Ο Νίκος Βατικιώτης ζει το ροκ όνειρό του
Μία γνωριμία με τον ηθοποιό και μουσικό, που ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά πράγματα που κάνει φέτος, μοιράζεται τη σκηνή με τον ροκά των εφηβικών του χρόνων, Βασίλη Παπακωνσταντίνου στην επιτυχημένη παράσταση του Οδυσσέα Ιωάννου, Κοινή Ησυχία.
- 16 ΔΕΚ 2022
Φαντάσου να ήσουν έφηβος στα 90s, τα χρόνια που η ελληνική ροκ έχαιρε τρομερής δημοφιλίας, να μην έχανες συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, να τραγουδούσες με την κιθάρα σου τους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου (όχι μόνο αυτούς που έγραφε για τον Βασίλη) και ξαφνικά, σήμερα, και ενώ διανύεις την τέταρτη δεκαετία της ζωής σου, να συνεργάζεσαι με τους δύο αυτούς καλλιτέχνες που δεν ήταν απλά teen icons, αλλά άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους πάνω σου ως μουσικός.
Αυτό το όνειρο ζει φέτος ο Νίκος Βατικιώτης.
Είναι ο ένας εκ των δύο ηθοποιών (συμπρωταγωνιστεί με τη Σοφία Πανάγου) που συμμετέχουν στην Κοινή Ησυχία, σε κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου και σε σκηνοθεσία της Ελένης Ράντου. Μία παράσταση που παντρεύει τη μουσική με το θέατρο, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να τραγουδά επί σκηνής και να ντύνει μουσικά την ιστορία έρωτα, αγάπης και ματαιωμένων ονείρων ενός νεαρού ζευγαριού.
Μετά την περσινή επιτυχία στο Θέατρο Διάνα, η Κοινή Ησυχία περιοδεύει τον φετινό χειμώνα ανά την Ελλάδα (κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή) και ο Νίκος Βατικιώτης δεν ήταν ποτέ τόσο χαρούμενος που είναι διαρκώς με μία βαλίτσα στο χέρι.
Το να μοιράζεται τη σκηνή με τον ροκά των εφηβικών του χρόνων δεν είναι το μοναδικό, επαγγελματικό, ευτύχημα της φετινής σεζόν. Είναι επίσης ο ένορκος Νο5 στους 12 ενόρκους της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη στο Θέατρο Αλκμήνη, που παίζεται για 8η χρονιά, ο Σήφης στη σειρά του Alpha, Αυτή η νύχτα μένει και ο Marcelo στην ταινία That Is Mahalakshmi που θα δούμε προσεχώς στο Netflix.
Ο 37χρονος ηθοποιός και μουσικός διανύει την πιο φορμαρισμένη σεζόν της πορείας του στον χώρο της υποκριτικής και το απολαμβάνει.
Οι 12 ένορκοι, η θανατική ποινή και οι Φυλακές Αυλώνα Ανηλίκων
Στη Νέα Υόρκη του 1957, ένα αλλοδαπό αγόρι 16 χρόνων κατηγορείται για πατροκτονία. Η ζωή του βρίσκεται στα χέρια 12 ενόρκων οι οποίοι θα αποφασίσουν ομόφωνα αν είναι ένοχο ή αθώο. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος βρεθεί ένοχος, θα του επιβληθεί η θανατική ποινή. Παρακολουθούμε λοιπόν τους 12 άντρες κλειδωμένους σε μία αίθουσα να συγκρούονται, να ταυτίζονται, να βγάζουν προς τα έξω την αλήθεια και τα βιώματα τους, να ζωντανεύουν όλων των ειδών τους ανθρώπους που ζουν σε μία κοινωνία. Αυτή είναι η υπόθεση των 12 ενόρκων.
Υποδύομαι τον ένορκο Νο5, ένα νέο άντρα που εργάζεται σε νοσοκομείο. Δεν έχει οικονομική άνεση, έχει περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια, είναι εσωστρεφής και ενώ θέλει να περάσει ανώδυνα για τον ίδιο η συμμετοχή του σε όλη αυτή τη διαδικασία, τον τρώει το δίκιο. Η στάση του συγκριτικά με άλλους ενόρκους είναι φιλική προς το παιδί.
Η πρώτη μου σκέψη όταν είχα δει την παράσταση το 2015 ήταν πόσο πολύ θα ήθελα να γίνω μέλος αυτής της ομάδας. Το 2018, ήρθε η πρόταση και φέτος είναι η τέταρτη χρονιά που παίζω τον ίδιο ρόλο – τη φετινή σεζόν σε διπλή διανομή με τον Νίκο Μέλλο.
