ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου φέρνει το splatter στην Επίδαυρο

Στη δεύτερη κάθοδό του στο αργολικό θέατρο, ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με τις ευριπίδειες Βάκχες. Τον συναντήσαμε το πιο ακραία ζεστό μεσημέρι του φετινού καλοκαιριού, πριν ξεκινήσει η πρόβα στο Σχολείον της Ειρήνης Παπά.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

«Θέλω να σκέφτομαι την Επίδαυρο σαν ένα ζωντανό καλλιτεχνικό χώρο, όχι σαν απολίθωμα. Όλη αυτή η συζήτηση που γίνεται περί μη χρήσης του μικροφώνου, πιστότητας στο πρωτότυπο, μοντέρνας σκηνογραφίας και ενδυματολογίας το μόνο που καταφέρνει είναι να περιορίζει την καλλιτεχνική δημιουργία και να μας οδηγεί σε ένα καθεστώς σκοταδισμού και ανελευθερίας». 

Δεν ήταν από τα πρώτα λόγια του Θάνου Παπακωνσταντίνου, ήταν όμως από αυτά που συγκράτησα -άλλωστε, γίνεται τόση συζήτηση φέτος επ’ αυτού στον θεατρικό χώρο-, φεύγοντας από το Σχολείον της Ειρήνης Παπά. 

Εκεί, όπου στο ανοιχτό θέατρο γίνονται οι πρόβες για τις Βάκχες που θα παρουσιάσει στις 2 και 3 Αυγούστου στο αργολικό θέατρο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου. Εκεί, όπου συναντηθήκαμε το πιο καυτό -κυριολεκτικά- μεσημέρι του φετινού καλοκαιριού -της 18ης Ιουλίου- με αφορμή την επιδαύρια κάθοδό του. Θα είναι η δεύτερη. Η πρώτη ήταν τον Ιούλιο του 2018 με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, ξανά σε παραγωγή του Εθνικού. Εντελώς συμπτωματικά, είναι και η δική μας δεύτερη συνάντηση/συνέντευξη – η πρώτη ήταν τότε, πριν από έξι χρόνια. 

Κι ενώ η Ηλέκτρα ήταν ανάθεση, οι Βάκχες ήταν δική του πρόταση. «Αγαπημένο έργο, από τις πρώτες τραγωδίες που διάβασα και μάλιστα στην εκπληκτική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, στην οποία βασίστηκε η παράστασή μας». Κατά μία έννοια δηλαδή είναι η πρώτη φορά που πηγαίνει στην Επίδαυρο με δική του επιλογή. «Όλη η ευθύνη πάνω μου, είμαι έτοιμος να λουστώ τις συνέπειες», λέει χαριτολογώντας. 

Γιατί λοιπόν Βάκχες

Γιατί είναι από τις αρχαίες τραγωδίες που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που με γοητεύουν ούτως ή άλλως σαν παραστασιακά υλικά: τρόμο, gore, βία, μεταφυσικότητα, splatter. Έχει επίσης για πρωταγωνιστή τον Διόνυσο, τον Θεό του θεάτρου, της ετερότητας, του διαμελισμού και της συγχώνευσης, της ευδαιμονίας και της καταστροφής. 

Με δικά σου λόγια, ποια είναι η υπόθεση της ευριπίδειας τραγωδίας;

Ο Διόνυσος είναι σε ένα παγκόσμιο τουρ διάδοσης της λατρείας του. Έχει ξεκινήσει από την Ασία και κατευθύνεται προς τη Δύση. Κάνει στάση στη Θήβα, την πόλη στην οποία τον συνέλαβε η μητέρα του, Σεμέλη -κόρη του Κάδμου- με τον Δία, αλλά αρνούνται τόσο να τον τιμήσουν, όσο και να ασπαστούν τη θρησκεία του, με πρώτο και καλύτερο τον πρώτο του ξάδερφο -είναι γιος της αδερφής της Σεμέλης, Αγαύης- και βασιλιά της Θήβας, Πενθέα. 

Βέβαια, ο Διόνυσος έχει φτάσει στη Θήβα όχι με τη δική του, θεϊκή μορφή. Είναι μεταμφιεσμένος σε άνθρωπο, στον ιερέα του Θεού Διόνυσου, κάτι που δεν το γνωρίζει κανείς άλλος πέραν των θεατών. 

