Ο ρατσισμός που δεν έζησε η Ταμίλα Κουλίεβα
Η ηθοποιός που στιγμάτισε το τέλος της δεκαετίας του '90 με την προφορά της μιλά στο Popcode για την πολιτική, τον κινηματογράφο, την πρόταση από το Λος Άντζελες.
- 6 ΟΚΤ 2017
Η ηρωίδα του Ρόαλντ Νταλ κάθεται εδώ και μερικά λεπτά στη σκαλιστή καρέκλα δίπλα μου. Από την ώρα που δώσαμε τα χέρια και καθίσαμε στην ξύλινη ροτόντα που έβλεπε στην πολύβουη Σόλωνος, η Ταμίλα Κουλίεβα που θυμίζει την μικρή Ματίλντα, την κινηματογραφική κόρη του Ντάνι Ντε Βίτο που ήθελε να διαβάζει, το κορίτσι που διαχρονικά έχει κερδίσει τον τίτλο του πιο πεισματάρικου κοριτσιού της μεγάλης οθόνης.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson)
Ντυμένη κομψά, με έναν αέρα Παριζιάνας ίσως επηρεασμένη από την Μαντάμ Ορτάνς που υποδύθηκε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην παράσταση ‘Ζορμπάς’ σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή (και που θα συνεχίσει να υποδύεται και φέτος το χειμώνα) πέρασε την μεγάλη τζαμένια πόρτα του καφέ. Μου χαμογέλασε και αρχίσαμε να μιλάμε. Για την Ελλάδα, για τη Ρωσία, δύο λέξεις από τις οποίες κάθε λίγο και λιγάκι αρπάζεται για να πει κάτι. Σχετικό ή όχι και τόσο με την κουβέντα μας.
Παραγγείλαμε και οι δύο από ένα νερό αρωματισμένο με εσπεριδοειδή. (Αφού, παραδεχθήκαμε η μία στην άλλη ότι δεν πίνουμε καφέ)
ΤΟ ‘ΘΡΑΣΟΣ’ ΤΟΥ ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
“Ήθελα να γίνω ηθοποιός, τελεία. Το πού θα γίνω δεν το σκεφτόμουν. Όταν ήρθα στην Ελλάδα δεν ήρθα για να κάνω καριέρα. Το έβλεπα ακατόρθωτο. Έκανα ωστόσο την προσπάθειά μου και αυτή, βγήκε“.
Ήρθε στην Ελλάδα χωρίς να έχει τη σιγουριά ούτε των βασικών ελληνικών. Ήξερε το ‘καλημέρα’, ήξερε το ‘τι κάνεις’. Μέχρι εκεί. Από θεατρικές στιχομυθίες, κουβέντα.
Θυμόμαστε ακόμη με τους φίλους μου τα διάφορα σκηνικά που περάσαμε προσπαθώντας να επικοινωνήσουμε. Λίγη παντομίμα, λίγη γλώσσα του σώματος και μέχρι και φιλοσοφικά ζητήματα μπορούσαμε να λύσουμε
“Στην πρώτη παράσταση μου ξέφυγαν δύο τρεις προτάσεις στα ρώσικα. Δεν σκεφτόμουν ελληνικά τότε. Σκεφτόμουν ρώσικα και έπρεπε να τα μεταφράζω στα ελληνικά“. Πίνει μία γουλιά από το αρωματισμένο με εσπεριδοειδή νερό και συνεχίζει:”Στο θέατρο υπάρχει μία μελωδικότητα που πρέπει να αναπαραγάγεις στη σκηνή για το αυτί του θεατή. Δεν γίνεται όλοι να μιλούν στο ίδιο μήκος κύματος και εσύ να είσαι εντελώς εκτός“.
Τα ελληνικά είναι μία γλώσσα που δεν θα τη χαρακτήριζε και πολύ εύκολη. Ειδικά τώρα που “επιτέλους” την έμαθε. Της λέω ότι και τα ρώσικα δεν είναι εύκολα και χαμογελάει: “Όχι, καθόλου εύκολα“, επιβεβαιώνει. Έπειτα, μου εξηγεί: “Μαθαίνεις μία καινούρια γλώσσα ανάλογα από την εσωτερική ανάγκη που έχεις να κατανοήσεις τον πολιτισμό της χώρας που βρίσκεσαι. Την καθημερινότητα, τον τρόπο σκέψης ώστε να μπορείς να αφομοιώσεις“.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, Η ΡΩΣΙΑ, ΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ
Τελείωσε το Πανεπιστήμιο Κινηματογράφου στη Ρωσία γι αυτό και όπως λέει και η ίδια, “Με την κάμερα, έχω ιδιαίτερη σχέση“. Ωστόσο το αυθαίρετο συμπέρασμά μου ότι άρα θα προτιμά τον κινηματογράφο το αντικρούει με ένα: “Πιστεύω ότι η δουλειά του ηθοποιού είναι στο θέατρο“.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να φύγει στο εξωτερικό. Της άρεσε πολύ η Ελλάδα. Προτιμούσε τις συνθήκες, τις πιο ‘ανθρώπινες’. “Έχω κάνει μία ταινία στο Λος Άντζελες, έχω έρθει σε επαφή με ανθρώπους εκεί, έχω δει τους αντίστοιχους εργασιακούς χώρους” μου λέει και το ύφος ‘άσε με να ξέρω εγώ καλύτερα’ πυροδοτεί τον παρακάτω διάλογο.
