Ο Νίκος Πορτοκάλογλου δεν έχει ιδέα από θάλασσα
Ο τραγουδιστής που ταυτίσαμε με τα ταξίδια μιλά στο Popcode για τα παιδικά του χρόνια, την δικτατορία και το κόλλημά του να βλέπει 'New Girl'.
- 26 ΙΟΥΝ 2017
Η Χοντρή ξεγλίστρησε στα πόδια μας με το που άνοιξε η πόρτα. Έπειτα, με αρκετή βαρεμάρα στο βάδισμα γύρισε πίσω στην πίσω δεξιά άκρη του καναπέ και κάθισε σαν τιμωρημένος άσωτος υιός. Εκείνος, ντυμένος στα λευκά (που αργότερα θα ρωτήσει παιδικά αν μας αρέσουν ή θέλουμε να τα αλλάξει) μου έτεινε το χέρι να περάσω. “Αυτή είναι η Χοντρή” είπε “η γάτα μας” με την τόσο χαρακτηριστική φωνή του.
Για μερικά λεπτά και μέχρι αυτός και η Φραντζέσκα να βρουν το σκηνικό που θα στηθεί η φωτογράφισή τους, άρχισα να σκέφτομαι γλυκά του κουταλιού και παλαιωμένο κονιάκ. Δεν έχω ιδέα γιατί. Ίσως για όλην αυτή τη μυρωδιά να ευθύνεται το επίθετο. Ή η σύνδεση της ύπαρξής του με το Πήλιο που φημίζεται για τα γλυκά του. Ή τα τραγούδια του που έχουν μέσα τους κάτι που σε παραπέμπει στην παιδική ηλικία. Τότε που οι γιαγιάδες σου έδιναν 1000 δραχμές ‘για να πάρεις κάτι’ και κερνούσαν καραμέλα τσάρλεστον για το δρόμο. Δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόλις ο Νίκος Πορτοκάλογλου μου έτεινε το χέρι να καθίσουμε στον καναπέ του, όλα τριγύρω έγιναν θαλασσινά και ασπρόμαυρα. Αφορμή για να βρεθούμε εκεί, ο ένας απέναντι από τον άλλο και να συζητήσουμε για τη ζωή, για τη μουσική, για το New Girl (!) ο καινούργιος του δίσκος, ‘Εισιτήριο’.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Αν έπρεπε να του δώσω μόνο έναν χαρακτηρισμό τότε θα έλεγα ότι είναι ο πιο προσιτά απρόσιτος καλλιτέχνης που έχω συναντήσει. Σίγουρα είναι σοβαρός και σίγουρα δεν είναι ο τύπος που θα κάνεις χαβαλέ αλλά ταυτόχρονα, παίζει και να είναι. Απλά να βαριέται λιγάκι να το δείξει. Γενικότερα, αν κάτι μου έμεινε από τον Νίκο Πορτοκάλογλου είναι ότι δεν έχει την παραμικρή επιθυμία να εμφανίσει το όποιο προφίλ. Καλό, κακό, ευχάριστο, δυσάρεστο. Ήταν εκεί και απλώς μου απαντούσε με ιστορίες από τη ζωή του. Ήρεμα. Ήσυχα. Απλά. (Τι καλύτερο;)
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ: ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ Ή ΒΙΚΤΑΤΟΡΙΑ;
Το σπίτι του παρότι άρτια προσεγμένο, θα μπορούσε να λάβει το χαρακτηρισμού του ψυχρού, του κάπως απόμακρου. Οι τοίχοι του ήταν αυστηροί. Πάνω τους, υπήρχαν ένα δύο κάδρα και μία βιβλιοθήκη αγέρωχη και απόμακρη. Μπροστά της, ήταν το πιάνο. Επιβλητικό και σικ κρατούσε σε απόσταση ασφαλείας τις δύο τρεις κιθάρες που το περιέβαλλαν. Το σπίτι αν σε κάθε πιθανή και απίθανη γωνιά του δεν έκρυβε από μία μινιατούρα (αυτοκινήτου, παιχνιδιού, οτιδήποτε) θα μπορούσε άνετα να ανήκει σε κάποιον στρατιωτικό ή μινιμαλιστή αρχιτέκτονα.
“Έχω μία αγάπη στα αυτοκινητάκια τα μικρά, τα τσίγκινα και στα στρατιωτάκια. Δεν ξέρω μπορεί να είναι και ένα είδος απωθημένου από όλα αυτά που έζησα ως έφηβος“.
