Ο Ντιέγκο Σιμεόνε είναι γεννημένος ηγέτης
Λίγες μέρες μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ισπανίας και λίγες πριν τον τελικό του Τσαμπιονς Λιγκ, εξερευνούμε τι είναι αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό τον Αργεντίνο προπονητή της Ατλέτικο Μαδρίτης.
- 22 ΜΑΙ 2014
Τον φαντάζομαι πιτσιρικά, από αυτά τα πιτσιρίκια που έχουν έπαρση και αλητεία στον τρόπο που κουβαλάνε τον εαυτό τους, μόνο ένστικτο και ύφος. 8 χρονών αλητάκο, στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, να τρέχει με μια σάκα στον ώμο, απλά για να την παρατήσει σπίτι και να μπορέσει μετά να ξεχυθεί σε κάποια πλατεία για να κλωτσάει ένα τόπι μέχρι αυτός κι οι φίλοι του να αλλάξουν χρώμα από το χώμα, μέχρι να μην αντέχουν άλλο από την κούραση.
Πρέπει να έχεις βρεθεί στην Αργεντινή για να το κατανοήσεις απόλυτα. Εκεί, όπως και στη Βραζιλία υποθέτω, το ποδόσφαιρο το αναπνέεις στην ατμόσφαιρα, δεν είναι κάτι που παρατηρείς σε συγκεκριμένους χώρους. Οι συγκεκριμένοι χώροι είναι το μη-ποδόσφαιρο, πώς το λένε. Αν σπρώξεις μια μπάλα προς έναν τυχαίο περαστικό, πιθανότατα θα ξέρει τι να κάνει με αυτήν.
Ο Ντιέγκο Σιμεόνε θυμάται ακόμα και τα παπούτσια που φόραγε όταν ήταν 8 χρονών, όταν έπαιξε ποδόσφαιρο στην πρώτη του ομάδα. Το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή του, αλλά για έναν γιο ποδοσφαιριστή στο Μπουένος Άιρες αυτό είναι αυτονόητο. Είναι ο αέρας και το νερό. Νερό, αέρας και Ντιέγκο Μαραντόνα.
Α, ναι, Μαραντόνα.
Κάθε Κυριακή στην Αργεντινή μαζεύονται σε τεράστια οικογενειακά τραπέζια που λήγουν μόνο μετά τη λήξη της αγωνιστικής δράσης. Κάποιες χρονιές που τυχαίνει να πάρει πρωτάθλημα κάποια ομάδα που έχει πολύ καιρό να το σηκώσει, τηλεφωνούμε στους συγγενείς μας εκείνη την τελευταία Κυριακή του εκάστοτε πρωταθλήματος για να πανηγυρίσουμε μαζί με τον αντίστοιχο υποστηρικτή της. (Έχουμε μεγάλο σόι εκεί, για όλες τις ομάδες του Μπουένος Άιρες έχουμε συγγενή-οπαδό.) Και είναι πάντα όλοι εκεί μαζεμένοι.
Η παράδοση αυτή, πολλών δεκαετιών, είδε μια αναπάντεχη παραλλαγή γύρω στο τέλος των ‘80s. “Η πιο χαρούμενη μέρα της βδομάδας ήταν η Κυριακή επειδή έτρωγα πίτσα και έβλεπα τον Μαραντόνα να παίζει για τη Νάπολι,” θυμάται ο Σιμεόνε. Είναι ειλικρινά δύσκολο να περιγραφεί με λόγια αυτό που συμβαίνει εκεί με τον Μαραντόνα. Φαντάσου έναν ολόκληρο λαό να μεταβάλλει μια παράδοση γενεών: Πλέον οι ποδοσφαιρικές Κυριακές ξεκινούσαν πρωί, την τοπική ώρα δηλαδή που έπαιζε συνήθως η Νάπολι.
