Ο Θοδωρής Αρμύλαγος είναι η ελληνική μπάλα των ’90s
- 12 ΟΚΤ 2017
Ο Θοδωρής Αρμύλαγος ακουμπούσε στο τραπέζι, ανάμεσά μας, τα θέματα που αφορούσαν την καριέρα του σαν αχνιστούς λουκουμάδες. Κάθε φορά που με έβλεπε να γουρλώνω τα μάτια και να ετοιμάζομαι ν’ αρπάξω έναν με τα χέρια, έχυνε επάνω του ζεστή σοκολάτα. Δεν ήξερα αν η σοκολάτα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της συνταγής, μιας και οι λουκουμάδες έμοιαζαν πολύ νόστιμοι και σκέτοι ή την έριχνε μόνο και μόνο για να μου τραβήξει ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, έτρωγα.
Όταν τελείωσα την απομαγνητοφώνηση της κουβέντας μας, η οποία έγινε στην καφετέρια της ακαδημίας ποδοσφαίρου, Arena Soccer Club, στον Παράδεισο Αμαρουσίου, ήμουν σίγουρος πως ό, τι μου είχε πει ο Αρμύλαγος, ένας από τους σημαντικότερους σκόρερς Δ’, Γ’, Β’ και Α’ εθνικής της δεκαετίας του ’90 και μέλος του θρυλικού Πανηλειακού με Τζόρτζεβιτς και Γιαννακόπουλο, ήταν αληθινό. Λίγη, όμως, ξεραμένη σοκολάτα στην άκρη των δαχτύλων μου δεν με άφηνε να πιστέψω εντελώς πως ό,τι είχα ακούσει εκτός από αληθινό ήταν και πραγματικό.
(Με την Αναστασία, την βαφτιστήρα του)
Λίγο πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το κείμενο, το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια ντάνα από Εθνοσπόρ που έχω στο γραφείο. Άνοιξα στην τύχη ένα τεύχος του ’94 με εξώφυλλο τον Τάσο Μητρόπουλο να πανηγυρίζει μια νίκη της ΑΕΚ έχοντας στην πλάτη του τον Στέλιο Μανωλά και ξεφυλλίζοντάς το, έφτασα στο ‘σαλόνι’ της Γ’ Εθνικής. Στην κεντρική φωτογραφία ο Τζόρτζεβιτς με τα ερυθρόλευκα του Πανηλειακού -και με μαλλιά- στοπάρει την μπάλα ανάμεσα σε δύο παίκτες του Αιγάλεω, ενώ ο τίτλος του κειμένου είναι αφιερωμένος στη νίκη της ομάδας του Πύργου με 1-8, ανήμερα της ονομαστικής γιορτής του Αρμύλαγου:
‘ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΡΜΥΛΑΓΟΣ
ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΚΑΙ 4 ΓΚΟΛ ΒΑΖΩ…’
Κάτι μου θύμιζε αυτό το ματς. Τσέκαρα την απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη και έφτασα στην εξής ατάκα: ”Με τον Τζόλε στον Πανηλειακό βάλαμε 127 γκολ στην Γ’ Εθνική. Ρίχναμε συνεχώς 5άρες, 6άρες και 7άρες. Πήγαμε μέσα στο Αιγάλεω και ρίξαμε 8 γκολ από τα οποία είχα βάλει τα 4”.
Έκλεισα το περιοδικό και έγλειψα την σοκολάτα από τα δάχτυλά μου. Οι ιστορίες του ‘Άρμυ’, όπως τον φώναζε η κερκίδα, δεν ήταν μόνο νόστιμες και αληθινές. Ήταν πέρα για πέρα πραγματικές.
