Ό,τι αγαπάει ο Χρήστος Κυριαζής του θυμίζει τη μάνα του
Κατάφερε να κάνει όλη την Ελλάδα να τραγουδάει τα τραγούδια του, χωρίς ο ίδιος να κάνει καριέρα στις πίστες. Ο Χρήστος Κυριαζής έφυγε από τη ζωή κι εμείς θυμόμαστε την συνέντευξη που είχε δώσει στο OneMan.
- 24 ΝΟΕ 2016
O Χρήστος Κυριαζής έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου του 2021 σε ηλικία 68 ετών και με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που είχε δώσει στο OneMan.
Ο ίδιος ο Χρήστος Κυριαζής διάλεξε ώρα και μέρος. Το ραντεβού ορίστηκε για τις 8.30 το πρωί, στο Freddo cafe στην Καστέλα. Φτάσαμε με την Φραντζέσκα στην ώρα μας και τον βρήκαμε ήδη να έχει κάτσει στην αγαπημένη του θέση, με το Πασαλιμάνι να απλώνεται μπροστά του και να καθρεφτίζεται στα μαύρα γυαλιά που δεν έβγαλε ούτε για πέντε δευτερόλεπτα.
“Αυτό εδώ είναι το γραφείο μου”, μου εξήγησε. “Έρχομαι οκτώ με εννιά το πρωί. Είμαι μόνος μου, εγώ κι ο Στέλιος ο σερβιτόρος. Μόλις έρχεται κόσμος, φεύγω, πάω να κάνω τις δουλειές που έχω μέσα στη μέρα. Δεν μ’αρέσει να πηγαίνω σε διαφορετικά μαγαζιά, μ’αρέσει να έχω στέκι”. “Κι εγώ” του απάντησα και του άρεσε.
Μερικές μέρες πριν είχα πάει να τον δω στο μαγαζί που εμφανίζεται, μαζί με τους Onirama. Τόσα χρόνια στη νύχτα, ποτέ δεν συνάντησα κάτι ανάλογο. Την παρουσία στη σκηνή ενός ανθρώπου που ήταν εκτός μαγαζιών για πάνω από είκοσι χρόνια και, ακόμα κι όταν όλη η Ελλάδα τραγουδούσε τα τραγούδια του, ο ίδιος δεν είχε εμφανιστεί στη νύχτα παρά μόνο για λίγο.
Καθισμένος σε ένα ψηλό σκαμπό, ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα σαν τον Τζόνι Κας, με μαύρα γυαλιά και την κιθάρα στο χέρι.
Αντί να του πω πόσο καλός ήταν, πόσο καλά πέρασα, ή για το τρομερό σκηνικό με την παρουσία της Βάνας Μπάρμπα στο μαγαζί, του είπα για τα λάθη που έκανε, όταν έμπαινε σε λάθος χρόνους ή έχανε λίγο τα λόγια. Το άγχος που είχε, εμφανές σχεδόν σε κάθε δευτερόλεπτο στη σκηνή. Του λέω πως τα βρήκα καταπληκτικά τα λάθη. Γελάει και με ρωτάει τι το καταπληκτικό είχαν. “Στα δικά μου τα μάτια είναι πολύ ωραίο αυτό το άγχος” του λέω. “Ίσως επειδή είναι αληθινό” απαντάει και συμφωνώ. “Τώρα που μου το λες, ξέρεις, ησυχάζω λίγο μέσα μου” λέει και γελάει. “Μακάρι να ήταν όλοι σαν κι εσένα”.
Του περιγράφω πως πρόσεξα το δεξί του χέρι, που έτρεμε μέχρι να αρχίσει να παίζει. “Κάθε βράδυ τρέμει, η ίδια ιστορία” μου απαντάει κι αρχίζει μ’ ένα τσιγάρo μόνιμα αναμμένο στο χέρι να μου εξηγεί την προετοιμασία του.
“Πριν να βγω, προετοιμάζομαι δύο ώρες. Μία ώρα ακούω βυζαντινούς ύμνους και παρακλήσεις. Το προηγούμενο Σάββατο άκουγα την παράκληση της Αγίας Άννας. Ησυχάζω, όλοι έξω, είμαι μόνος μου. Μετά σβήνω τα φώτα κι ανάβω ένα κερί και γράφω ο,τι μου έρχεται, χωρίς να βλέπω το χαρτί. Το κερί είναι εκεί, το κοιτάω, και γράφω χωρίς να βλέπω. Όταν τελειώσει αυτό, σ’ ένα μισάωρο, ανάβω τα φώτα και βλέπω τι έγραψα. Στο 90% δεν καταλαβαίνω τι γράφω. Στο 10% όμως από μία λέξη και μόνο παίρνω την έμπνευση για την παράσταση.
Δηλαδή, βρίσκω μια λέξη η οποία με βοηθάει. Μπορεί να είναι ας πούμε ‘πίστη’. Μπορεί να είναι ‘κόκκινο’. Κάτι που κάτι μου κάνει, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Μια λέξη που μου κάνει. Η λέξη καράβι, μου κάνει. Η θάλασσα, μου κάνει. Η γυναίκα, μου κάνει. Ό,τι γράψω, από εκεί αντλώ, όχι δύναμη, αλλά κέφι και λέω “έλα, πάμε”.
Αλλά όταν φτάνω ένα βήμα πριν τη σκηνή, τρέμει το φυλλοκάρδι μου και εκεί λέω ‘βοήθησέ με Θεέ μου'”.
Κάτσε ρε φίλε. Πως γίνεται κάποιος να έχει το ψώνιο να γράφει τραγούδια για να τα ακούει ο κόσμος και να μην του αρέσει η στιγμή που βρίσκεται κάτω απ’τα φώτα;
“ΔΕΝ ΞΕ-ΡΩ. Δεν ξέρω. Εγώ τρελαίνομαι για Έρικ Κλάπτον και Κάρλος Σαντάνα. Βλέπω τα live τους και λέω ‘νά ’μουνα έτσι’. Παίζουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Εγώ, δεν ξέρω. Έχω καταλάβει ότι δεν είμαι διασκεδαστής, performer. Δεν το ‘χω αυτό. Μου βάλανε στο μαγαζί μια εξέδρα να πάω μπροστά να τραγουδήσω. Τους λέω ‘τρελοί είσαστε;’ και ήρθα πίσω.
Αν δεν είχα τα παιδιά δίπλα μου, τους Onirama, κι είχα μια ορχήστρα ξέρω ’γω, απλή, δεν νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω. Αν δεν είχα γίνει φίλος με τα παιδιά. Μου θυμίζουν τις Πρόκες, το πρώτο μου συγκρότημα”.
