ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Θανάσης Σαμαράς δεν είναι ολιγαρκής, απλά είναι φτωχός

Αν πας Θεσσαλονίκη, ίσως τον πετύχεις σε κάποιο ταξί, αν πάλι σου αρέσει το stand up comedy, σίγουρα θα σου έχουν προτείνει να δεις στο You Tube το Πώς Τολμάτε, την πρώτη του μαγνητοσκοπημένη παράσταση κι αν σκρολάρεις συχνά στο TikTok όλο και κάποιος φίλος θα σου έχει στείλει το βιντεάκι με τον ψυχολόγο. Ο Θανάσης Σαμαράς μιλά για όλα αυτά στο OneMan.

«Βγαλ΄τα γυαλιά, βγαλ΄τα γυαλιά, γαργαλάν τα μπούτια μου». Με αυτή τη φράση γνώρισα διαδικτυακά τον Θανάση Σαμαρά το 2012, όταν έκανε καταγγελτικό βίντεο για την ασυδοσία που επικρατούσε στο camping του Ποσειδίου.

Εκείνο όμως που έκανε και την υπόλοιπη Ελλάδα να τον γνωρίσει ήταν ο ανιδιοτελής αγώνας του για την επιστροφή του Ρετιρέ στις οθόνες μας. Ντυμένος με χοντρό μπουφάν Ιούλιο μήνα, απαιτούσε την επιστροφή της καλτ σειράς του MEGA, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο χωρίς Ρετιρέ δεν υπάρχει καλοκαίρι. Αν κρίνω από το virality εκείνου του βίντεο, το ίδιο πίστευαν και χιλιάδες συμπολίτες μας.

Από εκείνα τα πρώτα ξεσπάσματά του στο You Tube έχουν περάσει σχεδόν 13 χρόνια. Πλέον, ο Θανάσης Σαμαράς μπορεί να λέει πως έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, αφού μπορεί και δηλώνει stand up κωμικός και μάλιστα η πρώτη του μαγνητοσκοπημένη παράσταση με τίτλο Πώς Τολμάτε, ανέβηκε την Κυριακή 06 Απριλίου στο You Tube και έχει ήδη πάνω από 122 χιλιάδες views.

Εντάξει, ο Θανάσης Σαμαράς είναι και λίγο ταξιτζής. Για τους πιο μυημένους ακόμα, είναι και ο GreekSingerman. Τι λέει όμως ο ίδιος για όλα αυτα;

Το stand up πώς μπήκε στη ζωή σου;

Ήταν κάτι που ήθελα να κάνω από πάρα πολύ μικρός. Έβλεπα τον Μίμο Παπαδόπουλο που έκανε παραστάσεις στις πλατείες των χωριών στη Μακεδονία και είπα «αυτό θέλω να κάνω». Αργότερα, καθώς περνούσαν και τα χρόνια, παρακολουθούσα στην τηλεόραση τις Νύχτες Κωμωδίας της Λουκίας Ρικάκη και άρχισα να νοικιάζω και κασέτες με τις παραστάσεις των κωμικών που έβλεπα. Ευτυχώς, το 2010 που ήμουν πια φοιτητής είχε αρχίσει να ανθίζει και πάλι η stand up σκηνή στην Ελλάδα και έτσι ξεκίνησα και επίσημα.

Μεγαλώνοντας, ήσουν ο αστείος στις παρέες;

Όχι, στην παρέα μου υπάρχουν και πιο αστείοι, απλά εγώ έτυχε να είμαι εκείνος που αποφάσισε να ασχοληθεί και επαγγελματικά με το stand up. Μου αρέσει βέβαια, να κάνω τον κόσμο να γελάει. Είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά. Δεν είναι ότι ξυπνάω και λέω «Πρέπει να κάνω την παρέα μου να γελάσει».

Την πρώτη φορά που ανέβηκες πάνω στη σκηνή πώς τη θυμάσαι;

Είχα πάρα πολύ άγχος, αλλά από την άλλη, επειδή ήταν κάτι που ήθελα πάρα πολύ να κάνω, ήμουν και πολύ ενθουσιασμένος. Θυμάμαι, έτρεμε το χέρι μου, αλλά επειδή έβλεπα ότι πήγαινε καλά, ήμουν και χαρούμενος. Τόσο πολύ ξαναχάρηκα τώρα στη βιντεοσκόπηση του Πώς Τολμάτε. Ήταν ακριβώς το ίδιο συναίσθημα.

