ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Τάσος Μπουλμέτης έλειψε 12 χρόνια γιατί φοβήθηκε

Ο σκηνοθέτης της “Πολίτικης Κουζίνας” επέστρεψε μετά από 12 ολόκληρα χρόνια με τον “Νοτιά” και μίλησε στο Oneman για την απουσία του, τη νέα του ταινία και το weird wave.

Το ημερολόγιο έγραφε 24 Οκτωβρίου του 2003, όταν η “Πολίτικη Κουζίνα” κυκλοφορούσε στις σκοτεινές αίθουσες. Μια ταινία η οποία έμελλε να σπάσει απανωτά ρεκόρ εισπράξεων, να κόψει εντυπωσιακό αριθμό εισιτηρίων και να κάνει το όνομα του σκηνοθέτη, Τάσου Μπουλμέτη, γνωστό στο πανελλήνιο.

Η πρωτοφανής επιτυχία την οποία γνώρισε η “Πολίτικη Κουζίνα” δεν έπιασε απροετοίμαστους μόνο τους κριτικούς κινηματογράφου, τα στούντιο και το κοινό, αλλά ακόμα και τον ίδιο τον Τάσο Μπουλμέτη, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν περίμενε τέτοια ανταπόκριση.

Του πήρε αρκετά χρόνια να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και να βάλει πλώρη για τον επόμενο στόχο του, αφήνοντας πίσω μια ταινία που η αλήθεια είναι ότι είχε ανεβάσει τον πήχη πάρα πολύ ψηλά.

12 χρόνια μετά, ο Τάσος Μπουλμέτης επιστρέφει με τον “Νοτιά”, ο οποίος παίζεται ήδη στους κινηματογράφους, δίνοντας επιτέλους ένα τέλος στην απουσία του από τα κινηματογραφικά δρώμενα.

Ιδανική αφορμή για μια συζήτηση σχετικά με τους λόγους που έφεραν αυτή την απουσία, το νέο του εγχείρημα και τον ελληνικό κινηματογράφο γενικότερα.

Ο Νοτιάς και τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία

 

Η ταινία με την οποία ο Τάσος Μπουλμέτης αποφάσισε να προσπεράσει επιτέλους την μεγαλύτερη επιτυχία του, διατηρεί κάποιου είδους σύνδεση με την “Πολίτικη Κουζίνα”;

Όπως θα θυμάσαι, η “Πολίτικη Κουζίνα” εξελισσόταν με φόντο τους διωγμούς των Ελλήνων της Πόλης από τις τουρκικές αρχές το 1964. Ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο και βιωματικό για τον Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή Τάσο Μπουλμέτη. Ο “Νοτιάς” από την άλλη, μας γυρίζει πίσω στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Υπάρχει κάποια νοηματική σύνδεση ανάμεσα στις δυο ταινίες;

Ο ‘Νοτιάς’ είναι μια ιστορία που ξεκίνησε να γράφεται πριν από περίπου 5 χρόνια και χωρίς να αποτελεί τη συνέχεια της ‘Πολίτικης Κουζίνας’ θεματικά, ως πλοκή δηλαδή, για μένα είναι όντως η συνέχεια, γιατί καλύπτει μια περίοδο την οποία δεν κάλυψα με την ‘Πολίτικη Κουζίνα’. Πρόκειται για την περίοδο της δικής μου εφηβείας αλλά και μιας ιστορικής περιόδου της Ελλάδας”. Η μεταπολίτευση αποτελεί τον κεντρικό άξονα της ιστορίας, ή όπως και στην “Πολίτικη Κουζίνα” λειτουργεί σαν το φόντο για την παρουσίαση μιας πιο προσωπικής ιστορίας;

Παρακολουθούμε σε ένα πρώτο επίπεδο την ενηλικίωση ενός νέου εφήβου τη δεκαετία του 70, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Η ταινία ξεκινάει βέβαια στα τέλη της δεκαετίας του 60 και μετά πηδάει στη μεταπολίτευση μέχρι που βγαίνει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το πρώτο επίπεδο λοιπόν είναι η ιστορία αυτού του παιδιού και σε ένα δεύτερο επίπεδο παρακολουθούμε παράλληλα την ιστορία της πρόσφατης Ελλάδας γιατί ακολουθώντας την ιστορία του παιδιού τον βλέπουμε να ενσωματώνεται σε γεγονότα της εποχής. Υπάρχει όμως κι ένας τρίτος άξονας, ο θεματικός άξονας, που έχει να κάνει με το πώς αυτή η κοινωνία, η οποία έχει βγει από έναν παγκόσμιο πόλεμο, έναν εμφύλιο και μια χούντα, προσπαθεί να διαχειριστεί τα θέματα της απώλειας. Όλοι οι ήρωες ενώνονται μέσω του Νοτιά, που είναι μια αλληγορία, ένα σύμβολο της απώλειας που συνδέει συναισθήματα, καταστάσεις, απειλές, φοβίες κι επιθυμίες”.

