Ο Σταύρος Τσιώλης ήθελε απλά μια θέση στο δημόσιο
Μια συζήτηση για την τριλογία των γυναικών, τον Βακαλόπουλο και τον ΠΑΟΚ.
- 13 ΔΕΚ 2018
Ο Σταύρος Τσιώλης έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουλίου του 2019. Αυτή είναι η πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο Oneman και τον Κωνσταντίνο Αμπατζή τον περασμένο Δεκέμβρη, με αφορμή την ταινία ‘Γυναίκες που περάσατε από δω’.
***
“Κωνσταντίνε μου, ακόμα και σήμερα ερωτευμένος είμαι, με μια νεαρή κοπέλα που δουλεύει απέναντι από το σπίτι μου. Παρκάρει κάτω από ένα πεύκο και διώχνω όποιον πάει να αφήσει εκεί το αμάξι του, λέγοντάς του ότι θα γεμίσει κουτσουλιές. Θα μου πεις, το δικό της δεν λερώνεται; Μα πάω και της το καθαρίζω. Σε αυτή την ηλικία, δεν έχω κάτι άλλο να προσφέρω, αλλά μου φτάνει αυτή η σχέση φροντίδας”.
Μπορεί μην έχει κατανοήσει ακόμη τις γυναίκες, όμως ο Σταύρος Τσιώλης δεν έκρυψε ποτέ την αδυναμία του για εκείνες. Από μικρός, όταν και κατασκόπευε τις φίλες της μητέρας του, μέχρι και σήμερα, που ‘κατασκοπεύει’ μια άγνωστη κοπέλα. Μπορεί να μην κατάφερε να διοριστεί στο δημόσιο και να φτιάξει μια καλή οικογένεια, όπως όριζε το αστικό του περιβάλλον, όμως κατάφερε τόσα πολλά και ακόμη περισσότερα και αυτό καθρεφτίζεται στο γεμάτο και καθαρό του βλέμμα.
Ονειρευόμουν καιρό αυτή την συνάντηση μαζί του. Αν και στα 82 πια, η σχέση του σκηνοθέτη και σεναριογράφου με το Facebook είναι κάτι παραπάνω από ενεργή κι έτσι συχνά-πυκνά τον ενοχλούσα με μηνύματα, ζητώντας του μια συνάντηση. Απαντούσε κάθε φορά, ευγενέστατα, και με παρακαλούσε να πιούμε έναν καφέ όταν η νέα του ταινία, ‘Γυναίκες Που Περάσατε Από Δω’, θα είναι πια έτοιμη να βγει στους κινηματογράφους.
Η στιγμή αυτή επιτέλους ήρθε, η τριλογία με κεντρικό θέμα τις γυναίκες έφτασε η ώρα να ολοκληρωθεί και εγώ βρέθηκα να έχω απέναντί μου έναν γλυκύτατο άνθρωπο, έτοιμο να μοιραστεί μαζί μου εμπειρίες και παραστάσεις μιας ολόκληρης ζωής. Αποκαλώντας με πότε ‘μανάρι’ και πότε με το μικρό μου όνομα, φροντίζοντας ότι έχω μπροστα μου κάτι ζεστό να πιω, ο κύριος Σταύρος Τσιώλης μού μίλησε για τις γυναίκες, τον ελληνικό κινηματογράφο και τις ταινίες του, τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον ΠΑΟΚ. Ήδη, ανυπομονώ για τον επόμενο καφέ μας.
Γυναίκες που περάσατε από δω
Οι ομορφότερες στιγμές στην ζωή του κυρίου Τσιώλη, είναι οι φορές που αγάπησε και οι περίοδοι που γύριζε μια ταινία. Στην τριλογία των γυναικών, κατάφερε να συνδυάσει αυτές τις δύο αγάπες και τώρα έφτασε η στιγμή ο κύκλος που άνοιξε το 1992 με το ‘Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε’, να ρίξει την αυλαία του, χωρίς βέβαια κάποια ουσιαστική ολοκλήρωση.
“Ολοκληρώνεται ποτέ το θέμα με τις γυναίκες, είσαι καλά, 82 χρονών έφτασα κι ακόμα με απασχολούν. Αυτή η τριλογία όμως μπορώ να ότι ολοκληρώθηκε. Και στα 104 ταινίες για τις γυναίκες θα γυρίζω;”.
“Στις δυο προηγούμενες ταινίες, οι γυναίκες έλειπαν, εδώ επιτέλους έχουμε την παρουσία τους, τις δικές τους ιστορίες, είναι πια σε πρώτο πλάνο κι οι δύο άνδρες είναι ωτακουστές, δεν έχουν κάποιον ουσιαστικό ρόλο μέσα στο έργο. Επειδή βέβαια και ο κύριος Τζούμας και ο κύριος Λίτσης είναι πάρα πολύ καλοί, έχουν δώσει μια προσωπικότητα στους χαρακτήρες τους”.