Αρμύλαγος: Το πρώτο αίμα
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Αφορμή για τη συνέντευξη με τον Αρμύλαγο στάθηκε ένα γκολ του 49χρονου επιθετικού με τη φανέλα της Καρύστου κόντρα στο Καλοχώρι για την Α’ ΕΠΣΕ (πρώτη τοπική κατηγορία Ευβοίας). Το πρώτο του γκολ το είχε βάλει 35 1/2 χρόνια νωρίτερα, με τη φανέλα της Τερψιθέας Γλυφάδας κόντρα στην Νέα Σμύρνη. ”Δεν έβαλα μόνο ένα γκολ σε αυτό το παιχνίδι. Τέσσερα έβαλα και σκέψου πως ήταν το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα σε ομάδα στη ζωή μου. Μετά από πέντε παιχνίδια στους εφήβους (έχε στο μυαλό σου πως υπό φυσιολογικές συνθήκες ένας 13χρονος παίζει είτε στους παμπαίδες είτε στους παίδες) με ανέβασαν στην πρώτη ομάδα. Στο πρώτο μου ματς έβαλα γκολ στο 87′ και κερδίσαμε 0-1. Στα 16 1/2 πήγα στον Εθνικό Αστέρα”. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Σε 560 συμμετοχές σε πρώτη, δεύτερη και τρίτη Eθνική κατηγορία με τις φανέλες των Εθνικού Αστέρα, Αιολικού, Πανηλειακού, Αθηναϊκού, Πανελευσινιακού, Αγίου Νικολάου και Φωστήρα παραβίασε τις αντίπαλες εστίες 434 φορές.
Ο Αρμύλαγος γεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά και ήρθε στα 6 του στην Ελλάδα. Όταν οι γονείς του χώρισαν, αν και η μητέρα του επέστρεψε στον Καναδά, εκείνος έμεινε με τον πατέρα του στην Γλυφάδα, γιατί στον Καναδά δεν είχε ποδόσφαιρο. ”Ο Εθνικός Αστέρας ήταν στην Δ’ Εθνική. Η Δ’ τότε, σκέψου, ήταν σαν τη σημερινή Β’, αφού εκεί έπαιζαν ομαδάρες όπως ο Παναργειακός, ο Εργοτέλης κι ο Ηρόδοτος. Στον Εθνικό Αστέρα ξεκίνησα να παίξω έξω δεξιά. Αλλά ουσιαστικά έπαιζα 2ος σεντερ φορ, αφού δεν μου άρεσε να παίζω ποτέ πάνω στη γραμμή. Έβαζε, όμως, ο άλλος τα γκολ και χαλιόμουν. Σκεφτόμουν πως εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να σκοράρει.
Το γκολ είναι η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου. Ο σκόρερ παίρνει τη δόξα. Είναι πολύ ωραίο να βγάζεις έτοιμες ασίστ και να σκοράρει άλλος, αλλά είναι ακόμα καλύτερο να βάζεις εσύ το γκολ. Δηλαδή, οι επιθετικοί που δηλώνουν χαρούμενοι για μια νίκη της ομάδας τους ακόμα κι αν δεν σκόραραν οι ίδιοι, λένε ψέματα; τον ρώτησα. ”Πάντα χαρούμενος ήμουν όταν κερδίζαμε. Δεν λένε ψέματα αυτοί που αναφέρεις. Αυτό, όμως, θα το πει ένα εξτρέμ, ένα χαφ, ένα στόπερ. Δεν υπάρχει καλό σέντερ φορ που να χαίρεται όταν δεν έχει βάλει γκολ, ακόμα και όταν έχει κερδίσει η ομάδα του με 6-0. Ίσα ίσα, τότε νιώθει ακόμα χειρότερα. Αν δεν έχει βάλει ούτε ένα από τα έξι γκολ, σκέφτεται ‘φαντάσου τι παστουρμάς είμαι’.
