Ο Πάνος Κοκκινόπουλος παίζει ακόμα με ψεύτικα όπλα
- 18 ΔΕΚ 2018
Υπάρχει ένα διαμέρισμα πίσω από το Hilton, την πόρτα του οποίου μόλις περάσεις θα βρεθείς αντιμέτωπος με μια καφέ βιβλιοθήκη, εκ πρώτης όψεως σαν όλες τις άλλες. Στα τετράγωνα ράφια της βιβλιοθήκης αυτής όμως, στοιβάζονται όπλα, ένας ναργιλές, κομμένα χέρια και πόδια, ακόμη και μια νεκροκεφαλή.
Όχι, δεν πρόκειται για μια καλά κρυμμένη γιάφκα εγκληματιών στην καρδιά της Αθήνας, αλλά για τα γραφεία της ‘Frenzy Films Productions’, της εταιρείας παραγωγής που διατηρεί ο Πάνος Κοκκινόπουλος μαζί με την Μπέση Βουδούρη, το alter ego και συνοδοιπόρο του σε κάθε επαγγελματικό του βήμα τα τελευταία 30 χρόνια.
Δεν την πατήσαμε μόνο εμείς βέβαια, αφού όταν πριν μερικά χρόνια η αστυνομία χτύπησε το κουδούνι της εταιρείας στα πλαίσια μιας τυπικής έρευνας, λίγο έλειψε να συλλάβει όσους βρίσκονταν εντός της, ενώ μια άλλη φορά, από το αυτοκίνητο της Μπέσης έσταζε ψεύτικο αίμα, αναγκάζοντας και πάλι τους γείτονες να καλέσουν την αστυνομία. Αυτά έχει όμως η ζωή όταν ασχολείσαι καθημερινά με εγκλήματα, φόνους και πτώματα, έστω και για τις ανάγκες της τέχνης.
Για όλα αυτά, την τηλεόραση γενικότερα, τον Παναθηναϊκό αλλά και τα προβλήματα της κοινωνίας, μας μίλησε ο σκηνοθέτης που επέστρεψε φέτος στην ελληνική τηλεόραση μέσα από τη συχνότητα του Open και το ‘Ου Φονεύσεις’, το οποίο κινείται πάνω στην πετυχημένη συνταγή του ‘Κόκκινου Κύκλου’ και της ‘Δέκατης Εντολής’. Καθημερινά εγκλήματα, με εξαιρετική μουσική υπόκρουση και μερικούς από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς να καταλήγουν στο χώμα ή στη φυλακή.
Ευτυχώς, όσο ο Πάνος Κοκκινόπουλος κάπνιζε το πούρο του και οι διάφορες γάτες του γραφείου βόλταραν στο χώρο, δεν μας ενόχλησε καθόλου η αστυνομία.
Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
Τους τελευταίους μήνες, ο σκηνοθέτης δούλευε μαζί με τους μόνιμους συνεργάτες του, Βασίλη Ρίσβα και Δήμητρα Σακαλή, πάνω στο σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας. Ένα τηλεφώνημα όμως τα άλλαξε όλα και κάπως έτσι, το ‘Ου Φονεύσεις’ απέκτησε σάρκα και οστά για να συνεχίσει τον αιματηρό κύκλο ιστοριών εμπνευσμένων από την αληθινή ζωή.
“Παλιά ήταν πιο δύσκολο να βρω τις ιστορίες μου. Απαιτούσε δημοσιογραφική έρευνα, έπρεπε να βρίσκουμε αρχεία από παλιές εφημερίδες, δικογραφίες και δικηγόρους, αστυνομικές αναφορές. Σήμερα τα βρίσκω όλα με ένα κλικ. Πατάω τις κατάλληλες λέξεις, βρίσκω μία ιστορία κι απ’ την μία προκύπτουν μετά άλλες δέκα”.