Το να τρέχει μία παράσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα και να επαναλαμβάνεται κάθε σεζόν έχει τις ομορφιές αλλά και τις δυσκολίες της. Φτάνεις σε ένα σημείο που λες ότι δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις. Κι όμως, αλλάζει λίγο η διανομή, έρχεται ένας νέος συνάδελφος και σου δίνει μία άλλη οπτική στα πράγματα, να δεις λεπτομέρειες που ίσως μέχρι πρότινος να μην είχες προσέξει.
Θυμάμαι ότι όταν είδα για πρώτη φορά το 12 Angry Men του Sidney Lumet, την ταινία που βασίστηκε στο ομότιτλο τηλεοπτικό έργο του Reginald Rose, σε αυτό που βασίζεται και η παράστασή μας, σοκαρίστηκα. Ήμουν παιδί και δε γνώριζα ότι υπάρχουν ακόμα χώρες, όπου ισχύει η θανατική ποινή. Είχα θυμώσει πολύ και απογοητευτεί ταυτόχρονα.
Η θανατική ποινή με βρίσκει απόλυτα αντίθετο. Βασικά, δεν την καταλαβαίνω. Μου φαίνεται αδιανόητο να νομιμοποιεί συνταγματικά το κράτος τον θάνατο ως τιμωρία, αντί να επιλέγει την οδό της φυλάκισης και του σωφρονισμού. Όπως δεν καταλαβαίνω και αυτόν που ενώ δεν του έχουν σκοτώσει τον πατέρα, τη μητέρα, το παιδί, απαιτεί μέσα από τα social media να θεσπιστεί η θανατική ποινή, να επιστρέψουμε στα χρόνια της γκιλοτίνας. Μπερδεύουμε το προσωπικό με το κοινωνικό συναίσθημα και αυτό δεν είναι δικαιοσύνη.
Με τους 12 ενόρκους έχουμε παίξει για τους κρατούμενους σε πολλές φυλακές της χώρας. Στις Φυλακές Αυλώνα Ανηλίκων έζησα την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής μου. Ήμουν ενεργός ψυχικά στο απόλυτο ως ηθοποιός. Ένιωθα κάθε συναίσθημα στο έπακρο: την αμηχανία, τον φόβο, το άγχος, τη στενοχώρια, τον θυμό. Τον θυμό για το γεγονός ότι στο ίδιο κελί συναντάς έναν παιδί ή έναν έφηβο που έχει σκοτώσει και έναν άλλο που έχει κλέψει· ότι αν μιλήσεις με τους εργαζομένους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων καταλαβαίνεις ότι ο σωφρονισμός είναι χαμένη υπόθεση. «Έλα μωρέ, εγκληματίες και χειρότεροι θα βγουν από εδώ μέσα», είναι μία πρόταση που στα τέσσερα χρόνια που παίζουμε σε φυλακές ακούω σε λούπα.
Η Κοινή Ησυχία και μία ζωντανή ροκ ιστορία on stage
Επειδή είμαι και ηθοποιός και μουσικός, αγαπώ το μπλέξιμο των τεχνών και το επιζητώ. Στην Κοινή Ησυχία, το θέατρο και η μουσική παντρεύονται με τον πιο γλυκό, ιδανικό τρόπο.
Ο Οδυσσέας Ιωάννου έχει γράψει ένα έργο, τόσο σύγχρονο αλλά και διαχρονικά επίκαιρο που περικλείει μέσα του όλα τα στάδια, όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που συμβαίνουν σε μία ερωτική σχέση στο πέρασμα των χρόνων – γι’ αυτό και η ταύτιση των θεατών είναι αναπόφευκτη. Από τον έρωτα, το πάθος, την αγάπη, τη συντροφικότητα μέχρι την εμπιστοσύνη, την αφοσίωση, την αμφισβήτηση του πόσο είμαστε τελικά εδώ ο ένας για τον άλλο, την αποξένωση, την ανία της ρουτίνας, την πίστη που χάνουμε όχι μόνο απέναντι στον σύντροφο αλλά και στον εαυτό μας και στα όνειρά μας.