– Γιατί; Τόσο χάλια είναι;
– Το αντίθετο. Είναι πολύ σωστοί, πολύ επαγγελματίες, σε φροντίζουν. Αλλά δεν μπορεί μόνο αυτό να σε κάνει να μετακομίσεις σε μία χώρα.
– Τι άλλο χρειάζεται;
– Θέλω να βρίσκομαι κάπου που να με εκφράζει σαν άνθρωπο. Θέλω να με εκφράζουν οι συνεργάτες μου. Προτιμώ να έχω αυτά τα δύο και ας μην έχω προσωπικό τροχόσπιτο.
“Είναι πολύ ωραία εμπειρία η Αμερική. Είχα προτάσεις να μείνω, τους άρεσε το accent μου. Ωστόσο, την απέρριψα“.
‘Η ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕ ΔΙΑΣΗΜΗ’
Το έτος 1998 μας γνώρισε την Ταμίλα Κουλίεβα και το αναγνωρισμένο στην Αμερική accent της. Το ‘Η ζωή που δεν έζησα’ στο prime time του Mega ήρθε για να ανεβάσει την ούτως ή άλλως υψηλή ακροαματικότητα του μεγάλου καναλιού και να μας κάνει να στεναχωρηθούμε-χαρούμε-νιώσουμε (ο καθείς από τη θέση του) το ‘δράμα’ της τηλεοπτικής μητέρας του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη να ερωτεύεται τον κολλητό του, Αιμίλιο Χειλάκη. Το τι συμπαράσταση έζησε τότε η Ταμίλα τόσο τηλεοπτικά όσο πρακτικά στην καθημερινότητά της, δεν περιγράφεται.
Ή μάλλον, ας της δώσουμε λίγο την ευκαιρία να μας την περιγράψει.
“Την εποχή του ‘Η Ζωή που δεν έζησα’ ξύπνησα διάσημη. Όχι, κυριολεκτώ μη γελάτε“. Γελάει λίγο και αυτή, ψιλοχαρούμενη, και συνεχίζει: “Ήταν πάρα πολύ δύσκολο όλο αυτό. Μπορείς να το φανταστείς; Ξαφνικά, πας στο σούπερ μάρκετ και είσαι μία άλλη“.
ΕΜΕΙΣ, ΤΟ SURVIVOR ΚΑΙ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
“Αν ένα αξιακό πρότυπο χτίζεται γύρω από το νικητή ενός ριάλιτι, αυτό λέει κάτι για εμάς. Και όχι για την οικονομική κρίση. Αν το αντιλαμβανόμαστε όλο αυτό ως κανονικότητα, τότε αυτή είναι η κανονικότητα στην οποία ζούμε. Έχουμε βάλει όλοι το χεράκι μας ώστε να συμβεί αυτό“.
“Από τη Σκιάθο, είναι και ο Παπαδιαμάντης. Θεωρώ ότι ένας Παπαδιαμάντης είναι που λείπει. Σε όλες τις εποχές υπήρχε ένας άνθρωπος ο οποίος ήταν διαφορετικός, ο οποίος αν θέλετε είχε ένα χάρισμα και ήταν στην κορυφή. Σαφέστατα αυτόν τον άνθρωπο δεν τον αποδέχεται εύκολα η κοινωνία. Τις περισσότερες φορές αυτούς τους ανθρώπους τους παίρνουμε για τρελούς“.
Ως κοινωνία, μας ενδιαφέρουν τα υλικά αγαθά και ανάπτυξη της τεχνολογίας. Ο άνθρωπος στέκεται τυφλός και μουγκός απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Και ασχολείται μαζί τους μόνο όταν αυτοί φύγουν από τη ζωή. Τους στήνουν αγάλματα και προτομές
“Ο κόσμος που παρακολούθησε το Survivor δεν είναι ο ίδιος κόσμος με αυτόν που στήριξε και στηρίζει τα θέατρα“.