“Ψάχνουμε κυρίως ιστορίες που έχουν να κάνουν με πάθος, με ανθρώπους που ξεπέρασαν τα όριά τους και έφτασαν στα άκρα, στο έγκλημα. Όταν ένας άνθρωπος σαν εμένα κι εσένα ξεφεύγει. Εγώ που είμαι εναντίον της θανατικής ποινής, αν κάποιος πειράξει το παιδί μου, μπορεί να τον σκοτώσω, εκεί το θυμικό ξεπερνάει τη λογική. Είναι το σημείο μη επιστροφής του ήρωα που έλεγε ο Αριστοτέλης ή όπως το λένε σήμερα οι Αμερικανοί δραματουργοί, ‘the point of no return’”.
“Στην Ελλάδα δεν έχουμε τόσους πολλούς σίριαλ κίλερς, τους έχουμε κάνει από δύο φορές τον καθέναν. Ευτυχώς δηλαδή. Έχει αλλάξει και λίγο το έγκλημα σε αυτόν τον τόπο, οι αστικές δομές. Σίγουρα θα υπάρξουν σίριαλ κίλερ στο μέλλον, ας ελπίσουμε να είναι λιγότεροι, αν και για τη σειρά δεν θα είναι τόσο καλό”.
Ιστορίες με παιδόφιλους δεν μπορώ να κάνω, βάζουμε τις ηλικίες πολύ πιο πάνω, την υπόθεση του Δουρή δεν θα μπορούσαμε ποτέ να την κάνουμε, με παιδιά εγώ φρικάρω
“Δεν έχω μιλήσει ποτέ με κάποιον από τους ανθρώπους που έχουν κάνει τα εγκλήματα κι αυτό γιατί δεν κάνουμε τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων, κάνουμε τις δικές μας ιστορίες. Παίρνουμε ένα γεγονός σαν αφορμή και το αλλάζουμε έτσι ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο ή φωτογραφήσιμο. Κι αυτό το κάνουμε για δύο λόγους. Πρώτον ηθικής τάξης, αρκετά διαπομπεύουν τα θύματα ή ακόμα και τους θύτες τα ΜΜΕ και δεύτερον καλλιτεχνικής φύσης. Η μυθοπλασία είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την πραγματικότητα. Ουσιαστικά είναι σαν να λέμε ‘θυμάστε αυτή την ιστορία; Σκεφτείτε ότι θα μπορούσε να είχε γίνει και έτσι’“.
“Αυτό που κάνουμε δεν είναι σίριαλ, είναι μικρές ταινίες, κάθε φορά μπαίνουμε με άλλο σενάριο, άλλους ηθοποιούς, άλλους χώρους και καταστάσεις, άλλη δραματουργική δομή και καμιά φορά άλλη αισθητική προσέγγιση. Υπάρχει φυσικά μια σταθερή δομή, αλλά είναι αρκετά χαλαρή ώστε να μπορούν μέσα σε αυτήν να δημιουργούνται καινούρια πράγματα. Για κάθε επεισόδιο, από την αρχική ιδέα μέχρι την τελική του πραγμάτωση, απαιτείται τουλάχιστον ένας μήνας δουλειάς. Είναι πολύ δημιουργικό, σε κρατάει σε εγρήγορση, σε καυλώνει”.
“Το ‘Αχ! και Nα ‘ξερες’ είναι από τις αγαπημένες μου δουλειές, κράτησε όσο έπρεπε, το τελειώσαμε στον ένα χρόνο, δεν έκανε την τεράστια επιτυχία επειδή ήταν τότε στις αρχές του Alpha. Μόνο μαύρη κωμωδία θα μπορούσα να κάνω, το συζητάμε κιόλας μήπως κάνουμε ξανά κάτι, αλλά μιλάμε για πολύ μαύρη κωμωδία, πτώματα παντού”.
“Όταν κάναμε τα ‘Μαύρα Μεσάνυχτα’, τους πρώτους μήνες όλα ήταν πολύ δημιουργικά. Μετά τον πρώτο χρόνο όμως άρχισα να αναρωτιέμαι τι καινούριο μπορώ να κάνω πάνω στην ίδια ιστορία και με τους ίδιους ηθοποιούς. Όσα καινούρια πράγματα και να βάλεις αρχίζεις και επαναλαμβάνεσαι. Όταν η δημιουργία γίνεται συνήθεια, παύει να είναι δημιουργία, γίνεται ρουτίνα. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγματα από την ρουτίνα, όπως και στη ζωή άλλωστε”.