“Ήμουν μαγεμένος από το στυλ παιχνιδιού του Ντιέγκο, το πάθος του, τα πάντα που εξέπεμπε. Αυτός ήταν πλέον ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει μια Κυριακή πριν παίξω κι εγώ μετά,” έχει πει ο Σιμεόνε. Μαραντόνα το πρωί, μπάλα στην πλατεία στη διάρκεια της μέρας, συγκέντρωση δυνάμεων για φαγητό και αγωνιστική δράση από την Αργεντινή το απόγευμα και το βράδυ. Πάντα οι πιο ισχυρές παραδόσεις είναι αυτές που σου γίνονται βιώματα ακριβώς στα χρόνια εκεί μετά τα 10, αυτά που για πάντα θα θυμάσαι ως ‘παιδικά χρόνια.’
Ο Σιμεόνε δεν αγάπησε τότε το ποδόσφαιρο, γιατί το ποδόσφαιρο το ανέπνεε από τη στιγμή που γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Αλλά τότε ήταν που το ποδόσφαιρο του έγινε βίωμα. Και ήταν τότε που έμαθε να ονειρεύεται πως μια μέρα θα παίξει στην Ιταλία.
***
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, στο ξεκίνημα μιας σεζόν στην οποία η Ατλέτικο του Ντιέγκο Σιμεόνε θα έγραφε “αγνή ιστορία”, όπως το έθεσε κι ο ίδιος, η ομάδα της Μαδρίτης θα επισκεπτόταν την Πορτογαλία για μια αναμέτρηση με την Πόρτο. Ήταν η 2η αγωνιστική, οι δύο ομάδες είχαν νικήσει στην πρεμιέρα και φυσιολογικά αυτό το ματς έμοιαζε κάτι σαν κρίσιμη μάχη για την πρόκριση ανάμεσα σε δυο μικρές-αλλά-υπολογίσιμες ομάδες (που κανείς στην πραγματικότητα δε θα λόγιζε ως αληθινές απειλές για τον τίτλο ωστόσο).
“Θεωρώ πως η Ατλέτικο είναι μια Ιταλική ομάδα σε ένα Ισπανικό πρωτάθλημα,” δηλώνει μια μέρα πριν το ματς ο προπονητής της Πόρτο, Πάουλο Φονσέκα. Είναι αλήθεια: Η Ατλέτικο παίζει με την ορμή, την αγριάδα, την ποδοσφαιρική αλητεία, αλλά και την σιγουριά, την αυτοπεποίθηση, των καλύτερων Ιταλικών ομάδων σαν αυτές που ο Σιμεόνε θαύμαζε πιτσιρικάς, όταν αποφάσισε πως θέλει να πάει εκεί μια μέρα.
Η Ατλέτικο θα κέρδιζε μες στην Πορτογαλία σε μια αήττητη διαδρομή που όχι απλά θα της έδινε την πρωτιά στον όμιλο με 16 πόντους έναντι μόλις 6 της δεύτερης Ζενίτ, αλλά και μια θέση στον τελικό της διοργάνωσης, όπου για να φτάσει θα έπρεπε πρώτα να αποκλείσει τη Μίλαν, τη Μπαρτσελόνα και την Τσέλσι.
Συζητώντας με ένα φίλο πριν λίγο καιρό καταλήξαμε πως ένα στοιχείο υπέρ της πιθανής μυθολογικής διάστασης αυτής της ομάδας είναι το πόσο κινηματογραφική είναι. Αλλά όχι με αυτό τον βαρετό, επικό, λουστραρισμένο τρόπο μιας Ρεάλ ή μιας Μπαρτσελόνα, αλλά με τον άλλον, τον σωστό, τον βρώμικο, σαν μια τίμια b-movie με τον Ντάνι Τρέγιο ή σαν το “Raid” όπου για μιάμιση ώρα βλέπεις κόσμο να ξυλοφορτώνει άλλο κόσμο και δε θυμάσαι ονόματα χαρακτήρων παρά μόνο τις αδιανόητες φάτσες τους.
(Η αξέχαστη φάση από το Μουντιάλ του ’98, όταν ως διεθνής με τη φανέλα της Αργεντινής ουσιαστικά προκάλεσε μια από τις διασημότερες αποβολές στην ιστορία του ποδοσφαίρου, απλά προσθέτει στον μύθο του.)