Όταν κατέβηκαν τα τανκς, πήγαινε δημοτικό. Με έναν τόνο στενοχώριας στη φωνή του, εξηγεί ότι το μόνο που θυμάται χαρακτηριστικά από εκείνην την περίοδο είναι τους γονείς του να κολλούν το κεφάλι τους πάνω στο ραδιόφωνο. “Τους θυμάμαι να το έχουν μονίμως ανοιχτό (σ.σ.: το ραδιόφωνο) και να είναι πολύ ανήσυχοι και στεναχωρημένοι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι συμβαίνει αλλά δεν το έπιανα“.
Με θυμάμαι να ρωτάω τον πατέρα μου ‘τι είναι η βικτατορία’;
“Εμείς, η επόμενη γενιά από αυτήν του Πολυτεχνείου, την χούντα τη ζήσαμε μέσα από το σχολείο. Το σχολείο ήταν ο καθρέφτης αυτής της αποκρουστικής δικτατορίας των συνταγματαρχών“.
“Το σχολείο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στήριζε το καθεστώς. Άλλοι πρόθυμα και άλλοι απρόθυμα αναπαρήγαγαν τη σημαντικότητα του καθεστώτος“.
“Η κατάσταση ήταν καταπιεστική σε καθημερινή βάση. Το ταπεινωτικό κούρεμα, ας πούμε. Υπήρχαν καθηγητές που μετρούσαν την φαβορίτα με τον χάρακα και σε απέβαλαν.
“Μεγάλωσα με το απωθημένο κάποια στιγμή να αφήσω μαλλιά“. (σ.σ.: Τελικά, δεν άφησε ποτέ)
“Μέσα στην κρίση, ειπώθηκαν πάρα πολλές υπερβολές, μία από αυτές ήταν και το ότι επιστρέψαμε στην χούντα“.
Αυτό το τελευταίο ωστόσο, δεν θα ήθελε να το εκλάβω ως πολιτικό σχόλιο. Όπως παραδέχεται με το κεφάλι να κοιτάει λίγο τον ουρανό του ταβανιού: “Τα τελευταία επτά χρόνια νομίζω ότι έχω ασχοληθεί με την πολιτική πιο πολύ από ποτέ. Έγινε αυτός ο κύκλος και τώρα νομίζω ότι έχω μία βαθιά ανάγκη να ξαναθυμηθώ τα βασικά και τα στοιχειώδη της ζωής μας. Αυτός ο δίσκος είναι ένας ελιγμός μου από την πραγματικότητα“.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: ΝΑ ΧΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΙΩΤΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
“Μόλις έπιασα για πρώτη φορά κιθάρα, όλα τελείωσαν. Μέχρι τότε είχα σαν πρώτο πάθος τη ζωγραφική, ωστόσο κατάλαβα ότι η μουσική με πάθιαζε περισσότερο. Οι γονείς μου, από φόβο ότι μπορεί να γίνω μουσικός και ότι θα μπλέξω σε μία δουλειά που μόνο αβεβαιότητα και ρίσκο έχει, άρχισαν να σκέφτονται ποια θα μπορούσε να είναι μία σοβαρή δουλειά που να μπορεί να συνδυάσει και το καλλιτεχνικό στοιχείο που είχα έντονο“.
“Πού να φανταζόντουσαν βέβαια τότε ότι σήμερα οι περισσότεροι αρχιτέκτονες μεταναστεύουν από την Ελλάδα γιατί το επάγγελμά τους βιώνει το φόβο και την αβεβαιότητα“.
“Ήμουν ένα παιδί που ανέβαινα πάνω στο πλυσταριό του πατρικού μου στη Νέα Σμύρνη, κλεινόμουν με τις ώρες και έπαιζα κιθάρα. Με θυμάμαι να κατεβαίνω κάτω με ματωμένα δάχτυλα. Το να βλέπεις ένα παιδί τόσο πορωμένο με κάτι και να προσπαθείς να το κατευθύνεις προς κάτι άλλο είναι μάλλον μάταιο. Εκτός αν αυτό λειτουργήσει ως τεστ για να δεις αν πράγματι το θέλει“.