Ο Αρμύγαλος, αφού βοήθησε τον Εθνικό Αστέρα να ανέβει στην Γ’ Εθνική πήγε στην Μυτιλήνη για χάρη του Αιολικού. Αν και η ομάδα ήταν 6 βαθμούς πίσω από τον Ιάλυσο, τερμάτισε 17 πόντους μπροστά του και ανέβηκε στην Γ’. Στην Δ’ ο Αρμύλαγος σκόραρε σε όλα τα παιχνίδια που αγωνίστηκε, ενώ στην Γ’ έβαλε 27 γκολ. Παρόλα αυτά, η ομάδα δεν ανέβηκε άλλη μία κατηγορία.”Δεν είχαμε ρόστερ για ν’ ανεβούμε στην Β’, για αυτό κι εγώ στη συνέχεια πήγα στον Πύργο. Την τελευταία αγωνιστική υποδεχθήκαμε τον Πανηλειακό στην Μυτιλήνη. Με νίκη ο Πανηλειακός ανέβαινε κατηγορία. Αν δεν κέρδιζε, ανέβαινε η Καλαμάτα (ο αιώνιος αντίπαλος). Αν και ήμασταν αδιάφοροι βαθμολογικά, κερδίσαμε 3-1 και έβαλα και τα 3 γκολ.
Ο Σταυρόπουλος, τότε πρόεδρος του Πανηλειακού, τρελάθηκε. Μου έδωσε 7.00.000 δρχ. προκαταβολή και την επομένη πήγα στον Πύργο και υπέγραψα για 3 χρόνια. Φέρθηκε μάγκικα, μου έδωσε μεγάλα συμβόλαια, ενώ βάφτισε και την κόρη μου (ο Αρμύλαγος έχει κι έναν γιο), αλλά κι εγώ ξηγήθηκα καλά. Του έβαλα 32 γκολ στη Γ’ και ανεβήκαμε στην Β’ Εθνική. Του έβαλα 19 γκολ στην Β’ και ανεβήκαμε στην Α”.
Ο Πανηλειακός με Τζόλε και Γιαννακόπουλο
(Στην κάτω σειρά από αριστερά προς τα δεξιά: Γιαννακόπουλος, Μαυρομάτης, Κυζερίδης, Αρμύλαγος, Τζόρτζεβιτς)
Ο Πανηλειακός την πρώτη χρονιά του στην Α’ Εθνική (1995-96) τερμάτισε 12ος, ενώ τη δεύτερη 7ος. Ο Αρμύλαγος έβαλε από 13 γκολ σε κάθε σεζόν, ενώ άρχισε να γίνεται μεγάλος ντόρος για τους δύο νεαρούς που έπαιζαν στα άκρα της ομάδας. Τον Στέλιο Γιαννακόπουλο και τον Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς. ”Εγώ πήγα τον Γιαννακόπουλο στον Πανηλειακό. Εκείνη την εποχή δεν τον ήξερε κανείς. Τον είχα συμπαίκτη στον Εθνικό Αστέρα και ζήτησα από τον Σταυρόπουλο να τον φέρει και εκείνος δεν μου χάλασε το χατίρι.
Ο Τζόλε ήταν εντελώς διαφορετική περίπτωση. Είχε έρθει από τον Ερυθρό Αστέρα. Του είχαν πει πως ο Πανηλειακός ήταν ομάδα Β’ Εθνικής και ότι έπαιζε μπαράζ για να ανέβει στην Α’. Εμείς όχι μόνο βρισκόμασταν στην Γ’, αλλά ούτε παίζαμε μπαράζ για να ανεβούμε στην Β’. Θυμάμαι στον πρώτο μας αγώνα παίξαμε με την ΑΕΚ στη Φιλαδέλφεια για το Κύπελλο. Ο Τζόλε είχε κάνει άλογο τον Μπορμπόκη και όλο το γήπεδο ήθελε να μάθει ποιος ήταν. Σε κάποια φάση μου έβγαλε μία σέντρα και έκανα το 0-1. Τελικά, χάσαμε 4-1, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Έκανε τη διαφορά και ας κάπνιζε από τότε τέσσερα πακέτα την ημέρα. Ξεχώριζε τόσο στις προπονήσεις όσο και στα παιχνίδια. Βάλαμε 127 γκολ στη Γ’ Εθνική. Ρίχναμε παντού 6άρες και 5άρες. Ρίξαμε 8 γκολ μέσα στο Αιγάλεω, από τα οποία είχα βάλει τα 4 (ο λουκουμάς που λέγαμε).