Επόμενη στάση, Netflix
Μια γρήγορη ματιά στην ελληνική τηλεόραση, αρκεί για να συνειδητοποιήσεις ότι η ρουτίνα έχει γίνει για τα καλά το παγιωμένο modus operandi. Κάτι που σίγουρα δεν συμβαίνει εκτός των συνόρων, με την άνοδο πλατφορμών σαν το Netflix και τη στροφή της βιομηχανίας σε σειρές που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από οσκαρικές ταινίες.
“Παλιότερα, το καινούριο στην τέχνη ερχόταν από το σινεμά. Στην Αμερική και τώρα πια και στην Ευρώπη, το καινούριο έρχεται από την τηλεόραση. Τα στούντιο στην Αμερική πάνε στα σίγουρα, δηλαδή στο 12χρονο και το 13χρονο που πάνε στο σινεμά. Άρα κάνουν σίκουελ, ριμέικ, κόμιξ και το καινούριο έρχεται από την καλωδιακή, όπου έχουν μπει κάποιοι πολύ πιο τρελοί και ψαγμένοι άνθρωποι και κάνουν πολύ προχωρημένα πράγματα”.
“Τέτοια παραδείγματα είναι η πρώτη σεζόν του ‘True Detective’, το ‘The Wire’, πλέον υπάρχει και το Netflix το οποίο παράγει εξαιρετικές σειρές στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, μέχρι και στην Ινδία. Πρόσφατα είδα το ‘Sacred Games’, το πρώτο ινδικό σίριαλ το οποίο σας πληροφορώ ότι είναι πάρα πολύ καλό. Είναι γυρισμένο στα ινδικά και είναι βασισμένο σε ένα best seller μυθιστόρημα που αφορά δύο πουλημένους αστυνομικούς στην Βομβάη”.
“Το μέσο φέρνει μια καινούρια ματιά, στην Αμερική όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες γυρνάνε στην τηλεόραση, γιατί φέρνει κάτι καινούριο, τους ενδιαφέρει. Στην Ελλάδα ακόμα έχουμε τα καθημερινά, τα σαπούνια και το σανό που τρώει ο κόσμος. Το παράδειγμα κανονικά θα έπρεπε να το δίνει η κρατική τηλεόραση, αλλά αυτό είναι μια τραγική ιστορία”.
“Τα ελεύθερα κανάλια δεν ξέρουν να κάνουν και κάτι άλλο, πατάνε στα σίγουρα. Σερβίρουν σανό, ο τηλεθεατής είναι τελείως παθητικός, εισβάλλει η τηλεόραση στο σπίτι του, δεν αποφασίζει να πάει να κλειστεί σε μια σκοτεινή αίθουσα για να δει μια ταινία. Παίζει η τηλεόραση για να υπάρχει συντροφιά, για να μην μας σκοτώσει η μοναξιά”.
“Αυτό είναι που προσπαθούμε εμείς, κάνοντας πιο κινηματογραφική την αφήγηση. Πρόθεσή μας είναι να γίνει πιο ενεργητικός ο τηλεθεατής, να συμπληρώνει μόνος του τα δραματουργικά κενά. Είναι μεγάλη πρόκληση να τον αναγκάσεις να μην σηκωθεί για να πάει για κατούρημα ή να φάει”.
Το να μπει μια δική μου σειρά στο Netflix είναι μια ενδόμυχη προσωπική φιλοδοξία και επιθυμία, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που μπορούν να κάνουν τέτοιου τύπου σειρές. Είναι κάτι που μας προκαλεί πολύ με την Μπέση, το σκεφτόμαστε. Θα πρέπει όμως να είναι εν μέρει έστω αγγλόφωνο
“Η τηλεόραση, όπως και το ποδόσφαιρο, είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας. Ζούμε σαν βάρβαροι, ο ένας μπορεί να σκοτώσει τον άλλο για μια θέση πάρκινγκ, ήταν έτσι η Ελλάδα κάποτε; Μιλάμε για πολιτιστική κατρακύλα, άνθρωποι που τελειώνουν το σχολείο δεν μπορούν να συντάξουν μια πρόταση”.