Σε τι μαγαζί ήταν εκείνη η πρώτη φορά;

Ήταν ένα μπαράκι στη Θεσσαλονίκη, που έχει κλείσει τώρα. Εκεί έπαιζε μια ομάδα κωμικών, οι Λάθος Παρτούζα, και είχε έρθει ο Αλέξανδρος Τιτκώβ να κάνει guest, τον οποίο εγώ γνώριζα και τον φιλοξενούσα τότε στο σπίτι μου. Του είπα λοιπόν, πως έχω γράψει κάποια κείμενα και θα ήθελα να τα δοκιμάσω. Η ομάδα μου είπε ναι και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Θυμάσαι κάποιο ευτράπελο από εκείνες τις πρώτες παραστάσεις σου;

Κάτι αστείο δε θυμάμαι νομίζω. Στην αρχή κυρίως προβλήματα είχαμε, γιατί ο κόσμος δεν ήξερε και έπρεπε να του εξηγήσουμε τι είναι αυτό που βλέπει. Οι μαγαζάτορες δεν ήξεραν, αλλά ήθελαν γιατί είχαμε και κρίση τότε και σου λέει «από το να πληρώνω ένσημα σε πέντε μουσικούς, ας πληρώνω έναν». Ευτράπελα δεν είχαμε ιδιαίτερα. Πιο πολύ θέλαμε να εκπαιδεύσουμε και το κοινό. Να καταλάβει για παράδειγμα ότι δεν πρέπει να μιλάει, όπως δε θα μιλούσε και στο θέατρο, να κατανοήσουν ότι αυτά που λέμε είναι κείμενα.

Επίσης, έπρεπε να τους κάνουμε να μη φοβούνται, γιατί στην αρχή πολλοί φοβόντουσαν ότι θα τους μιλάμε και θα τους προσβάλουμε. Προβλήματα είχαμε περισσότερο με τα αφεντικά που είχαν αυτή τη νοοτροπία του «Εγώ ξέρω και εγώ θα σας πω τι θα κάνετε. Γιατί παίζετε μόνο μια ώρα κωμωδία; Εδώ άλλοι παίζουν τέσσερις ώρες».


Διαφέρει το κοινό από πόλη σε πόλη; Δηλαδή θα παίξεις αλλιώς στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα και αλλιώς σε κάποιο μικρότερη επαρχιακή πόλη; 

Όχι, πολύ. Δε βλέπω μεγάλες διαφορές δηλαδή. Μας ενώνουν τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες αγωνίες, τα ίδια άγχη, γιατί στην ίδια χώρα ζούμε. Σε θέματα λίγο πιο προσωπικά ή κοινωνικά μπορείς να εντοπίσεις μερικές διαφορές ανάμεσα στην επαρχία και τις πιο μεγάλες πόλεις. Αν για παράδειγμα, μιλήσεις για πιο σεξουαλικά θέματα στην επαρχία, δεν είναι ότι δε θα δεχτούν το χιούμορ σου, απλά αν είσαι σε ένα μαγαζί που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, μπορεί ο άλλος να μη θέλει να γελάσει και να εκτεθεί. Στις μεγάλες πόλεις είναι πιο απρόσωπα τα πράγματα.

Πώς επιλέγεις κάθε φορά αυτόν τον έναν, στον οποίο θα απευθυνθείς;

Δεν ξέρω να σου πω. Δεν το έχω σκεφτεί, είναι κάτι το πολύ τυχαίο. Συνήθως είναι και πρακτικό και επιλέγω ανάμεσα σε αυτούς που μπορώ να δω, αλλά εγώ επειδή δε θέλω να φέρω κάποιον σε δύσκολη θέση, κάνω μια ερώτηση και λέω, «ποιος θέλει να απαντήσει;», για να δώσω στον άλλο την επιλογή αν θέλει να πάρει μέρος στην παράσταση.