Οι απίστευτες φάρσες στον Γιαννακόπουλο
‘Πρόκειται για μεγάλο χαβαλέ και γυναικά”, ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Νίκος, ο συνάδελφος που με έφερε σε επαφή με τον Αρμύλαγο, όταν τον ρώτησα σχετικά. Τον χαρακτηρισμό ‘γυναικάς’ τον καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή που θα τον κάνεις φίλο στο Facebook, αφού δύσκολα βρίσκεις φωτογραφία του, στην οποία έχει αγκαλιά λιγότερες από δύο γυναίκες, ενώ σε μία από αυτές ποζάρει με την Τζούλια Αλεξανδράτου. Το ‘χαβαλές’ το κατάλαβα όταν άρχισε να μου διηγείται τις φάρσες που έχει κάνει, κατά καιρούς, στον Στέλιο Γιαννακόπουλο.
ΦΑΡΣΑ 1Η: ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ VS ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
”Όταν ο Γιαννακόπουλος υπέγραψε στον Ολυμπιακό τον πήρα τηλέφωνο, προσποιήθηκα πως ήμουν ο Τσουκαλάς από τη Θύρα 7 και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-Γεια σου Στέλιο, είμαι από τη Θύρα 7. Σε πήρα για να σου δώσω συγχαρητήρια που ήρθες στον Ολυμπιακό.
-Ευχαριστώ πολύ.
-Έχω μάθει πως είσαι Ολυμπιακός από μικρός.
-Ναι, ναι.
-Με εσένα και τον Τζόλε στα άκρα, που είστε Ολυμπιακοί από κούνια θα τους πατάμε στο λαιμό τους βάζελους και του χανούμηδες.
-Ναι, ναι.
-Τι ναι, ναι ρε παλιοβάζελε;
-Ποιος είναι;
-Εγώ ποιος είμαι; Ή εσύ που έχεις στο δωμάτιο σου τις φωτογραφίες του Ζάετς και του Σαραβάκου; Έλα αύριο στου Ρέντη και θα δεις κάτι μπουνίδια που θα φας.
Κλείνω το τηλέφωνο και μετά από 1-2 ώρες παίρνω τηλέφωνο την Φλώρα, την μητέρα του, για ξεκάρφωμα και της λέω: ‘Συγχαρητήρια Φλωρίτσα! Κοίτα να δεις, όμως, που οι παλιοπυργιώτες πήγαν και μας ρουφιάνεψαν’. Μετά από λίγο και ενώ κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα, πήγα στο σπίτι του Στέλιου, ο οποίος ήταν ιδρωμένος από τον φόβο του. Τους αποκάλυψα την αλήθεια και έπεσαν πάνω μου δέκα άτομα και άρχισαν να με δέρνουν”, είπε και άρχισε να γελάει.
ΦΑΡΣΑ 2Η: Ο ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΑ ΣΠΟΡ
”Λίγο πριν το εντός έδρας παιχνίδι του Ολυμπιακού κόντρα στην Πόρτο για το Champions League της σεζόν 1997-98, όπου ο Στέλιος έβαλε εκείνη την γκολάρα σχεδόν από το κέντρο, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να μην αγωνιστεί, αφού είχε πάθει τράβηγμα και έκανε φυσικοθεραπείες για να προλάβει. Μία από εκείνες τις μέρες, τον είδα να πίνει καφέ στον Λέντζο (θρυλικό καφέ, στο οποίο πήγαιναν οι ποδοσφαιρικές φίρμες της εποχής), στο Παγκράτι με τον Αμανατίδη και τον παίρνω τηλέφωνο, προσποιούμενος πως ήμουν δημοσιογράφος της ΕΡΑ ΣΠΟΡ.
-Έλα Στέλιο, είμαι από την ΕΡΑ ΣΠΟΡ.