Το δρόμο της μουσικής τον είδε χάρη στον μεγαλύτερο αδερφό του. Και τους δίσκους που αυτός αποφάσισε να πάει στο σπίτι τους λίγο πριν ο Νίκος πάει στην πρώτη Γυμνασίου. “Μέχρι τότε, οι μόνοι δίσκοι που υπήρχαν στο σπίτι ήταν αυτοί των γονιών μου. Υπήρχε αυτός του Χατζηδάκι, της Μούσχουρη, του Sinatra. Οι πρώτοι ροκ δίσκοι που μπήκαν στο σπίτι, οι Beatles, ο Hendrix, ο Σαββόπουλος, ο Dylan ήρθαν από τον αδερφό μου‘.
“Για μένα αυτοί οι δίσκοι είναι από τους καλύτερους που έχω ακούσει στη ζωή μου“.
Ο μόνος στην οικογένεια που είχε την ελάχιστη ιδέα από κιθάρα ήταν ο πατέρας του. “Όταν ήταν νέος στο Βόλο, μας έλεγε όταν ήμασταν μικρά ότι ήξερε να παίζει κιθάρα“. Μία κιθάρα που βρισκόταν στο Βόλο και περίμενε υπομονετικά τον Νίκο, μέχρι να την γρατζουνίσει. “Ξεκίνησα λοιπόν έναν πόλεμο νεύρων στον πατέρα μου να πάμε στο Βόλο και να την φέρουμε στην Αθήνα. Μία, δύο, τρεις φορές, κάποια στιγμή μου την έφερε και την πήγαμε στο Ζοζέφ στον Πειραιά να μου την επιδιορθώσει γιατί ήταν στα χάλια της“.
“Μία ημέρα, η μητέρα μου επιστρέφοντας από την λαϊκή μου έφερε ένα βιβλιαράκι που έγραφε απέξω ‘Πρακτική Μέθοδος Εκμάθησης Κιθάρας’. Δάσκαλο δεν είχα ποτέ μου. Ξεκίνησα να μαθαίνω παρέα με ένα βιβλιαράκι που είχε εικόνες τα ακόρντα και, με τη βοήθεια των βινυλίων, προσπαθούσα να μιμηθώ αυτό που άκουγα“.
Καθόμουν με την κιθάρα μου και προσπαθούσα να την κάνω να ακούγεται όπως αυτή του Cohen ή του Dylan
“Μου πήρε χρόνο μέχρι να μάθω πώς να την κουρδίζω. Δεν είχα και κάποιον να μου δείξει. Ο μπαμπάς μου δεν θυμόταν και πολλά πέρα από δύο-τρεις συγχορδίες.
“Ήμουν αυτοδίδακτος. Έχασα πολύ χρόνο προσπαθώντας μόνος μου αλλά έχει μία άλλη γλύκα“.
Ήταν δευτέρα Λυκείου όταν συνάντησε τον πρώτο του δάσκαλο, έναν υπάλληλο σε μαγαζί με είδη μουσικής στη Χαριλάου Τρικούπη. “Κάθε φορά που βρισκόμουν στο κέντρο για φροντιστήριο περνούσα από το μαγαζί δήθεν τυχαία, για να αγοράσω μία χορδή ας πούμε και παρακαλούσε ο πωλητής να μην έχει πελάτη γιατί έπαιζε καταπληκτική κιθάρα“.
“Έκανα ότι χάζευα τα όργανα, ενώ στην ουσία το μόνο που ήθελα ήταν να κλέψω κόλπα από αυτόν τον κιθαρίστα. Τον συνάντησα έπειτα από χρόνια και σε ένα live ήταν ο Θανάσης Μπίκος ένας εξαιρετικός κιθαρίστας. Έπαιζε με τον Βαγγέλη Γερμανό“.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που κατάφερε να βγάλει έναν υποφερτό ήχο από την κιθάρα, προσπαθούσε να βγάλει τους ήχους που του άρεσαν “κυρίως αυτούς των Beatles“. Ταυτόχρονα, αυτοσχεδίαζε με στίχους. Στην αρχή, ξεκίνησε με αγγλικούς μιας και άκουγε κυρίως ξένη μουσική. “Με εξαίρεση τον Σαββόπουλο, εκείνα τα πολύ σκοτεινά χρόνια της χούντας στο σχολείο, το ροκ ήταν για μένα ένα παράθυρο στον μεγάλο κόσμο μακριά από την μιζέρια και το σκοτάδι που ζούσαμε στην Ελλάδα. Μακριά από το άγχος που βιώναμε σπίτι μου“.
ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ: ΡΟΚ ΣΤΑΡ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ ΔΕΝ ΓΙΝΕΣΑΙ
“Όταν έφτασα τα δέκα υπήρχε στο σπίτι μία μεγάλη αγωνία για τη μητέρα μου που ήταν σοβαρά άρρωστη. Αυτή η ανησυχία κράτησε αρκετά χρόνια έως ότου εκείνη ξεπέρασε τον κίνδυνο. Εγώ, και συνειδητά και ασυνείδητα έζησα την αγωνία αυτή πάρα πολύ έντονα. Ξυπνούσα τα βράδια από τους εφιάλτες. Όταν ανακάλυψα τον κόσμο της μουσικής, συνειδητοποίησα ότι μέσα από μία κιθάρα μπορούσα να εκφράσω όλα τα κρυφά συναισθήματα“.
“Λέω κρυφά γιατί στο σπίτι υπήρχε λίγο η επιθυμία του ‘να το κρατήσουμε κρυφό από τα παιδιά’, ασχέτως αν τα παιδιά τα καταλάβαιναν όλα. Υπήρχε ένα κουκούλωμα τότε“.
“Γι αυτό και πάντα έβλεπα τα τραγούδια σαν ένα μέσο εξομολόγησης. Με άφηναν εντελώς αδιάφορα τα κοινωνικά τραγούδια ή τα πολιτικά, τα στρατευμένα τραγούδια όπως τα λέγαμε τότε. Έβλεπα τα τραγούδια σαν έναν τρόπο μοιράσματος και προσέγγισης του κόσμου γύρω μου μιας και σαν παιδί ήμουν εσωστρεφές“.
Ένα παιδί εσωστρεφές που ευχόταν να γίνει ροκ σταρ; Απόρησα. Εκείνος κόμπιασε λίγο. Έφερε δύο τρεις χαϊδεψιές στον χοντρό και μου απάντησε.
Δεν ξέρω αν ήθελα ποτέ να γίνω ροκ σταρ. Είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μία ήθελα να μοιάσω σε αυτούς που άκουγα, στον Hendrix, τον Jagger, τον Lenon και από την άλλη, με τρομοκρατούσε ο προβολέας πάνω μου
“Τον πρώτο καιρό με τους Φατμέ δυσκολευόμουν πάρα πολύ να πάρω αυτόν το ρόλο. Ήμουν με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί“.
“Το κομμάτι του ‘sex and drugs and rock n roll’ και του ‘θα καταστραφούμε από τα ναρκωτικά’ άργησα πολύ να το αντιληφθώ. Δεν είχα ιδέα. Στην αρχή, ήμουν από εκείνα τα καλά παιδιά που απλώς αγαπούν τη μουσική, δεν είχα καταλάβει την άλλη διάσταση“.
“Ήταν αυτή η φοβερή χαρά της ζωής, αυτά τα έντονα χρώματα είναι που με έδεναν με τη μουσική“.
“Περισσότερο με γοήτευαν άνθρωποι που δεν πρόβαλλαν την κατάρα πάνω τους. Η αυτοκαταστροφή ταυτίστηκε με το rock n roll σε όλες τις φάσεις. Από την δεκαετία του ’60 μέχρι και τον Cobain“.
“Στα 17 μου άρχισα να αντιμετωπίζω τα προβλήματα της πραγματικής ζωής. Αφότου έδωσα στην αρχιτεκτονική και δεν μπήκα, δεν είχα την ίδια πίστωση χρόνου με τους φίλους μου που ανήκαν σε μία σχολή. Δεν μπορούσα για τα επόμενα πέντε χρόνια να αράξω και να σκεφτώ μέχρι να προσγειωθώ στην πεζή πραγματικότητα. Εγώ αυτό, έπρεπε να το σκεφτώ από τα 17 μου. Γι αυτό και άρχισα να γράφω ελληνικούς στίχους“.
“Ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι πάρα πολύ άμεσο και κάτι πολύ αληθινό, κάτι που μου συνέβαινε εκείνη την στιγμή δηλαδή. Κάπως έτσι, έγραψα τον Άσωτο Υιό που είναι το τραγούδι του πιτσιρικά που θέλει να ξεκινήσει το δικό του ταξίδι“.