Ταξίδι στο 1973, όταν ο 20χρονος Κυριαζής είναι ο αρχηγός και frontman στις Πρόκες.
“Εδώ στο Καφέ Φοντάνα έγινε το συγκρότημα. Παίζαμε τραγούδια δικά μου στα κλαμπάκια εδώ, βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας, περνάγαμε πολύ ωραία. Και κάποια στιγμή μας κάνουν πρόταση οι Socrates και κάναμε μια συναυλία στο Σπόρτινγκ. Μιλάμε για 2.500 κόσμου. Εκεί να δεις τρακ. Κι εμείς είμαστε support, πριν απ’τους Socrates. Και παίζουμε δύο τραγούδια δικά μου, το ‘Διαμορφώσου’ και το ‘Κι αν η τύχη μου’ και γίνεται χαμός. Και μετά το χειροκρότημα, έρχεται ο Φαληρέας πίσω στα καμαρίνια και μας παίρνει στη Λύρα και μας κάνει το πρώτο σινγκλάκι.”
Χειροκρότημα πήραμε, δίσκο βγάλαμε, τι έγινε μετά;
Ε, εγώ γνώρισα μια κοπέλα κι έφυγα στην Ιταλία, μου απαντάει και ξεκαρδίζεται. Η Χριστίνα Ρατζέτι τα έκανε όλα.
Αρχηγός και παρατάς το συγκρότημα για μια γυναίκα;
“Κοίταξε, κάναμε συναυλία στην Πρέβεζα. Γίνεται σεισμός και αδειάζει η πόλη. Είμαι αρχηγός του γκρουπ, πρέπει να μας βρω δουλειά. Πάω λιμάνι, βλέπω ένα καΐκι, του λέω πού πας, Λευκάδα μου λέει. Βάζουμε μέσα όργανα, ενισχυτές, τα πάντα και πάμε Λευκάδα. Ψάχνω για μαγαζί, μπαράκι, κλαμπ, δεν υπήρχε τίποτα, έχω φρικάρει. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν είχαμε φράγκο, πως θα γυρίζαμε πίσω.
Και βλέπω ένα ζαχαροπλαστείο και τον ψήνω τον ζαχαροπλάστη και παίζαμε ροκιές και οι παππούδες τρώγανε πάστες. Και την άλλη μέρα γίνεται χαμός, το μαθαίνει όλη η νεολαία του νησιού και παίζαμε επί τρεις μήνες κάθε βράδυ, όλο το καλοκαίρι.
Ε, κι έρχεται η Χριστίνα και μου λέει “πάω Μιλάνο, θες να το δεις;” Ε και λέω πάμε”.
Πάνω-κάτω την ιστορία την ήξερα. Είχα σχεδιάσει μόλις την ολοκληρώσει να τον ρωτήσω αν μετάνοιωσε που άφησε την μπάντα για να πάει με την Χριστίνα στην Ιταλία. Η διήγησή του μου έδωσε να καταλάβω το πόσο ηλίθια ερώτηση θα ήταν και δεν την έκανα.
Επιστροφή απ’την Ιταλία, μετά από δυόμιση χρόνια. Το 1976 ο Χρήστος Κυριαζής παίρνει μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το “Κάθε πρώτη του μηνός”. “Έστειλα ένα τραγούδι και πέρασε. Ήμουνα ναύτης τότε. Και βγήκα τελευταίος, αλλά οι εφημερίδες στη Θεσσαλονίκη με είχαν πρωτοσέλιδο, γιατί είχα βγει με ένα ντύσιμο, με ένα καπέλο, με τιράντες, με δίχρωμα παπούτσια”.
Μισό λεπτάκι, αυτό το ντύσιμο;
“Ναι, αυτό. Όλες οι εφημερίδες με είχαν και είχα βγει τελευταίος.
Άκου τώρα. Όταν γύρισα στη βάση στου Παλάσκα, έγινα ήρωας όπως καταλαβαίνεις. Ήμουν αστέρι, είχα βγει στην τηλεόραση. Και με βάλαν αρχηγό στην μπάντα, παρακαλώ. Και την μπάντα την έκανα ροκ όλη, έγινε ο χαμός. Πηγαίναμε σε χοροεσπερίδες και παίζαμε, στον Πόρο, σε ναυτικές εκδηλώσεις και γινόταν μακελειό. Γιατί έφερναν τα παιδιά τους και γινόταν χαμός.
Δέκα μέρες άδεια ο Κυριαζής, δέκα μέρες και η μπάντα. Και περάσαμε τέλεια. Νά’ναι καλά ο διοικητής μου. Αντώνης Ζερβός, αντιπλοίαρχος. Αρχιμουσικός της μπάντας του Πολεμικού Ναυτικού, όβερ. Τι πλάκα”.
Καλά, ο Κυριαζής, ο μποέμ ο τύπος, ο ‘δεν με νοιάζει’, τι δουλειά έχει σε διαγωνισμό, αφού δεν νοιάζεται.
Όχι ρε, άκου να δεις κάτι. Όταν κάνεις ένα τραγουδάκι, θες να δεις τι γίνεται με τον κόσμο. Και τότε δεν υπήρχε τρόπος να μπεις στη δισκογραφία, ήταν μόνο τα ονόματα. Δηλαδή για να μπεις σε εταιρία ήταν γάμησέ τα. Το ‘Μου θυμίζεις τη μάνα μου’ το απέρριψαν εφτά εταιρίες πριν πάει στη Sony. Εφτά εταιρίες. Και ποιος το πήγε στη Sony, ξέρεις; Η Μάγκυ Χαραλαμπίδου. Παντρευόταν με τον Γιώργο τον Πολυχρονίου και είχαν έρθει να αγοράσουν έπιπλα.
Α, μπράβο. Με τα έπιπλα, τι φάση;
“Μ’ άρεσε το σχέδιο πολύ, πάρα πολύ. Και ήθελα να πω στην Ιταλία, η Χριστίνα ήταν μια αφορμή να το κάνω πιο γρήγορα. Εκεί πέρα πήγα σε μια σχολή και όλοι οι καθηγητές μας ήταν πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, designers. Είχα πάθει πλάκα, είχα μαγευτεί. Αλλά δεν ήξερα με ποιον τομέα να ασχοληθώ. Τι να σχεδιάσω, αυτοκίνητα, έπιπλα, κτήρια, τι; Αλλά τα δύο αδέρφια μου έκαναν εμπόριο επίπλου και είχαν μαγαζί και πήγα στο σχεδιασμό επίπλου. Πήγαινα και έβλεπα βιτρίνες με έπιπλα στην Ιταλία και πάθαινα πλάκα. Αυτά που πουλάγανε οι δικοί μου φαίνονται όχι αρχαία, στη Λίθινη εποχή. Πω-πω, εκεί τρελάθηκα. Άρχισα τα σχέδια και έφτιαξα έναν φάκελο πολύ ωραίο και κάποια στιγμή μου τη βαράει και γυρίζω στην Ελλάδα.