Τα κείμενα πώς σου προκύπτουν; Λες για παράδειγμα, «αυτή την εβδομάδα θα καθίσω να γράψω»;

Κρατάω συνέχεια σημειώσεις. Από κει και πέρα, μαζεύω αυτές τις σημειώσεις και λέω πως πρέπει να καθίσω να γράψω κείμενα. Το αντιμετωπίζω κανονικά σαν δουλειά. Ξυπνάω το πρωί στις 8 και κάθομαι στον υπολογιστή μου μέχρι τη μια για παράδειγμα, ακόμα κι αν ζοριστώ, έχω δεν έχω έμπνευση. Θέλει λίγο πίεση καμιά φορά. Δε θέλει να τα παρατάς κατευθείαν αν έχεις λευκό χαρτί μπροστά σου.

Στις παραστάσεις σου μιλάς πολύ και για την προσωπική σου ζωή, από τις σχέσεις σου και την οικογένειά σου μέχρι τους γείτονες και την περιοχή που έχεις μεγαλώσει. Αυτολογοκρίνεσαι ποτέ;

Όχι, δεν αυτολογοκρίνομαι. Πρώτα απ’ όλα, πολλά από αυτά που αναφέρω για άλλους ανθρώπους είναι βασισμένα σε ιστορίες, γιατί δε θέλω να τους εκθέσω. Για παράδειγμα, εκεί που λέω για τον πατέρα μου, μπορεί να είναι για κάποιον θείο μου, αλλά μου είναι πολύ πιο εύκολο να πω για τον πατέρα μου που ξέρω ότι δε θα παρεξηγηθεί από το να το ακούσει κάποιος άλλος και να στεναχωρηθεί.

Μια ιστορία που θα πω για κάποια πρώην μου, μπορεί στην πραγματικότητα να αφορά έναν φίλο μου, αλλά δε φαίνεται ποτέ ποιον εννοώ. Δύσκολα θα καταλάβει κάποιος ότι μιλάω γι΄ αυτόν, εκτός από 2-3 που βγάζω κι εγώ την κακία μου, γιατί κι εγώ άνθρωπος είμαι και θέλω να τα βγάλω από μέσα μου και λέω, «Παρ΄ τα». Το μόνο πράγμα που σκέφτομαι όσο είμαι στη σκηνή, είναι να μην κάνω κάποιον άνθρωπο να στεναχωρηθεί με αυτό που θα πω.

Είναι ίσως η πιο κλισέ ερώτηση στο γνωστό σύμπαν, αλλά θα στην κάνω. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σάτιρα; Μπορεί να γίνει woke κωμωδία;

Καλό θα ήταν να μπορεί να γίνει. Κοίτα, εγώ αυτά τα θεωρητικά δεν τα ξέρω πολύ καλά, τα παρακολουθώ δηλαδή, αλλά δεν μπορώ να κάνω ανάλυση, δεν έχω το λεξιλόγιο και θεωρώ ότι άλλοι μπορούν να στα πουν πολύ καλύτερα από μένα. Εμένα μου έχει πει ο πατέρας μου «μαλάκας να μην είσαι» και «αστείο είναι όταν γελάνε και οι δύο». Εγώ με αυτό πορεύομαι.


Όπως είπα και πριν, δε θέλω κανείς να νιώσει άσχημα ή να γυρίσει στεναχωρημένος σπίτι του. Σημασία έχει να περνάμε όλοι καλά. Το να κοροϊδεύεις μια κοινωνική ομάδα είναι πολύ εύκολο. Από την άλλη δε φοβάμαι και τη χρήση λέξεων. Δε συμφωνώ με αυτούς που λένε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κωμωδία πια και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τίποτα. Όχι, απλά δε χρειάζεται να το κάνεις με τρόπο που θα προσβάλει τον άλλον.