“Τα έκανα όλα πολύ νωρίς από ανάγκη. Άρχισα να δουλεύω σε λαϊκά μαγαζιά ως μουσικός, έκανα κάποια μαθήματα κιθάρας σε μικρά παιδιά με αυτήν την πρακτική μέθοδο που είχα κατασκευάσει μόνος μου. Στα 19 μου, ήμουν καθηγητής. Με το ένα και με το άλλο, κατάφερα στα 20 μου να είμαι αυτάρκης. Να πληρώνω το νοίκι, το φαγητό μου. Όλο αυτό μου έδωσε τρομερή ώθηση“.
“Τότε ήταν που αποφάσισα να φτιάξω τους Φατμέ“.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΦΑΤΜΕ(ΔΕΣ)
“Οι Φατμέ ήταν η συνέχεια της εφηβείας μας. Ήμασταν όλοι συμμαθητές από το σχολείο. Η δική μου εφηβεία τελείωσε γύρω στα 30 μου, όταν διαλυθήκαμε“.
“Όταν ξεκινήσαμε, ονειρευόμουν ότι θα γινόμασταν μία μπάντα όπως οι Beatles. Ότι θα γράφαμε αν όχι όλοι, οι περισσότεροι τραγούδια. Δεν προέκυψε αυτό. Τα τραγούδια κατά 99,9% δικά μου. Έγραψε κάποια λίγα ο Οδυσσέας ο ντράμερ αλλά μέχρι εκεί. Σιγά σιγά λοιπόν, αρχίσαμε να φτάνουμε σε ένα τέλμα“.
Το όνομα της μπάντας, βγήκε από ένα χάπενινγκ όπως το ονομάζει ο ίδιος. “Ήμασταν μία πολύ μεγάλη παρέα. Κάποιοι από εμάς ζωγράφιζαν, κάποιοι άλλοι έπαιζαν ένα όργανο, κάποιος ήταν ηθοποιός, κάποιος άλλος είχε όνειρο να γίνει σκηνοθέτης. Πριν φτιαχτεί το γκρουπ, συνηθίζαμε να κάνουμε κάποια αυτοσχέδια μουσικοθεατρικά“.
Ανοίγει μία παρένθεση για να μου δώσει το background της εποχής:”Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρχαν στις γειτονιές κάποιοι πολιτιστικοί σύλλογοι οι οποίοι ενοικίαζαν χώρους για παράδειγμα καφενεία και μαζευόντουσταν για να κάνουν ομιλίες, να παίξουν σκάκι, κ.ο.κ.. Ειδικά στις αρχές, υπήρχε μία πολιτική καθοδήγηση αλλά εντάξει εμάς δεν μας άγγιζε“. Και, κλείνει την παρένθεση “Εκεί, κάναμε την πρώτη μας παράσταση“.
“Το στόρι μας ήταν οι πρόβες ενός θεατρικού λίγο πριν αυτό ανέβει στη σκηνή. Η καλεσμένη-έκπληξη του συγκεκριμένου θεατρικού ήταν η Φατμέ. Όλο το έργο, ήταν η πρόβα. Η Φατμέ δεν ερχόταν ποτέ. Αλλά εμείς μείναμε με τα τραγούδια“.
“Μας φώναζαν Φατμέδες. Ε, και το κρατήσαμε“.
ΜΙΑ ΒΟΥΤΙΑ: Ο ΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΠΗΛΙΟ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ
“Η οικογένειά μου και από τις δύο πλευρές ήταν θαλασσινοί. Από την πλευρά του πατέρα μου ήταν Μικρασιάτες από την Σμύρνη και είχαν ένα σπίτι πάνω στην παραλία και από την άλλη μεριά οι συγγενείς της μητέρας μου ήταν Βολιώτες και το χωριό της γιαγιάς μου ήταν ένα ψαροχώρι κοντά στο Βόλο“.
Έρχονται πολλοί και μου λένε ‘εσύ πρέπει να είσαι τρελαμένος με την θάλασσα’. Καμία σχέση. Απλώς, υπάρχει η θάλασσα μέσα μου
“Η θάλασσα ήταν πάντα μέσα στο κάδρο μου. Χωρίς να σχετίζομαι ο ίδιος με τη θάλασσα“.