Ψάχνω να βρω τις Πρόκες, ο ένας ήταν στην Αμερική, ο άλλος είχε πάει στο Παρίσι, ο Γιάννης είχε πάρει τα βουνά, είχε γίνει ποιητής. Δεν ήξερα τι να κάνω και μου λέει ο αδερφός μου ο Αντρέας, δεν έρχεσαι στο μαγαζί να ασχοληθείς λιγάκι; Πάω λοιπόν και βλέπω ένα μαγαζάκι 35 τετραγωνικά. Είχε μέσα έναν καναπέ, μια τραπεζαρία, ένα σύνθετο, το ένα πάνω στ’άλλο. Του λέω “τ’είναι αυτά ρε; Αυτά πουλάτε; Τι είναι αυτό εδώ μέσα”.
Μου λέει ο Αντρέας “άσε τις μαλακίες, απ’αυτό ζούμε” και εντάξει, εκεί το σεβάστηκα το θέμα. Του λέω “εντάξει, αν θες να ασχοληθώ, θα πιάσουμε ένα άλλο μαγαζί στη Βασιλίσσης Σοφίας, θα είναι πάνω από 100 τετραγωνικά, θα το διακοσμήσω εγώ, θα σχεδιάσω να βάλω δικά μου έπιπλα μέσα”.
Μου λέει “όλα τα δέχομαι, αλλά θα βάλουμε μέσα μισά δικά σου και μισά δικά μας. Και το μαγαζί πάει σφαίρα, με τα έπιπλα τα δικά μου. Αρχίζουμε και κάνουμε παραγωγή κομμάτια πιο λιτά. Μετά από έναν χρόνο είδα ότι αυτό μπορώ να το κάνω μόνος μου και τους είπα φεύγω. Και κάνω το πρώτο μαγαζί στο Καλαμάκι, μετά έγινε το δεύτερο στο Παλαιό Φάληρο, μετά στην Κηφισίας, μετά τα άλλο δύο στο Κολωνάκι, συν το Art Cafe στην Καστέλλα, που ήτανε μια άλλη ιστορία. Παράλληλα όμως, έκανα και δισκάκια. Μού ’λεγε ο Τουρκογιώργης “έχεις υλικό;”.
Μισό λεπτό, όμως, τον διακόπτω. Εκεί έχεις περάσει τα 30, δεν είσαι στο ‘θέλω να βγάζω δίσκους γιατί είμαι νέος’. Έχεις παντρευτεί, έχεις κάνει παιδί. Έχεις την επιχείρησή σου, κάνεις τα έπιπλά σου, ζεις καλά, γιατί συνεχίζεις να γράφεις και να θες να βγάζεις δίσκους;
“Γιατί είναι ψυχική ανάγκη. Όχι μόνο να κάνω δισκάκι, είναι ψυχική ανάγκη να γράφω. Η ζωή μου αυτά τα 20 χρόνια που λείπω ήταν ψάρεμα, στούντιο, βόλτες. Όταν δεν είχα στούντιο, τρελαινόμουνα, δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξε, είμαι πιο πολύ μουσικός του στούντιο, δεν το κρύβω. Μ’αρέσει να κάνω δισκογραφία, όχι εμφανίσεις. Και τώρα, αν δεν ήταν μόνο για μια φορά την εβδομάδα, δεν θα πήγαινα. Ξέρεις ποια είναι η πλάκα; Όταν ήμουν στη Minos, έδινα κομμάτια και σε άλλους τραγουδιστές. Στον Θέμη τον Ανδρεάδη, στον Γαργανουράκη, στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, διάφορους. Και δεν γινόταν επιτυχία. Έρχεται ο Μάτσας, ο πρόεδρος, και μου λέει ‘Χρηστάκη, περίμενε, κάτι θα γίνει”. Πίστευε πολύ σ’ εμένα”.
Και μετά από τόσα χρόνια, βγάζω με τη Sony το ‘Μου θυμίζεις τη μάνα μου’ και γίνεται αυτή η μεγάλη επιτυχία. Έρχεται στο καμαρίνι ο πρόεδρος και μου λέει ‘Χρηστάκη, δικαιώθηκες’. Αυτό δεν θα το ξεχάσω. ‘Χρηστάκη, δικαιώθηκες’.
Και πώς γράφονται τα τραγούδια;
“Άκου τώρα. Πρώτα είναι ένα πράγμα που δεν ξέρω τι είναι. Θα στο πω όμως με μια λέξη, θα καταλάβεις. Συγκίνηση. Γίνεται κάτι και φεύγει ένα κύμα συγκίνησης. Ή από ένα ακόρντο ή από μια κουβέντα της κόρης μου της Βαρβάρας ή μια ζωγραφιά της της κόρης μου της Κατερίνας ή από ένα τοπίο που θα δω και “θα πω, αμάν τι είναι αυτό”. Δηλαδή, πρέπει να γίνει κάτι που να φέρει ένα κύμα συγκίνησης. Τότε καταγράφονται εικόνες. Οι εικόνες γίνονται λέξεις, οι λέξεις γίνονται ρίμα και από εκεί βγαίνει η μουσική. Δηλαδή, έχω το χαρτί μπροστά με τη ρίμα, τελειωμένο. Άμα δεν είναι τελειωμένο, δεν βγαίνει η μουσική.
Λες εσύ τώρα κάτι που μ’αρέσει, το γράφω, το βάζω στο συρτάρι, δεν ξέρω τι θα γίνει. Όταν το βρω ξανά στο συρτάρι, αν μου κάνει κάτι κλικ, αυτό θα γίνει τραγούδι. Δεν έχει χρόνο, δεν ειδοποιεί η έμπνευση, το κατάλαβες; Θυμάμαι στο ‘Ημεροβίγλι’, το τραγούδι ξεκίνησε από έναν ακόρντο”, μου λέει κι αρχίσει να λέει μία-μία τις νότες παίζοντας κιθάρα στον αέρα.
“Το ‘Έλα μωράκι μου’ βγήκε ολόκληρο, μονοκόμματο. Στη Φοντάνα”. Τα παπούτσια τα χαμηλά και τα κοκαλάκια στα μαλλιά ήταν πραγματικά ή προέκυψαν για τον στίχο και μόνο;“Φορούσε όντως παπούτσια χαμηλά, κοκαλάκια στα μαλλιά και είχε πολύ μεγάλο κ….ομμάτι” μου απαντάει και γελάει πάλι. “Θες να σου πω πως τη λέγανε; Δεν το λέω, Πώλα. Δεν το είπα, Πώλα”.