Το Πώς Τολμάτε σε άγχωνε περισσότερο όταν το παρουσίαζες ζωντανά ή όταν ανέβηκε στο YouTube και ήξερες ότι θα τη δει μαζικά κόσμος και θα μπορεί να σχολιάσει κάτι που σε μια παράσταση δε θα γίνει, ακόμα κι αν δεν αρέσει σε κάποιον;

Όταν ανέβασα πρώτη φορά την παράσταση δεν είχα δοκιμάσει αλλού τα αστεία, οπότε είχα άγχος αλλά πίστευα σε όσα είχα γράψει. Όσο για τη βιντεοσκόπηση, δε με άγχωνε το αν θα αρέσει, γιατί την έπαιζα δύο χρόνια, όλο και κάποιος θα είχε βρεθεί να μου πει ότι δεν του άρεσε. Αυτό που μου δημιουργούσε άγχος ήταν το αν θα τη δει ο κόσμος. Έλεγα κρίμα είναι να την ανεβάσω και να μην τη δει κανείς, γιατί εγώ την πόνεσα.

Εκτός από τις παραστάσεις, είσαι πολύ ενεργός και στα social media από την αρχή. Πώς αποφάσισες να ανοίξεις την κάμερά σου, γιατί είναι άλλο να γράφεις κείμενα και άλλο να παράγεις content.

Τα βιντεάκια ήταν μια μορφή έκφρασης για μένα, για να μπορέσουν να ακούσουν και περισσότεροι άνθρωποι τα αστεία που έχω γράψει. Είναι όμως εντελώς διαφορετικό το γράψιμο για μια παράσταση και για ένα βίντεο.

Αν σταματήσει και πάλι να παίζεται το Ρετιρέ τα καλοκαίρια, θα ξαναφορέσεις το μπουφάν σου για να διαμαρτυρηθείς; 

Εννοείται αυτό. Εννοείται. Το Ρετιρέ πρέπει να παίζεται πάντα. Μη σου πω σαν το Κωνσταντίνου και Ελένης, κάθε μεσημέρι.

Εκείνο το βίντεο, ήταν ένα από τα πρώτα viral του ελληνικού YouTube. Σε έπιασε απροετοίμαστο αυτή η απήχηση;

Ναι, δεν περίμενα να το δει τόσο κόσμος. Δεν ήξερα πώς λειτουργεί το διαδίκτυο και ακόμα δεν ξέρω, είμαι φουλ μπούμερ. Ακούω λέξεις όπως content και data analysis. Engagement, άκουσα κι αυτό προχτές και λέω, «εγώ ανεβάζω τα βιντεάκια μου και ας τα κάνουν ό,τι θέλουν». Εγώ τότε νόμιζα ότι θα ανεβάσω κάτι και θα το δουν οι φίλοι και οι γνωστοί μου στο πανεπιστήμιο, δεν πήγαινε το μυαλό μου ότι θα το δει κάποιος στην Αθήνα και θα μου στείλει και μήνυμα και έτσι θα επικοινωνήσω με κάποιον που είναι τόσο μακριά.

Σε πολλά από τα βίντεό σου στο TikTok μιλάς από το ταξί. Πώς προέκυψε αυτό; Θέλω να πω έχεις σπουδάσει φιλόλογος.

Ναι, αλλά δε διαφέρω σε τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Τι; Μου χρωστούσε ο θεός για να κάνω αυτό που σπούδασα (γελάει); Το ρούφηξα όλα κι εγώ. Τι να κάνουμε; Δεν ονειρευόμουν να οδηγώ δέκα ώρες μέσα στην κίνηση καθημερινά, αλλά εντάξει προέκυψε. Είναι και λίγο πού σε πάει η ζωή. Αν μου έλεγες πριν κάποια χρόνια ότι θα γίνω ταξιτζής, θα σου έλεγα ότι δεν υπάρχει περίπτωση. Πολλοί από εμάς κάνουμε δουλειές που δε φανταζόμασταν ότι θα τις κάνουμε, απλά μου έκατσε. Είναι βέβαια και μια δουλειά που μου δίνει υλικό, οπότε παρά την κούραση, λέω, «κάνε υπομονή, είναι επένδυση και για τις παραστάσεις σου».