-Ναι, ναι (απαντά και κάνει σήμα στους γύρω του να κάνουν ησυχία).
-Πες μου, πώς πάει ο τραυματισμός σου;
-Πάω πάρα πολύ καλά και πιστεύω πως θα παίξω.
-Στέλιο, επειδή έχουν σπάσει τα τηλεφωνικά κέντρα, μας δίνεις το λόγο σου ότι θα παίξεις;
‘Σας δίνω το λόγο μου ότι θα παίξω’, μου απαντά και εμφανίζομαι μπροστά του και του λέω ‘στα αρχίδια μας κι εμάς’, κάνοντας την αντίστοιχη κίνηση με τα χέρια. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι ταξιτζήδες που μας έβλεπαν να με κυνηγάει στην Φιλολάου είχαν πεθάνει στα γέλια”.
ΦΑΡΣΑ 3Η: Ο ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΛΙΛ
”Ενώ πλέον ο Στέλιος ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες του Ολυμπιακού, έβαλα μια φίλη μου, η οποία μισομιλούσε γαλλικά να κάνει πως τον παίρνει εκ μέρους της Λιλ και να του πει ότι η γαλλική ομάδα ενδιαφέρεται να τον αγοράσει. Του έλεγε η φίλη μου ‘βουζετετί, βουζετετιέ’ και ο Στέλιος απαντούσε ‘ναι, ναι’. Συνέχιζε εκείνη, λέγοντάς του πως θα του έδιναν μισό εκατομμύριο για να υπογράψει και ο Στέλιος εκεί ‘ναι’ και ‘ναι’. Το είχε πιστέψει.
Με κάποιο τρόπο το θέμα έφτασε στους δημοσιογράφους, οι οποίοι άρχισαν να τον παίρνουν συνεχώς τηλέφωνο και να τον ρωτούν σχετικά. Όταν του αποκάλυψα την αλήθεια, άρχισε πάλι να με κυνηγάει. Δεν με καταλάβαινε όποτε του έκανα πλάκα, αλλά λίγες μέρες μετά με πήρε ο πατέρας του και μου είπε: ‘Θοδωρή κόψε τις μαλακίες, γιατί μας έχουν τρελάνει οι δημοσιογράφοι’ και κάπως έτσι σταμάτησα τις φάρσες”.
Οι προτάσεις από ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και Άρη
(Με τον Γιάννη, συμπαίκτη του στην ομάδα παλαιμάχων)
Η βασική μου απορία πριν καν συναντήσω τον Αρμύλαγο ήταν γιατί δεν αγωνίστηκε ποτέ σε κάποια πολύ μεγάλη ελληνική ομάδα. Μετά τον Πανηλειακό αντί να πάει σε κάποιον από τους μεγάλους, πήγε στον Αθηναϊκό για να ακολουθήσει η Ελευσίνα, ο Άγιος Νικόλαος και ο Φωστήρας. ”Όταν έφυγα από τον Πανηλειακό ήμουν 29 στα 30, αρκετά μεγάλος δηλαδή για να έρθει μια καλή πρόταση. Νωρίτερα, στον Αιολικό με είχε δει ο Σαράφης του ΠΑΟΚ και είχε τρελαθεί, αλλά τότε στον δικέφαλο πρόεδρος ήταν ο Βουλινός. Στην Μυτιλήνη μου έδιναν 30.000.000 δρχ και εκείνος 3.000.000 δρχ. Αργότερα με ζήτησε και η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς δύο φορές, αλλά εκείνες τις εποχές για να πουλήσει μια ομάδα έναν παίκτη έπρεπε να της δώσουν ένα καράβι λεφτά.