Όταν ήμασταν έφηβοι, ξέραμε τον μύθο πως ο Κυριαζής έχει πάντα στο πορτ μπαγκάζ ένα μπουκάλι σαμπάνια και δύο ποτήρια, αλήθεύει; “Ρε μπαγάσα, πού το ξέρεις αυτό; Αλήθεια είναι, κάτσε να σου πω την ιστορία. Ήταν μια γκόμενα που την έψηνα καιρό. Κάποια στιγμή, μου λέει εντάξει, να βγούμε. Αυτή δεν ήταν κυριλέ, δεν ήθελε εστιατόρια, ήταν αλλού. Λέω να πάμε βόλτα με το αμάξι και επειδή είχα τα γενέθλιά μου, έχω πάρει μια σαμπάνια μαζί. Πάμε Βουλιαγμένη με το αμάξι, αράζουμε τέρμα, δίπλα στη θάλασσα”.
Πάντα μ’ άρεσε που στους δίσκους του είχε μια ημερομηνία και ένα μέρος, προφανώς εκεί που γράφτηκε το τραγούδι. “Ναι, η ημερομηνία είναι η αρχή, η συγκίνηση. Μπορεί το κομμάτι να γράφτηκε μετά από δύο μήνες, αλλά η ημερομηνία είναι το έναυσμα. Είναι το πρώτο, το νεύμα”.
Όμως, υπάρχει ένα τραγούδι που έχει δίπλα όχι μία, όχι δύο, αλλά τέσσερις τοποθεσίες. Δίπλα στο ‘Έχω κλάψει’ γράφει Φάληρο, Γλυφάδα, Αθήνα, Πειραιάς. Γιατί; “Πωωω, τώρα μου θύμισες την ιστορία”. Εγώ βλέπω τις τοποθεσίες και τον φαντάζομαι να οδηγεί από μέρος σε μέρος, να ψάχνει κάτι. “Δεν θέλω να πω ονόματα, θα μπλέξω. Άστο, θα μπλέξω. Για να στο πω απλά, εμπλέκονται τρία γυναικεία, ονόματα εκεί, τέλος”, λέει κοφτά.
Πάμε στη ‘Δραπετσώνα’, απ’τον πρώτο του δίσκο, που περιγράφει τον εαυτό του ως θαμώνα, μέχρι ‘Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια’, μια ωδή στη νύχτα. Τελικά προτιμάει να είναι πελάτης, παρά ο καλλιτέχνης. “Έτσι είναι. Αυτό μ’ αρέσει. Να είμαι πελάτης, ο πελάτης περνάει πιο καλά, μπορεί να διασκεδάσει. Εγώ στη σκηνή μπορεί να μην μπορώ να διασκεδάσω”. Καμία φορά; “Ελάχιστες φορές”.
Και χωρίς να περνάς καλά πόσα χρόνια άντεξες να τραγουδήσεις τότε στο μεγάλο χαμό; “Πλάκα μου κάνεις, τι χρόνια; Είκοσι βράδια και άλλα εβδομήντα. Είκοσι στη Θεσσαλονίκη και εβδομήντα στην Αθήνα. Ήταν σαράντα και δεν με αφήνανε να φύγω, τα έκαναν εβδομήντα. Έρχονταν μετρ, λουλουδούδες και μου έλεγαν μη φύγω. Και θυμάμαι είχα πάει μια κιμωλία και τράβαγα στον τοίχο γραμμές, όπως στο Ναυτικό, πότε θα φύγω, είχα βαρεθεί. Μου έλεγαν και για την επόμενη χρονιά να συνεχίσω, τους είπα ‘ναι, καλά’. Είχα φρικάρει”.
Μα δεν γίνεται να έρχεται η επιτυχία και το ‘Χρηστάκη δικαιώθηκες’ και εσύ να θες να φύγεις.
Εντάξει δηλαδή και τι πρέπει να κάνω ρε μπαγάσα; Εγώ κάνω όπως μου βγαίνει, δεν έχω φόρμουλα. Αν τραγούδαγα κάθε χρόνο από τότε, αυτή τη στιγμή θα ήμουν εκατομμυριούχος. Μου λέγανε όλοι “τρελός είσαι και φεύγεις;”, αλλά εμένα με ενδιαφέρει η ψυχή μου να είναι καλά. Να γυρίσω σπίτι να κοιμηθώ, να δω τα παιδιά μου, να σηκωθώ ξημερώματα που μ’ αρέσει, γιατί τα περισσότερα τραγούδια τα γράφω ξημερώματα. Μ’αρέσει να κάθομαι στο μπαλκόνι και να βλέπω την αυγή.
Επιστρέφει στο πριν και μονολογεί χωρίς καν να τον ρωτήσω.
“Χρηστάκη, δικαιώθηκες, είναι η ατάκα της ζωής μου. Α, κι ο Χατζιδάκις μου είχε πει μια πολύ ωραία ατάκα. Ο Χατζιδάκις είχε τσαντιστεί γιατί όταν πέρασε το τραγούδι μου στους Αγώνες της Κέρκυρας, το Κυριακή Απόγευμα, είχα στείλει κι άλλο ένα τραγούδι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι εγώ πήγα Θεσσαλονίκη, γιατί ήταν μια γκόμενα εκεί που μ’ ενδιέφερε. Ο Χατζιδάκις τα πήρε. “Κωλοπειγαιώτη, που αφήνεις εμένα και πας στο πανηγυγάκι”, ξέρεις πως μιλούσε ο Χατζιδάκις. Εγώ του έλεγα τα δικά μου, και καλά ότι είχα συμβόλαιο, και πήγα τελευταία στιγμή κι έπαιξα στους αγώνες, όταν είπε το τραγούδι ο Λέκκας.
Κάποια στιγμή, μ’έχει καλέσει στο Μαγεμένο Αυλό. Και είναι ο Γκάτσος, ο Ξαρχάκος, διάφοροι ζωγράφοι, και μιλάνε. Εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι, πιτσιρικάς τότε. Μου λέει ο Χατζιδάκις “τι έχεις;” και του λέω “κύριε Μάνο, εγώ τώρα τι κάνω εδώ πέρα” και μου λέει “τέλος πάντων, φύγε, ΟΚ”. Και μόλις πάω να φύγω μου λέει “Χρηστάκη, εσύ θα πας καλά”. Δεν το ξέχασα αυτό”.