Μπορείς να φανταστείς με ευκολία τον Σιμεόνε να δαγκώνει ένα μαχαίρι κρατώντας το ανάμεσα στα δόντια του (χαρακτηρισμός που έχει κάνει κι ο ίδιος για το στυλ του) μέχρι να χρειαστεί να το φτύσει καρφώνοντάς το στο χορτάρι μπροστά στους παίχτες του ως ένδειξη σεβασμού για κάποιο από τα αμέτρητα φετινά τους κατορθώματα. “Πάμε παιχνίδι-παιχνίδι,” είναι το μότο της δικής του Ατλέτικο, και είναι αλήθεια πως αν και δεν είναι κάποιο ριζοσπαστικό τσιτάτο, αν έβλεπες φέτος ένα οποιοδήποτε τυχαίο ματς της ομάδας θα συμπέραινες πως έπαιζε πάντα κάποιο είδος τελικού. Σκληροί στο κέντρο και στην άμυνα, με ταλαντούχους παίχτες παντού έτοιμους να κάνουν τη ζημιά στην παραμικρή ευκαιρία. Δεν είναι τυχαίο πως πρόκειται για μια ομάδα που σπανίως βρέθηκε φέτος στη θέση να κυνηγάει σκορ.
Όμως, όταν βρέθηκε, και χρειάστηκε να ανατρέψει τα δεδομένα, το έκανε: Απέναντι στην Τσέλσι στον ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ απάντησε με τρία γκολ όταν η ομάδα του Μουρίνιο βρέθηκε με σκορ πρόκρισης. Και απέναντι στην Μπαρτσελόνα, στον ‘τελικό’ της Λίγκα, μπήκε στο δεύτερο ημίχρονο με ένα αφηνιασμένο δεκάλεπτο που την είδε να πετυχαίνει το γκολ-πρωτάθλημα, ενώ είχε προηγουμένως βρεθεί πίσω στο σκορ.
Αν μιλάμε για ομάδες που παίρνουν τον χαρακτήρα του προπονητή τους, τότε η Ατλέτικο είναι ο Σιμεόνε. Σκληροτράχηλη, αδυσώπητη, χωρίς καμία διάθεση να συγχωρήσει, χωρίς καμία διάθεση να παραιτηθεί, επικίνδυνη αλλά όχι βρώμικη, και κακομούτσουνη με τον πιο πανέμορφο πιθανό τρόπο. Δεν παίζει εκρηκτικό ποδόσφαιρο σαν της Ρεάλ, κυρίαρχο σαν της Μπαρτσελόνα, υπολογιστικό σαν της Μπάγερν, επιθετικό σαν της Σιτυ. Παίζει κάτι… άλλο. Η Ατλέτικο του Σιμεόνε έχει την αμεσότητα αντιδράσεων και κινήσεων ενός άγριου θηρίου που ξεσκίζε μια σάρκα την ίδια στιγμή που αγωνίζεται για τη ζωη του. Σε εξαντλεί και σε ανυψώνει την ίδια στιγμή.
“Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κερδίζεις,” δήλωσε μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, της συγκλονιστικής φετινής Πριμέρα που είδε τρεις φανταστικές ομάδες να αγωνίζονται με τρία διαφορετικά στυλ για το πρωτάθλημα μέχρι την τελευταία αγωνιστική. Ξέρει πως δε θα παίξει ποτέ σαν τη Μπαρτσελόνα, ξέρει πως δε θα παίξει ποτέ σαν τη Ρεάλ. Αλλά δεν το επιδιώκει κιόλας. “Προτιμώ να παίζω καλά αντί να παίζω όμορφα,” είπε κάποτε. Την τελευταία αγωνιστική η Ατλέτικο κατέκτησε το πρωτάθλημα για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 20 χρονια, παίρνοντας ισοπαλία 1-1 μες στην έδρα της Μπαρτσελόνα. Με τη λήξη, οι παίχτες του τον σήκωσαν ψηλά στον αέρα, την ώρα που οι δεκάδες χιλάδες οπαδοί της Μπάρτσα αποθέωναν την ομάδα του.