“Αυτή η κατρακύλα ξεκινάει από τη δεκαετία του ‘80 και το ΠΑΣΟΚ. Μάθαμε να ζούμε στα εύκολα, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, η κρίση είναι πολιτιστική και όχι οικονομική”.
“Θυμάμαι όσο ζούσα στη Γαλλία, οι άνθρωποι έλεγαν μια καλημέρα μεταξύ τους, δεν ήταν ψεύτικο αυτό, ήταν κομμάτι του πολιτισμού τους. Σήμερα στην Ελλάδα αν μπεις σε ένα καφέ και πεις καλημέρα σε όλο τον κόσμο, θα σε περάσουν για τρελό. Δεν είμαστε κοινωνία, είμαστε φυλή, ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του, αδιαφορούμε για τους άλλους”.
“Από το σπίτι ξεκινάει αυτό, ξέρω γονείς που στο σπίτι τους δεν έχουν ένα βιβλίο, το παιδί που μεγαλώνει εκεί δεν έχει να διαβάσει κάτι, αν δεν διαβάσεις πώς θα ανοίξει το μυαλό σου; Το μυθιστόρημα σε κάνει να ονειρεύεσαι, να φαντάζεσαι κόσμους. Εγώ λέω στους μαθητές μου πώς δεν γίνεται να είσαι ηθοποιός αν δεν έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι, μιλάμε για τον συγγραφέα που φτιάχνει τους πιο σύνθετους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες”.
Βουτώντας από μικρός σε ‘πράσινα’ νερά
Μιας και ανέφερε το ποδόσφαιρο ως παράδειγμα πολιτιστικής κατρακύλας, δεν θα μπορούσαμε να μην μιλήσουμε και για τον αγαπημένο του Παναθηναϊκό, στον κόσμο του οποίου μπήκε με το ‘έτσι θέλω’ από πολύ μικρή ηλικία.
“Ο πατέρας μου με έγραψε στην κολύμβηση του Παναθηναϊκού όταν ήμουν 5 χρονών. Έμαθα να κολυμπάω με μια πράσινη ξύλινη τάβλα που είχε πάνω το τριφύλλι. Με πήγαινε στο γήπεδο και μου έλεγε ότι σημασία έχει μόνο ένα πράγμα: όχι να κερδίζει ο Παναθηναϊκός αλλά να χάνει ο Ολυμπιακός”.
“Ήμασταν μια σειρά από σκηνοθέτες Παναθηναϊκούς, ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Κουτσομύτης, ο Λυκουρέσης και πηγαίναμε στο γήπεδο κάθε Κυριακή. Είχαμε φτιάξει και ομάδα σκηνοθετών, ο Αγγελόπουλος ήταν πολύ καλός παίκτης”.
“Οφείλω βέβαια να πω ότι τότε η χειρότερη βρισιά ήταν το ‘είσαι ένα μάτσο κρέας’, άντε και μια μούντζα. Τώρα έχουμε μανάδες, πατεράδες, πέτρες και μολότωφ. Δεν πάω πια στο γήπεδο, μόνο σε κανέναν αγώνα μπάσκετ που είναι πιο χαλαρά τα πράγματα“
“Με ενθουσιάζουν οι πιτσιρικάδες του Δώνη, είναι καλή η νέα προσπάθεια. Μιλάμε για παιδάκια, τα πάνε οι γονείς τους στο γήπεδο. Δεν με έχουν βάλει σε πειρασμό να πάω στο γήπεδο όμως, δεν έχω και χρόνο. Το μπάσκετ δεν πάει καλά, αλλά το θέμα είναι να πάει καλά τον Μάρτιο”.