Φανταστικό τραγούδι το ‘Κυριακή απόγευμα’, το είπε εκπληκτικά ο Λέκκας, αλλά ο ίδιος ο Κυριαζής δεν το έχει βάλει σε κανένα δίσκο του. “Τώρα θα το πω στη Minos. Το λατρεύω αυτό το τραγούδι. Το έχω έτοιμο, δύο ακουστικές κιθάρες κι ένα βιολί. Σαν να ακούς δυο παιδιά να παίζουν σ’ ένα δωμάτιο, όχι ορχήστρες και τέτοια πράγματα”.
Απ’τη φωνή του Λέκκα παίρνει αμπάριζα. Ξεκινάει μόνος του την κουβέντα για τους τραγουδιστές και τους τραγουδοποιούς. “Θαυμάζω πάρα πολύ Μάλαμα, Περίδη, Αλκίνοο, έχω ψώνιο μ’ αυτά τα παιδιά. Γιατί τα γράφουν τα τραγούδια τους. Είναι ολοκληρωμένοι μουσικοί, δεν είναι τραγουδιστές. Δηλαδή, σκέψου έναν τραγουδιστή που σ’αρέσει. Άμα του δώσουν καλό τραγούδι, θα κάνει επιτυχία. Άμα του δώσουν μάπα, δεν θα κάνει τίποτα.
Δεν κάνει η φωνή την επιτυχία, την κάνει το τραγούδι. Αν την έκανε η φωνή, θα είχαν επιτυχία όλοι οι δίσκοι των τραγουδιστών. Μια φίλη μου έλεγε “πω, άκου αυτός μια φωνάρα”, τη ρωτάω ποιος είναι, ποιο τραγούδι λέει, της λέω “καταπληκτικό, κομματάρα”. Δεν χρειάζεται να λέμε ονόματα. Βγάζει τον επόμενο δίσκο, τη ρωτάω αν τον πήρε, μου λέει “μπα, δεν λέει τίποτα”. Της λέω “και που είναι η φωνάρα;” Απλό είναι, δεν είχε καλά τραγούδια. Εγώ είμαι το βασικό παράδειγμα. Εγώ δεν πατάω καλά. Μου το είχε πει κι ο Ζαμπέτας, “στη χαραμάδα είσαι, Χρήστο”. Γιατί είχα επιτυχία; Ήταν καλά τα τραγούδια.
Γι’αυτό όλοι οι τραγουδιστές ψάχνουν να βρουν το σουξέ. Μην τα έχουμε όλα μαζί. Άλλο είναι τα παιδιά, ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Μαχαιρίτσας, ο Αλκίνοος και άλλοι, που γράφουν τους στίχους, γράφουν τη μουσική και τα λένε. Δεν έχουν καμία σχέση με τους τραγουδιστές, είμαστε άλλο κλαμπ οι τραγουδοποιοί. Πιο ολοκληρωμένοι μουσικοί, κάνουμε και τα τρία. Αυτούς εγώ θαυμάζω. Τι να μου πεις για φωνές; Άμα βγεις σε μαγαζιά κι ακούσεις φωνές, θα πάθεις πλάκα. Έχουμε καταπληκτικές φωνές σε απλά λαϊκά μαγαζιά, έχω πάει κι έχω τρελαθεί.
Κι έρχονται τα talent show και βγάζουν φωνές με παλιές επιτυχίες. Και τι έγινε; Φωνές έχουμε, τραγούδια δεν έχουμε. Και δεν έχει βρεθεί ένα κανάλι να κάνει αυτό που έκανε ο Χατζιδάκις τότε, να κάνει ένα διαγωνισμό τραγουδοποιών, να βρούμε το νέο αίμα, τόσα παιδιά γράφουν τραγούδια, που είναι; Ν’ακούσουμε νέα πράγματα, φρέσκα, όχι φωνές με παλιές τραγούδια. Παραλήρημα τέλος”, ανακοινώνει και ανάβει νέο τσιγάρο.
Του λέω πως ακριβώς τις ίδιες απόψεις είχε κι ο Άκης Πάνου, που έλεγε τους τραγουδιστές ‘τελάληδες’ και είχε γράψει στον Νταλάρα πως “κι ο μανάβης που περνάει έχει μια φωνή που σπάει τζάμια”.
“Ο πατέρας μου άκουγε πάρα πολύ Άκη Πάνου και Τσιτσάνη. Εγώ ήμουν ροκάς και η μάνα μου ήταν απ’ την Πάρο κι άκουγε νησιώτικα, όλα αυτά μέσα μου μπερδεύτηκαν. Μου έλεγε ο πατέρας μου να παίξω κάτι, του έπαιζα κάτι ροκ μπαλάντες, μου λέει “τ’είναι αυτά ρε; Τι βλακείες είν’αυτές, άκου λίγο Άκη Πάνου”. Και μου δίνει έναν δίσκο, “Τα μεγάλα τραγούδια”, διπλό. Κι αρχίζω κι ακούω. Αμάν. Λέω τι λέει ο άνθρωπος εδώ πέρα. Τι κοφτερός στίχος, τι ήταν αυτό, τι μελωδίες. Κι αρχίζω να μελετάω ελληνικό τραγούδι.
Είμαι Θεσσαλονίκη, τραγουδάω τότε κι έρχεται ο Άκης Πάνου στο καμαρίνι να με δει. Σηκώνομαι όρθιος του λέω “δάσκαλε”, “κάτσε κάτω ρε”, μου λέει, “αύριο έλα να με πάρεις απ’το Καψής το ξενοδοχείο, να πάμε να φάμε”. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, λέω τώρα τι να κάνω. Και δεν ζούσε ο πατέρας μου να το πω, το λέω και συγκινούμαι. Πάω το πρωί, με πάει σε μια ταβέρνα που πήγαινε με τον Καζαντζίδη, τον Διονυσίου, κτλ. Κι αρχίζουμε και μιλάμε για έπιπλα, για ξύλα, για μπουζούκια, για τραγούδια, για τα πάντα. Μου έλεγε να πάω στην Ξάνθη, να δω τον πάγκο του που έφτιαχνε μπουζούκια. Του λέω έχω το μαγαζί, τραγουδάω, δεν μπορώ να φύγω, “χέστους ρε, έλα να δεις”.
Και κάποια στιγμή, μου λέει “Κυριαζή, ξέρεις το κόλπο να γράφεις καλά τραγούδια, αλλά πρόσεξε μη σε κάνουνε γυαλιστερό”. Τότε κάτι έσπασε μέσα μου. Είχα υπερεκτεθεί, τηλεοράσεις, ιστορίες, εμφανίσεις, από εδώ, από εκεί. Και σταμάτησα τα πάντα, μαχαίρι. Και εμφανίστηκα τώρα. Όλο αυτόν τον καιρό όμως, δεν καθόμουνα. Έχω μαζέψει γύρω στα σαράντα τραγούδια, μεγάλη υπόθεση”.