Μπορεί οι δυο ταινίες να μην συνδέονται άμεσα νοηματικά, η προσπάθεια του Τάσου Μπουλμέτη όμως να μεταφέρει το κλίμα μιας πολύ χαρακτηριστικής και κομβικής για την Ελλάδα περιόδου και στα δυο έργα, δεν μπορεί να αγνοηθεί.

 

Προσπαθώ σε κάθε μου ταινία να περνάω το στίγμα μιας εποχής. Στο ‘Νοτιά’ αυτό προσπαθώ να το περάσω και μέσα από κλιπάκια νέων της εποχής, τα ελληνικά επίκαιρα όπως τα λέγαμε, τα οποία προέρχονται από το αρχείο της ΕΡΤ της δεκαετίας του 1960 και από τα προσωπικό αρχείο του Νίκου Καβουκίδη, κλιπάκια τα οποία τράβηξε ο ίδιος και μας τα παραχώρησε με πολύ μεγάλη γενναιοδωρία”. Μέσα στον “Νοτιά” συναντάμε και αυτοβιογραφικά στοιχεία του Τάσου Μπουλμέτη;

Είναι τα χρόνια της δικής μου εφηβείας και ταυτόχρονα είναι χρόνια πολύ ταραχώδη. Γεννήθηκε μια πανδαισία, μια ορμή και ταραχή κι ένας αναβρασμός δημιουργικότητας και βρέθηκα με την καλή έννοια μπλεγμένος σε μια ομάδα καλλιτεχνιζώντων φοιτητών στη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. όπου μέσω της τέχνης κάναμε την πολιτική. Υπάρχουν επομένως βιογραφικά στοιχεία, τα οποία όμως είναι αφηγηματικά αλλοιωμένα, γιατί πέφτει πολύς αυτοσαρκασμός στην ταινία, υπάρχει χιούμορ και πολλές συγκινητικές στιγμές”.

Το να δημιουργήσει κάποιος μια ταινία στην Ελλάδα του 2016, την Ελλάδα της κρίσης, είναι τόσο δύσκολο όσο περιγράφουν κάποιοι; “Απ’ τη μια είναι δύσκολο γιατί θέλει πάντα αγώνα για να βρεις τα χρήματα και να την τελειώσεις. Απ’ την άλλη πάντα πίστευα, πριν καν γίνει επιτυχία η ‘Πολίτικη Κουζίνα’, ότι στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να κάνεις σινεμά απ’ ότι σε κάποιες άλλες χώρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε θετικά είτε αρνητικά, υπάρχει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου που με όλες τις δυστοκίες που αν θέλεις είχε, πάντοτε στήριζε, στο μέτρο του δυνατού, τους Έλληνες κινηματογραφιστές. Υπ’ αυτήν την έννοια λοιπόν, εγώ εκτιμώ ότι γίνονται αρκετές ταινίες για περίοδο κρίσης, γύρω στις 20 με 22 το χρόνο. Υπάρχουν βεβαίως και ιδιωτικοί φορείς που βοηθούν τον κινηματογράφο, υπήρχαν κι ακόμα υπάρχουν εταιρείες διανομής που επενδύουν, ο ΟΤΕ TV που είναι πολύ γενναιόδωρος και στηρίζει τις ελληνικές ταινίες και ανεξάρτητοι παραγωγοί που επίσης βοηθούν. Θέλω να πω δηλαδή πως αν υπάρξει ένα καλό σενάριο, δεν είναι δύσκολο να βρει το δρόμο του μέχρι την παραγωγή, ώστε να γίνει η ταινία και να πάει στις αίθουσες”, περιγράφει ο σκηνοθέτης, προσφέροντας μια πιο αισιόδοξη ματιά απέναντι στο μαύρο σκηνικό της μόνιμης γκρίνιας του “πώς να κάνεις κάτι μέσα σε αυτήν την κατάσταση;”