Με τη δεξιά άκρη του ματιού μου έπιασα έναν πιτσιρικά να πηδάει στο μπαλκόνι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι μου. Η χοντρή, με ένα σάλτο από αυτά που δεν περιμένεις ότι θα έκανε ένας γάτος στα κυβικά του, σβουρίχτηκε πάνω του. Ήταν αδύνατος και αρκετά ψηλός για την ηλικία του. Μας χαιρέτησε ευγενικά αλλά φευγαλέα (όπως κάνει κάθε παιδί στην ηλικία του που δεν μπορεί τις χαιρετούρες και τα ‘γεια σας, ναι εγώ είμαι ο γιος του Νίκου Πορτοκάλογλου‘) και εξαφανίστηκε στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο του σπιτιού. Ο πατέρας του, χαμογέλασε καθώς τον είδε να ανεβαίνει και γύρισε το βλέμμα του σε μένα. “Τι λέγαμε; Α! Ναι, για την σχέση μου με τη Πήλιο και τη θάλασσα“.
“Στην Αθήνα, με κουβαλήσανε από το Βόλο στα τρία μου. Τον Βόλο πάντοτε τον ένιωθα πατρίδα μου και ας μην έμενα εκεί. Αργότερα, παντρεύτηκα μία γυναίκα από το Πήλιο“.
“Με την γυναίκα μου ήμασταν φίλοι από τα 19 μας. Ανήκαμε σε μία μεγάλη παρέα που πηγαίναμε στο Πήλιο, στην παραλία κοντά στον Άη Γιάννη και κατασκηνώναμε εκεί. Βλέπαμε ένα τοπίο μαγικό. Ένα δάσος με πλατάνια που έφταναν μέχρι την αμμουδιά, σμαραγδένια νερά“.
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ: ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
“Το ίντερνετ είναι μία υπέροχη παιδική χαρά. Το ότι μπορώ να μπω στο Youtube και να δω ό,τι θέλω σε live μου φαίνεται καταπληκτικό“.
“Έχω ζήσει την εποχή που για να δω κάτι που με ενδιέφερε και όχι απλώς να δω έναν καλλιτέχνη που αγαπάω να παίζει ζωντανά, αλλά μία φωτογραφία του, έπρεπε να κάνω τρομερή έρευνα“.
“Από την άλλη, την ευκαιρία που έχουν τώρα οι μουσικοί να ηχογραφούν τη δουλειά τους με ένα laptop και να την έχουν την άλλη μέρα στο Youtube σε όλον τον πλανήτη είναι καταπληκτική“.
“Κάθε μέσο καταστρέφει πράγματα και φτιάχνει καινούρια. Το ίντερνετ κατέστρεψε την δισκογραφία“.
“Όχι η δισκογραφία δεν καταστράφηκε από την κρίση. Εμείς οι μουσικοί ήμασταν που τραβήξαμε το λαχείο και γίναμε ένα αγαθό που πλέον, παρέχεται δωρεάν. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τα ρούχα ούτε με τα τρόφιμα ούτε με τίποτα άλλο. Άντε και με τις ταινίες αλλά οι ταινίες με κάποιον τρόπο συνεχίζουν να έχουν κέρδη γιατί ο κόσμος πηγαίνει σινεμά. Ενώ το ποσοστό των ανθρώπων που συνεχίζουν να αγοράζουν cd είναι αστείο“.
Πώς γίνεται σε μία τέτοια εποχή όπως αυτή που περιγράφει να αποφασίζει να βγάλει καινούριο δίσκο;
“Έχω βγάλει τρία τραγούδια σε singles τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στο ραδιόφωνο και στο Youtube. Τώρα, βγάζω και τον δίσκο. Επέλεξα να τον βγάλω με μία εφημερίδα σκεπτόμενος ότι ‘οκ, η δουλειά μας έχει γίνει χόμπι, ας την ευχαριστηθούμε τουλάχιστον, και ας την μάθει όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος’“.
ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (ΚΑΙ ΣΚΕΨΟΥ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΚΡΙΤΗΣ ΣΕ ΤΑΛΕΝΤ ΣΟΟΥ)
Ασυναίσθητα, η μελωδία του ‘κλείσε τα μάτια σου’ στριφογύρισε ρυθμικά στο κεφάλι μου. Μοιράστηκα μαζί του την επιθυμία να είχε φτιάξει και άλλα αντίστοιχα, ‘ψευτορεμπέτικα’. “Το ‘κλείσε τα μάτια σου’ ήταν ενορχηστρωμένο σαν παλιό λαϊκό τραγούδι. Θα βαριόμουν να κάνω συνέχεια τέτοια κομμάτια και να παίρνω ήχους από το παρελθόν. Μου αρέσει η μίξη“.