Τον ρωτάω πως τα πάει με την τεχνολογία. Ξεκινάει απ’ το ψηφιακό πια voice recorder για να φτάσει στις βόλτες που είναι μόνος του, αλλά όχι μόνος.
Επιστροφή στο 1976. Ένα περιοδικό γράφει πως τα δύο μεγάλα πάθη του Χρήστου Κυριαζή είναι η μουσική και το μπάσκετ. Ποιο μπάσκετ;
“Εδώ έπαιζα, πίσω σου, στον Ολυμπιακό”, μου λέει και τον κοιτάω καχύποπτα. “Ναι ρε, αλήθεια. Με προπονητή τον Αλέκο τον Σπανουδάκη. Έπαιζα τότε δεξί ελ. Είχα τρέλα με το μπάσκετ. Χιόνιζε και πήγαινα για προπόνηση μόνος μου και γελάγανε όλοι μαζί μου. Μόνος μου, εγώ και το χιόνι. Αλλά όταν έμπλεξα με τις κιθάρες και τις Πρόκες, παίζαμε σ’ένα κλαμπ εδώ δεξιά που λεγόταν Σινικόν, κατάλαβες, γκομενάκια και τέτοια, ποιο μπάσκετ τώρα. Η κιθάρα έβγαζε γκόμενες. Το μπάσκετ τότε δεν έβγαζε, τώρα βγάζει”.
Η αγάπη είναι το πρώτο, είναι η μεγαλύτερη ενέργεια. Όταν φύγω εγώ από εδώ και πάω για πάνω, για το ταξίδι, έχω την εντύπωση πως το πρώτο πρόσωπο που θα δω θα είναι η μάνα μου. Γιατί νοιώθω τόσο πολύ την αγάπη της και την ενέργειά της, που με καλεί. Νομίζω πως φεύγοντας από εδώ, πηγαίνουμε εκεί στο πρόσωπο που αγαπήσαμε πιο πολύ. Και θα περνάω μια χαρά με την κύρα Άννα”.
Η περιγραφή του που πάμε όταν φεύγουμε από εδώ μου θυμίζει το φινάλε του Lost, αλλά δεν μπορώ να διακόψω. Πάμε στην κυρά Άννα λοιπόν, τη μάνα.
“Ήταν όμορφη γυναίκα. Πολύ απλή, πάρα πολύ απλή. Φορούσε πάντα μαύρα και πριν αποκτήσει πένθος. Τραγουδούσε νησιώτικα στο σπίτι. Είχε μια νοσταλγία για την Πάρο και μου μιλούσε συνέχεια γι’αυτήν. Με πήγαινε στην Πάνδροσο και τρώγαμε ψητό κατσαρόλας με πατάτες τηγανητές κάτω απ’τα πλατάνια. Ήταν πάρα πολύ έξυπνη, την αγαπούσαν πάρα πολύ οι φίλοι μου, της μιλούσαν, της έλεγαν τα προβλήματά τους, μου έλεγαν “ρε μαλάκα, η μάνα σου είναι σοφή”.
Της έλεγα τα πάντα, για δουλειές, για τα κορίτσια που γνώριζα. Της πήγαινα μία, μου έλεγε “ωραία, πολύ ωραία, αλλά δεν γελάει”. “Ρε μάνα, τι δεν γελάει, μπορεί να ντρέπεται”, της απαντούσα, “όχι, καταλαβαίνω εγώ, δεν κάνει”. Κάποια στιγμή γνωρίζω μία, μου λέει “αυτή είναι έξυπνη και γελάει, προχωράμε εδώ”. Και προχώρησα. Είχα τόσα μαγαζιά, είχα ανοιχτεί πολύ, μου έλεγε “τι έχεις”, της έλεγα “ρε μάνα, άγχη, επιταγές, τέτοια”, μου έλεγε “άσε τις μαλακίες, θα σου κάνω να φάμε, πατάτες τηγανητές, μια ντομάτα”. Παπ, ξεχνιόμουν τελείως. “Θα γίνουν όλα, όλα θα γίνουν, θα δεις, να έχεις πίστη”.
Η μάνα μου μιλούσε για τον Χριστό και μεγαλώνοντας έψαχνα να διαβάζω για τη ζωή του. Παίρνω ένα νέο αμάξι, λέω να πάω ένα ταξίδι να το στρώσω. Και μου γεννιέται η επιθυμία να πάω στο Άγιο Όρος, παρότι το σκεφτόμουν απ’τα 20, αλλά δεν είχα πάει. Το λέω σε δυο φίλους, τον Λάζαρο και τον Γιώργο, και φύγαμε. Και παθαίνουμε πλάκα. Με τη φύση, τις μυρωδιές, τις εκκλησίες, τα πάντα. Είχα ένα κελί, έβλεπα το πέλαγος, είχα μαγευτεί. Πάμε να βρούμε τον γέροντα. Πάμε πάνω, βλέπω δεκαπέντε γέροντες, ίδιους. Μου λέει ο Γιώργος “ποιος είναι ρε μαλάκα ο γέροντας τώρα;” κι όπως κοιτάζω πέφτει το μάτι μου σε μια φυσιογνωμία, κάτι γινόταν εκεί, λέω αυτός είναι.
Αυτός ήταν, πάμε στο κελί οι δυο μας, μιλάμε, μου δείχνει κάτι βιβλία, σαν μικρό παιδί έκανε κι ήταν 80 τόσο. Μου λέει “θες να μου πεις κάτι;”, του λέω “όχι, τι να θέλω, έχω χαρεί τόσο πολύ που έχω έρθει εδώ, είμαι μια χαρά”. Μου λέει “για σκέψου βαθύτερα” και σκέφτομαι ένα πρόβλημα που είχα τότε, τεράστιο, που το είχα ξεχάσει όσο ήμουν εκεί.
Του το λέω και μου λέει “Χρήστο, μη βιάζεις τη φύση”. Δεν μπορώ να σου πω τώρα τι και πώς, δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Αυτή η φράση μου άλλαξε τη ζωή. Γυρίζω στην Αθήνα, σηκώνω το τηλέφωνο, που δεν είχα το θάρρος να το κάνω, είπα κάτι στο τηλέφωνο και άλλαξε η ζωή μου, τελείωσε. Δεν σου κρύβω πως ακόμα σε σημαντικές αποφάσεις, πρώτα θα ρωτήσω τη γυναίκα μου και μετά τον γέροντα”.