Πιο κοντά, όμως, από όλες τις μεγάλες ομάδες έφτασα στον Άρη. Στα 16 μου και ενώ έπαιζα στην Τερψιθέα, είχαμε γείτονα τον Νικηφόρο Τσαρούχα, αδερφό του τότε προέδρου του Άρη. Οπότε, με έστειλε δέκα μέρες στη Θεσσαλονίκη να με δοκιμάσει ο Ντίνος Κούης, ο τότε υπηρεσιακός προπονητής της ομάδας. Έπαιξα σε 4 φιλικά και έβαλα 12-14 γκολ. Είχαν τρελαθεί όλοι και μου είπαν να κατέβω Αθήνα, να μαζέψω τα ρούχα μου και να γυρίσω Θεσσαλονίκη για να υπογράψω ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο. Γυρνάω στην Αθήνα, στήνω ένα πάρτι και μετά από δύο μέρες παραιτείτε ο Τσαρούχας. Ο νέος πρόεδρος φέρνει καινούργιους προπονητές και όπως καταλαβαίνεις κάπου εκεί τελειώνει και η δική μου ιστορία.
Δεν σου έχει μείνει απωθημένο; τον ρώτησα. ”Παντρεύτηκα στα 18, γιατί έμεινα έγκυος η κυρά. Όταν λίγο αργότερα είχα δυο παιδιά και μια μεσαία ομάδα μου έδινε ένα καλό συμβόλαιο, ενώ ο ΠΑΟΚ είχε τον Βουλινό και κανείς στην Τούμπα δεν ήξερε τι του ξημέρωνε, δεν μπορούσα να τα ρισκάρω όλα και να πάω στη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη πλευρά είχα πάντοτε ως βασικό στόχο να παίξω στην Α’ Εθνική. Έλεγα στον εαυτό μου καλός είσαι, αλλά κάτσε να σε δούμε και στην Α’ Εθνική.
Όταν τελικά αγωνίστηκα με τον Πανηλειακό στην Α’, συνειδητοποίησα ότι ήταν η πιο εύκολη κατηγορία από όλες. Εκεί το στόπερ σε έπαιζε στα 2-3 μέτρα, σε άφηνε να γυρίσεις. Άντε να παίξεις μέσα στο Μενίδι ή στον Αχαρναϊκό. Έκει έπεφτε πολύ ξύλο.
”Οι καλύτερες ομάδες που αντιμετώπισα ήταν η ΑΕΚ και ο Ολυμπιακός του Μπάγεβιτς. Την πρώτη φορά που έπαιξα κόντρα στην ΑΕΚ του Κασάπη, του Μπορμπόκη, του Κετσπάγια, του Σαμπανάτζοβιτς και του Σαβέφσκι, τους μετρούσα μήπως έπαιζαν παραπάνω από 11. Τους περνούσα και πριν προλάβω να αναπνεύσω, εμφανίζονταν και πάλι μπροστά μου”
Τότε στον Πανηλειακό γιατί έβαζες 15 γκολ το χρόνο, αντί για 30; ήταν η ερώτηση που μου βγήκε αβίαστα. ”Αν ήμουν στον Ολυμπιακό, όπως έλεγε ο μεγάλος Τζόλε, θα έβαζα 50 γκολ τον χρόνο. Στον Ολυμπιακό κάνεις 10 ευκαιρίες για πλάκα, χωρίς τα πέναλτι. Στον Πανηλειακό κάναμε 2-3 και έπρεπε να βάλω τουλάχιστον τη μία. Τα 15 γκολ μου προέρχονταν από πολύ λίγες τελικές. Δεν υπήρχε άλλος παίκτης στην Ελλάδα με τέτοια αναλογία γκολ/τελικών. Ο Μπεργκ, για παράδειγμα, έβαζε 20 γκολ στον Παναθηναϊκό και έκανε 170 τελικές. Έπαιζε όλη η ομάδα για τον Μπεργκ, ενώ εμείς παίζαμε για την ομάδα”.