Αν δεν είναι αυτό όμορφο, τότε δεν ξέρω τι είναι.
***
“Ηγετικός χαρακτήρας είναι κάτι που είτε το έχεις είτε δεν το έχεις.”
Για όλες τις αναλύσεις περί του τι καθιστά κάποιον αρχηγό και μεγάλο ηγέτη, τι χρειάζεται να κάνεις κάποιος για να επιβληθεί στους γύρω του ή στους παίχτες του ή κάθε τι τέτοιο, υπάρχει η απλή, ντόμπρα αλήθεια αυτής της φράσης του Σιμεόνε. Την ηγεσία δεν την επιβάλεις. Είναι κάτι που είτε το έχεις, είτε όχι. Κάποιοι άνθρωποι είναι γεννημένοι ηγέτες.
Στα 10 ο Σιμεόνε τοποθετήθηκε ως υπεύθυνος σχολικής ορχήστρας από έναν δάσκαλό του. Στα 19 αποφάσισε μόνος του, διχως συμβουλές από κανέναν, μέσα σε 40 λεπτά, να δεχτεί την πρόταση Ιταλικής ομάδας. Οι γονείς του ήταν διακοπές. Τρεις μέρες μετά μετακόμισε στην Ευρώπη. Στα 26 ήταν ηγέτης μιας Ατλέτικο που κέρδισε το νταμπλ στην Ισπανία. Στα 44 προπονητής μιας ομάδας που αρνείται να υποχωρήσει, εδώ και δύο χρόνια, όταν οι πάντες την περιμένουν να λυγισει, και για τα δύο ολόκληρα αυτά χρόνια. Θα έλεγε κανείς μια με σχετική βεβαιότητα πως ο Ντιέγκο Σιμεόνε είναι γεννημένος ηγέτης.
“Βλέπεις έναν ηγέτη στο πώς περπατά. Στο πώς κινείται. Στις εικόνες του 1978 βλέπεις τον Πασαρέλα, τον αρχηγό, να βγαίνει από τη φυσούνα, και βλεπεις τα πρόσωπα παιδιών που στα 25 τους ήταν άντρες.” Ο Σιμεόνε θυμάται το Μουντιάλ του ‘78, την ηγετική προσωπικότητα του Πασαρέλα, τα σκληραγωγημένα, έμπειρα, φρέσκα πρόσωπα της ομάδας της Αργεντινής που σήκωσε το τρόπαιο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την Ατλέτικο Μαδρίτης είναι εντελώς συμπτωματική.
Δεν είναι τυχαίο που βρισκόταν σε τέτοια ζήτηση ακόμα και πριν αυτή τη μαγική του διετία. Ως παίκτης μπορούσε να μοιάζει αναντικατάστατος σε μια ομάδα. Στο τελευταίο πρωτάθλημα της Ατλέτικο, παρά τη θέση του ως αμυντικό χαφ, ήταν και δεύτερος σκόρερ για την ομάδα του με 12 γκολ. Φεύγοντας από τη Μαδρίτη πήγε ξανά στην Ιταλία, πρώτα στο Μιλάνο για την Ίντερ και ύστερα στη Ρώμα για τη Λάτσιο (όπου και πήρε πρωτάθλημα στην γεμάτη Αργεντίνους ομάδα του Έρικσον, και στέρησε ένα άλλο από την Ίντερ). Η ζωή του μοιάζει με ένα συνεχές ταξιδιωτικό πήγαινε-έλα στις κορυφές του τριγώνου Μπουένος Άιρες – Μαδρίτη – Ιταλία. Μετά τη Ρώμη γύρισε για λίγο ακόμη στη Μαδρίτη και μετά γύρισε για λίγο ακόμα στην Αργεντινή.