“Ο Μάλαμας, ο Περίδης, Ο Παπακωνσταντίνου κρατούν ζωντανό το ρεμπέτικο. Για μένα αυτοί είναι και η συνέχειά του“.
“Το ωραίο με τη μουσική είναι ότι μεταλλάσσεται, ότι μεταμορφώνεται“.
Άραγε αν είχαμε τη δυνατότητα να σώσουμε μία μουσική δεκαετία, εκείνος ποια θα έσωζε; Απόρησα δυνατά. Εκείνος, χωρίς πολλή σκέψη απάντησε: “Ε, το ’60“.
Πιάσαμε τη συζήτηση για την τηλεόραση και τα σήριαλ και τα τάλεντ σόου. Τον ρώτησα τι θα έλεγε αν του πρότειναν να μετέχει ως κριτής σε κάποιο τάλεντ σόου και εκείνος ανέκφραστος, μου είπε ότι του έχει γίνει η πρόταση και δεν την έχει αποδεκτεί. “Αισθάνομαι ότι όλο αυτό που συμβαίνει ωφελεί περισσότερο το κανάλι, τους κριτές, τον παρουσιαστή και όχι τα παιδιά που βρίσκονται εκεί. Όλη αυτή η ψευδαίσθηση στην οποία ζουν δύο μήνες και μετά τους ξεκολλάνε για να βάλουν τους καινούργιους, βρίσκω ότι είναι πολύ αρνητική για τα νέα παιδιά. Δεν θα συμβούλευα ποτέ ένα νέο παιδί να πάει εκεί να βρει την τύχη του, οπότε πώς θα πάω εγώ;“
Επιστρέψαμε στα ‘ναι’ που έχει πει στην τηλεόραση.”Τώρα κάνω τη μουσική για την ταξιδιωτική εκπομπή της Μάγιας Τσόκλη και έχω δώσει και το ‘Χωρίς Αμορτισέρ’ για την εκπομπή Στο Δρόμο του Alpha, το οποίο ξαναηχογράφησα και το έχω συμπεριλάβει στον καινούριο μου δίσκο“.
Τον ρώτησα πώς και είχε δώσει τότε το ‘Εδώ είναι το ταξίδι’ σε διαφήμιση ακτοπλοϊκής εταιρείας και εκείνος γέλασε: “Μα καλά, πού το θυμάσαι;” είπε και γελάσαμε μαζί με αρκετές παύσεις. Στα καπάκια, ρώτησα αν θα έδινε ένα τραγούδι του σε μία διαφήμιση τράπεζας. Πήρε έναν μορφασμό του ‘τι με ρωτάς τώρα’ και μου απάντησε: “Αν είχα μεγάλη οικονομική ανάγκη θα έδινα το τραγούδι μου και σε τράπεζα. Έχουν δοθεί τόσα και τόσα τραγούδια. Μερικά μάλιστα είναι και ολοκαίνουργια”.
Η Χοντρή ήρθε στην παρέα μας και τυλίχτηκε στα πόδια του ακριβώς πάνω στη στιγμή που το σινεμά μπήκε δυναμικά στη συζήτησή μας. “Το σινεμά μου άνοιξε νέους δρόμους. Έκανα ορχηστρικά κομμάτια που δύσκολα θα έκανα σε έναν προσωπικό δίσκο“.
“Όσες φορές έγραψα για ταινία, το έκανα δίχως να δει το παραμικρό. Κυρίως για πρακτικούς λόγους. Αν περιμέναμε να τελειώσουν τα γυρίσματα για να γράψω, δεν θα προλαβαίναμε Φεστιβάλ κτλ.. Όμως να πω και την αλήθεια μου, καθόλου δεν με πείραξε . Για τις ταινίες του Γκορίτσα, έγραψα μουσική διαβάζοντας το σενάριο. Έκανα εικόνες, φαντασιωνόμουν διάφορες σκηνές“.
“Εντάξει, δεν πέτυχαν όλα αλλά είμαι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Το ‘Χωρίς Αμορτισέρ’ που γράφτηκε για το Βαλκανιζατέρ, δεν ακούστηκε στην ταινία, μπήκε στο σάουντρακ“.