Σε παλιές συνεντεύξεις, σε στίχους, μιλάς για τα λάθη που έχεις κάνει σε σχέσεις σου. Υπάρχει μια συγγνώμη για κάθε λάθος;
Ναι, υπάρχει. Για να πεις συγγνώμη, κατάλαβα πως πρέπει να έχεις αρχίδια. Για να μπορέσεις να καταλάβεις ότι αυτό που έκανες πλήγωσε τον άλλον κι εσύ δεν καυχιέσαι γι’αυτό, αλλά θες να επανορθώσεις. Παίρνεις και λες συγγνώμη. Η συγγνώμη καταρχάς ηρεμεί εσένα και δεύτερον δίνει ευχαρίστηση στον άλλον, γιατί λέει “α, τον μαλάκα, κατάλαβε το λάθος του”. Τώρα αν μπεις στο κόλπο του εγωισμού, σε πάει όπου θέλει αυτός.
Τώρα πια στα 63, ξέρεις ποια είναι η γυναίκα για την οποία έχεις κλάψει πιο πολύ;
“Πρώτα για τη μάνα μου. Μετά δεν μπορώ να πω. Έτυχε τα κορίτσια που γνώρισα, να είναι γνωστά, καλώς ή κακώς. Άλλα απ’ την οικογένεια τους, άλλα επειδή είναι καλλιτέχνιδες. Δεν μπορώ να αναφερθώ σ’ αυτά τα πράγματα, είναι κορίτσια έχουν παντρευτεί, έχουν κάνει τις οικογένειές τους, δεν χρειάζεται. Δεν νομίζω ότι ένας άντρας μπορεί να κλάψει για γυναίκα περισσότερο απ’ ό,τι για τη μάνα του. Η μάνα είναι η μήτρα. Από εκεί βγαίνεις. Η μάνα ό,τι και να κάνει το παιδί, το συγχωρεί. Η γυναίκα επειδή είναι ερωτευμένη, όχι μόνο δεν τον συγχωρεί, αλλά εκδικείται κιόλας. Εκεί είναι που χαλάει το κόλπο. Πόσα κορίτσια έχουν χάσει τον άντρα τους από μαλακίες τέτοιες. Και μετά λένε “γιατί τον έχασα”, ε άμα του γαμάς τη μάνα, θα τον χάσεις, έτσι είναι”.
“Του έρωτά μέγα κακό σπαράζεις τους ανθρώπους”, λέει ο Ευριπίδης στη Μήδεια. “Ε, βέβαια. Ο έρωτας είναι πάθος, είναι αποκλειστικότητα. Η αγάπη είναι ελεύθερη. Κάτι που αγαπάς το αφήνεις ελεύθερο. Όταν όμως είσαι ερωτευμένος, το θες κοντά σου συνέχεια. Αυτό σε τρώει. Αλλά χωρίς αυτό, δεν θα υπήρχαν τα τραγούδια. Για να γράψω πρέπει κάτι να λείπει, κατάλαβες; Πρέπει να λείπει, να το στερείσαι. Η στέρηση σε κάνει και γράφεις, τουλάχιστον εμένα”.
Γι’ αυτό που θέλεις και δεν έχεις ή γι’αυτό που είχες και δεν έχεις πια; “Και για τα δύο. Καλύτερο είναι να θες και να μην έχεις, παρά να είχες και να σου λείπει. Αυτό πάει, πέρασε”. Ο στίχος σου λέει “υπάρχουν βράδια που’μαι μόνος, σ’ ένα δωμάτιο κλειστός, βράδια που με τυλίγει ο φόβος, είναι ο φόβος ο γνωστός”. Ποιος;
“Η μοναξιά”, απαντάει αμέσως. “Κι όσοι λένε ότι δεν φοβούνται τη μοναξιά, λένε μαλακίες. Η μοναξιά υπάρχει για να τη φοβάσαι. Η μοναξιά υπάρχει για να δείχνει τη χαρά της συνεύρεσης. Άλλο η μοναχικότητα. Μοναχικότητα είναι να επιλέγω εγώ να πηγαίνω κάπου μόνος και να γράφω. Μοναξιά είναι θέλω να έχω κάποιον και δεν τον έχω. Εκεί είναι το αγγούρι. Εκεί είναι η πάλη με τον εαυτό σου, εκεί είναι όλη η ιστορία. Να είναι δίπλα σου δεκαπέντε άτομα κι εσύ να γουστάρεις μία κι εκείνη να είναι αλλού. Η μοναξιά είναι μεγαλύτερη μέσα σε κόσμο.
Λέω σ’ ένα καινούργιο τραγούδι μου,
“στα βραδυνά τα μαγαζιά που τριγυρνάω
τη μοναξιά μου με ποτήρια τη μετράω.
Μες’τα πειράγματα, στις άδειες συζητήσεις
να ψάχνω γύρω μου να’ρθείς να με ζητήσεις”.
Αυτή η βαβούρα κι εσύ να κοιτάς την πόρτα, μήπως έρθει αυτή που γουστάρεις. Δεν είναι ωραία εικόνα; Και για τα ποτήρια μου ήρθε η εικόνα ενός τύπου που είναι στην μπάρα και δεν του παίρνουν τα άδεια ποτήρια από μπροστά του. Λέει άσ’ τα εδώ και μετράει μπροστά του τα πέντε ποτήρια που έχει πιει. Τη μοναξιά μου με ποτήρια τη μετράω, πριν δέκα μέρες το έγραψα”.
Τα ποτήρια που μετράνε τη μοναξιά του τύπου στο μπαρ μου θυμίζουν το “όταν κρατιέμαι σαν χερούλι απ’ το ποτό” του Αλκίνοου. “Καλά, λατρεύω Αλκίνοο. Έτυχε να τον γνωρίσω κιόλας στο στούντιο, μιλάμε το παιδί είναι φοβερός. Καταπληκτικός. Τον έχω νούμερο ένα. Αυτόν, τον Μάλαμα και τον Περίδη από πίσω”.
Του διαβάζω τις δηλώσεις του απ’ το 1976. “Το μόνο που επιθυμώ είναι να γράψω όμορφα ελληνικά τραγούδια και να ζήσω μια ήσυχη ζωή. Βέβαια, καλό θα ήταν να είχα μια βίλα στη Ν. Γαλλία, μια πράσινη Ρολς Ρόις, ένα κότερο και τα μάτια της να με κοιτάζουν πρωί και βράδυ, αλλά δεν χάθηκε και ο κόσμος, συμβιβάζομαι και με λιγότερα”.