Ο ίδιος δηλαδή δεν αντιμετώπισε καμία δυσκολία κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του “Νοτιά”; “Παρ’ όλο που δεν βρήκα όλα τα χρήματα που χρειαζόμουν, είχα βρει αρκετά ώστε να μπορέσω να τελειώσω τα γυρίσματα και να έχω τουλάχιστον εξασφαλίσει την ταινία στα ράφια”, παραδέχεται. Η επιλογή να κινηθεί με αρκετούς ηθοποιούς της λεγόμενης νέας γενιάς, είχε να κάνει με ποιοτικά ή με οικονομικά κριτήρια;

Η νέα γενιά ηθοποιών είναι καταπληκτική. Αυτό το κάνω αρχικά για το συμφέρον της ίδιας της ταινίας. Ποτέ δεν έχω προτεραιότητα να βρω γνωστούς ηθοποιούς, προτεραιότητά μου είναι να είναι καλοί οι ηθοποιοί και να ταιριάζουν στο ρόλο. Έχω μια συνεργάτιδα τη Σωτηρία τη Μαρίνου η οποία κάνει το κάστινγκ, το έκανε και στην ‘Πολίτικη Κουζίνα’, και μαζί προσπαθούμε να βρούμε την παλέτα και τη χημεία των ηθοποιών που θα πλαισιώσουν τους ρόλους. Υπάρχουν και καλοί ηθοποιοί που δεν είναι γνωστοί, όπως φυσικά και γνωστοί ηθοποιοί που είναι εξαιρετικοί, δεν τους απορρίπτω επειδή είναι γνωστοί, Παναγία μου. Στο ‘Νοτιά’ έχω πράγματι πολλούς νέους ηθοποιούς. Ο πρωταγωνιστής είναι ο Γιάννης ο Νιάρρος, ένας απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, ένα παλικάρι 23 ετών πάρα πολύ ταλαντούχο, με τον οποίο είχα εξαίρετη συνεργασία, είχε μια στάση και μια συμπεριφορά έμπειρου επαγγελματία. Έχω επίσης δυο νέα κορίτσια, τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου και τη Μελισσάνθη Μάχουτ, τον Όμηρο τον Πουλάκη, ο οποίος είναι βέβαια γνωστός και μη εξαιρετέος και τον Γιώργο τον Βουρδαμή, επίσης πολύ ταλαντούχο. Έχω ακόμη πολλούς νέους ηθοποιούς από σχολές φοιτητικές ή ερασιτεχνικές αλλά και μια πιο ανεβασμένη γενιά ηθοποιών ηλικιακά και πολύ καταξιωμένων, τον Ταξιάρχη τον Χάνο, την Μαρία Καλλιμάνη, τον Θέμη τον Πάνου, τον Δημήτρη Ήμελλο, τον Αργύρη Ξάφη, τον Ερίκκο Λίτση -να ‘ναι καλά ο άνθρωπος- και βεβαίως-βεβαίως έχω και τη Ζωζώ Σαπουντζάκη”. Αλήθεια, πώς ήταν η εμπειρία της συνεργασίας με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη;

 

 

“Δεν μου αρέσει η έκφραση weird wave”

Ακόμη μια αφορμή για αισιοδοξία σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο, είναι η διεθνής επιτυχία που γνωρίζουν οι ταινίες που πλέον εντάσσονται συλλήβδην στο είδος του “weird wave”. Ποια είναι η γνώμη του Τάσου Μπουλμέτη για το φαινόμενο αυτό;

Εμένα δεν μου αρέσει η έκφραση “weird wave”. Δεν θα ήθελα δηλαδή να πουν κάποτε ότι οι ταινίες μου εντάσσονται στο weird wave, ότι είναι αλλόκοτες ας πούμε. Θεωρώ ότι υπάρχει ένας πολιτιστικός κοσμοπολιτισμός από πλευράς των ξένων, οι οποίοι βλέπουν μια κοινωνία σε κρίση και κάποιοι δικαιολογημένα, κάποιοι για το θεαθήναι, κοιτάζουν με προσοχή να δουν τι θα παράξει μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση. Βλέπουν λοιπόν τον ελληνικό κινηματογράφο με έναν τρόπο όπως όταν βλέπουμε τους πρωτόγονους κι υπάρχει κι αυτή η αίσθηση πως όταν μια χώρα είναι σε κρίση, οι κινηματογραφίες της ανθούν. Αυτό είναι ένα αληθινό κομμάτι, πραγματικό, είναι υγιές. Κάπως έτσι ας πούμε εστίασαν στον ιρανικό κινηματογράφο, τον τούρκικο και σε κάποιες βαλκανικές χώρες, οι οποίες είχαν βέβαια πολύ μεγαλύτερη παράδοση από μας και στην εκπαίδευση και στην παραγωγή ταινιών. Επομένως, είμαι πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό που ονομάζεται weird wave επειδή δεν αποτελεί ένα ομοιογενές κίνημα όπως ήταν παλιά το δόγμα ή το γαλλικό νέο κύμα. Απλά υπάρχει η έννοια του αλλόκοτου, το οποίο είναι ουσιαστικά το μη αναγνώσιμο συμβατικά, περιέχει όμως μέσα πολύ μεγάλη ανομοιομορφία”.