Κι έπειτα, ξανά η ίδια διαδρομή, αντίστροφή, αλλά τώρα προπονητική. Πρώτα προπόνησε 4 ομάδες στην Αργεντινή μεσα σε 4 χρόνια (πήρε δύο πρωταθλήματα, με Εστουδιάντες και Ρίβερ), μετά πήγε -πού αλλού;- στην Ιταλία για να προπονήσει την Κατάνια και μετά πήγε -πού αλλού;- στη Μαδρίτη για να προπονήσει την Ατλέτικο.
“Η Μαδρίτη μου θυμίζει το Μπουένος Άιρες,” δηλώνει. “Βρήκα τον εαυτό μου στον τόπο του. Καθένας μας πρέπει να προσαρμόζει τον εαυτό του στο μέρος που ζει. Η προσωπικότητά μας σχηματίζεται από το πέρασμα του χρόνου και μετά αρχίζεις να επιλέγεις. Όμως πρώτα, προσαρμόζεσαι.” Η προσαρμογή δεν ήταν απαραιτήτως και η ομαλότερη διαδικασία. Η αρχή του ως παίχτης στη Μαδρίτη ήταν δύσκολη, την πρώτη χρονιά είχε τραυματισμούς και σκαμπανεβάσματα στην απόδοση. Όμως η Μαδρίτη του ταίριαζε κι εκείνος ταίριαζε στη Μαδρίτη. Οι φανς της ομάδας τον λάτρεψαν. Όταν μαζεύτηκαν οι παίχτες της ομάδας στα αποδυτήρια στο τέλος εκείνης της σεζόν, ο ηγέτης-μελλοντικός κόουτς Σιμεόνε τους είπε: “Το μόνο μη διαπραγματεύσιμο πράγμα είναι η προσπάθεια.”
Η Ατλέτικο σώθηκε από τον υποβιβασμό, και την επόμενη χρονιά κέρδισε το νταμπλ. Πρώτα προσαρμόζεσαι. Και μετά όλα τα άλλα ακολουθούν.
***
Για να συμβεί αυτό που έχει κάνει ο Σιμεόνε στη Μαδρίτη χρειάστηκε να κάνει θυσίες, αλλά υποθέτω έτσι συμβαίνει πάντα. Άφησε πίσω την οικογένειά του, που σημαίνει πολλά γι’αυτόν. “Είναι δύσκολο να είσαι μακριά από τους ανθρώπους σου,” είπε πέρσι σε μια συνέντευξη. Είναι κι άλλο το δέσιμο ορισμένων οικογενειών, ο Σιμεόνε ας πούμε είχε παντα για είδωλο τον πατέρα του. Σήμερα, λέει, μαθαίνει από τους γιους του. Ένας από αυτούς είναι ήδη επιθετικός που διακρίνεται Αργεντινή και δε θα ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη του κόσμου αν σε λίγο καιρό τον δούμε σε ομάδα του πατέρα του.
(Ή αν, στο βαθύ μέλλον, ο Σιμεόνε αναλάβει την εθνική Αργεντινής, κάτι που μάλλον φαντάζει αναπόφευκτο.)
Και πλέον όλη του η ζωή είναι το ποδόσφαιρο. “Πηγαίνω σινεμα και ενώ βλέπω ταινία μου έρχεται μια ιδέα. Βγαίνω έξω, αρπάζω το τηλέφωνο και αρχίζω τις κλήσεις. Ή τρώω σε δείπνο και το μυαλό μου σκέφτεται ποδόσφαιρο. Έτσι το βιώνω. Το ποδόσφαιρο είναι 24/7.”
Όμως άξιζε τον κόπο, διότι.
Τον Δεκέμβριο του 2011 η Ατλέτικο προσέλαβε τον Σιμεόνε όντας 4 πόντους πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού στην Πριμέρα. Στο τέλος της ίδιας σεζόν κέρδισε το Europa League. Στο τέλος της επόμενης κέρδισε το Κύπελλο Ισπανίας σε έναν επικό τελικό απεναντι στη Ρεάλ Μαδρίτης του Ζοζέ Μουρίνιο, που είδε την Ατλέτικο να λήγει ένα σερί 25 αγώνων δίχως νίκη απέναντι στη Ρεάλ. Στο τέλος της μεθεπόμενης, κέρδισε την επικότερη Πριμέρα όλων των επικότερων Πριμέρων, και έτοιμη να κερδίσει και το Τσάμπιονς Λιγκ.