Είσαι από τους ταξιτζήδες που θα πιάσουν συζήτηση με τον πελάτη;

Όχι, όχι. Στο ταξί δε μιλάω, γιατί κι εγώ δε γουστάρω να μου μιλάνε όταν μπαίνω σε ταξί. Είναι βέβαια και ανάλογα τον άνθρωπο, δεν είμαι και εντελώς μονόχνωτος. Δεν θα πιάσω εγώ πρώτος τη συζήτηση, αν και ο κόσμος την ξεκινάει από μόνος του. Υπάρχει μοναξιά εκεί έξω.

Μπορεί να βιοποριστεί κάποιος από το stand up στην Ελλάδα;

Δεν ξέρω ποτέ τι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Εγώ μπορώ και βιοπορίζομαι, το θέμα όμως είναι πώς ζω εγώ. Δεν ξέρω όμως πού ζει ο καθένας και τι ανάγκες έχει. Δηλαδή, εγώ ένας λόγος που δουλεύω και ταξί, είναι γιατί θέλω να έχω την επιλογή να παίζω όποτε θέλω, όπου θέλω και με τις παραμέτρους που θέλω. Δεν θέλω να με ορίζει το οικονομικό, για να κάνω καλλιτεχνικές κινήσεις που δεν θα ήθελα. Αλλά εγώ είμαι και ένας άνθρωπος που μπορώ να ζήσω με δέκα ευρώ την εβδομάδα.

Είσαι ολιγαρκής…

Φτωχός είμαι, τι ολιγαρκής. Αμπελόκηπους (Θεσσαλονίκης) μεγάλωσα, έμαθα να ζω έτσι. Δηλαδή, το να καθίσουμε όλοι σπίτι και να μαγειρέψουμε επειδή ένας από την παρέα δεν έχει λεφτά, είναι κάτι πολύ σύνηθες.

Ανάμεσα στα πολλά που κάνεις, είναι και τα book reviews.

Αχ, τι ωραία που με ρωτάς γι’ αυτό. Χαίρομαι πάρα πολύ. Μου αρέσει η λογοτεχνία και διάβαζα από μικρός. Είχα διαβάσει όλες τις εκδόσεις Χελιδόνι, τον Τριγωνοψαρούλη, μετά λίγο Τριβιζά, μετά Άλκη Ζέη, μέχρι που διαβάσαμε όλοι τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου και μας γάμησε την ψυχούλα και είπαμε, «ΟΚ, τώρα μεγάλωσα, μπορώ να διαβάσω τα πάντα». Διάβαζα πάντα, αν και υπάρχουν διαστήματα που μπορεί να μην ανοίξω βιβλίο. Ο λόγος που κάνω τα book reviews, είναι μόνο και μόνο για να κινήσω την περιέργεια, δεν θέλω να είμαι διδακτικός. Πιο πολύ λέω 2-3 πράγματα για το βιβλίο, μπας και παρακινήσω κάποιον να διαβάσει λίγο Márquez.


Από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι ο Πύργος του Kafka, που ή σιχαίνεσαι ή το αγαπάς. Εγώ ξετρελάθηκα, αλλά μπορώ να καταλάβω και κάποιον αν το σιχαθεί. Συνήθως όμως, παίρνω έναν συγγραφέα και αν μου αρέσει, μετά παίρνω όλα του τα βιβλία. Θέλω να δω ποιο έγραψε στην αρχή, πώς εξελίχθηκε… Με πιάνουν αυτά τα φιλολογικά μετά. Θυμάμαι πρώτη φορά που διάβασα Hermann Hesse, δεν τον ήξερα καν. Αγόρασα το Σιντάρτα από έναν πάγκο με τρία ευρώ. Μετά τα διάβασα όλα και είδα πως είναι πάνω-κάτω στο ίδιο μοτίβο. Μα ζωή ο Hesse, αλλά βλέπεις πώς εξελίσσεται.

Το θέμα είναι πως εμένα όλοι μου έφερναν όλοι βιβλία δώρο όταν ήμουν παιδάκι, αλλά ήθελα να μου φέρουν και κανένα παιχνίδι. Θυμάμαι μια φορά που είχαν φέρει τον Θησαυρό της Βάγιας και έλεγα, «Γαμώτο, Χριστούγεννα είναι, πάρτε μου έναν Action Man, μην είστε τέτοιοι».

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.