“Γράψε, συμβιβάστηκε με λιγότερα. Με μια βάρκα στην Αίγινα, συμβιβάστηκε”, μου λέει και μου ζητάει να του δώσω το απόσπασμα. Καλά, πως σου ήρθε η πράσινη Ρόλς Ρόις; “Πήγαινε με τα μάτια της τότε. Βίλα δεν έχουμε, Ρολς Ρόις δεν έχουμε, αλλά μάτια να κοιτάμε έχουμε. Τι πράσινα, τι καφέ, τα μαύρα, τα έχουμε”.
“Θέμη, να σου παραγγείλω αυγά με μπέικον; Θα φάμε ε; Στέλιο, δύο αυγά με μπέικα. Για λέγε, για λέγε”.
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτό που έγινε το Σάββατο το βράδυ, την παρουσία της Βάνας Μπάρμπα στο μαγαζί.
“Εγώ ένιωσα μια έκπληξη, μια χαρά. Χάρηκα που ήρθε, που την είδα και που είναι καλά. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις αυτό, χάρηκα πολύ. Θα χαιρόμουν και για οποιαδήποτε γυναίκα απ’το παρελθόν που θα έκανε το ίδιο. Γιατί αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ψεύτικα, δεν γίνεται. Ήρθε μετά στο καμαρίνι και μιλούσαμε μιάμιση ώρα. Δεν το ήξερα πως θα έρθει, τελευταία στιγμή μου είπανε πως είναι στο μαγαζί και πως θέλει να έρθει στο καμαρίνι και λέω μετά την παράσταση. Δεν μπορούσα να δω, με τα φώτα. Δεν την είχα δει που είναι. Αλλά όταν ήρθε μπροστά με τα χέρια ανοιχτά, λέω μέσα μου “τώρα η Βάνα θα την κάνει”, γιατί την ξέρω, θα έρθει. Και ήρθε”.
Ήρθε με δυσκολία. Στεκόταν όρθια, αμήχανη, της φωνάζαμε τι κάνεις, ανέβα πάνω. Στα γόνατα ανέβηκε για να έρθει κοντά σου. “Κοίταξε, είναι μια στιγμή αδυναμίας. Να φανταστείς, είχε να με δει 18 χρόνια. Κι εσύ το ίδιο θα αισθανόσουν, σε μια τέτοια περίπτωση. Αν δεν βρεθεί κάποιος να σε σπρώξει, δεν γίνεται”.
Έρχονται οι εξωγήινοι και σου λένε, πρέπει να μας δώσεις κάτι. Ένα πράγμα, όχι δύο. Το καλύτερό σου. Χρήστο Κυριαζή, ένα τραγούδι. Ποιο τραγούδι είσαι; “Ποιο τραγούδι είμαι;” Σκέφτεται για 3-4 δευτερόλεπτα. “Μου θυμίζεις τη μάνα μου. Αυτό. Μου θυμίζεις τη μάνα μου”.
Παύση, μεγάλη παύση.
“Τι με κοιτάς ρε Θέμη, τι περίμενες να σου πω; Να σου πω κάτι; Έχω καταλάβει πως ο,τι αγαπάω, μου θυμίζει τη μάνα μου. Ένα περίεργο πράγμα. Γιατί μου μιλούσε για τόσα πράγματα, αυτή μ’έμαθε να διαβάζω βιβλία. Η κυρά Άννα ήταν μ’ένα βιβλίο στο χέρι, συνέχεια. Δεν ήξερε να μαγειρεύει, βαριότανε, όλα τά’ κανε η θεία μου η Κατίνα. Μόνο πατάτες τηγανητές μου έκανε, δεν ήξερε να κάνει κάτι άλλο. Με το μαύρο της το φόρεμα, όπως το λέει ο στίχος, με μια ελαφίνα στη σκιά, στο περπάτημά της.
Είχε οκτώ αδερφές και ήταν η μικρότερη. Τις γηροκόμησε όλες. Έτρεχε απ’τη μία στην άλλη, αητός, δεν σταμάταγε ποτέ. Της έλεγε ο πατέρας μου “πού πας πάλι;” κι έφευγε η κυρά Άννα. “Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις”, έχω γράψει τραγούδι. Ήταν φοβερή. Αλλά, θα τα πούμε στον πάνω όροφο, όταν πάω”, λέει και ξεκαρδίζεται.
“Για μένα η μεγαλύτερη ατάκα που έχει ειπωθεί είναι το “δωσε ημίν σήμερον”. Άμα κάτσεις και το αναλύσεις σου δείχνει πως έχεις μόνο το σήμερα. Κοιτάς να γεμίσεις και να περάσεις όσο καλύτερα μπορείς το σήμερα. Αύριο, έχει ο Θεός, που λέει ο λαός. Μεγάλη κουβέντα. Δεν θα ξεχάσω τότε που είχα τα μαγαζιά με τα έπιπλα, τις ευθύνες, το άγχος. Πω ρε πούστη, δεν άντεχα. Κι ευτυχώς μου είπε η μουσική “έλα εδώ εσύ, κλείσ’ τα τα μαγαζιά, έλα εδώ να δούμε τι θα κάνουμε. Γιατί αν δεν ήταν η μουσική, θα ήμουν στο τρελοκομείο”.
Ήθελε την κιθάρα του για καλύτερες φωτογραφίες. Προσφέρθηκα να τη φέρω απ’ το αυτοκίνητο. Πίστευα πως μόνο το δικό μου θα ήταν τόσο ακατάστατο, αλλά έκανα λάθος. Χώρος για άνθρωπο στο πίσω κάθισμα δεν υπήρχε, τα πράγματα έφτανα μέχρι τα προσκέφαλα των πίσω καθισμάτων. Ο λεβιές των ταχυτήτων είχε περασμένο ένα ρολόι, στο ταμπλό ήταν σφηνωμένα post-it με σημειώσεις.
Έβγαλε την κιθάρα απ’ τη θήκη λέγοντας “αυτό είναι το μωρό μου το ξανθό, έχω κι άλλο ένα μελαχρινό”. Όταν βγήκε έξω περίμενα να τελειώσει τις φωτογραφίες στο παγκάκι για να βγάλουμε και μερικές μαζί. Με ρώτησε αν θέλω να μου πει ένα τραγούδι λες και υπήρχε περίπτωση να του πω όχι.
Ήταν αυτό που είχαμε ήδη συζητήσει.
“Στα βραδυνά τα μαγαζιά που τριγυρνάω
τη μοναξιά μου με ποτήρια τη μετράω.
Μες’τα πειράγματα, στις άδειες συζητήσεις
να ψάχνω γύρω μου να ‘ρθείς να με ζητήσεις”.
Γυρίσαμε στο μαγαζί, ήρθε ο λογαριασμός, έκανα κίνηση.
“Άσε ρε, στον Πειραιά είσαι. Άμα έρθω στη Βουλιαγμένη, θα πληρώσεις εσύ”.