“Οι δύο ήρωες ακούνε τις ιστορίες με μια κατανόηση, δεν μετέχουν, δεν δίνουν λύσεις, αλλά τους μένει μια συγκίνηση. Ο άνδρας που ενσαρκώνει ο Λίτσης, ένα λαϊκό, αγράμματο παιδί, στο τέλος εξελίσσεται σε ποιητή, τους γράφει κι ένα τετράστιχο, λίγο κλεμμένο από τον Ρασούλη βέβαια. Όλο φοβάται και απειλεί ότι θα φύγει, αλλά τελικά λέει ότι θα έρθει κι αύριο, γιατί ζεστάθηκε από την παρουσία και τις ιστορίες των γυναικών, σαν να ανακάλυψε κάτι που δεν το ήξερε”.
“Είμαστε πολλοί άντρες που δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, να πλησιάσουμε βαθύτερα τις γυναίκες. Είναι 4 γυναίκες στην ταινία, άντε και μία που περνάει, 5. Θα σου πω κάτι. Εγώ θα ήθελα να είναι 18 αυτές οι γυναίκες, αλλά ένα έργο δεν μπορεί να πάει 6 ώρες, ούτε αυτές οι ιστορίες, όσο απλοϊκές κι αν είναι, να κρατάνε από ένα τέταρτο. Πιστεύω όμως ότι βρήκα 4 αντιπροσωπευτικές γυναίκες”.
Πλησίασα τις γυναίκες από μικρό παιδί με διάφορους τρόπους. Πρώτα με την αγάπη της μάνας μου, η οποία με γέννησε 16 χρονών, άρα ήταν μικρή κοπέλα. Μεγαλώνοντας, άρχισα να γνωρίζω τις φίλες της και να τις ερωτεύομαι με τη σειρά μία-μία
“Όλες τις γυναίκες τις γνώρισα μέσα από τις διηγήσεις τους για τους άντρες. Ακόμα και στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, δεν άκουσα να συζητάνε ποτέ για πολιτικά. Κοιτάζανε μέσα στο πηγάδι και βλέπανε ποιον θα παντρευτούνε, ερχόταν η μαμά και τις σκέπαζε με μια κουβερτούλα. Εκεί κατάλαβα ότι οι γυναίκες είναι αλλοπαρμένα πλάσματα, αλλά σε τι βάθος και τι δημιουργία. Την ώρα που οι άντρες σκοτωνόντουσαν, οι γυναίκες ονειρευόντουσαν τη συνέχεια της ζωής. Γι΄αυτό και θεωρώ ότι η γυναίκα είναι το ανώτερο ον της δημιουργίας και όχι εμείς”.
“Για να γίνει αυτή η ταινία, ανταποκρίθηκε ο κύριος Κωνσταντακόπουλος και η Faliro House Productions, ούτε που ρώτησε πόσο θα στοιχίσει, μου είπε απλά ξεκίνα. Από την άλλη μεριά, η συμμετοχή των παιδιών στο Indiegogo, ήταν συγκινητική. Εκατοντάδες παιδιά, τα οποία έβαζαν από 5 και 10 ευρώ. Με αυτά τα λεφτά, ένα αγόρι θα μπορούσε να πιει δυο καφέδες με το κορίτσι του και να της πάρει κι ένα χωνάκι παγωτό. Αν’ αυτού, προτίμησε να τα βάλει στην ταινία, αυτό για μένα αποτελεί ύψιστη τιμή”.
“Είναι ένα δείγμα ότι οι Έλληνες κινηματογραφιστές δεν είμαστε τελείως μόνοι μας, γιατί όλα τα παιδιά είναι πικραμένα. Βγαίνουν οι ταινίες και κάνουν χίλια εισιτήρια, με τι ψυχή μετά να κάνουν την επόμενη; Έχω φίλους 28-30 χρονών, μεγάλα ταλέντα και φαίνεται ότι τελικά υπάρχει ένα κοινό και για εκείνα, υπάρχει ελπίδα. Πιστεύω θα έρθει μια μέρα που ο ελληνικός κινηματογράφος θα αποτελεί παγκόσμια δύναμη, όπως ήταν κάποτε ο πολωνικός. Μπορεί να μην ζω εγώ για να το χαρώ, αλλά θα χαίρομαι μέσα μου”.