 

Μπορεί κατά τη γνώμη του Τάσου Μπουλμέτη το κίνημα που προσδιορίζεται ως weird wave να μην πρόκειται ουσιαστικά για ένα ομοιογενές κινηματογραφικό είδος, ο κύριος εκφραστής του όμως, έχει χωρίς αμφιβολία κατορθώσει να δημιουργήσει ένα προσωπικό στυλ σινεμά. Τι πιστεύει ο σκηνοθέτης για τον συνάδελφό του, Γιώργο Λάνθιμο, ο οποίος αναγνωρίζεται διεθνώς;

 

“Τον πατριάρχη του weird wave, ο οποίος θεωρείται πως είναι ο Γιώργος Λάνθιμος, εγώ τον εξαιρώ από αυτό το πράγμα. Ο Λάνθιμος έκανε ταινίες και ξεκίνησε να δείχνει το ταλέντο του τις εποχές που δεν είχε φανεί ακόμα πάρα πολύ η κρίση. Αυτό που έκανε λοιπόν, δεν το έκανε επειδή υπήρξε η κρίση, ενδεχομένως να την είχε διαισθανθεί ή να την είχε προβλέψει αλλά δεν είπε ότι “τώρα μιλάω για την κρίση”. Εγώ ξέρω το Γιώργο από τη δουλειά στη διαφήμιση, ο Γιώργος έχει κάνει μια ταινία συν-σκηνοθεσία με το Λάκη το Λαζόπουλο, το “Ο Καλύτερος μου Φίλος” όπου εκεί βλέπεις μια συμβατική ταινία αλλά πολύ καλά σκηνοθετημένη. Ο Λάνθιμος ξέρει τη σύμβαση και μπορεί και την ανατρέπει”.

Πρόκειται δηλαδή για κακούς σκηνοθέτες που εκμεταλλεύονται απλά μια τάση; “Όχι, αυτό που οφείλω να πω είναι ότι πολλά από τα παιδιά αυτά είναι ταλαντούχοι σκηνοθέτες, μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, πολύ ενημερωμένοι, αλλά η πρόθεση να κάνεις ταινία για να πας στα φεστιβάλ και να ξεφύγεις από τα σύνορα της χώρας σου, δεν είναι πετυχημένη. Πρόκειται για ένα είδος πολιτιστικής μετανάστευσης. Αν θέλεις να ξεφύγεις από τα σύνορα της χώρας σου πρέπει να μιλήσεις για τα προβλήματα τα οποία αυτή έχει και τα οποία αφορούν την κοινωνία”. Ο ίδιος, έχει επιλέξει να παρουσιάσει μέσω των ταινιών του τις συνθήκες που διαμόρφωσαν κάποιες ιστορικές συγκυρίες στην ιστορία της Ελλάδας. Η κρίση που ζούμε τα τελευταία χρόνια, θα αποτελέσει κάποια στιγμή τη θεματική μιας ταινίας του Τάσου Μπουλμέτη;

Συνειδητά, δεν έχω σκεφτεί να κάνω μια ταινία για την κρίση. Ο ‘Νοτιάς’ είναι βέβαια κατά μια έννοια μια ταινία για την κρίση. Δυο άνθρωποι που την είδαν πριν κυκλοφορήσει μου είπαν ότι θα μπορούσε να έχει tagline “έτσι ξεκίνησαν όλα”. Λέμε ότι με την κρίση κλείνει αυτή η περίοδος της μεταπολίτευσης κι αυτό το εισπράττουν οι 20ρηδες, θεωρούν την ταινία πάρα πολύ επίκαιρη, τους είναι πολύ οικεία και καταλαβαίνεις ότι αυτό που βλέπεις στην ταινία, συνδέεται με το τώρα”. Αυτό είναι κάτι που γίνεται συνειδητά ή προέκυψε; “Είναι 100% συνειδητό, απλά είναι πολύ διακριτικά ειπωμένο, κι αυτό συνειδητά, είναι όπως θα έλεγε κι ένας παλιός κριτικός ‘παιγμένο με σουρντίνα’.

