 22, 25 χρονών, άτομα δηλαδή που δεν είχαν ζήσει το μαγαζί, αλλά είχαν ακούσει για τη φήμη του. Όλο αυτό δεν έγινε για να βγάλω λεφτά – δεν έβγαλα. Έγινε για να περάσουμε καλά – και περάσαμε. Στο επόμενο πάρτι που ακολουθεί την άνοιξη, θα περάσουμε ακόμα καλύτερα.

Σε μας τους παλιούς μας έχει λείψει εκείνη η εποχή. Τα πράγματα ήταν αγνά, πιο προσωπικά. Πλέον σταματήσαμε να μιλάμε, έχουμε τα κινητά και τα ηλεκτρονικά. Τότε υπήρχε μεγαλύτερη αλληλεγγύη, ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας. Η φιλία ήταν πραγματική, είχαμε άλλες αξίες. Στα δικά μου μάτια, οι σημερινοί νέοι είναι πιο εγωιστές από μας, ο καθένας για την πάρτη του. Πιστεύω, βέβαια, ότι θ’ αλλάξει αυτό. Οι νέοι πρέπει να είναι δεμένοι.

Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το καφέ Μελίνα Μερκούρη (Λυσίου 22, Πλάκα).

Exit mobile version