Ας περιμένουν οι γυναίκες
Γυρίζοντας προς τα πίσω, φτάνουμε στην δεύτερη ταινία της τριλογίας, μια ταινία για την οποία οι συστάσεις περισσεύουν. Μπορεί όταν βγήκε, το 1998, να μην έκοψε πολλά εισιτήρια, όμως με το πέρασμα του χρόνου αναγνωρίστηκε κι έφτασε να αποτελεί σήμερα ποπ φαινόμενο, με τις ατάκες του σεναρίου να είναι πια θρυλικές.
“Οι Μακεδόνες έχουν βγάλει λέει CD με όλους τους διαλόγους της ταινίας και το ακούνε ταξιδεύοντας, γι’ αυτό το ξέρουν όλο απ’ έξω”.
“Ακόμη κι όταν ήμουν στη Finos Films και έγραφα τα σενάρια, δούλευα έξι μήνες ασταμάτητα, μέρα-νύχτα, μέχρι και στον ύπνο μου πεταγόμουν κι έγραφα ατάκες. Το σενάριο αυτής της ταινίας ολοκληρώθηκε μέσα σε 20 μέρες”.
“Είχα ζήσει όλη την πορεία του ΠΑΣΟΚ, το κωμικό κομμάτι, είχα πολλά πράγματα στοιβαγμένα μέσα μου, τα οποία μου βγήκαν με τρομερή ευκολία. Βρήκα και τρεις ανθρώπους, τον Ζουγανέλη, τον Μπουλά και τον Μπακιρτζή, οι οποίοι ταιριάξανε και κάτι ευτύχησε. Ό,τι μας έτυχε, είχε φως”.
“Το σενάριο είχε γραφτεί σε ένα ταξίδι μαζί με τον Χρήστο τον Βακαλόπουλο, πηγαίνοντας στην Καβάλα, στον Μπακιρτζή. Ενώ περιμέναμε η θάλασσα να είναι δεξιά μας, την είδαμε αριστερά. Κατέβηκα, ήταν ένας γυφτάκος που πουλούσε μπανάνες και του λέω ‘μανάρι μου, πιάσε μου δυο μπανάνες, κάναμε λάθος και αντί να πάμε Καβάλα γυρνάμε Αθήνα’. Ποια θάλασσα μου λέει χριστιανέ μου, αυτή είναι η Βόλβη. Από τη χαρά μου πήρα άλλες έξι μπανάνες”.
Στη διαδρομή, ρώτησα τον Χρήστο αν έχει ακούσει για κάποιο ιστορικό συνέδριο της Βόλβης και πάνω σε αυτό στρώσαμε την ιστορία
“Όλες τις ατάκες τις αγαπάω γιατί βγήκαν αυθόρμητα. Μου έδωσε η ζωή κι αυτές τις δύο κυρίες, την μία την είχα και στο ‘Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε’, την κυρία Παπαχρήστου, σοπράνο της λυρικής, δεν ήταν αστείο πρόσωπο. Η άλλη ήταν η ξενοδόχος, ερασιτέχνης, γι’ αυτό και δεν μιλάει καθόλου, αλλά η παρουσία της έχει μια δύναμη”.
“Είχα και την μικρή, την Αγγελική Ηλιάδη. Είχαμε πάει μια εβδομάδα πριν και μέναμε σε ξενοδοχείο στη Βόλβη για να προετοιμαστούμε. Μου λέει μια μέρα ο Γιάννης ο Ζουγανέλης να κατέβω στη Θεσσαλονίκη και μου παρουσιάζει το κορίτσι, μια κούκλα, μου κόπηκαν τα πόδια. Έσκυψε το κεφαλάκι της, ήταν πολύ ντροπαλή, είχε μια φοβερή σεμνότητα. Μου λέει ο Γιάννης, ‘τι θα κάνουμε με το κορίτσι;’. Προσθέσαμε την σκηνή με το οτοστόπ και τη βάλαμε να πει κι ένα τραγούδι. Σε ένα τέταρτο μέσα το είχα γράψει το κομμάτι”.
Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε
Το 1992, ο Σταύρος Τσιώλης έγραψε και γύρισε την πρώτη του ταινία με κεντρικό άξονα τις γυναίκες, μαζί με τον σπουδαίο Χρήστο Βακαλόπουλο, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Ιανουάριο του 1993.
“Ο Χρήστος ήταν σπάνιος άνθρωπος. Έφτασα στην ευτυχία να κάνουμε και ταινία μαζί, προλάβαμε, γιατί αμέσως μετά πέθανε. Ένιωσε όμως τη χαρά ότι είχε μια αποδοχή η ταινία, σε μερικές προβολές χειροκροτούσε ο κόσμος μόλις τελείωνε και του τα έλεγε μετά ο πατέρας του”.