Τι ομάδα είσαι; ‘Ήμουν Ολυμπιακός. Όταν όμως παίξεις επαγγελματικά στην Α’ Εθνική, σου περνούν αυτά. Όποια ομάδα σου δώσει τα περισσότερα λεφτά, αυτή υποστηρίζεις. Δεν έχω πάει ποτέ στο γήπεδο σαν φίλαθλος. Δεν πανηγυρίζω, δεν ασχολούμαι. Όλα αυτά είναι για τον κόσμο που δεν ξέρει πολλά πράγματα. Για να σου δώσω να καταλάβεις, 100% ο Αλαφούζος κάνει δουλειές με τον Μαρινάκη, όπως έκανε παλιότερα ο Βαρδινογιάννης με τον Σαλιαρέλη”.
Η κόντρα με τον Μπάμπη Τεννέ και η παραλίγο παρεξήγηση με τον Φωστήρα
Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τον Αθηναϊκό, ο Αρμύλαγος υπέγραψε στον Πανελευσινιακό. Έβαλε 27 γκολ στην Β’ Εθνική και βοήθησε την ομάδα να ανέβει στην Α’. Κάπου εκεί, όμως, ανέλαβε προπονητής του συλλόγου ο Μπάμπης Τεννές. ”Ο άνθρωπος είχε θέμα. Πήγε και μας έφερε όλους τους παίκτες του Αθηναϊκού (π.χ. Κακλαμάνο, Τσιρώνη), ο οποίος είχε πέσει εκείνη τη χρονιά και με κάλεσε στο γραφείο να μου μιλήσει. ‘Θοδωράκη’, μου λέει, ‘εγώ παίζω μ’ ένα σέντερ φορ. Ξέρω ότι σε αγαπάει πάρα πολύ ο κόσμος, αλλά θα παίζεις μία εσύ και μία ο άλλος’. Οπότε του απαντάω
κυρ Μπάμπη, αν δεν αξίζω να μην παίξω ούτε μισό παιχνίδι, αλλά αν το αξίζω θα τα παίξω όλα, αλλιώς θα έχουμε θέμα
Τρομοκρατείται και βλέποντας τον κόσμο να έρχεται στην προπόνηση και να φωνάζει ‘Άρμυ θεέ’ και ‘φονιά’ με στέλνει μέσω του μάνατζέρ του στον Άγιο Νικόλαο”.
Ο Άγιος Νικόλαος τερματίζει 6ος στην Β’ Εθνική και ο Αρμύλαγος, όντας πλέον 31, ψάχνει ομάδα στην Αθήνα για να κλείσει την καριέρα του. ”Ο Φωστήρας είχε για πρόεδρο τον Λεβέντη, έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο. Για αυτό και έπαιξα εκεί μέχρι τα 34 μου και ανεβάσαμε την ομάδα από την Δ’ στην Β’ κατηγορία. Θα ανεβαίναμε και στην Α’ αν δεν γινόταν το φιάσκο με τον Alpha Digital.
Μεγάλωσε με την αφίσα του Νίκου Αναστόπουλου στο δωμάτιό του, ενώ πιο ολοκληρωμένο επιθετικό θεωρούσε τον Βαζέχα.
Όταν, λοιπόν, μίλησα για πρώτη φορά με τον Λεβέντη δώσαμε τα χέρια ότι θα πάω στον Φωστήρα. Έλα, όμως, που ο πρόεδρος του Εθνικού Αστέρα, χωρίς να έχουμε προλάβει να συζητήσουμε, έβγαλε ανακοίνωση στις εφημερίδες ότι θα κλείσω την καριέρα μου στην Καισαριανή, επειδή ξεκίνησα από εκεί. Βρίσκομαι, που λες, μια μέρα στα γηπεδάκια μου στη Λούτσα και εμφανίζονται πέντε τζίπ με κάτι μαντράχαλους και τον Λεβέντη. Με πλησιάζει ο πρόεδρος, άντρας δυο μέτρα, γονατίζει στα πόδια μου και με ρωτάει ‘γιατί; Αφού ό,τι και να μου ζητούσες, θα σου το έδινα’.