‘Ένας Πορτοκάλογλου, ακούγεται σε ταινία του Παπακαλιάτη’, πόσες φορές άραγε να άκουσε τη συγκεκριμένη φράση από κολλημένους-με-το-έντεχνο συναδέλφους του; “Πολλές φορές είχα γκρίνιες για θέματα συνέπειας απέναντι στο ‘είδος’ της μουσικής μου. Εγώ δεν αυτοπροσδιορίστηκα ποτέ ως έντεχνος. Εγώ αισθάνομαι ένας τραγουδοποιός με μεγάλες αγάπες το λαϊκό τραγούδι και τη ροκ, το έντεχνο δεν καταλαβαίνω τι σημαίνω“.
Έντεχνο συνήθως σημαίνει ένα τραγούδι που δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι λένε οι στίχοι και εγώ δεν έχω σχέση με αυτό
“Δεν μου άρεσαν ποτέ οι ταμπέλες. Απεχθανόμουν πάντα να με βάζουν σε ένα ραφάκι και να με ταξινομούν. Γι αυτό και δυσκολεύτηκα σε πολλές φάσεις τις καριέρας μου“.
“Στο ξεκίνημα με τους Φατμέ, φτιάξαμε έναν ροκ δίσκο αλλά πολύ γρήγορα αρχίσαμε να δείχνουμε και την αγάπη μας στο λαϊκό τραγούδι ή τα παραδοσιακά. Στο δεύτερο δίσκο, υπήρχαν τα ‘Ψέματα’ ένα λαϊκό τραγούδι για το οποίο οι ροκάδες ένιωσαν από αμηχανία μέχρι οργή“.
“Η πρώτη συνεργασία που κάναμε ως μπάντα ήταν με την Χαρούλα Αλεξίου που τότε, ήταν η απόλυτη λαϊκή τραγουδίστρια“.
ΤΑ ΚΟΛΛΗΜΑΤΑ: ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ, ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ, ΟΙ ΣΕΙΡΕΣ
“Μου αρέσει πολύ η λογοτεχνία. Τώρα διαβάζω ένα του Φίλιπ Ροθ το ‘Θέατρο του Σάμπαθ’. Πάντα έχω ένα βιβλίο δίπλα στο κρεβάτι μου“.
Ωστόσο, μία ατάκα που διάβασε πρόσφατα και ήθελε να μοιραστεί, ανήκει στον Αλμπέρ Καμί: “‘Προτιμώ να ζήσω σαν να υπάρχει Θεός για να πεθάνω και να ανακαλύψω ότι δεν υπάρχει παρά να ζήσω σαν να μην υπάρχει Θεός και να πεθάνω και να ανακαλύψω ότι υπάρχει’“.
“Έχουμε μία παρέα που πηγαίνουμε κάθε Τετάρτη σινεμά και την έχουμε ονομάσει Λέσχη. Πρόεδρος είναι η γυναίκα μου“.
Στην ερώτηση ποια ταινία είδε πρόσφατα και του άρεσε πολύ, κόλλησε. Και ζήτησε τη βοήθεια του κοινού. “Μαρινάκι, να σε ρωτήσω κάτι;” την πλησίασε στη βεράντα και άρχισε να της περιγράφει σκηνές από την ταινία όπως ο Γιώργος Κωνσταντίνου το προφιτερόλ στο Χτυποκάρδια στο Θρανία. Με τα πολλά, εννοούσε το Νυκτόβια Πλάσματα. “Φοβερός και ο Tom Ford που αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης στα πόσα του“.
Σειρές βλέπει; “Δεν έχω μπει ποτέ στη διαδικασία να κατεβάσω σειρά από συναδελφική αλληλεγγύη. Παρακολουθώ μόνο αυτές που μου φέρνουν φίλοι μου σε ένα στικάκι, ένα σκληρό. Εκεί, νιώθω λιγότερο άσχημα. Το βλέπω σαν δώρο. Μου άρεσε πολύ το ‘Six Feet Under’, το ‘Downton Abbey’, το ‘Modern Family’, το ‘New Girl’.“
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και ένα τσιριχτό ‘αλήθεια;’ μου ξέφυγε δυνατά. Γέλασε και συνέχισε: “Αυτή είναι φοβερή. Και οι άλλοι είναι καλοί αλλά αυτή είναι τρομερό ταλέντο. Ο Nick μου αρέσει, ο Nick“.
Συμπαθεί τον Nick. Βλέπει New Girl. Απέναντί μου έχω τον Νίκο Πορτοκάλογλου και μόλις μου είπε ότι βλέπει New Girl και ότι συμπαθεί τον Nick. Δε μεταδίδω άλλο.