Κι ενώ όσο περνάει ο καιρός προσπαθούν όλοι να πείσουν τον Πενθέα να δεχτεί τη λατρεία της νέας θρησκείας για να μην καταστραφεί η πόλη, εκείνος είναι αμετακίνητος στο άλλο, στο διαφορετικό, στο ξένο. Η άρνησή του εγείρει τη μήνιν του Θεού, που του τρελαίνει το μυαλό και τον οδηγεί στα βουνά, εκεί όπου βρίσκονται οι γυναίκες της Θήβας -τις οποίες έχει επίσης τρελάνει- και τον κατασπαράζουν, με ιέρεια του φόνου του, την ίδια του τη μητέρα. Η Αγαύη επιστρέφει θριαμβευτικά στην πόλη με το κεφάλι του Πενθέα στα χέρια, μέχρι να την κάνει ο Κάδμος να συνειδητοποιήσει τι έπραξε.

Τα έργα της αρχαίας δραματουργίας μιλούν για το πάντα, «κουμπώνουν» στην εποχή μας και σε κάθε εποχή. Οι Βάκχες πώς το καταφέρνουν αυτό;

Δημιουργώντας έναν διάλογο σχετικά με το πώς μπορούμε να δεχτούμε το Άλλο, το οποίο την ίδια στιγμή βρίσκεται και έξω μας και μέσα μας. Ζούμε μία ζωή που θέλουμε να έχουμε σταθερές, βεβαιότητες, ώστε να μπορούμε να ορίσουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτές και να υπάρξουμε πολυεπίπεδα, στις σχέσεις, στις δουλειές, στην κοινωνία. Για παράδειγμα, είμαι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, είμαι σκηνοθέτης, είμαι κάπως κλειστός, μου αρέσει να φοράω μαύρα. 

Φτιάχνουμε δηλαδή πανοπλίες, περιχαρακωνόμαστε σταδιακά πίσω από αυτές και γινόμαστε σαν αυτόνομα νησιά, ο ένας ξεκομμένος από τον άλλον να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με το παράλογο της ζωής, φοβούμενος να μετακινηθεί, να αλλάξει, να διαταράξει την τακτοποιημένη ζωή του.

Κι ενώ η τάση μας είναι να ορίσουμε και τον εαυτό μας και τον κόσμο μας και να οχυρωθούμε πίσω από μία κλειστή βεβαιότητα, διαρκώς τα πράγματα γύρω μας έχουν μία ρευστότητα που μας καλεί για αλλαγή και μετακίνηση. Μας καλεί να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, όσο μπορούμε, αν μπορούμε, όσο αντέχουμε, αν αντέχουμε. 

Ο Πενθέας ας πούμε δεν μπορεί να αφουγκραστεί το Άλλο, φτάνει μέχρι ενός σημείου και γι’ αυτό κομματιάζεται και το έργο τελειώνει με ένα διαμελισμένο σώμα επί σκηνής. Όσο περισσότερο κάτι χτίζεται και οχυρώνεται, τόσο περισσότερο θα πετρώνει, θα νεκρώνει και τελικά, θα τελειώνει.

Η Αλεξία Καλτσίκη στον ρόλο της Αγαύης, της μητέρας του βασιλιά Πενθέα, τον οποίο κατασπαράζει και οδηγεί στον θάνατο.

Δεν είναι όμως και ο κόσμος μας εξ ορισμού χτισμένος με βεβαιότητες; Θέλω να πω τις περισσότερες φορές δεν τις φτιάχνουμε μόνο εμείς, τις βρίσκουμε έτοιμες στερεοτυπικά στην κοινωνία. 

Μα φυσικά. Οικογένεια σημαίνει το τάδε. Επιτυχία το δείνα. Μεγαλώνουμε μέσα σε τείχη, που μας υπενθυμίζουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα και δεν αλλάζουν, αλλά και πως οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτές τις βεβαιότητες πρέπει να το βλέπουμε σαν ξένο, αλλότριο, ακόμα και επικίνδυνο. 

Για να το συνδέσω αυτό με τις Βάκχες, νομίζουμε ότι το splatter και το αίμα, η μανία με την οποία κατασπαράζουν οι τρελαμένες γυναίκες τον Πενθέα είναι το πιο τρομακτικό πράγμα στο έργο, ενώ τελικά ο μεγαλύτερος τρόμος είναι ότι ο κόσμος θα αλλάξει γύρω μας και δεν θα ξέρουμε πώς να υπάρξουμε μέσα σε αυτόν. 