“Η επιτυχία της “Πολίτικης Κουζίνας’ με τρόμαξε”

 

Τι οδηγεί έναν σκηνοθέτη μιας εκ των μεγαλύτερων επιτυχιών στην κινηματογραφική ιστορία της χώρας στην απόφαση να απουσιάσει για 12 ολόκληρα χρόνια από το προσκήνιο; Αρχικά, ήταν μια συνειδητή επιλογή αυτή; 

 

 

Πού ήταν όμως όλα αυτά τα χρόνια; Εκτός από τον κινηματογράφο δεν τον είδαμε ούτε στην τηλεόραση. “Δούλευα στη διαφήμιση, τηλεόραση έχω κάνει στην αρχή της καριέρας μου μόνο, όμως θα ήθελα να κάνω ξανά”.

Μιας και αναφερθήκαμε στην τηλεόραση κι από συνήθεια έπειτα από το μεγάλο αφιέρωμα στα 25 χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης, η ερώτηση για το επίπεδο του μέσου σήμερα, μου βγήκε σχεδόν μηχανικά: “Το επίπεδο δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ενδεχομένως κάποιες εκπομπές που έχουν πολιτιστικό περιεχόμενο, δεν βλέπω να μπαίνει εκείνο το επιπλέον 5 με 10%, το οποίο είναι απαραίτητο για να γίνει η διαφορά. Με άλλοθι το ‘δεν έχουμε χρήματα’ δεν γίνεται εκείνη η παραπάνω προσπάθεια για να ξεχωρίσει ένα πρόγραμμα από το σωρό”. Μια απάντηση απολύτως ταιριαστή με το συμπέρασμα που βγήκε και στο δικό μας θέμα. Η σύγκριση της τηλεόρασης με τον κινηματογράφο βγάζει άνετα νικητή τον τελευταίο; “Πράγματι, στο σινεμά έχει βελτιωθεί αισθητά το επίπεδο τόσο αφηγηματικά όσο και τεχνικά, δεν έχουμε πια τα προβλήματα με τον ήχο που συναντούσαμε στις παλαιότερες ταινίες”.

 

Εν τέλει, το άγχος και οι φόβοι ξεπεράστηκαν και η νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη είναι γεγονός. Είναι η μεταξύ τους σύγκριση κάτι που φοβάται ακόμα; “Έχω πάρα πολύ άγχος ότι θα γίνει αυτό και να σου πω την αλήθεια με ενοχλεί κιόλας αυτή η σκέψη. Να σου το πω απλά. Θα με ενοχλήσει πάρα πολύ αν πάει κάποιος να δει το ‘Νοτιά’ και πει ότι η ‘Πολίτικη Κουζίνα’ ήταν καλύτερη, όπως κι έχω ενθουσιαστεί με όσους το έχουν δει και μου λένε ότι ο ‘Νοτιάς’ είναι καλύτερη ταινία. Έχω προχωρήσει κι εγώ, υπάρχει μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση, δεν είναι πολύ συμβατική όπως ήταν στην ‘Πολίτικη Κουζίνα’, εδώ η κάμερα παίζει έναν ρόλο πιο αφηγηματικό. Δεν έχει τόσες κορυφώσεις, κάθε σκηνή έχει τις δικές της κορυφώσεις, όμως σαν ταινία συνολικά δεν συναντάμε τις κορυφώσεις που συναντάμε σε ένα συμβατικό σενάριο”. Πέραν της αποφυγής της σύγκρισης, υπάρχει κάποιος άλλος στόχος που έχει θέσει ως μέτρο επιτυχίας για τον “Νοτιά”;  “Ποσοτικό στόχο όχι, ποιοτικό φυσικά, όσοι δουν την ταινία να βγουν από την αίθουσα ικανοποιημένοι”.

Κλείνοντας, θεώρησα την τελευταία ερώτηση σχεδόν αυτονόητη. Θα πρέπει να περιμένουμε άλλα 12 χρόνια για την επόμενη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη; “Ότι θα κάνω μια ταινία πιο σύντομα το έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου. Τώρα το τι θα είναι αυτό δεν το έχω βρει ακόμα”.

Η ταινία “Νοτιάς” προβάλλεται ήδη στις αίθουσες.