Τον σηκώνω, τον αγκαλιάζω και του λέω ‘προεδράρα, σου έδωσα το λόγο μου. Μην πιστεύεις ό,τι γράφει ο καθένας. Έχεις ένα συμβόλαιο;’ Του ζητάω να μου φέρει ένα και σε μισή ώρα φτάνει ένα συμβόλαιο, που έφερε ένας από τους άντρες του με μηχανή, στη Λούτσα. Το υπογράφω εν λευκώ και του λέω να συμπληρώσει εκείνος τα ποσά και τη διάρκεια. ‘Αν έχω υπογράψει αλλού, όπως λένε οι εφημερίδες, θα τιμωρηθώ για 2-3 χρόνια, αλλά μάλλον δεν θα τιμωρηθώ’, συνεχίζω. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και στη συνέχεια αρχίζουμε να παίζουμε ποδόσφαιρο εγώ, ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος κι ένας γενικός αρχηγός 2 εναντίον 2 στο γήπεδο, ενώ έχω φέρει καμιά 20ρια σουβλάκια και λουκουμάδες τα οποία τρώμε παράλληλα. Παραλίγο να πάθουμε καρδιακό”.
Το come back
Η τελευταία φανέλα επαγγελματικής ομάδας που φόρεσε ο Αρμύλαγος ήταν αυτή του Φωστήρα. Στη συνέχεια, αφού πέρασε από Γλυκά Νερά και Αρτέμιδα κρέμασε -λέμε τώρα- τα παπούτσια του. Λίγο αργότερα, όμως, ένας φίλος του, ονόματι Ζορμπάς, του ζήτησε μια χάρη.‘Θοδωρή, θέλω να με βοηθήσεις να πάρω τη Δημαρχία στη Χρυσοβίτσα’, του λέει ο Ζορμπάς για να συνεχίσει ”θα παίξουμε τρία παιχνίδια μπαράζ και αν τα κερδισουμε, θα ανέβουμε κατηγορία’. Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Έπαιξα 3 παιχνίδια, έβαλα 9 γκολ και κερδίσαμε την άνοδο. Τους έμαθα την προπαίδεια του τρία”.
Γκολ, ευτράπελα, γυναίκες, πρόεδροι λαμόγια, περίεργοι προπονητές. Η καριέρα του Αρμύλαγου είχε όλα όσα συμβολίζουν το ελληνικό ποδόσφαιρο των ’90s. Το γεγονός, όμως, ότι μίλησα μαζί του και όχι με οποιονδήποτε άλλο παίκτη της εποχής, δεν οφείλεται μόνο στο ταλέντο του να βρίσκει τα αντίπαλα δίχτυα και στο γεγονός πως το ‘Αρμύλαγος’ είναι ένα επίθετο το οποίο με την πρώτη φορά που θα το ακούσεις γράφεται με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στην μνήμη σου, αλλά στο ότι δεν έχει κρεμάσει ακόμα εντελώς τα παπούτσια του, αφού όπως προανέφερα, στα 49 του σκόραρε στο τοπικό Ευβοίας.
”Μου ζήτησε ο Γιαννακουδάκης, ένας συμπαίκτης μου από το πρωτάθλημα παλαιμάχων, να παίξω δύο παιχνίδια με την ομάδα της Καρύστου. Εγώ, τότε ήμουν διακοπές στην Πάρο. Για 40 μέρες δεν είχα τρέξει ούτε 10 μέτρα και πήγα στην Εύβοια και έπαιξα με μόλις δύο προπονήσεις. Την εβδομάδα πριν το ματς έχασα 6 κιλά για να μπορέσω να παίξω. Τελικά, ο αγώνας έγινε με 40 βαθμούς και έβαλα και γκολ, ενώ είχα και δοκάρι στο 90′ για να ισοφαρίσουμε. Έτσι κατάφερα να σκοράρω ξανά 36 1/2 χρόνια μετά το πρώτο μου γκολ στα 13 με τη φανέλα της Τερψιθέας”.
Οπότε Θοδωρή, θα παίξεις ξανά; ήταν η τελευταία μου ερώτηση. ”Μικρός είμαι. Όχι μόνο θα παίξω, αλλά θα σκοράρω κιόλας”.