Είσαι ανοιχτός στις αλλαγές; 

Δυσκολεύομαι πολύ – δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το γεγονός ότι είμαι εσωστρεφής. Με τρομοκρατεί ακόμα και η πιο μικρή, η πιο ασήμαντη αλλαγή. Ίσως, γι’ αυτό το συγκεκριμένο έργο κινεί κάτι μέσα μου. Διάβασα πρόσφατα μία λίστα/κατάταξη με τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου. Κι όμως, ο πρώτος δεν είναι ο θάνατος, αλλά η αλλαγή στο οτιδήποτε. 

Ανέφερες προηγουμένως το splatter, το οποίο σαν στοιχείο χαρακτηρίζει τη δουλειά σου: από την Ηλέκτρα τότε στην Επίδαυρο, μέχρι πιο πρόσφατα, πέρυσι στον Θυέστη του Σενέκα στην Πειραιώς 260. 

Είναι που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου ως βία. Ίσως, έχει να κάνει με αυτό. Είναι που η εξοικείωσή μας με τη βία είναι πλέον τόσο τρομακτική, τόσο επικίνδυνη – σκρολάρουμε στο Instagram και είτε βλέπουμε ένα αποκεφαλισμένο σώμα στη Γάζα, είτε ένα cheesecake, είναι το ένα και το αυτό. Έχει να κάνει σίγουρα με αυτό λοιπόν. Με τη χρήση του splatter (αίμα, κομμένα κεφάλια), είναι σαν να θέλω να υπενθυμίζω στον εαυτό μου συνέχεια ότι η εξοικείωσή μας με τη βία δεν είναι καθόλου OK.

Καταλαβαίνω ότι θα χυθεί αίμα και στη σκηνή της Επιδαύρου. Θα υπάρχει επίσης και εκεί κομμένο κεφάλι, αυτή τη φορά του Πενθέα.

Το ζητούσε η ιστορία. Δεν θα είναι δηλαδή δική μου σκηνογραφική προσθήκη. Το κεφάλι του Πενθέα που κρατάει στο τέλος της τραγωδίας στα χέρια της η Αγαύη σαν τρόπαιο επιστρέφοντας στη Θήβα, είναι δημιουργία του Rodger Fischer, που φτιάχνει horror μάσκες στο εργαστήριό του στα Εξάρχεια. Τον ανακάλυψε η στενή μου συνεργάτις Νίκη Ψυχογιού, ενδυματολόγος και σκηνογράφος. 

Ποιες ήταν οι επιρροές σου για να χτίσεις μέσα στα χρόνια τη horror, splatter αισθητική, που έχει εξελιχθεί σήμερα στο σήμα-κατατεθέν των παραστάσεών σου; 

Η μουσική που άκουγα και οι ταινίες που έβλεπα στην εφηβεία μου, τα βιβλία του Stephen King που διάβαζα. Άκουγα πολύ metall και καταβρόχθιζα όλες αυτές τις mainstream ταινίες τρόμου των 80s και των 90s, που σήμερα τις θεωρούμε cult. Από το Hellraiser μέχρι το Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες και το Παρασκευή και 13.

Πώς ήταν τα χρόνια της εφηβείας; 

Ήρεμα γενικά θα έλεγα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λάρισα. Ήμουν κλειστός από παιδί και τώρα είμαι, δηλαδή, αλλά με το θέατρο έχω βγει κάπως από το καβούκι μου, φοβάμαι λιγότερο να ανοιχτώ, να εκτεθώ. Ήμουν επίσης πολύ καλός μαθητής (σ.σ. σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα). 

Το να κατέβεις τελικά στην Αθήνα και να πάρεις την κατεύθυνση της υποκριτικής αρχικά (σ.σ. είναι πτυχιούχος της δραματικής σχολής “Εμπρός-Θέατρο Εργαστήριον”) και μετέπειτα της σκηνοθεσίας, πώς προέκυψε;

Όπως σου είπα μεγάλωσα στη Λάρισα, οπότε δεν είχα πολύ επαφή με τα πολιτιστικά πράγματα. Η όποια μου επαφή με το θέατρο συγκεκριμένα εξαντλούταν σε παραστάσεις που ερχόντουσαν συνήθως το καλοκαίρι στο ανοιχτό θέατρο της πόλης, αλλά μην φανταστείς ότι είχα δει πολλές. Μου άρεσε όμως να διαβάζω πολύ και με γοήτευαν τρομερά τα θεατρικά αναγνώσματα. 