“Παλιά, λέγαμε μεταξύ μας στο θέατρο όταν δεν είχε κόσμο:’Α σήμερα έχει ματς’. Ε τώρα, το λέμε και με το Survivor“.
Δεν με νοιάζει ποιος έχει διαβάσει τον Ντοστογιέφσκι και ποιος δεν τον έχει διαβάσει. Το θέμα είναι πώς αφομοιώνεις αυτήν τη ‘γλώσσα’. Και η γλώσσα αυτή είναι για όλους και όχι μόνο σε εμάς που ασχολούμαστε με αυτό το χώρο
“Ο εγκέφαλος δεν είναι σουρωτήρι, ό,τι μπαίνει μένει. Τι κρασί πίνεις, ποιους ανθρώπους συναναστρέφεσαι, τι άρωμα φοράς όλα αυτά αποθηκεύονται στον εγκέφαλό μας. Γιατί να του το κάνουμε αυτό το κακό;“
(Κάνει τα χέρια βεντάλια και προσπαθεί να κερδίσει λίγο περισσότερο αέρα)
“Να σου δώσω ένα παράδειγμα; Ας δούμε λίγο την περίπτωση Μότσαρτ. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν μπορούμε να τον ακούσουμε όλοι. Το κουνούπι δεν ακούει Μότσαρτ γιατί δεν μπορεί. Δεν φτάνει. Δεν είναι εξασκημένο το αυτί του σε αυτή τη μουσική. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Δεν φτάνουμε όλοι στο να ακούσουμε το Μότσαρτ“.
(Ερώτηση: Με ποιο βιβλίο θα παρομοίαζε την κατάσταση που βιώνουμε τώρα στην Ελλάδα)
“Τώρα μου έρχεται κάτι που έχω διαβάσει πρόσφατα. Είναι ένα διήγημα του Γκόγκολ που λέγεται ‘Πορτραίτο’ και περιγράφει την ιστορία ενός ζωγράφου που έχει χάσει το χάρισμά του. Γιατί παρασύρθηκε από άλλα πράγματα“.
‘ΑΘΗΝΑ ΚΑΛΕΙ ΜΟΣΧΑ’: ΕΡΤ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΟΥΛΙΕΒΑ
“Είχα την ανάγκη να φέρω σε επαφή τους δύο πολιτισμούς (σ.σ.: ελληνικό και ρωσικό) γι αυτό και ήταν πολύ μεγάλη ευτυχία για μένα όταν έκανα το Αθήνα καλεί Μόσχα στην ΕΡΤ. Και εύχομαι να έχω και φέτος την τύχη να το κάνω“.
Εκεί σταματάει και μου λέει “πολύ δύσκολο το επάγγελμα του δημοσιογράφου, τώρα με την εκπομπή το κατάλαβα“. Άρχισε να μου εξηγεί πόσο της αρέσει να ψάχνει πρόσωπα με ενδιαφέρουσες ιστορίες για την εκπομπή της. Μου έφερε το παράδειγμα ενός κοσμοναύτη που φιλοξένησε πρόσφατα. Μιλά με ενθουσιασμό και μου δίνει συνεχώς λεπτομέρειες για τη θεματολογία της.
Άραγε, τη δική της ιστορία θα την παρουσίαζε στην εκπομπή; Στο άκουσμα της ερώτησης, μπλόκαρε.
“Δεν μπορώ να περιαυτολογήσω. Αν ήταν μία περίπτωση σαν εμένα αλλά δεν ήμουν εγώ ίσως την έκανα”. Πολλή δύσκολη ερώτηση“.
Παραμείναμε στο μπλοκ Ελλάδας-Ρωσίας. Αρχίσαμε να μιλάμε για τη θρησκεία που μας ενώνει ως λαούς, για την ψυχράδα που βιώσαμε λόγω “πολιτικών συμφερόντων“, για την αναθέρμανση των σχέσεων.
(Υπερβολή, υπερβολή: Ένα βασικό χαρακτηριστικό των Ρώσων)
“Το μέγεθος που έχει σε όλα τα πράγματα αυτή η χώρα την κάνει να είναι συνέχεια στο προσκήνιο. Ωστόσο αυτό το μέγεθος υπάρχει παντού. Ο Ρώσος σκέφτεται, αισθάνεται, πράττει, ζει έχοντας στο μυαλό του αυτό το μέγεθος. Όχι με την έννοια της υπερβολής αλλά με την πραγματική έννοια του όγκου“.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ (ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ, ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ)
Όταν δεν κάνει εκπομπή, όταν δεν έχει θέατρο ή πρόβες, όταν δεν έχει γύρισμα, είναι στο τμήμα δικαιωμάτων του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Και ασχολείται με τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις κοινωνίες όλου του κόσμου: “Το μεταναστευτικό, το προσφυγικό, το σωφρονιστικό“.
“Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να ζει εκτός κοινωνίας. Πρέπει να τον απασχολούν τα κοινωνικά ζητήματα. Οι πράξεις μας όποιες και αν είναι αυτές, είναι πολιτικές πράξεις. Είτε στηρίζουμε μία ιδέα είτε έναν άνθρωπο είτε ένα ρόλο“.
Ένα μουδιασμένο ‘πώς είναι να είσαι σε ένα κόμμα που δεν έχει ακούσει και λίγα από την ώρα της ανόδου του’ έπεσε στο τραπέζι. Μύρισε λίγο γκρέιπ φρουτ, και απαντήθηκε.
“Είμαι έξω από τις κριτικές. Δεν ξοδεύω χρόνο για τις κριτικές είτε αυτές είναι καλές είτε κακές. Αυτό μου το έχει μάθει η διαδρομή μου στο θέατρο και το έχω ως μπούσουλα“.
“Έχει σημασία το πώς διεκδικείς τα δικαιώματά σου και το να μπορείς να προσφέρεις κάτι ακόμη και αυτό το κάτι είναι ελάχιστο“.
Η ιστορία της πολιτικής της καριέρας: “Δεν είχα ποτέ βλέψεις να γίνω πολιτικός. Αυτό άλλωστε φαίνεται από την πορεία μου και από την τελευταία μου θέση στο ψηφοδέλτιο που θεωρείται και τιμητική“.
(Μία ατάκα που θα έλεγε ότι τη χαρακτηρίζει: “Σπεύδε βραδέως“)
Μας μίλησε ως ηθοποιός για την κατάσταση στη χώρα. Μας μίλησε και ως αναγνώστρια. Έπρεπε να μας μιλήσει και ως πολιτικός ή έστω, εφόσον δεν υιοθετεί τον συγκεκριμένο ρόλο, ως άνθρωπος που βρίσκεται στην πολιτική σκηνή αυτής της χώρας. Και το έκανε.
“Εγώ βλέπω ότι γίνονται πράγματα στο επιχειρείν. Στα πλαίσια της ΔΕΘ παρακολούθησα το Forum Ευρασιατικής και Κοινωνικής Ένωσης. Εκεί ανοίξαμε ένα διάλογο που αφορά στην επιχειρηματικότητα πάρα πολύ ενδιαφέρoντα. Όλοι αυτοί που βρέθηκαν εκεί θέλουν την ανάπτυξη“.
‘Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΖΗΣΕ’
Κάπου εδώ, έπεσε στο τραπέζι με έναν γδούπο εκνευριστικό και το θέμα της Χρυσής Αυγής.
“Υπάρχει μεγάλη έλλειψη επιπέδου, παιδείας κ.ο.κ. Αυτά τα μυαλά είναι πολύ εύκολο να χειραγωγηθούν. Όταν φτάνεις σε μία απελπισία απελευθερώνονται συναισθήματα που δεν εκφράζουν το ανθρώπινο γένος. Δυστυχώς, αυτή μας η πλευρά αρχίζει και καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια“.
“Έχουμε απώλεια συλλογικής μνήμης για να έχουμε σήμερα αυτά τα φαινόμενα. Πόσοι ξέρουν τι έγινε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Πόσοι γνωρίζουν για το ναζιστικό κίνημα και τι έκανε αυτό;“
_
Τη ρώτησα πόσες φορές δέχθηκε εκείνη ρατσισμό τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Μου απάντησε “καμία“. Την κοίταξα απορημένη. Μου το ξανάπε “Καμία. Ίσα ίσα. Ο Έλληνας από τη φύση του δεν είναι καθόλου ρατσιστής. Ο Έλληνας έχει βιώσει έντονα το να είναι ο ίδιος μετανάστης. Τώρα ότι μπορεί μέσα στην απελπισία του να συμπεριφερθεί ρατσιστικά, αυτό είναι ένα άλλο θέμα.”
Ένιωσα τόσο άσχημα που θεώρησα δεδομένο ότι θα έχει τουλάχιστον ένα περιστατικό ρατσισμού να διηγηθεί. Έπειτα θύμωσα που από τη μεριά μου έχω αποδεχθεί ότι εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που θα έχουν μερικές ιστορίες βίας λεκτικής ή μη να μοιραστούν. Εν τέλει, βλέποντας το στερεότυπο του αιώνα μας να γίνεται κομμάτια στα πόδια μου, χαμογέλασα. Και την ευχαρίστησα. Και για αυτήν τη συζήτηση και (κυρίως) για την κατάληξή της.
(Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το Philos Athens)