Με τη Σοφία Πανάγου υποδυόμαστε ένα ζευγάρι. Εκείνη τη Σοφία και εγώ τον Νίκο, που γνωρίστηκαν έφηβοι σε συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ερωτεύτηκαν παράφορα και τώρα, τους συναντάμε 15 χρόνια μετά. Βλέπουμε πώς η σχέση τους έχει αλλάξει, πώς οι ίδιοι έχουν αλλάξει από τότε.
Ο Νίκος είναι ένας άντρας που έχει χάσει την πίστη στις ιδέες του, δεν κάνει πια όνειρα και έχει μπει σε μία εγκλωβιστική φόρμα ζωής σπίτι-δουλειά-υποχρεώσεις-σπίτι. Όταν επιστρέφει στο σπίτι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και συναντά τη Σοφία που για τους δικούς της λόγους είναι πιο χαρούμενη από ποτέ άλλοτε, η αντίφαση αυτή γεννά μία απίστευτη σύγκρουση. Οι δυο τους καλούνται να ανοίξουν τα χαρτιά τους, να μην αφήσουν τίποτα κρυφό τη στιγμή που στον απέναντι δρόμο τυχαίνει να έχει συναυλία ο τραγουδιστής που έμελλε να τους ενώσει.
Όλη αυτή η ιστορία ντύνεται μουσικά με τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αλλά και με σπουδαία κομμάτια άλλων καλλιτεχνών, που ερμηνεύει ο ίδιος ζωντανά.
Φυσικά και υπάρχει κόσμος που έρχεται για να ακούσει μόνο τον Βασίλη να τραγουδά. Γι’ αυτό και από μέρους μας, χρειάζεται διπλή δουλειά για να δώσουμε κάτι ή πλάι σε αυτόν. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα κατάφερνα να κλέψω λίγο από το χειροκρότημά του. Κάθε παράσταση που δίνουμε είναι σαν συναυλία. Το κοινό φωνάζει συνθήματα, εκφράζεται, χειροκροτάει παρατεταμένα χωρίς σταματημό, αλληλεπιδρά με τρόπο που δεν έχω συναντήσει ξανά σε θεατρική σκηνή.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι κομμάτι της γενιάς μου. Είναι ένας καλλιτέχνης και ένας άνθρωπος αυθεντικός και ειλικρινής, ο ορισμός του ελληνικού ροκ στα 90s. Ο Οδυσσέας είναι από τους αγαπημένους μου στιχουργούς. Και οι δύο με ενέπνευσαν μουσικά στην εφηβεία μου και συνεχίζουν να με εμπνέουν με την κληρονομιά τους μέχρι σήμερα στις μελωδίες που γρατζουνάω στην κιθάρα μου, στους στίχους που γράφω. Η συνεργασία τους στην Κοινή Ησυχία είναι μία ζωντανή ροκ ιστορία on stage.
Η Κοινή Ησυχία είναι πάνω από όλα ένα έργο για την ομορφιά της ζωής, της αγάπης, της αλληλεγγύης, του να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω σου, όσο σκοτεινός κι αν είναι ο δρόμος, όπως είναι τώρα.
Σχεδόν κάθε μέρα σκέφτομαι, τι ζω στα πιο παραγωγικά μου χρόνια. Τι ζει η γενιά μου στα πιο παραγωγικά της χρόνια. Από την οικονομική κρίση και μετά δεν έχουμε σταματήσει να τραβάμε κουπί. Όλα πάνε κατά διαόλου και δεν ανοίγει ρουθούνι. Από την άλλη, δε θα αφήσω κανέναν να μου στερήσει να ονειρεύομαι.
Από το Αυτή η νύχτα μένει, στην πλατφόρμα του Netflix
Το Αυτή η νύχτα μένει δεν είναι η πρώτη μου τηλεοπτική εμφάνιση. Έχω παίξει στις σειρές του Ant1, Είναι Στιγμές και Ήλιος και έχω κάνει γκεστ ρόλους στην Έξαψη και στη Σκοτεινή Θάλασσα του Mega. Είναι όμως η πιο ωραία τηλεοπτική στιγμή μου.
Κρατώ τον ρόλο του Σήφη. Είναι ένας λαϊκός τύπος, όπως είναι άλλωστε όλοι οι χαρακτήρες του έργου, που παίζει πλήκτρα στο μπουζουξίδικο του Στρατή Βαρδάρη (Βασίλη Μπισμπίκη). Είναι μοναχικός, μίρλας και καλόψυχος, αλλά και εθισμένος τον τζόγο σε τέτοιο βαθμό που αδυνατώντας να πληρώσει τα χρωστούμενά του σε τοκογλύφο καταλήγει με σπασμένα χέρια.