Κάπως έτσι, μού μπήκε η ιδέα στο μυαλό. Πάντως, από τον πρώτο καιρό που φοιτούσα στη σχολή, ήξερα ότι δεν μου αρκούσε το να γίνω ηθοποιός, με τραβούσε εξαρχής η σκηνοθεσία. Και μετράω αισίως 13 χρόνια. 

Επίδαυρο θα πας με ή χωρίς μικρόφωνο;

Χωρίς θα πάμε και ήταν προσωπική μου επιλογή, αλλά όχι επειδή αν χρησιμοποιούσα μικρόφωνο θα ήταν βεβήλωση του Αρχαίου Θεάτρου. Δεν το κάνω δηλαδή ούτε από σεβασμό σε κάτι που θεωρείται ιερό, ούτε αντιδραστικά τύπου «α, χρησιμοποιούν οι περισσότεροι, εγώ δεν θα χρησιμοποιήσω». 

Αλλά; 

Σαν σκηνοθέτης δεν έχω συχνά την ευκαιρία να κάνω παραστάσεις σε ανοιχτά θέατρα και δη σε αυτό της Επιδαύρου, συνεπώς νιώθω έντονα την ανάγκη και την επιθυμία να ψαχτώ και να πειραματιστώ ηχητικά, ερμηνευτικά. 

Ξέρεις, θέλω να σκέφτομαι την Επίδαυρο σαν ένα ζωντανό καλλιτεχνικό χώρο, όχι σαν απολίθωμα. Όλη αυτή η συζήτηση που γίνεται περί βεβήλωσης του Αρχαίου Θεάτρου τη θεωρώ ακραία και επικίνδυνη. Περί μη χρήσης του μικροφώνου, πιστότητας στο πρωτότυπο, μοντέρνας σκηνογραφίας και ενδυματολογίας. Το μόνο που καταφέρνει είναι να περιορίζει την καλλιτεχνική δημιουργία και να μας οδηγεί σε ένα καθεστώς σκοταδισμού και ανελευθερίας. 

Δηλαδή για ποια πιστότητα στο πρωτότυπο μιλάμε αφού ήδη οι μεταφράσεις, στις οποίες βασιζόμαστε για να ανεβάσουμε αρχαία τραγωδία ή κωμωδία είναι σχεδόν μεταγραφές, διασκευές αυτού που έγραψε ο Ευριπίδης και έχει διασωθεί. Και στα λέω όλα αυτά ενώ δεν έχω πειράξει τη μετάφραση του Χειμωνά. Έχω κόψει κάποια κομμάτια του έργου απλά και μόνο για να μικρύνω τη διάρκεια της παράστασης. 

Όσον αφορά το εικαστικό κομμάτι αυτής, ναι η αλήθεια είναι ότι δεν με ενδιαφέρει να αποδώσω την αισθητική της αρχαίας Θήβας.

Τελικά, θα μου πεις γιατί μαύρα; Γιατί «είμαι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου και μου αρέσει να φοράω μαύρα»; Βασικά, φοράς μόνο μαύρα.

Είναι η πανοπλία μου. Η βεβαιότητα που με ορίζει και πίσω από αυτήν οχυρώνομαι.

***

Βάκχες 

Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς

Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου

Δραματουργική Επεξεργασία: Ιωάννα Ρεμεδιάκη

Σκηνικά-Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού

Πρωτότυπη Μουσική: Δημήτρης Σκύλλας

Χορογραφία: Νάντη Γώγουλου

Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα

Mουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου – Δημήτρης Σκύλλας

Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια

Βοηθός Σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου

Β´ Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Μπακατσέλος

Βοηθός Σκηνογράφου: Γιάννης Σέτζας

B΄ Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση

Βοηθός Ενδυματολόγου: Πηνελόπη Χάνσεν

Βοηθός Φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού

Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk

Κατασκευή κεφαλιού Πενθέα: Roger Fischer

Παίζουν: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός (Αγγελιαφόροι).

Χορός: Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου

Μουσικοί: Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου, Γιάννης Καΐκης

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Βίντεο: Πάτροκλος Σκαφίδας

Info: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 2 & 3 Αυγούστου στις 21.00. Προπώληση εδώ