“Το γυρίσαμε πενήντα-πενήντα το ‘Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε’, αυτή η θρησκευτικότητα που υπάρχει είναι του Χρήστου. Ήδη από το σενάριο ήταν μέσα ο Χρήστος, αφού είχαμε μέσα δυο αγιογράφους. Το ότι ήταν απατεώνες ήταν μοιραίο αφού ήμουν κι εγώ. Έφερε τον δικό του κόσμο ο Χρήστος και ταίριαξε με τον δικό μου”.
“Η σκηνή του θανάτου του Χρήστου ήταν συγκλονιστική. Πέντε κορίτσια, από τις φίλες και τις αγαπημένες του, αλείβανε με μύρο τα πόδια του και του έκαναν μασάζ. Είχαμε ετοιμάσει το σενάριο για το ‘Χαμένο θησαυρό του Χουρσίτ Πασά’ και ψάχναμε να βρούμε με ποιο τραγούδι διασχίζουν οι δραπέτες τον Ισθμό της Κορίνθου. Εκείνο το πρωί, σε κάποιο πρόγραμμα της ΕΡΤ, άκουσα το ‘θάλασσα μη θυμώνεις, μην κάνεις κύματα’. Πάω στο Χρήστο, κάθομαι δίπλα του κι αρχίζω και του τραγουδάω. Μέχρι που πέθανε το μεσημέρι, το τραγουδάγαμε. Ο Χρήστος έλεγε ότι ο ισθμός είναι ένα μαγικό μέρος που σε μεταφέρει από τον έναν κόσμο στον άλλο”.
Ο ΠΑΟΚ και η τελευταία του ταινία
Μια κουβέντα με τον Σταύρο Τσιώλη, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν περιελάμβανε και τον αγαπημένο του ΠΑΟΚ, ειδικά σε μια τέτοια συγκυρία, με τον δικέφαλο να είναι για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια φαβορί για το πρωτάθλημα.
“Είναι αγαπημένος ο ΠΑΟΚ, εκπροσωπεί μια ξεριζωμένη πατρίδα, μεγάλο πόνο, είναι πολύ συγκινητικό από μόνο του αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι φέρανε μια αναγέννηση της Ελλάδας, αυτός ο κόσμος που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη έφερε καινούριο αίμα. Η γιαγιά μου, ένας αγράμματος άνθρωπος, μου έλεγε ότι αυτοί οι άνθρωποι μας έμαθαν να κεντάμε, να μαζευόμαστε στα σπίτια και να τρώμε όλοι μαζί. Μετά από αυτά, ή τον ΠΑΟΚ θα αγαπούσα ή την ΑΕΚ. Και τον Απόλλωνα αγαπώ βέβαια και τον Πανιώνιο”.
“Παρακολουθώ και το χαίρομαι. Τις προάλλες βέβαια έβλεπα το ματς με την Τσέλσι και στεναχωρήθηκα, δεν το δέχομαι να τρώμε τέσσερα γκολ. Ο ΠΑΟΚ είναι μεγάλη ομάδα και πρέπει να τα δίνει όλα, θα πάμε στην Μπαρτσελόνα και θα φάμε έξι δηλαδή;”
“Πιστεύω ότι μπορεί να το πάρει φέτος, επειδή ο αγαπημένος μου Ολυμπιακός δεν μπορεί να κάνει και πολλά κόλπα, η ΑΕΚ έμεινε πίσω, ο Ατρόμητος δεν έχει τα λεφτά και τη δύναμη ακόμα να διεκδικήσει πρωτάθλημα. Μακάρι να τα καταφέρει, σαν τη Λίβερπουλ, μια περιφερειακή συνοικία να γίνει μια μεγάλη ομάδα. Όλη η Θεσσαλονίκη βογγάει, έχει έναν πόνο, θέλει ένα πρωτάθλημα, θα ήταν δώρο να το πάρει και του χρόνου ας βγει και τέταρτος”.
Είχε κάτι επικό όλο αυτό το σκηνικό με την εισβολή του Σαββίδη, δεν το είχα σκεφτεί να το κάνω ταινία γαμώτο
“Ο κύριος Σαββίδης έχει πάρα πολλά λεφτά, ας κάνει μεταγραφές, να φέρει παιχταράδες που βάζουν γκολ και δεν συντρίβονται όταν τρώμε δυο. Κάθε χρόνο, η Μπαρτσελόνα απελευθερώνει 2-3 παίκτες. Πάρ’ τους, τόσα δισεκατομμύρια έχεις”.
Κάπου εκεί, ανανεώσαμε το ραντεβού μας για τον Μάρτιο, για να τα πούμε για την νέα του ταινία, ‘Το χιόνι’, το σενάριο της οποίας είναι ήδη έτοιμο. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι θα είναι η τελευταία του, εμείς όμως αμφιβάλλουμε.
Η ταινία ‘Γυναίκες Που Περάσατε Από Δω’, κυκλοφορεί την Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου από την Tulip Entertainment.