Αν και πρόκειται για έναν ήρωα που αποχαιρέτησε τη σειρά, καθώς εδώ και μερικά επεισόδια δεν εμφανίζεται τηλεοπτικά, η ιστορία του δεν τελείωσε. Αυτή την περίοδο βρίσκομαι ξανά σε γυρίσματα. Ο Σήφης είναι έτοιμος να επιστρέψει προσεχώς με άγριες διαθέσεις.
Η επιτυχία που γνωρίζει το Αυτή η νύχτα μένει είναι η απόφαση της Κατερίνας Φιλιώτου, που σκηνοθετεί τη σειρά, να ακουμπήσει μία δεκαετία, με την οποία η ελληνική τηλεοπτική μυθοπλασία δεν έχει ασχοληθεί. Να μας ταξιδέψει πίσω στα 80s, την εποχή που υπήρχαν λεφτά, που ο κόσμος έβγαινε σχεδόν κάθε βράδυ, που τα μπουζούκια ήταν η απόλυτη νυχτερινή διασκέδαση, που υπήρχε μία περιρρέουσα, δεν θα έλεγα καλτ, αλλά ποιοτικά κιτς ατμόσφαιρα με την καλή έννοια.
Και μπουζούκια θα παίξω και θα τραγουδήσω με την κιθάρα μου. Μου αρέσει πολύ να πειράζω παλιά, λαϊκά τραγούδια και να τα φέρνω στα μέτρα μου. Γενικά, δεν μου αρέσει να λέω ότι ασχολούμαι ως μουσικός με ένα συγκεκριμένο είδος. Απεχθάνομαι τις ταμπέλες και κυρίως αυτή του έντεχνου. Δηλαδή όλα τα άλλα είδη τι είναι; Άτεχνα; Είναι φοβερό που μας έχουν κάνει να φοβόμαστε τη λέξη λαϊκός.
Ποιος να μου το έλεγε ότι η δεύτερη τηλεοπτική δουλειά μου για φέτος θα ήταν στο Netflix. Σε μερικές εβδομάδες από τώρα θα κυκλοφορήσει στην πλατφόρμα η ταινία That Is Mahalakshmi, μία ινδική παραγωγή που γυρίστηκε σε Παρίσι, Άμστερνταμ και Αθήνα σε σκηνοθεσία του Prasanth Varma. Είναι μία δραμεντί, ένα ριμέικ του μπλοκμπάστερ του Μπόλιγουντ, Queen (2014).
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από μία νεαρή Ινδή σεφ, που όταν ο σύντροφός της την παρατάει στην εκκλησία, αποφασίζει να πάει μόνη της στο ταξίδι του μέλιτος που είχαν κλείσει στην Ιταλία. Εκεί, συναντά σε ένα σοκάκι τον Marcelo, τον ήρωα που υποδύομαι. Έναν Ιταλό σεφ, με τον οποίο η σχέση τους συνοψίζεται στο «έρωτας ή πόλεμος».
Θυμάμαι τα γυρίσματα ήταν το καλοκαίρι του 2018 στην Αθήνα και εγώ ήμουν εκείνη την περίοδο σε πρόβες για τους Αχαρνής του Κώστα Τσιάνου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Έφευγα κάθε πρωί ξημερώματα για να πάω στο γύρισμα και ταξίδευα το απόγευμα πάλι πίσω. Αν είσαι φυγόπονος, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι για σένα. Κάθε ευκαιρία που αξίζει πρέπει να την αρπάζεις, όσα καρπούζια και αν πρέπει να χωρέσεις κάτω από τις μασχάλες.
Η ηθοποιία, από την άλλη, είναι μία δουλειά σαν όλες τις άλλες. Αν καταλήξει όμως να ορίζει τη ζωή σου γενικότερα, υπερβαίνοντας τα πάντα σε επικίνδυνο βαθμό, τότε υπάρχει πρόβλημα. Χάνεις την μπάλα, χάνεις τον λόγο που επέλεξες να την κάνεις.
Ναι, ok, όλοι είμαστε ματαιόδοξοι. Δεν γίνεται να είσαι ηθοποιός και να μην είσαι λίγο ψώνιο, αλλά τι να πει και ο γιατρός που σώζει ζωές καθημερινά; Μακάρι να αρέσει στον κόσμο το πώς παίζω κι ας μη θυμάται το όνομά μου.