Αποκλείοντας την Τσέλσι στα ημιτελικά, η εκπληκτική Ιταλοϊσπανικοαργεντίνικης υφής ομαδάρα του Σιμεόνε (που στα δικά μου μάτια είναι ακριβώς η ομάδα που ο Μουρίνιο θα ήθελε να έχει δημιουργήσει φέτος) άφησε τον Μουρίνιο δίχως κούπα για δευτερη συνεχή χρονιά, τις δύο μοναδικές της καριέρας του. Και καταφέρνοντας να μην ηττηθεί φέτος από τη Μπαρτσελόνα σε 6 αναμετρήσεις, αποκλείοντάς τους ουσιαστικά σε δύο διοργανώσεις, αφήνει τους Καταλανούς δίχως τρόπαιο για πρώτη φορά από το 2008.
Είναι λες και αντλεί ενέργεια από τους καλύτερους, φτάνοντας αυτή τη στιγμή να είναι όντως ο καλύτερος. Συμβαίνουν αυτά με τους φυσικούς νικητές, τους γεννημένους ηγέτες, τους χαρισματικούς ανθρώπους σαν τον Σιμεόνε.
***
Το βράδυ μετά τον αποκλεισμό της Τσέλσι στον ημιτελικό βγήκα για να πιω. Σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, αργά το βράδυ, μπήκε ένα παιδί με φανέλα της Ατλέτικο. Έκτοτε έχω δει αρκετούς ακόμα, και δε με νοιάζει αν είναι μόδα, το βρίσκω υπέροχο. Πίνω μερικές γουλιές μπύρας και τον πλησιάζω. “Φανέλα της Ατλέτικο είναι αυτή;” του λέω. Γελώντας ως τα αυτιά μου απαντάει με ενθουσιώδη κατάφαση. “Είμαι Τσέλσι 15 χρόνια,” τον ενημερώνω. Σκαλώνει για μια στιγμή, πιθανώς δεν είναι σίγουρος που θέλω να καταλήξω.
“Και ήθελα να σου πω μπράβο για την ομαδάρα του Σιμεόνε,” καταλήγω. Ξαναγελάει, και ενθουσιασμένος μου φωναζει “ο Τσόλο είναι νέος Μουρίνιο αδερφέ!” Ήμουν σε ευάλωτη φάση, αυτή η ατάκα ηταν ό,τι έπρεπε εκείνη τη στιγμή. Τσουγκρίσαμε γελώντας, κάναμε μια αδερφική χειραψία και γύρισα στην παρέα μου. “Ώρες ώρες νομίζω πως βλέπετε ποδόσφαιρο μόνο και μόνο για να έχετε δικαιολογία να κάνετε bonding με αγνώστους,” μου λέει γελώντας ένας φίλος που δεν έχει επαφή με το σπορ.
Μεταξύ αστείου και σοβαρού, ακούμπησε ένα σημαντικό μέρος της αλήθειας.
Αναρωτιέμαι εκείνη την ίδια βραδιά πόσοι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι τσούγκρισαν σε αμετρητα διαφορετικά μπαρ, αλκοόλ στην υγειά του Τσόλο και της Ατλέτικο, αυτής της αγνής, πανέμορφης, άγριας, ωμής ποδοσφαιρικής δύναμης.
Σίγουρα θα ήμασταν πάρα πολλοί.
***
Σε μια φανταστική προ μηνών συνέντευξή του, ο Σιμεόνε ρωτήθηκε αν πιστεύει πως υπάρχει κάποιος παίχτης στο ρόστερ της Ατλέτικο που να τον μισεί.
“Αν υπάρχει κανείς, δεν πρόκειται να το πει,” απάντησε, σα να ήταν το πιο προφανές πράγμα του κόσμου.
Μάλλον επειδή ήταν.